“ΝΑΒΙΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΑΝΗΡ ΑΓΑΘΟΣ”( ΝΙΚΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ,Εκδόσεις DREYFUS 1995,εξαντλημένο).ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.

 

“Η Τσιμτσιλή εναντίον εργαζομένων στο Δημόσιο

Με αφορμή το θέμα που έχει προκύψει με τη «Μικρή ΔΕΗ», η Σταματίνα Τσιμτσιλή, το πρωί της Παρασκευής, θυμήθηκε την υπόθεση του ALTER και ξέσπασε on air για τη διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν δημόσιος και ιδιωτικός τομέας.

«Το έχω ξαναπεί εγώ, με κίνδυνο να παρεξηγηθώ. Όταν έκλεισε η ΕΡΤ, κάτι που μας στενοχώρησε όλους, κυρίως με τον τρόπο που έγινε, ξεσηκώθηκε όλος ο κόσμος, συσπειρώθηκε. Όταν έκλεισε το ALTER, που κι εμείς ήμασταν ένα χρόνο απλήρωτοι και δεν πήραμε τις αποζημιώσεις μας, όπως τις πήραν οι άνθρωποι της ΕΡΤ, δεν ήρθε κανείς να μας στηρίξει. Παρά κάποιοι συνδικαλιστές της ΕΣΗΕΑ που δεν έκαναν και τίποτα σε τελική ανάλυση, ήρθαν απλά για λόγους ψηφοθηρίας. Εγώ γιατί ως εργαζόμενη του ALTER που έμεινα απλήρωτη ένα χρόνο και άλλοι άνθρωποι που είχαν μεγαλύτερες ανάγκες, γιατί δεν ίδρωσε το αφτί κανενός για μας; Δεν μπορεί ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας να αντιμετωπίζονται με τέτοια διαφορά ρε παιδιά! Συμπονώ τους εργαζόμενους και τους συναδέλφους της ΕΡΤ, αλλά γιατί δεν ίδρωσε το αφτί κανενός για μας, τους εργαζόμενους στην Ελευθεροτυπία, στον Κωστόπουλο, στον Λυμπέρη», είπε η παρουσιάστρια.”

Δε θα σταθούμε σ΄αυτά που είπε η παρουσιάστρια για  τη διαφορετική συνδικαλιστική αντιμετώπιση των απολυμένων  στο δημόσιο και τον ιδωτικό τομέα. Αλλού θα επικεντρωθούμε με αφορμή, όσα είπε. Συγκεκριμένα: “Γιατί ως εργαζόμενη του ALTER που έμεινα απλήρωτη ένα χρόνο και άλλοι άνθρωποι που είχαν μεγαλύτερες ανάγκες, γιατί δεν ίδρωσε το αφτί κανενός για μας;”, είναι η εύλογη απορία της.

Είναι γεγονός πως όταν  μείνει ο εργαζόμενος  “ένα χρόνο απλήρωτος” είναι από μόνο του ένα ολόκληρο  δράμα, πολλώ μάλλον αν έχει να “θρέψει”  και οικογένεια. ΄Ομως, εδώ  μιλάμε για απολυμένους από  τα ΜΜΕ και την εργασία που προσφέρουν οι δημοσιογράφοι στην ενημέρωση και την πληροφορία. Δεν είναι κατάστημα, εργοστάσιο, γραφείο, που κλείνει  και μένουν οι υπάλληλο στο δρόμο. Στον χώρο της “τέταρτης εξουσίας” τα πράγματα αλλάζουν.  Αυτός είναι και ο λόγος που ο γράφων δε διαθέτει “σπλάχνα οικτιρμών”, ευαισθησία και πνεύμα αλληλεγγύης που οφείλει ο άνθρωπος στον πάσχοντα συνάνθρωπό του, απολυμένο-άνεργο. Τί εννοούμε;

Εκ των πραγμάτων,  δε γίνεται  να υπηρετεί κανείς δύο αφεντικά. Πώς το έλεγε ο Χριστός; “Ουδείς  δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν”. ΄Η “Θεό ή  Μαμωνά” θα διαλέξεις. Η ελεύθερη πληροφόρηση και κρίση απαιτούν ελεύθερους, ανεξάρτητους ανθρώπους να τις υπηρετούν. Αν υπάρχει οποιοδήποτε “βαρίδι”, πολύ περισσότερο οικονομικής εξάρτησης, ο διαχειριστής  της είδησης και της κριτικής  σε όλα τα στάδια μέχρι τη δημοσιοποίησή της, δεν είναι και ο καταλληλότερος γι΄αυτή τη δουλειά.

΄Οταν ήταν, για παράδειγμα, η εν λόγω παρουσιάστρια  στη δούλεψη του κυρίου Γ. Κουρή, μπορούσε, ως έμμισθος εργαζόμενη στην επιχείρηση Κουρή, να αυτονομηθεί από τη γραμμή του εκδότη-καναλάρχη και να αντισταθεί στις απόψεις -κριτικές του εργοδότη της για πρόσωπα και καταστάσεις; Να θυμίσουμε το πλέον πρόσφατο παράδειγμα για τη δημοσιογραφική συμπεριφορά του εν λόγω, παλιού εκδότη της εφημερίδας ” Αυριανή” .  Ο Γ. Κουρής, όσο οι Πασόκοι τον εξυπηρετούσαν,ως κυβέρνηση, ποικιλοτρόπως ,τους είχε και την ανάλογη μιντιακή “περιποίηση”. ΄Οταν τα “σπάσανε” για ένα δάνειο, που δεν του δώσανε, έγινε “Τούρκος” ,ειδικά με τον  Γ. Παπανδρέου. Δεν υπήρξε “οχετός” που να μην εκτοξεύσουν τα έντυπα και τα κανάλια των Κουρήδων εναντίον του τ. πρωθυπουργού. Απίστευτος ξεπεσμός, πρωτοφανής αντιμετώπιση πολιτικού στο πρόσωπο του οποίου δεν αναγνώριζαν καμιά αρετή.

Φυσικά, δε θα μπορούσε η παραπάνω, τότε  υπάλληλος εκφωνήτρια του ΄Αλτερ, να αντισταθεί στη θέληση του εργοδότη της Κουρή και να πει τα δικά της σε ένα δελτίο ειδήσεων, αν είχε διαφορετική άποψη για το ΠΑΣΟΚ και τον τότε αρχηγό του. Αυτό είναι αυτονόητο για εκείνη και μάλιστα απαιτεί με όσα λέει να είναι κατανοητό και από  μας.

Η δημοσιογράφος  δεν μπορεί να δει τη δημοσιογραφία από άλλη οπτική γωνία, παρά μόνο από την εργασιακή. Ως ένα επάγγελμα, όπως όλα. Ως μέλος μιας συντεχνίας, μιλάει για το “ψωμί” της που έχασε, όταν έκλεισε το κανάλι που δούλευε. Καμιά κριτική για τον τρόπο λειτουργίας της παλιάς ΕΡΤ. Φυσικά ούτε λόγος και για τη διεστραμμένη δημοσιογραφία που ασκούσε, όσο δούλευε στους “Κουρήδες”. Η μόνη της ένσταση είναι πως  οι απολυμένοι της ΕΡΤ  έχασαν  μεν κι αυτοί τη δουλειά τους, αλλά τουλάχιστον είχαν άριστη συνδικαλιστική συμπαράσταση. (Καλώς και…ευτυχώς, λέμε, εμείς που την έχασαν. ΄Οπως “ευχής έργον” είναι να χάνει   ένας κακός πιλότος , γιατρός ,δάσκαλος τη δικιά του).

Για την τ.  υπάλληλο του Κουρή το πρόβλημα υπάρχει στη βάση κρατικό-ιδιωτικό  “ψωμί”,  ποιος το χάνει και πώς αντιμετωπίζεται. Οι κρατικοδίαιτοι έχουν επιλεκτική αντιμετώπιση , οι ιδωτικοί όχι. Την ενοχλεί που οι συνάδελφοί της στην ΕΡΤ έτυχαν ευρύτατης συμπαράστασης. Δεν κάνει ούτε καν νύξη για το “έγκλημα”, πως  αυτοί οι άνθρωποι υπηρετούσαν έναντι αδράς αμοιβής την εξουσία και  η ΕΡΤ υπήρξε δεκαετίες “βήμα” προπαγάνδας της εκάστοτε κυβέρνησης.  Αλλά, πώς θα μπορούσε να δει αυτή τη διάσταση του προβλήματος, όταν και η ίδια στο κανάλι του Κουρή που έβγαζε το “ψωμί” της , πρόσφερε τις ίδιες υπηρεσίες μόνο που αυτή κακολογούσε τους  Πασόκους  στο όνομα των οποίων, όμως, “έπιναν νερό”  οι συνάδελφοί της στο κρατικοκάναλο της ΕΡΤ, όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν κυβέρνηση;

Η εμπορική δημοσιογραφία (βιομηχανία ενημέρωσης) είναι αυτονόητο πως όχι μόνο δεν έχει να προσφέρει σχεδόν  τίποτα στον τομέα της πληροφόρησης (πέρα από τη χρησιμότητά της ως …”αλμανάκ”), αλλά αντίθετα με τον τρόπο που δια-χειρίζεται την είδησεογραφία, την παραμορφώνει, τη διαστρεβλώνει και της αφαιρεί τη “δροσιά”,τη φρεσκάδα  του γνήσιου και αυθεντικού. Στα “χειρουργικά τραπέζια”  των “Χατζηνικολάου” η πληροφορία, δεινοπαθεί και  παίρνει τη μορφή που θέλει ο “χειρουργός” της (διαβαζε ” χασάπης”). Τις περισσότερες φορές, το ” συμβάν” μετά την επέμβαση, γίνεται αγνώριστο, αποκρουστικό, δε θυμίζει σε τίποτα το πρωτότυπο. Το ίδιο αν πρόκειται για αναφορά σε πρόσωπο και κριτική, που του ασκούν. Δεν παραμορφώνεται απλώς το πρόσωπο ,”κατακρεουργείται”,μέ ό,τι σημαίνει και συνεπάγεται αυτό.

Η κοινωνία, επομένως, ειδικά σήμερα που διδάσκεται ενημερώνεται από την “εμπορική βιομηχανία” έχει στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας που την περιβάλει.  Η άποψή της για κάθετι έχει ήδη “κατασκευαστεί” στα γραφεία των εκδοτών και των ιδιοκτητών των καναλιών.  Η πλειοψηφία των μελών της κοιωνίας, συνήθως, δεν είναι σε θέση να δια-χειριστεί την είδηση, την πληροφορία, την κριτική που του παρέχουν και να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες ή την ικανότητα να διαπιστώσει την “παραμόρφωση” . ΄Ετσι δέχεται να “θεάται” παθητικά τα πράγματα από την οπτική γωνία που του προσφέρουν και του υποδεικνύουν οι   “βιομήχανοι” των Μίντια.

Παλιότερα, αυτή την αποκλειστικότητα της συντήρησης- διάσωσης,αλλά και της “διάπλασης”-“μεταμόρφωσης” της πληροφορίας, άρα και  της διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας, την είχαν οι ιστορικοί.  Σε άλλα μαθήματα εδώ, αναπτύξαμε αναλυτικά το θέμα της    “προκρούστειας” ιστορικής πένας και τις συνέπειές  της στην επιστήμη της Ιστορίας, η οποία δεν έπαψε φυσικά να ταλαιπωρείται και στις μέρες μας απ΄αυτήν. Μόνο που τώρα αυτό το έργο το έχουν αναλάβει οι δημοσιογράφοι. Η δημοσιογραφία είναι ένας κλάδος της Ιστορίας.  Δοθέντος μάλιστα πως η είδηση ,ακόμα και στην απλή  και όχι μόνο στην ιστορική μορφή της, είναι εν δυνάμει  ένα ιστορικό γεγονός, αφού ουδείς γνωρίζει στην εξέλιξή της, πώς,δηλαδή, θα επηρέασει το “ιστορικό γίγνεσθαι”, δεν υπάρχει τίποτα για πέταμα από το “καλάθι” (Δες και ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΗΜΑΤΩΝ στο ΑΡΧΕΙΟ. “ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ”).

Για το λόγο αυτό, όταν μιλάμε για δημοσιογραφία, θα πρέπει, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, να χρησιμοποιούμε τον όρο “Δημοσιογραφική Ιστορία”. Το “αντώνυμό”  της στην επιστημονική μορφή της  είναι η “Ιστορική Δημοσιογραφία”. Η διαφορά τους είναι σημαντική και αγεφύρωτη. Τους λόγους τους αναλύσαμε στο παραπάνω μάθημα.  Παραθέτουμε από εκεί ένα απόσπασμα:

“Ο Δημοσιογράφος, όπως είπαμε, χρησιμοποιεί το συμβάν, το γεγονός της “ημέρας”,συνήθως υπό την εφήμερη μορφή του. Αν όχι αύριο, πιθανότατα μεθαύριο, θα είναι “μπαγιάτικο”,αφού άλλη επικαιρότητα περιμένει στη σειρά, για να ικανοποιήσει την ακόρεστη  πείνα  του πελάτη ή του οπαδού για  συγκεκριμένη “ενημέρωση”.Κι αυτή,ακριβώς, είναι που θα τον κάνει να αγοράσει αυτό και όχι το άλλο  έντυπο ή θα γυρίσει το τηλεκοντρόλ  στο τάδε και όχι στο δείνα κανάλι. Αυτή είναι κυρίως η  χρηστικότητα της δημοσιογραφικής  επικαιρότητας.
Ο Ιστορικός από την άλλη, χρησιμοποιεί κι αυτός το ίδιο υλικό της επικαιρότητας,αλλά υπό άλλους όρους και για διαφορετικά ζητούμενα. Το συμβάν, το γεγονός, το “καθημερνό γίγνεσθαι” επιλέγεται από τον ιστορικό με εντελώς αλλιώτικα κριτήρια απο εκείνα του δημοσιογράφου. Δηλαδή,αναρωτιέται: Είναι ένα γεγονός, εν δυνάμει, “ιστορικό γεγονός” (ανεξάρτητα από το μέγεθος και την ποιότητά του) του ή όχι; ΄Εχει τη δυναμική να εξελιχθεί σε τέτοιο, σύντομα ή άργότερα; Μπορούν, μεμονωμένα ή σε σύνολα, αυτά τα συμβάντα-γεγονότα να καταστούν αργότερα ιστορικό υλικό; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα στην επιλογή, την καταγραφή και την κριτική ή άλλη επεξεργασία του  καθημερινού γεγονότος που απασχολούν τον Ιστορικό.
Ο Ιστορικός αναζητεί συγκεκριμένη επικαιρότητα και τη διαπραγματεύεται. Δοθέντος, μάλιστα, ότι το όποιο γεγονός δε δείχνει από την αρχή την “ουσία” και το περιεχόμενό του, αν, δηλαδή, είναι ή θα γίνει ιστορικό ή έστω ιστορικό υλικό προς χρήση τωρινή ή κατοπινή, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο ζύγισμα και την ποιότητά του. ΄Ολα τα συμβάντα και τα γεγονότα δεν “κάνουν” για τον Ιστορικό, ο οποίος στην επιλογή τους, δεν μπορεί να λειτουργήσει με το άλλοθι του εντυπωσιασμού και της γνωστής δημοσιογραφικής αντίληψης  πως “είδηση δεν είναι αν ένας σκύλος δάγκωσε έναν άνθρωπο,αλλά αν ένας άνθρωπος δάγκωσε ένα… σκύλο”.
Αυτές τις προδιαγραφές και τέτοια “καθαρότητα”πρέπει να έχει το υλικό της επικαιρότητας που επιλέγει να διαχειριστεί ο ιστορικός. Η ανάδειξή του, όμως, (η έκθεσή του στη δημοσιότητα, η γνωστοποίησή του), δε διαφοροποιείται από  τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί και η Δημοσιογραφία για τον ίδιο σκοπό (ειδικά στο ύφος) και δεν πρέπει να διαφέρει απ΄ αυτά. Ο Ιστορικός, όταν  “γράφει” δημοσιογραφικά, δε “γράφει” ιστορικά, έστω και αν τα “scripta mane(n)t” του, μπορεί κάποια στιγμή να αποτελέσουν για τον ίδιο ή για μεταγενέστερο, υλικό Ιστορίας, ή κάποια, μη ευδιάκριτη σήμερα επικαιρότητα,  να εξελιχθεί ακόμα και σε ιστορικό γεγονός μικρής ή μεγάλης εμβέλειας.

Υπ’ αυτή την έννοια, πολλοί από τους παλιούς ιστορικούς υπηρετούσαν, όπως και οι σημερινοί, δημοσιογράφοι τη δημοσιογραφική ιστορία. “Λυδία λίθος”,  βασικό κριτήριο για την ένταξη  ενός φορέα των δύο αυτών  κλάδων της Ιστορίας στη μια ή στην άλλη “πλευρά”, είναι εκείνα που αναλύσαμε στο παρακάτω απόσπασμα από το ίδιο μάθημα:

“Υπάρχουν,ασφαλώς, και άλλες ειδοποιοί διαφορές ,ειδικά μεταξύ Ιστορικού και Δημοσιογράφου . Να επισημάνουμε τη  σπουδιαότερη: Ο Δημοσιογράφος  εξουσιάζεται στο έργο του. Ο Ιστορικός εξουσιάζει το δικό του. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού ο πρώτος κάνει ένα επάγγελμα με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Πληρώνεται, δηλαδή, γι΄αυτό που γράφει ή λέει. Σε αντίθεση με τον Ιστορικό, που  αυτή η ίδια η ιδιότητά του είναι απαγορευτική για τέτοιου είδους εξαρτήσεις, ειδικά οικονομικές και ιδεολογικές. Ο Δημοσιογράφος έχει “αφεντικό”,που νοιάζεται για την επιχείρησή του και απαιτεί να ικανοποιεί τις αγοραστικές ανάγκες του πελάτη του, όπως κάνουν όλες οι αγορές.
Γι αυτό ακολουθεί “γραμμή”, η οποία έχει χαραχτεί εκ των προτέρων από την εργοδοσία της επιχείρησης και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να παρεκκλίνει από αυτή χωρίς συνέπειες, που είναι ανάλογες  με την έκταση και τη μορφή της  παρέκκλισης. Και ο Ιστορικός, βέβαια, ακολουθεί  “γραμμή”, την οποία, όμως, δεν του την καθορίζει κάποιος εργοδότης (εκτός αν είναι καθεστωτικός “ιστορικός” στο σχολείο, στη σχολή ή στην αγορά) ,αλλά  ο ίδιος. Το είδος, η ποιότητα και τα λοιπά χαρακτηριστικά της “γραμμής” αυτής, καθορίζονται από τα αντίστοιχα (είδος-ποιότητα) του Ιστορικού.”

Αυτός είναι και ο κυρίαρχος λόγος που η δημοσιογραφία δεν έχει ούτε το κύρος ούτε την αντιμετώπιση, τόσο από τις άλλες εξουσίες,όσο και από την κοινωνία, της Ιστορίας. Ο δημοσιογράφος, αφού εξυπηρετεί “γραμμή” για οποιονδήποτε  λόγο, μπορεί να υποκύψει εύκολα στον πειρασμό της διάπραξης του αδικήματος της συκοφαντίας (συκοφαντική δυσφήμιση). Ο ιστορικός όχι. Γι΄αυτό δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπστεί  από τη δικαστική εξουσία, ως δημοσιογράφος, αφού υπηρετεί την επιστήμη, οι κρίσεις του είναι επιστημονικές και  οι  απόψεις  για πρόσωπα και γεγονότα δε στοιχειοθετούν λόγους συκοφαντικής δυσφήμισης.

Ο ιστορικός μπορεί να διατυπώσει εσφαλμένη επιστημονική, ιστορική κρίση-άποψη. Σε καμιά περίπτωση, όμως, συκοφαντική.  Η δίωξη ενός ιστορικού είναι δίωξη της επιστήμης, φίμωση, εκφοβισμός, λογοκρισία, επιστροφή στο Μεσαίωνα.  Σε τέτοια περίπτωση, εισαγγελέας που θα ασκήσει δίωξη ή δικαστής που θα καταδικάσει ιστορικό για όσα γράφει , ας  δώσει εντολή την ίδια ώρα να κάψουν και  τα βιβλία του Πολύβιου του Μεγαλοπολίτη, του Αρριανού, του Προκόπιου, του Κεκαυμένου και πολλών άλλων που στα έργα τους διατυπώνουν  εσφαλμένες ιστορικές κρίσεις για πρόσωπα και γεγονότα.

Αν σε μια αγόρευση εισαγγελέα ή σε μια δικαστική απόφαση σκιαγραφείται αρνητικά η εικόνα (έστω και λαθεμένα) ή εμπεριέχονται  βαρείς χαρακτηρισμοί για έναν κατηγορούμενο -κατάδικο, δε διώκεται ο  ο δημόσιος κατήγορος ούτε ο δικαστής  για τέτοιες  κρίσεις. Αυτή είναι η δουλειά τους, το ορίζει η επιστήμη τους. Πόσο μάλλον οι κρίσεις του “δικαστή” που υπηρετεί στο υπέρτερο και αδέκαστο δικαστήριο της Ιστορίας. Σε καμιά περίπτωση  δεν υπόκειται σε διαδικασίες   ποινικής μεταχείρισης.

Ο ιστορικός ερευνά την αλήθεια του παρελθόντος και του παρόντος με επιστημονικά μέσα. Τα δημόσια πρόσωπα και το έργο τους που κρίνονται ιστορικά είναι συνεχώς και αδιαλείπτως υπό  έρευνα και εξέταση. Δε θίγεται η υπόληψή τους, αν ο ιστορικός (εσφαλμένα ή ορθά) διατυπώνει αρνητικές και υποτιμητικές κρίσεις γι΄αυτά και τους χειρισμούς τους. Για την Ιστορία δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο. Το ψευδές και το αναληθές αποδεικνύονται με τα εργαλεία της επιστήμης της Ιστορίας. Αν ο χειριστής-ιστορικός κάνει λάθη στη χρήση τους, είναι κακός επαγγελματίας, όχι συκοφάντης. Εκείνο που τον δικαιώνει ηθικά και του παραχωρεί αρμοδιότητα να προχωρήσει σε διατύπωση κρίσεων  είναι  η εξουσιοδότηση  από την ίδια την επιστήμη  να  αγρεύεται πάση θυσία η αναζήτηση της αλήθειας. Η ιδιότητά του η ίδια, αναιρεί την ιδότητα του συκοφάντη. Δεν μπορούν να συνυπάρχουν και οι δυο  στο “θεράποντα”  της επιστήμης του Θουκυδίδη .

Στη συνέχεια θα  ασχοληθούμε με 2-3 τέτοιες περιπτώσεις ιστορικών, που είναι εμφανής και αναμφισβήτητη η κατάταξη του έργου τους  στο χώρο της δημοσιογραφικής ιστορίας.  Θα ξεκινήσουμε με τον Πολύβιο το Μεγαλοπολίτη ,ο οποίος ανέλαβε να σκιαγραφήσει ιστορικά το μεγάλο επαναστάτη βασιλιά της Σπάρτης Νάβη.  Και  ιδού  πώς τον κατάντησε.

(Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο μας,όπως το αναφέρουμε στον τίτλο του παρόντος άρθρου).

 

ΝΑΒΙΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΑΝΗΡ ΑΓΑΘΟΣ

                                               ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ήττα  των Σπαρτιατών στον πόλεμο με τους Αχαιούς (τελευταία μάχη στη Μαντίνεια το 207 π.χ) , δε σήμαινε και το τελικό αποτέλεσμα του πολύχρονου αγώνα τους για την ηγεμονία στην Πελοπόννησο. Λίγο μετά η Σπάρτη βρισκόταν και πάλι σε σύγκρουση με το μόνιμο εχθρό της. Με τήν έναρξη, όμως, των νέων εχθροπαραξιών, έντονα τέθηκε και το κοινωνικό πρόβλημα στην πόλη του ΄Αγη και του Κλεομένη.Η ανάμνηση της εξαίρετης εκείνης προσπάθειας των δύο αυτών ανδρών να επιλύσουν τα συσσωρευμάνα κοινωνικά προβλήματα της ολιγαρχικής πόλης, ήταν ακόμα νωπή στην πλειονότητα των κατοίκων της και η ανάγκη επίλυσής τους παρέμεινε το ίδιο επιτακτική και αναπόφευκτη
Πρωτοπόρος αυτής της τελευταίας και αποφασιστικής προσπάθειας για την κοινωνική επανάσταση, αλλά παράλληλα και του αγώνα για στρατιωτική υπεροχή και ανάδειξη της Σπάρτης σε κυρίαρχη δύναμη της Πελοποννήσου, υπήρξε ο βασιλιάς Νάβης. ΄Οπως, όμως, έγινε και στη διαμάχη που ξέσπασε μια γενιά πριν, μεταξύ Σπάρτης και Αχαϊακής συμπολιτείας,της οποίας πρωταγωνιστής υπήρξε ο Κλεομένης και ο ΄Αρατος, και ο Πολύβιος  στέκεται αποφασιστικά στο πλευρό της Αχαϊκής συμπολιτείας, έτσι και τώρα στη νέα αυτή αναμέτρηση των αντίζηλων δυνάμεων της Πελοποννήσου, που πρωτοστατούν ο Νάβης και ο Φιλοποίμην, ο Πολύβιος(1) θα σταθεί αλληλέγγυος στις ενέργειες του Αχαϊκού ηγεμόνα, εξυμνώντας σε όλους τους τόνους τη δράση του και αποδοκιμάζοντας μετά βδελυγμίας όλες τις μεθόδους του αντιπάλου Νάβη .Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ήταν για τον Πολύβιο ο πιο σκληρός τύραννος, προστάτης φονιάδων,ληστών και βιαστών, που συνάζονταν στην πόλη απ΄όλα τα μέρη του κόσμου.
1.ΠΟΛΥΒΙΟΣ 13,6,1. ” Ο δε των Λακεδαιμονίων  τύραννος Νάβις… 2 πολυχρονίου και βαρείας τυραννίδος. 4 Ούτοι δε ήσαν ανδροφόνοι και παρασχίται ,λωποδύται,τοιχωρύχοι,καθόλου γαρ τούτο το γένος ηθροίζετο προς αυτόν επιμελώς εκ της οικουμένης…5 ων προστάτην και βασιλέα αυτόν αναδείξας…”.
Αναλυτικά, ο ιστορικός Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης με τη φιλοαχαϊκή του πέννα,δίνει τη δική του περιγραφη για το χαρακτήτα του  βασιλιά Νάβη, τη συμπεριφορά  και τον τρόπο με τον οποίο συγκέντρωσε γύρω του όλα τα “κακοποιά στοιχεία” που θα τον βοηθούσαν στην εύκολη επικράτησή του.”… είχε δε καθ΄όλην την Πελοπόννησον ιεροσύλους, οδοιδόκους, φονέας, οις μερίτης γενόμενος, των εκ της ραδιουργίας λυσιτελών, ορμητήριον και καταφυγή παρείχετο τούτος την Σπάρτην…” (LIVIUS, 33,44,8.34,32.3)