Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολιτεύτηκε με σύνεση σε ένα κορυφαίο «εθνικό» ζήτημα (και παράλληλα αφρόνως στο «σκοπιανό») είναι εκείνο των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Η δική μας ιστορική άποψη είναι αυτή και δεν την αναιρούμε.
Να παραδεχτούμε, όμως και τούτο. Αν, από την άλλη, υποκρύπτεται οποιαδήποτε σκοπιμότητα, αν υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά αυτής της συμπεριφοράς ,της στάσης του ΄Ελληνα πρωθυπουργού, που δε τη γνωρίζουμε αυτή την ώρα, «δε βάζουμε και το χέρι μας στη φωτιά». Δεν το αποκλείουμε. Ελπίζουμε ,όμως, στις καλές προθέσεις του.
΄Αλλωστε, μια πολιτική και ένας πολιτικός δεν κρίνονται «συλλήβδην» και… τσουβαλιστί. Δεν έχει καμιά ιστορική υπευθυνότητα η συλλογιστική πως ένας κακός πρωθυπουργός σε «εκείνα» , χαρακτηρίζεται απαραίτητα κακός σε όλο το έργο του. Μια τέτοια «ευχέρεια» διαθέτουν μόνο οι οπαδοί (και όχι μόνο των κομμάτων) στην αντίληψη των οποίων, ό,τι κάνει το κόμμα μου, στραβό, κουτσό, οφθαλμοφανώς αντίθετο και με την κοινή λογική, είναι καλώς καμωμένο. Και αντίθετα για τον αντίπαλο.
Από την άλλη, για να επανέλθουμε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, δεν έχουμε κανένα δισταγμό να του αφαιρέσουμε τα εύσημα που του επιδαψιλεύουμε σήμερα, αν αποδειχτεί κατώτερος των ιστορικών προσδοκιών μας στο ζήτημα της εξεύρεσης, επιτέλους, λύσης στο μέγα και χρονίζον αυτό πρόβλημα των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Μάλιστα, θα σημειώσουμε πάλι με την ευκαιρία πως όχι μόνο δεν είναι ανυπέρβλητες και σοβαρές αυτές οι διαφορές, αλλά ,τις περισσότερες, θα της χαρακτηρίζαμε αστείες.
Υπάρχουν μόνο, για να τροφοδοτούν την εθνικιστική υστερία κάποιων θερμοκέφαλων πατριωταράδων, ένθεν κακείθεν. Και ασφαλώς, παραμένουν άλυτες, για να εξυπηρετούν, συνήθως, τις μίζες από τα τεράστια κονδύλια των εξοπλιστικών, αλλά και την εργαλειοποίηση των εθνικών κινδύνων κάθε φορά που …το καλεί η περίσταση (διάβαζε στα δύσκολα μιας κυβέρνησης).
΄Ενας τέτοιος που ανήγαγε τον πατριωτισμό αυτού του είδους σε εργαλείο ανάδειξης, ανέλιξης, κομματικής καριέρας και αισχρού πλουτισμού, είναι και ο Αντώνης Σαμαράς. Μαζί, μάλιστα, με τον έτερο Καπαδόκη (αμφότεροι ανήκοντες στην ευρύτερη οικογένεια της Δεξιάς), το Νίκο Μιχαλολιάκο και τους ομνύοντας στην ίδια υστερία οπαδούς τους (οι περισσότεροι με διάφορο), αποτελούν το κορυφαίο δίδυμο της ελληνικής εθνικοφροσύνης.
Αλλά και η «πέτσινη» Αριστερά, δεν πάει πίσω.΄Εχει και τούτη τους αστέρες της, που διαπρέπουν ως «εθνίκια». Και ειδικά ως Τουρκοφάγοι. ΄Εχτισαν κι αυτοί κομματικές καριέρες πάνω στον «πατριωτισμό» τους.
Η διαφορά τους με τους άλλους, είναι στα κριτήρια των συμφερόντων ενός εκάστου. Αναδεικνύουν, για παράδειγμα, το μεν «σκοπιανό», ως ανύπαρκτο εθνικό ζήτημα, γιατί η λύση του βόλευε στην κυβερνητική τους θητεία (πλην των άλλων και ως Νατοϊκή απαίτηση), τα δε ελληνοτουρκικά, τα αναγνωρίζουν ως μέγα και ανυπέρβλητο πρόβλημα και όποιος τολμήσει να περάσει τις «κόκκινες γραμμές», είναι προδότης και εθνικός μειοδότης! Ίδια, ασφαλώς, έλεγε παλιότερα για τη συμφωνία των Πρεσπών και η Δεξιά ως αντιπολίτευση ,με επικεφαλής των τότε Μακεδονομάχο Κυριάκο Μητσοτάκη και σήμερα «ποιούμενον την νήσσαν».
Η συνεργασία των δύο κατ΄ επίφαση ιδεολογικών αντιπάλων είναι αρκούντως ιστορικά τεκμηριωμένη και σε βάθος χρόνου. Να διευκρινίσουμε, βέβαια, πως δεν πρόκειται για ιδεολογία, αλλά για ιδεασμούς που εξυπηρετούν καριέρες και συμφέροντα κυρίως οικονομικά (απολαβές παντός είδους) και στις δυο μεριές.
Για να μην πάμε μακριά, θα θυμίσουμε τη συνύπαρξη των δύο…αντιπάλων στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΟΑΝΕΛ, που υπήρξε ανώδυνη και πολύχρονη. Ακόμα και το συναινετικό διαζύγιό τους με αφορμή το «σκοπιανό», το υπέγραψαν όταν ακριβώς κατάλαβαν πως ήρθε η ώρα να χωρίσουν τα τσανάκια τους και να πάνε σε εκλογές.
Από κει και ύστερα, με μια ματιά στην κομματική πορεία της Ακροδεξιάς και της «πέτσινης» Αριστεράς και ο πιο αφελής αντιλαμβάνεται πως οι θέσεις που στηρίζουν και οι δυο μεριές, στην πλειοψηφία τους είναι ταυτόσημες. Σε πολλά εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα.
Τα ελληνοτουρκικά, η αντιΕυρωπαϊκή, η αντιΝατοϊκή και η φιλοπουτινική τους στάση, αλλά και ο καλυμμένος ή και ολοφάνερος, αντισημιτισμός τους (καμιά σχέση με τη στήριξη της Παλαιστίνης ,που δεν αποκλείει την καταδίκη του αντισημιτισμού), είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα σύμπλευσης και αλληλοκάλυψης των δύο ,κατά τα άλλα… αντιπάλων, πλευρών.
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, η αποπομπή του Αντώνη Σαμαρά από τη Μητσοτακική Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά και αναμενόμενη αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτό δείχνει (ή καλύτερα και αυτό) τη σταθερή απόφαση του΄Ελληνα πρωθυπουργού να προχωρήσει, ως εκεί που θα του επιτρέψει ο σκληρός πυρήνας της Ν.Δ στην προσέγγιση Ερντογάν και την εκφρασμένη και από τους δύο πολιτική βούληση, όχι μόνο να καλλιεργήσουν την καλή γειτονία των δύο χωρών, αλλά και να προχωρήσουν σε ουσιαστικό διάλογο, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στη Χάγη για τη λύση των διαφορών.
Κι αυτό έχει αποφασιστική σημασία τώρα. Να προχωρήσει ο διάλογος. Κάθε βαρίδι, σαν τον Αντώνη Σαμαρά, καλό είναι να αποκόπτεται και να αποβάλλεται, έστω και βιαίως.
Αλλά, και ο Στέφανος Κασσελάκης στο νέο Κόμμα , οφείλει να συνειδητοποιήσει πως η συμπαράταξη με οποιονδήποτε εξυπηρετεί αυτή τη θέση «εδώ και τώρα «πακέτο» στο Διεθνές Δικαστήριο οι ελληνοτουρκικές διαφορές», δε σημαίνει και ιδεολογική συμπόρευση. ΄Η ακόμα άρνηση σκληρής κριτικής στην κυβέρνηση σε άλλα ζητήματα. ΄Ετερον εκάτερον.
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «απέλασε» τον Αντώνη Σαμαρά για τους λόγους που εκθέσαμε ,είναι καλοδεχούμενος. Αν απελαύνει, επαναπροωθεί και πνίγει «κολασμένους της γης» είναι κατακριτέος. Και ,οπωσδήποτε, πρώτος στο στόχαστρο της σκληρής κριτικής για τέτοιους είδους ανοσιουργήματα.