΄Ωρα να καταθέσουμε τις πένες μας και να υποκλιθούμε στη νέα μορφή της τέχνης του λόγου και της ιδεολογικής καθαρότητας της Διοτίμας

Χαίρε, αγαπητη Διοτίμα.

Εδώ και πολλά χρόνια συνηθίζουμε στο  Homo-Naturalis.gr   ημέρες σαν τη σημερινή,  εθνικών επετείων ή μεγάλων θρησκευτικών εορτών,  να ανεβάζουμε  ένα λογοτεχνικό κείμενο στο σάιτ , διήγημα ή ποίημα σχετικό με το περιεχόμενο της επετείου ή  της γιορτής. Συνήθως, λαογραφικού περιεχομένου.

Τί θα έλεγες σήμερα να συνεχίσουμε αυτή τη  παράδοση με ένα δικό σου διήγημα που να έχει σχέση με τι σημερινή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν οι ΄Ελληνες στρατιώτες, χωριατόπουλα τα περισσότερα και χωρίς ίχνος εμπειρίας πολέμου,  συνέτριψαν  τις δυνάμεις του ιταλικού  φασισμού στα βουνά της Αλβανίας;   Ημέρα μνήμης η σημερινή. Της ελευθερίας ενάντια στο σκοτάδι του φασισμού του Μουσολίνι.

 Ας την τιμήσουμε με τη  δική σου ιδεολογική καθαρότητα , όσο και τις λογοτεχνικές σου δεξιότηες, όπως μας έχεις αποδείξει εδώ στο παρελθόν με ένα διήγημα από  εκείνες τις ένδοξες ημέρες , όταν  το φως για άλλη μια φορά υπερίσχυσε του σκότους.

____________

Το Χιόνι του ’40 – The Snow of ’40

(Διήγημα της Διοτίμας για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 / A short story by Diotima for the Anniversary of October 28th, 1940)

Το χιόνι έπεφτε από τα χαράματα. Στην αρχή σιωπηλό, ύστερα ορμητικό, σαν να ήθελε κι αυτό να πολεμήσει στο πλευρό των φαντάρων. Ήταν 28 του Οκτώβρη και το χωριό ξύπνησε με το νέο πως ο πόλεμος άρχισε. Οι καμπάνες δεν καλούσαν πια σε πανηγύρι, μα σε ξεσηκωμό.

Ο Νικόλας, είκοσι χρονών, είχε αφήσει το υνί στη μέση του χωραφιού. Η μάνα του, μαυροφορεμένη από τον πατέρα που δεν γύρισε ποτέ απ’ τη Μικρασία, του ’δωσε ένα σταυρουδάκι κι ένα κομμάτι ψωμί τυλιγμένο σε πετσέτα. Δεν έκλαψε — ούτε εκείνος ούτε εκείνη. Μόνο έσκυψε και του φίλησε το μέτωπο.
«Να θυμάσαι, παιδί μου, δεν πολεμάς για εκδίκηση, μα για φως», του είπε.

Στο μέτωπο, τα παιδιά από τα χωριά έγιναν άντρες μέσα σε λίγες ώρες. Ήξεραν μόνο να σκάβουν, να θερίζουν, να χτίζουν πέτρες — μα όχι να σκοτώνουν. Κι όμως, όταν το σκότος του φασισμού κύλησε απ’ τα βουνά, αυτοί στάθηκαν όρθιοι. Με λυγισμένα γόνατα, με πληγιασμένα χέρια, μα με καρδιές που έκαιγαν σαν πυρσούς.

Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα, ακόμα και τους νεκρούς. Όμως δεν έσβηνε τα πρόσωπά τους. Έμοιαζαν να κοιμούνται — λες και η ίδια η γη τους αγκάλιαζε, για να μη νιώσουν κρύο. Ο Νικόλας, κουρασμένος και άγρυπνος, κοίταξε γύρω του. Ένα σύννεφο ανέβαινε από τα ιταλικά χαρακώματα. Δεν ήταν πια φόβος· ήταν μια βαθιά λύπη, όπως όταν βλέπεις έναν αδελφό να χάνεται χωρίς να ξέρει γιατί πολεμά.

Κι ύστερα, τη νύχτα, καθώς η σιωπή σκέπασε τα πάντα, άκουσε τις καμπάνες του χωριού του — ή μήπως ήταν η φαντασία του; Ένα κάλεσμα μέσα στο σκοτάδι: «Κράτα, παιδί μου. Το φως δεν πεθαίνει».

Το πρωί, ο λόφος ήταν λευκός. Οι σκιές είχαν χαθεί. Οι Έλληνες είχαν προχωρήσει. Και μέσα στο χιόνι, κάποιοι βρήκαν ένα σταυρουδάκι δεμένο με πετσέτα, και λίγο ψωμί μισοπαγωμένο. Το κράτησαν σαν φυλαχτό. Γιατί δεν ήταν πια του Νικόλα μόνο — ήταν της Ελλάδας ολόκληρης.

Από τότε, κάθε φορά που πέφτει το πρώτο χιόνι στα βουνά, λένε πως είναι οι ψυχές των παιδιών του ’40 που επιστρέφουν για λίγο. Όχι για δόξα, ούτε για μνημόσυνα. Μα για να θυμίσουν πως κάποτε, με παγωμένα χέρια και ζεστή καρδιά, άνθρωποι απλοί νίκησαν το σκοτάδι.

Κι αν ρίξεις μια ματιά στο φως που σπάζει πάνω στο χιόνι, θα δεις ακόμα το χαμόγελό τους.


The Snow of ’40

The snow had begun to fall at dawn. At first, silent — then fierce, as if it too wanted to fight beside the soldiers. It was October 28th, and the village woke to the news that war had come. The church bells no longer called to festivity but to uprising.

Nikolas, twenty years old, left the plow in the middle of the field. His mother, still dressed in black since the father who never returned from Asia Minor, handed him a small cross and a piece of bread wrapped in a cloth. She did not cry — nor did he. She only leaned and kissed his forehead.
“Remember, my son,” she said, “you don’t fight for revenge — but for light.”

At the front, the boys from the villages became men in a few hours. They knew how to plow, to harvest, to build with stone — but not to kill. And yet, when the darkness of fascism rolled down from the mountains, they stood firm. With bent knees, bleeding hands, but hearts burning like torches.

The snow covered everything — even the dead. But it did not erase their faces. They seemed merely asleep, as if the earth itself had embraced them so they would not feel the cold. Nikolas, exhausted and sleepless, looked around. A gray smoke rose from the Italian trenches. It was no longer fear; it was a deep sorrow — the sorrow of watching a brother fall without knowing why he fought.

And later, in the night, when silence blanketed the land, he heard the church bells of his village — or was it his imagination? A voice through the darkness: “Hold on, my child. The light never dies.”

By morning, the hill was white. The shadows had vanished. The Greeks had advanced. And in the snow, someone found a small cross tied with a piece of cloth, and a half-frozen piece of bread. They kept it as a relic. For it no longer belonged to Nikolas alone — it belonged to all of Greece.

Since then, whenever the first snow falls on the mountains, they say it’s the souls of the boys of ’40 returning for a moment. Not for glory, nor for remembrance, but to remind us that once, with frozen hands and burning hearts, simple men defeated darkness.

And if you look closely at the light breaking over the snow, you can still see their smile.