Υποχρεωτικός έλεγχος ταυτότητας
Αγαπητέ πελάτη!
θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι η κατάσταση του λογαριασμού σας απαιτεί επιβεβαίωση της ταυτότητάς σας.
Για να εγγυηθούμε την ασφάλειά σας, έχουμε προσωρινά μπλοκάρει τη χρήση της κάρτας σας.
Παρακαλούμε να επιβεβαιώσετε τα στοιχεία σας το συντομότερο δυνατό.
Σημειώστε ότι εάν δεν επιβεβαιώσετε την ταυτότητά σας, η κάρτα σας ενδέχεται να μπλοκαριστεί μόνιμα.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση και τη συνεργασία σας.
Με εκτίμηση
Εξυπηρέτηση πελατών Attica Bank
*****
Πήρα σήμερα το μέιλ- σκουπίδι παραπάνω από λωποδύτες, που σε παγιδεύουν με τέτοια τρικ ,για να σου αδειάσουν το λογαριασμό. Βέβαια, ελόγου μου, ούτε λογαριασμό διατηρώ στην εν λόγω τράπεζα, ούτε λεφτά διαθέτω στο στρώμα ή σε καταθέσεις για να μου τα αρπάξουν. Είναι από τα τυχερά , να μην ανήκεις στους έχηδες και να μην έχεις τέτοιο φόβο, αφού, ως γνωστό, «ουκ αν κλέψοις, παρά του μη έχοντος».
΄Όμως, εντελώς συνειρμικά, μόλις σκέφτηκα τί καθηκαράδες είναι, όσοι εξαπατούν και αρπάζουν ψιχία με τέτοιο τρόπο από ανθρώπους που δεν έχουν «πού την κεφαλήν κλίναι» , μου ήρθε στο μυαλό μια προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Βασίλη Παλαιοκώστα που διάβασα χτες σε εφημερίδα(*).
«Ληστής» και τούτος, αλλά σε καμιά περίπτωση φτηνιάρης λωποδύτης για φτύσιμο και «κρέμασμα», όπως οι παραπάνω. «Ρομπέν των Δασών», θα τον έλεγα με όσα έχω ακούσει και διαβάσει γι΄αυτόν τον άνθρωπο, που διαθέτει μια πασίδηλη πολιτικοποίηση, σπάνια κοινωνική ευαισθητοποίηση και εντιμότητα, μέσα σε μια εντελώς ανήθικη καπιταλιστική κοινωνία σαν τη δικιά μας .
Να υποκλιθείς, αξίζει στον Παλαιοκώστα. Να τον πεις αληταρά και καθίκι, διαπράττεις ΄Υβρη! Πρόκειται για ιστορική κρίση. Τα κριτήρια της Ιστορίας δεν είναι νομικά και δικαστηριακά. Είναι, πρωτίστως, δικαιικά και ηθικά. Εδράζονται στη φυσική ηθική και τις αρχέγονες, απαράγραπτες, αναφαίρετες και διαχρονικές αξίες της ζωής.
Αυτό είναι το ένα, που σκέφτηκα. Το άλλο τώρα. Τί όμορφο , πλούσιο γράψιμο είναι αυτό του Βασίλη! Θεϊκό! Πληθωρικός σε στοχασμό, συναίσθημα και λόγο. Μαχαίρι οι λέξεις του, όπου χρειάζεται. Λάδι και βάλσαμο, όπου πρέπει να αλείψει πληγές .
Μπράβο, Βασίλη Παλαιοκώστα! Και όπως είπαμε. Αν ποτέ περάσεις από Εύβοια, έλα να πιούμε κρασάκι .Να μου διηγηθείς τέτοιες ιστορίες με το μοναδικό τρόπο που τις λες εσύ. Να ευφρανθούν το αυτί και η ψυχούλα μου!
Απολαύστε :
«Ενα φυσιολογικό παιδί», του Βασίλη Παλαιοκώστα
Πέντε χρόνια μετά το «Μια φυσιολογική ζωή», ο Βασίλης Παλαιοκώστας επέστρεψε με νέο βιβλίο. Ενα βιβλίο για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, το οποίο αφέθηκε, μέσα σε ένα φάκελο, στην πόρτα του βιβλιοπωλείου μας. Εκτός από το στικάκι με το βιβλίο, ο φάκελος περιείχε και μια επιστολή, με την οποία ο συγγραφέας μάς αναθέτει την έκδοση του βιβλίου. Οπως και την πρώτη φορά, θεωρήσαμε το περιεχόμενο αυθεντικό, κρίνοντας από τον γραφικό χαρακτήρα της επιστολής και το περιεχόμενο του βιβλίου.
Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων
1. Οι μνήμες
Στο πρώτο μου βιβλίο, με τίτλο «Μια Φυσιολογική Ζωή», αποφασίζοντας να καταγράψω το σημαντικότερο μέρος της δράσης μου κατά τα χρόνια της παρανομίας και μη γνωρίζοντας αν στο μέλλον μού ξαναδινόταν παρόμοια ευκαιρία, θεώρησα σωστό να συμπεριλάβω και ελάχιστο δείγμα των παιδικών μου βιωμάτων. Παρότι είχα εμπιστοσύνη στην ποιότητα της μνήμης μου, μια αγωνία για το αν το παιδικό της κομμάτι θα ανταποκριθεί σ’ αυτό το κάλεσμα υπήρχε, μιας και είχε περιέλθει σε χρόνια αχρηστία.
Κατεβαίνοντας όμως στους κάτω κάτω, τους ανήλιαγους ορόφους της μνήμης, διαπίστωσα με ανακούφιση ότι τα περισσότερα φιλμάκια των παιδικών μου αναμνήσεων δεν είχαν υποστεί κανενός είδους αλλοίωση, διατηρούνταν σε άριστη κατάσταση. Με ξάφνιασαν ευχάριστα αυτά τα μουτράκια με τα ροδαλά τους μαγουλάκια, όταν άρχισαν να ξεπετάγονται απ’ όλες τις γωνιές και, γεμάτα ζωντάνια, αλλά κι ανυπομονησία, μήπως δεν τους δώσω τη δέουσα προσοχή, με κύκλωναν από παντού.
Με κοιτούσαν ίσια στα μάτια, με την ολοκάθαρη ανυπόκριτη ματιά τους, και οι φωνούλες τους με ξεκουφαίναν: «Κι εμένα να με βάλεις στο βιβλίο, κι εμένα, κι εμένα…» φώναζαν, κι εγώ δεν ήξερα ποιο να πρωτοδιαλέξω. Μα πού να χωρέσουν τόσα πολλά; Σίγουρα θα αδικούσα τα περισσότερα και δύσκολα θα μου το συγχωρούσαν. Κι αλήθεια, δεν μου το έχουν συγχωρέσει από τότε. Μανιάτικο μου το κρατάνε! Δεν λένε να ξαναπέσουν για ύπνο. Εχουν εξεγερθεί. Κατέλαβαν τους κάτω ορόφους και κάνουν καθιστική διαμαρτυρία. Με κατηγορούν ευθέως για προκατάληψη και εις βάρος τους διακρίσεις. Βρήκα τον μπελά μου! Νιώθω την ενέργειά τους, μάγμα ηφαιστείου που ψάχνει δίοδο να εκτονωθεί. Δεν μου αφήνουν καμιά εναλλακτική, αναγκαστικά πρέπει να ξαναστρωθώ στο γράψιμο!
Πέρα όμως απ’ αυτό, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το μνημονικό του ανθρώπου έχει τη δυνατότητα να κρατά ολοζώντανες και φρέσκες τις παιδικές του αναμνήσεις –με εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις– μετά από τόσα πολλά χρόνια. Ενώ άλλες, πολύ κοντινές, που τις αναγορεύει ως τις σπουδαιότερες και πιο έντονες στιγμές της ζωής του –τις καταγράφει μάλιστα σε βίντεο και φωτογραφίες– μέσα σε ελάχιστο χρόνο ξεθωριάζουν. Ακόμα κι όταν τις ανακαλεί στη μνήμη του, με την υποβοήθηση βίντεο και φωτογραφιών, ένα θάμπος συνεχίζουν να το έχουν. Και σίγουρα δεν κουβαλάνε το ίδιο συγκινησιακό φορτίο με τις παιδικές αναμνήσεις.
Μοιάζουν να καταλαμβάνουν, χωρίς να το αξίζουν, τις καλύτερες θέσεις του μνημονικού, όπως ακριβώς κάνουν όλα τα ασήμαντα ανθρωπάκια που καταλαμβάνουν τα υψηλότερα κοινωνικά πόστα και τα χρησιμοποιούν για να εκβιάζουν καταστάσεις και να καθοδηγούν τη συλλογική μνήμη. Φαίνεται, επίσης, πως το αποθηκευτικό σύστημα της μνήμης κάθε ανθρώπου είναι μοναδικό και λειτουργεί ανεξάρτητα απ’ τις επιθυμίες του. Εχει τους δικούς του κανόνες, που είναι αδύνατον να προσδιορίσει κανείς. Για ανεξήγητους λόγους, κρατά φρέσκα όσα θέλει εκείνο και όχι όσα εμείς του υπαγορεύουμε. Και ίσως είναι αυτό που καθορίζει τις αποφάσεις και την πορεία της ζωής του καθενός μας. Αλλά ας τ’ αφήσουμε όλα αυτά να τα αναλύσουν οι ειδήμονες…
Πάμε, το λοιπόν, να σας γνωρίσω ετούτες τις ανυπόμονες μουρίτσες που με παιδεύουν.
2. Οι κρεμασμένοι αντάρτες
Το κάθε ποτάμι συντηρούσε τους δικούς του θρύλους, που ορισμένοι απ’ αυτούς ήταν αλλόκοτοι κι άκρως αινιγματικοί. Ακολουθώντας κανείς την κοίτη του Μαυρορέματος, κάπου στα μέσα της διαδρομής, έπεφτε πάνω σ’ ένα στένωμα με καταρράκτη, που δεν το περνούσε μήτε πέστροφα μήτε άνθρωπος. Με τους αιώνες, στο μέρος αυτό, που ονομαζόταν Στενούρα, ο μάστορας πελεκητής χρόνος δημιούργησε ένα θεοσκότεινο νερόλακκο, γεμάτο τρεχούμενο παγωμένο νερό. Ενας μέγας γεροπλάτανος, έχοντας χωμένες τις ρίζες του ψηλά και μέσα στις σχισμές των βράχων της μιας όχθης, άπλωνε ένα πλέγμα από δαιδαλώδη πυκνόφυλλα κλωνάρια πάνω απ’ τον νερόλακκο, σαν να ’θελε κάτι να κρύψει ή κάτι να προστατέψει. Σ’ αυτή του την προσπάθεια, είχε την αμέριστη συμπαράσταση ενός θαλερού πλατύφυλλου κισσού, που τον σφιχταγκάλιαζε σύγκορμα όλο προστυχιά!
Τον μίνι αυτόν καταρράκτη τον περιέβαλλε ένας παράξενος θρύλος, που τον διηγούνταν οι μεγαλύτεροι. Λέγαν, τάχα, πως στον εμφύλιο πόλεμο, σε τούτο εδώ το μέρος, παγιδεύτηκαν τρεις αντάρτες. Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν απ’ τα ένοπλα καταδιωκτικά αποσπάσματα, βρέθηκαν να κρέμονται με τα χέρια τους σ’ ένα απ’ τα κλωνάρια αυτού του πλατάνου, πάνω ακριβώς απ’ τον νερόλακκο. Αντεξαν δύο ολόκληρα μερόνυχτα έτσι κρεμασμένοι – άλλοι κάναν λόγο για μια βδομάδα!
Οταν πια τα χέρια τους είχαν πρηστεί τόσο ώστε να μην αντέχουν άλλο, έπεσαν στα παγωμένα νερά και τα κορμιά τους τα κατάπιε μια υποτιθέμενη ρουφήχτρα, που βρισκόταν στον πυθμένα του νερόλακκου. Λέγανε ακόμα πως οι ψυχές τους παγιδεύτηκαν μες στο Μαυρόρεμα, αδυνατώντας να ξεφύγουν από κει. Αποβραδίς και μέχρι το πρωί, περπάταγαν πάνω-κάτω στη στενή ρεματιά, σκούζοντας δαιμονισμένα, ενώ οι σπαρακτικές κραυγές τους ηχούσαν σ’ όλο το μήκος της ποταμιάς και στις γύρω λαγκαδιές. Ηταν, λέει, καταραμένες να βολοδέρνουν στο στενό βάραθρο απ’ το πρώτο σκοτάδι ως την αυγή. Για μήνες, για χρόνια, και εις τους αιώνας των αιώνων…
Οι μυστηριώδεις αυτές ιστορίες εξάπτανε την παιδική μας φαντασία, αφού οι μεγαλύτεροι τις έντυναν με σκοτεινούς μανδύες, χρυσοκεντημένους με μυθοπλαστικά στοιχεία τραγικότητας, έτσι που ν’ αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου. Εκείνο που έκανε την παραπάνω ιστορία να μοιάζει άλυτο αίνιγμα, κεντρίζοντας περισσότερο από κάθε τι άλλο την περιέργειά μας, ήταν οι μικρές λεπτομέρειες που έλειπαν απ’ το ψηφιδωτό της και οι σκόρπιες κι αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες που λαμβάναμε κατά καιρούς.
Τότε, βέβαια, δεν είχαμε ολοκληρωμένη εικόνα για τον εμφύλιο. Ποιες αιτίες, δηλαδή, πυροδότησαν τον αλληλοσπαραγμό που έπνιξε την ύπαιθρο στο αίμα, αλλά και ποιοι ήταν οι καλοί, ποιοι οι κακοί, ποιος κυνηγούσε ποιον, γιατί τον κυνηγούσε και τα ρέστα. Ούτε είχαμε στη διάθεσή μας περισσότερες πηγές πληροφόρησης κι όλα εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθούσαν να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα.
Οι γεροντότεροι, που ακόμα είχαν νωπές μνήμες, αποφεύγαν να κάνουν ιδιαίτερα αναλυτικές κουβέντες για τα γεγονότα εκείνης της εποχής, μιας και οι περισσότεροι δεν αναμείχθηκαν σ’ αυτόν τον σκοτωμό. Γι’ αυτό κι εμείς φτιάχναμε διάφορα ευφάνταστα σενάρια για το τι στο καλό θα μπορούσε να είχε συμβεί. Εντέλει, η ασυγκράτητη παιδική μας περιέργεια μας εξώθησε να ξεδιαλύνουμε από μόνοι μας τον γρίφο. Το καλοσκεφτήκαμε κι αποφανθήκαμε πως για να φωτιστεί κάθε κρυφή πτυχή του μυστηρίου και να φανερωθεί όλη η αλήθεια ένας τρόπος υπήρχε: να γίνει πιστή αναπαράσταση του συμβάντος!
Ετσι, λοιπόν, σε μια απ’ τις αλιευτικές μας εξορμήσεις που μας έβγαλε και πάλι στη Στενούρα, ο Παντελής προθυμοποιήθηκε να γίνει ο κασκαντέρ που θ’ αναπαραστήσει τη σκηνή του ειδεχθούς εγκλήματος. Χρησιμοποιώντας τις εγκοπές των βράχων της όχθης, κατάφερε με ευκινησία ζογκλέρ ν’ αναρριχηθεί ως τις ρίζες του πλατάνου κι από κει να σκαρφαλώσει τον γυρτό κορμό του, φτάνοντας ψηλά στα μεγάλα χοντρά κλωνάρια του. Γραπώθηκε τότε από ένα κλωνάρι κι άφησε το κορμί του να κρεμαστεί πάνω απ’ τον υπερχειλισμένο νερόλακκο – όπως ακριβώς εκείνοι οι αντάρτες!
Δεν άντεξε για πολύ. Σε ελάχιστα λεπτά άφησε το κλωνάρι και –μπλουμ!– χάθηκε στα σκοτεινά νερά του νερόλακκου! Αναδύθηκε στην επιφάνεια σχεδόν αμέσως. Λόγω του παγωμένου νερού, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και κολύμπησε γρήγορα προς τα βράχια της όχθης. Η επιτόπια αναπαράσταση μας οδήγησε σ’ ένα και μόνο συμπέρασμα. Η ιστορία όπως ήταν δοσμένη έμπαζε από παντού!
Ομως, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας στη μνήμη μου τη συγκεκριμένη ιστορία των χωρικών, συμπέρανα πως δεν απείχε και πολύ απ’ την πραγματικότητα. Ηταν απολύτως βέβαιο ότι επρόκειτο για μια αληθινή φρικαλεότητα –απ’ τις τόσες πολλές–, που διέπραξαν τα κρατικά και παρακρατικά φασιστοειδή τον καιρό του εμφυλίου στα βουνά της Πίνδου. Προφανώς, σ’ αυτό το στένωμα εγκλώβισαν τους τρεις αντάρτες εξαντλημένους και χωρίς πυρομαχικά και τους κρέμασαν απ’ τον πλάτανο –πιθανότατα νεκρούς–, για να παραμείνουν έτσι κρεμασμένοι πολύ καιρό. Ισως πάλι απλά έριξαν τα νεκρά κορμιά τους στον νερόλακκο και ο πρώτος χωρικός που τα εντόπισε έπλασε το παραπάνω σενάριο.
Πιθανότατα, την ίδια κιόλας μέρα, στο ανελέητο εκείνο ανθρωποκυνηγητό, τα λυσσασμένα φασιστόσκυλα παρόμοιο έγκλημα διέπραξαν ένα-δυο χιλιόμετρα ψηλότερα, προς τις απορροές του ρέματος. Σ’ ένα σχεδόν πανομοιότυπο στένωμα, αλλά γυμνό από βλάστηση κι άνυδρο το καλοκαίρι, δολοφόνησαν έναν ακόμα αντάρτη, αφού δεν κατάφερε να σκαρφαλώσει τον κατακλινή καταρράκτη που έφραζε την άνοδο.
Το άψυχο κουφάρι του παρέμεινε μέσα στη στεγνή κοίτη άκλαυτο κι άταφο, έρμαιο στα στοιχεία της φύσης. Ηταν αντάρτης, βλέπεις. Δεν του άξιζαν μεταθανάτιες τιμές. Ισως και να μην είχε κανέναν να τον κλάψει, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε ν’ αγωνιστεί και να πεθάνει για έναν καλύτερο κόσμο. Απ’ το σαρκίο του χόρτασαν την πείνα τους τα όρνια τ’ ουρανού και τ’ αγρίμια του δάσους και τα κόκκαλά του τα σήκωσε η γερή κατεβασιά της πρώτης φθινοπωρινής καταιγίδας κι ένας θεός ξέρει πού τα ξέβρασε. Ούτε έχει καμιά σημασία. Ετσι κι αλλιώς, δεν του χρειάζονταν πια. Ανήκαν δικαιωματικά στη φύση. Αυτή γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους. Πάσα γη τάφος για τους γενναίους. Παράξενο πώς, αλλά για το δικό του φάντασμα, ποτέ δεν ακούσαμε κάτι. Στο μέρος αυτό οι τσοπάνηδες δώσαν το όνομα «Ο σκοτωμένος αντάρτης»! Κάτι σαν τον άγνωστο στρατιώτη. Καμία σχέση όμως.
Τον κατακόρυφο καταρράκτη, που στάθηκε η αιτία να χάσει τη ζωή του ο άτυχος αντάρτης, κανένας έμπειρος αναρριχητής δεν θα επιχειρούσε να τον ανέβει δίχως τον κατάλληλο εξοπλισμό. Κι όμως, εμείς, αψηφώντας τους νόμους της φυσικής, τον σκαρφαλώναμε χωρίς καμιά υποβοήθηση, με τα γυμνά μας χέρια και ξυπόλητοι. Ετσι, για να δούμε αν θα τα καταφέρουμε!
Τη μία και μοναδική φορά που εγώ προσπάθησα να τον ανέβω, κάπου στη μέση της ανάβασης, ξέμεινα από κουράγιο και δυνάμεις. Κρατιόμουν γαντζωμένος με τα δάχτυλα των άκρων μου στις εγκοπές του επίπεδου βράχου, χωρίς να μπορώ να προχωρήσω χιλιοστό παραπάνω, ενώ από κάτω με καλούσαν οι κόφτρες των βράχων να με πελεκήσουν. Αρχισα να τρέμω σύγκορμος. Κρύος ιδρώτας με πλημμύρισε. Την ύστατη στιγμή, έχοντας πια αποδεχτεί την τραγική μου μοίρα, μια ανεξήγητη δύναμη μ’ έσπρωξε προς τα πάνω και συνέχισα την ανάβαση. Το πώς σ’ αυτές τις απερισκεψίες μας δεν γκρεμοτσακιζόμασταν είναι σκέτο μυστήριο. Θες να μας προστάτευε η αόρατη ψυχή εκείνου του νεκρού αντάρτη; Θες και να γελούσε καλόκαρδα με τα παιδιάστικα καμώματά μας; Ποιος ξέρει… Ισως.
3. Στα δίχτυα του αστικού κτήνους
Επιστρέφοντας από την Κρήτη και μη έχοντας πια μόνιμο ταίρι για ταξίδια, καθηλώθηκα στα Τρίκαλα. Οι σχέσεις μου με τους συνομήλικούς μου στην ευρύτερη γειτονιά της Αγίας Μονής δεν είχαν υποστεί ρωγμές, αφού αναθερμαίνονταν κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι στα ενδιάμεσα των ταξιδιών. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά είχαν μέσες άκρες τις δικές μας καταβολές. Ηταν παιδιά φτωχών αγροτικών οικογενειών, που εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια τα χωριά τους, για να εγκατασταθούν μόνιμα στην πόλη των Τρικάλων. Δεδομένου ότι δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια ν’ ακολουθήσουν αυτό που επιθυμούσε η καρδιά τους, μα εκείνο που τους υπαγόρευε η αμείλικτη ανάγκη της καθημερινότητας, παραιτούνταν οριστικά από κάθε προσπάθεια σπουδών, για να ζωθούν στον τροχό της ανάγκης.
Βιοπορίζονταν με ό,τι είδους δουλειά έβρισκε ο καθένας στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων. Ηταν παιδιά μιας μεταναστευτικής γενιάς, κυριολεκτικά χαμένης στον ορίζοντα. Τους είχαν πουλήσει ένα όνειρο χωρίς αντίκρισμα –την κοινωνία της αφθονίας– και τώρα νιώθανε εξαπατημένα. Βρέθηκαν σ’ ένα αντίξοο αστικό περιβάλλον, όπου το χρήμα ήταν το μέτρο των πάντων, και δεν ήταν κατάλληλα θωρακισμένα να το αντιμετωπίσουν. Δυσκολεύονταν να κατανοήσουν μια κοινωνία απληστίας και κατάφωρων ανισοτήτων, όπου μια προνομιούχα μειονότητα καλοπερνούσε, ροκανίζοντας τον μόχθο των υπολοίπων. Οι ελπίδες τους για μια μόνιμη θέση στο Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη ασφαλή απασχόληση ήταν μακρινό, άπιαστο όνειρο.
Θωρούσαν το μέλλον τους και βλέπαν μαύρο σκοτάδι. Προχωρούσαν, ψηλαφίζοντας το άγνωστο, τρομάζοντας στην ιδέα πως σ’ αυτή τη συνθήκη θα περνούσε όλη τους η ζωή. Κοινωνικά εξόριστοι, σκότωναν αφειδώς τον χρόνο τους στις οικονομικά υποβαθμισμένες γειτονιές τους, έξω και μακριά απ’ την καλά φυλασσόμενη κοινωνία των ευκαιριών. Μακριά απ’ τα τείχη συμφερόντων που ύψωναν οι εύπορες τοπικές ελίτ. Τοπικές ελίτ, που εφάρμοζαν με άκρατο μιμητισμό όλα τα κακώς κείμενα των αντίστοιχων ελίτ της πρωτεύουσας. Που, με τη σειρά τους, ξεπατίκωναν, για να κάνουν ευαγγέλιό τους, ό,τι πιο αισχρό κι απάνθρωπο πρόβαλλε το δυτικό καπιταλιστικό σύστημα. Αλλωστε, το μόνο πράγμα που τις ενδιέφερε ήταν πώς θα εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό που συνέρρεε από την ύπαιθρο στ’ αστικά κέντρα. Στις μεταναστευτικές ροές βλέπαν μόνο φτηνό εργατικό δυναμικό και κάναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους να επωφεληθούν της κατάστασης.
Στο ίδιο αυτό αστικό περιβάλλον, έπρεπε να προσαρμοστώ κι εγώ. Ενα περιβάλλον ωμού εκβιασμού και βίαιου καταναγκασμού, όπου η υποκρισία και η ψευτιά κραύγαζαν όπως τα πεινασμένα τσακάλια στο σεληνόφως. Ομως, ο αστικός κόσμος μόνο υποκρισία και ψευτιά πουλούσε σε αφθονία. Ηταν οι βαριές μετοχές του κοινωνικού χρηματιστηρίου. Το ισοζύγιο της νέας εποχής. Οσο περισσότερο συναλλασσόσουνα με βάση αυτές τις μετοχές, τόσο αυξάνονταν οι ελπίδες σου να γίνεις αποδεκτό και –ίσως κάποτε– ισότιμο μέλος της αγίας κι αμόλυντης κοινωνίας. Η αφομοίωσή σου στο κοινωνικό σύνολο δεν ήταν άπιαστο όνειρο, αρκεί να ήσουν συνεργάσιμος και πρόθυμος για θελήματα.
Εκτός όλων των παραπάνω, είχα κι έναν προσωπικό δαίμονα ν’ αντιμετωπίσω. Να τιθασεύσω το τρισκατάρατο μυαλό μου, το οποίο ήταν επιλεκτικό με τη διατροφή του, δεν έχαφτε μύγες. Εξεγειρόταν, αμφισβητώντας την επιφανειακή αλήθεια των πραγμάτων και αναζητώντας την επίμονα στην αθέατη πλευρά τους, γκρεμίζοντας τοίχους σαν ακούραστος σκαπανέας. Για πολύ καιρό, για χρόνια, λάμβανα ως δεδομένο ότι τα στραβά κι ανάποδα του κόσμου που βλέπαν τα δικά μου μάτια τα βλέπαν κι όλοι οι υπόλοιποι – τουλάχιστον οι συνομήλικοί μου. Αμ’ ούτε τα βλέπαν, ούτε τα επεξεργάζονταν με τον ίδιο τρόπο. Κι αφού «δεν βλέπαν πίσω απ’ όσα φαίνονταν και δεν ακούγανε πίσω απ’ όσα λέγονταν», δεν σκοτίζονταν για τίποτα. Αποδέχονταν τον κόσμο όπως είναι κι όλα ρόιδο!