Μέρα τρανή που ήτανε η 28η Οκτώβρη, είχαμε προγραμματίσει να λέγαμε την ιστορία που θα την πούμε τελικά σήμερα. Δε μας άφησαν οι ιαχές θριάμβου του Θεοδωρικάκου για την εκτέλεση του εφήβου Ρομά από τους 7 Ράμπο, να την ανεβάσουμε στην επέτειο. Ας είναι. Αργά δεν είναι και σήμερα.
Οι μεταπολεμικές γενιές, λοιπόν, που δε ζήσαμε “Κατοχή”, αλλά ούτε το Αντάρτικο, είμαστε τυχεροί ,όχι μόνο γιατί γλυτώσαμε εκείνα τα δεινά των πολέμων, αλλά γιατί αργότερα ,παιδιά και έφηβοι πια, ζήσαμε ανάμεσα σε κείνους που βίωσαν στο πετσί τους, όσα εμείς ακούγαμε στις διηγήσεις τους από τους ίδιους. Κι ήταν κάτι σαν παραμύθι, απίστευτα και συγκλονιστικά, σαν αρχαίο δράμα, όσα μολογάγανε. Και τα αυτιά μας δεν πίστευαν πως έγινα ποτέ τέτοια πράγματα. Ούτε πως ο άνθρωπος έγινε εκείνα τα άγρια χρόνια Λύκος για το συνάνθρωπο.
Μια τέτοια ιστορία, όπως την άκουσα έφηβος , θα καταθέσω σήμερα στη μνήμη των ηρώων του έπους στην Αλβανία και της Αντίστασης κατά των Γερμανών μετά. Πέρα για πέρα αληθινή και εξακριβωμένη. Τη διηγήθηκε ο παππούς ο Νικολάκης.
***
Από το Αλβανικό μέτωπο γυρίσανε στην Ανδρίτσαινα και τα γύρω χωριά καμιά δεκαριά παλικαράκια σακατεμένα. Τραυματίες, “ανάπηροι πολέμου”. ΄Αλλα βαριά, κομμένα πόδια από τα κρυοπαγήματα κι άλλα με λιγότερο σοβαρή ζημιά.
΄Ηταν κι άλλοι, όμως , που δε γυρίσαν πίσω. Σκοτώθηκαν στο Μέτωπο. Και μετρούσανε πολλούς νεκρούς της Αλβανίας εδώ κάτω. Μόνο από το Κουφόπουλο ,το δικό μας χωριό, δε γύρισαν ποτέ, τέσσερα παλικάρια. Οι μανάδες τους μαυροφορεμένες μέχρι το θάνατό τους. 20 και 30 χρόνια μετά. Δεν τα έβγαλαν ποτέ τα μαύρα από πάνω τους, ούτε λησμόνησαν ποτές τους νεκρούς τους τα Ψυχοσάββατα, αλλά και στα μνημόσυνα άλλων.
Κάθε φορά που είχε στο χωριό 40άημερο μνημόσυνο, πήγαιναν οι χαροκαμένες μανάδες , πότε η μια πότε η άλλη στο σπίτι του συχωρεμένου, ζητούσαν την άδεια και έκαναν και τούτες μνημόσυνο για τα δικά τους παλικάρια με ένα πιάτο σπερνά. Αλλά σκέτα, απλό σταράκι βρασμένο. Για να μην πάρουνε, λέγανε, την τιμή του συχωρεμένου που δικό του ήταν , άλλωστε, το μνημόσυνο!
Τα ακούμπαγαν τα πιάτα πάνω στο ίδιο τραπέζι κοντά στα μεγάλα πανέρια . Πασπαλισμένα τούτα με μπόλικη άχνη και στολισμένα με ροϊδόσπορους, χρυσαφένιες ,καραμελωμένες μπαλίτσες και σκελίδες καρύδι . Και όταν ο παπά Καστανάς έλεγε το “Αιωνία η μνήμη” , πάγαιναν πίσω από τους συγγενείς, που τούτοι, μέχρι και δεύτερα ξαδέρφια, κάθονταν από την αρχή κοντά στο τραπέζι με τις μεγάλες κανίστρες . Με την απόλυση, μοίραζαν κι αυτές στο προαύλιο τα δικά τους πιάτα. Αλλά, πάντα από πίσω από τα σπερνά και τις κομμάτες τον άρτο του 40άημερου του μακαρίτη, γιατί του ανήκε η συχώρεση.
Ο Πέτρος του Κιμιανή, γύρισε από την Αλβανία τραυματισμένος. ΄Εφαγε σφαίρα στο λαγαρό και καλά που δεν τον άφησε στον τόπο, είπανε οι γιατροί. Από θάμα έζησε κει πάνω. ΄Εκατσε μέρες μετά στο Νοσοκομείο, κι όταν γύρισε στο χωριό, ακόμα δεν είχε συνέλθει, Κίτρινος σαν το φλουρί. Αριά και πού έβγαινε έξω, η πληγή τον ταλαιπωρούσε μήνες ,δεν είχε κλείσει ακόμα.
΄Ομορφο παιδί, γεροδεμένο. Γύρω στα 18-19 ήταν, που τον πήρανε στον πόλεμο με τους Ιταλούς. Και από καλή οικογένεια. Είχε βγάλει με άριστα το 6τάξιο Γυμνάσιο. Και ο πατέρας του, αξιόλογος, γραμματέας στο Δημαρχείο της Ανδρίτσαινας, μια και ήξερα “καλά γράμματα” και τούτος, είχε τελειώσει Σχολαρχείο. Διαόλου κάλτσα, το λέγανε το Κιμιανέικο, τετραπέρατοι κι αστρίτες. Τους είχανε βγάλει και στιχάκια για τρεις μεγάλους και τρανούς συχωριανούς: “Ο Μάλλιος είναι μάλλιαση . Ο Κιμιανής ξεφτέρι. Κι αυτός ο Γιώργης ο Θωμάς, δεν έχει ταίρι”!
Αλλά, ο Πέτρος δεν ήθελε να μείνει στο χωριό . Ούτε να πάει ταχυδρόμος ,όπως τον προόριζε ο πατέρας του στην αρχή και αργότερα με το απολυτήριο Γυμνασίου και μάλιστα και με τα γαλλικά που είχε μάθει από μόνος του φαρσί , σίγουρα θα γινότανε και Διευθυντής σε γραφείο των ΕΛΤΑ της Ανδρίτσαινας. Μπορεί και Πάτρα, Αθήνα.
Εκείνος ούτε κουβέντα δε σήκωνε , που τον πίεζαν στο σπίτι. ΄Ηθελε, λέει, να γίνει θεατρίνος, ηθοποιός! Του είχε πάρει τα μυαλά ο Νίκος ο Μπιρμπίλης. Μικρότερος τούτος, αλλά αποφασιστικός. Θα φεύγανε στην Αθήνα , τα είχανε συμφωνήσει με όρκο. Θα γράφονταν σε σχολή. Ο θείος του Μπιρμπίλη, δούλευε τεχνικός θεάτρου, χρόνια κοντά τη Μαρίκα Κοτοπούλη . Θα τους βοηθούσε. Την ήξερε καλά. Τον είχε σώσει τούτη στη δικτατορία του Μεταξά.΄Ηταν αριστερός. “Όλοι οι καλοί πανάθεμά τους μου βγαίνουν κομμουνιστές”, συνήθιζε να λέει η μεγάλη, αλλά βασιλόφρων, ηθοποιός.
΄Ηρθε ο πόλεμος, όμως, και τους χάλασε τα σχέδια. Ας έμενε το όνειρο ,ας περιμένει . Πρώτα η πατρίδα. Και έφυγε ο Πέτρος για το Μέτωπο. Ο Μπιρμπίλης ήταν μικρός ,δεν τον πήραν. Ελόγου του τήρησε τον όρκο του. ΄Εγινε μετά ηθοποιός. Κι από τους καλούς ,λέγανε στη σχολή του Κάρολου Κουν.
Με το χρόνο , ο Πέτρος συνήρθε . Κάτι μήνες μετά, έβγαινε κανονικά έξω και ούτε σκεφτόταν κανείς πια πως αυτό το παλικάρι είχε σωθεί από του Χάρου τα δόντια. Πάντως, η αλήθεια είναι για όσους τον ξέρανε πως εντελώς καλά δεν έγινε ποτέ. Σε αλλαγή καιρού, σε βαριές δουλειές ,αλλά και σε στενοχώρια, τον γύριζε εύκολα σε αρρώστιες διάφορες ,έτσι στα καλά καθούμενα.
“Κατοχή”. Το ΄42 ή το 43, δε θυμόταν καλά ο παππούς ο Νικολάκης, που χρόνια μετά μου διηγούνταν κι αυτή και άλλες ένα σωρό ιστορίες από Βαλκανικούς πολέμους, Μικρασιατική Καταστροφή , Αλβανία, Αντάρτικο, μέχρι Χούντα του 67 και Κύπρο. Τα “είδε όλα” σε αυτή τη χώρα. Και τα κατάγραψε στο μυαλό του ,ως τα βαθιά γεράματα καθαρά, χωρίς φτιασίδια και φανατισμούς, μάλιστα στην πάσα λεπτομέρεια!
Το ’42 ή το 43 λοιπόν, ένα πρωί, βλέπουμε στην αγορά τίγκα από Γερμανούς. Στρατός ολόκληρος πάνω στα SdKfz 251 είχαν έρθει από Τρίπολη να κυνηγήσουν Αντιστασιακούς τους ΕΑΜ/ΕΛΑΣ , που λέγανε πως είχαν μετακινηθεί στα μέρη μας ,για να κρυφτούν , ως ορεινά και απόκρημνα από άλλες μεριές, ακόμα κι από Ρούμελη και Θεσσαλία.
Κάνανε κάτι καλά σπίτια επίταξη, βάλανε ντελάληδες να φοβίσουν τον κόσμο πως αν κρύβουν παράνομους θα εκτελούσαν κόσμο για αντίποινα και ως το βράδυ , μαζέψανε όλους τους προέδρους από τα χωριά αναγύρω για ανάκριση . Να πάρουν πληροφορίες ,αν είχαν έρθει ξένοι στα χωριά , πού κρύβονταν , αν είχανε οπλισμό, αν τους φιλοξενούσανε σε σπίτια ή τους πηγαίνανε οι χωριανοί φαγιά και προμήθειες στα βουνά. Τέτοια. Είχανε δώσει εντολή το πρωί να μαζευτούνε οι προέδροι στο Πανωχώρι, στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο, θα τους ανάκρενε ο Γερμανός επικεφαλής στην σκηνή του.
Τη νύχτα δεν στρατοπέδευσαν μέσα στην Ανδρίτσαινα. Φοβόντουσαν μην εγκλωβιστούν στα πέτρινα σπίτια, πανύψηλα και κοντά το ένα στο άλλο. Κι αν δεν ήξερες σοκάκια διαφυγής, έπεφτες στη φάκα σαν το ποντίκι. ΄Επιασαν την άκρη, 2-3 χιλιόμετρα έξω, κοντά στο Πανωχώρι. Θα βγάζανε τη νύχτα στο Νίτσι, καμιά διακοσαριά μέτρα απέναντι από το Κουφόπουλο .
Παρκάρανε στη δημοσιά με σειρά τα τεθωρακισμένα μεταφορικά, στήσανε στον ΄Αγιο Κωνσταντίνο και στα χωράφια ολόγυρα σκηνές, βάλανε σκοπιές από του Μαχαιρά το γιοφύρι ως πάνω στην Παραβόλα και το Σταυρούλι και αργά τη νύχτα σιγάλιασε ο κόσμος από την οχλοβοή και το σαματά που κάνανε οι Ναζί. Σταμάτησαν και τα σκυλιά στις αυλές να αλυχτούν και να τους φοβερίζουν, έτσι παράξενους που τους έβλεπαν με τις στολές και τις ψηλές τις μπότες.
Μπονόρα, η ώρα 6, είχαν τσουβαλιάσει πάνω από 20 νομάτους, προέδρους και χαφιέδες, όξω από τη σκηνή του Γερμανού Λοχαγού, που θα έκανε την ανάκριση. Περιμένουν, πάει η ώρα 8, 9 , πάει 10, τίποτα, ΄Εβγαινε και έμπαινε στη σκηνή φουρκισμένος ο Λοχαγός όλη την ώρα και πίσω του να τρέχουν νοσοκόμοι . Αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τί έτρεχε.
Από βραδύς , ο ΄Ελληνας μεταφραστής των Ναζί, που ακολουθούσε μόνιμα τα Γερμανικά ,στρατιωτικά τμήματα στις μετακινήσεις τους, είχε κάτσει στου Κουντρέλη την ταβέρνα και είχε περιδρομιάσει μια οκά τσιγαρίδες και καγιανά ,κατέβασε και μια νταμιτζάνα μπρούσκο κρασί από την Ολύσσα και στο καπάκι στο τέλος , ζήτησε να δοκιμάσεις γαλόπιτα, συκομαϊδες κι ό,τι ντόπιο , ξακουστό και καλλίγευστο είχε η επαρχία μας. Τα κατέβασε όλα τουρλού και τα μεσάνυχτα, έπεσε του θανατά. Ογράτησε να ξημερωθεί. Τον θέρισε κόψιμο, τον πήγε τσίρλα, ζουμί, ούτε να σταθεί στα πόδια του.
Περνούσε η ώρα, έφτασε 12. Βγάλανε ντελάλη πάλι οι Γερμανοί , “όποιος ξέρει Γερμανικά ή Γαλλικά να πάει στο Δημαρχείο και να το δηλώσει”. Κανείς δεν παρουσιάστηκε.
Το μεσημέρι, νά ΄σου 5-6 Γερμαναράδες πάνοπλοι, να χτυπάνε σα λυσσασμένα σκυλιά στου Κιμιανή το σπίτι, να βγάλουν έξω τον Πέτρο. Τον είχε κάποιος καρφώσεις πως ξέρει καλά Γαλλικά και ήτανε σπουδαγμένος.
Τον πήραν σηκωτό και την ίδια ώρα ,τον έφεραν στη σκηνή του Γερμαναρά αξιωματικού. Μπήκαν μέσα οι προέδροι και οι χαφιέδες και με μεταφραστή τον Πέτρο από τα ελληνικά στα Γαλλικά κι από τα Γαλλικά στα Γερμανικά, ο δικός τους, ξεκίνησε η ανάκριση. Κράτησε ως αργά που νύχτωσε. Με τις ασετιλίνες βλέπανε. Το Πέτρο τον αφήσανε να φύγει κοντά μεσάνυχτα.
Πρωί-πρωί, τους βλέπουν, περίεργο και απρόσμενο. Μαζέψανε στο πι και φι οι Ναζί τις σκηνές , ανεβήκανε στα φορτηγά και εξαφανιστήκανε κατά κάτω. Κρέσταινα και Πύργο. Η αποστολή τους στην Ανδρίτσαινα έληξε άδοξα.
Το τί είχε συμβεί ,το μολόγησε μετά ο Δήμαρχος , που ήξερε κι εκείνος λίγα Γαλλικά. Ο Πέτρος ο Κιμιανής έπαιξε τη ζωή του κορώνα γράμματα σε εκείνη την ανάκριση .
Μετέφραζε… άλλα αντ΄ άλλων από εκείνα που λέγανε οι χαφιέδες! Οι πρόεδροι ,ομολογουμένως, όλοι, δε μαρτύρησε κανένας .2-3, όμως , από τους χαφιέδες αποκαλύψανε πως στο Κοτσιλώνι και στο Κάστρο πάνω, μέρες πριν, είχαν κρυφτεί κοντά 30-40 ένοπλοι. Από άλλα μέρη . Και πως τους πήγαιναν φαϊ και ό,τι χρειάζονταν ο Αντώνης ο Τσιγουρής και η παρέα του, αντάρτης αργότερα ο Αντώνης. Σκοτώθηκε στου Μελιγαλά.
Ο μεταφραστής, όμως, δεν μετάφρασε λέξη από αυτά για το διερμηνέα του Ναζί αξιωματικού. ΄Ελεγε, ακριβώς τα αντίθετα Πως όλοι οι ανακρινόμενοι συμφωνούσαν ότι στη Ανδρίτσαινα και στα χωριά δεν υπήρχε κίνημα. Κανένας ντόπιος δεν ήταν επικίνδυνος. ΄Ολοι κοίταζαν τις δουλειές και τις φαμίλιες τους. Και ξένος δεν πάτησε για μήνες εδώ πάνω πόδι, διαβεβαίωναν το Γερμανό αξιωματικό όλοι οι παρόντες και με το κεφάλι τους αμανάτι!
Τους πίστεψε, δεν τους πίστεψε, ο Λοχαγός, ένα θεός ξέρει. Σώθηκε, πάντως, ο τόπος. Και παρά τρίχα, δεν έγινε η Ανδρίτσαινα “Καλάβρυτα”! Ξεκουμπιστήκανε. Και πια ,πάλι, δεν πατήσανε ποτέ σε μας δω πάνω ,ποδάρι.
Ο Πέτρος Κιμιανής, λίγα χρόνια μετά, ανέβηκε κι αυτός στο βουνό αντάρτης , παρέα με τον Αντώνη Τσιγουρή. Οι Χίτες ένα βράδυ τους κάψανε το σπίτι. Μάνα, πατέρας κι αδερφή σωθήκαν τελευταία στιγμή. Ακόμα σήμερα τόσα χρόνια μετά, στέκουν οι 4 πέτρινοι τοίχοι , χωρίς σκεπή και χάσκουν τα παραθύρια και τα μπαλκόνια θεόγυμνα.
Δεκαετία του ‘ 50 , οι Κιμιανέοι, οικογενειακά φύγανε για Αμερική. Δεν ξαναγύρισε πίσω στο χωριό κανείς τους. Οι Χίτες που τους κάψανε , το ΄46 εντάχτηκαν στο απόσπασμα του Ζάρα και κυνηγούσανε αντάρτες, ως το ΄49. Σήμερα έχουν τη μισή Ηλιούπολη δικιά τους, λένε κάτω.
Είπε και έπεσε στη σιωπή ο παππούς ο Νικολάκης. ΄Οπως έκανε πάντα, όταν ήθελε να κρύψει οργή ή δάκρυ. Και τον ήξερα καλά πια. Τούτη τη φορά τον έζωνε απόγνωση, μαζί και πόνος για τέτοιο άδικο, που “δεν το θέλει, ούτε ο θεός”, παιδί μου!