“Κουνάω μαντήλι»  στο Αλεξανδρινό μας  ποιητή και συνεχίζω το «ωραίο ταξείδι».      

(Από τη συλλογή “Μάνα σγουρός βασιλικός”  του Νίκου Πασχαλίνου)

 

Ο φίλος κι αδερφοποιτός μου ο Θάνατος!

 

…και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

 

«Κουνάω μαντήλι»  στο Αλεξανδρινό μας  ποιητή και συνεχίζω το «ωραίο ταξείδι».

 

 

 

Στο  μαύρο χρώμα του ερέβους

οι ασεβείς  ντύνουν το Θάνατο

ως έχουνε τους  ξορκισμένους.

 

 

Είδα  τα ιμάτια  του Θανάτου

είναι πάλλευκα

όπως το φως,

σαν  τα φτερά

των  αγγέλων στις εικόνες

όμοια με τις  ψυχές

των  αγνών  ανθρώπων.

 

 

Τον  έκανα  φίλο  κι αδερφοποιτό

από το πρώτο  συναπάντημα

στο ανίερο   αεροβάπτισμα της μαμής.

θρήνο και  κοπετό

αντί το γάλα της η μάνα

με τάισε στην πρώτη αγκαλιά.

χαμογελούσε ο Θάνατος, δίπλα,

άνοιξε το τεφτέρι

κι όρισε  ημέρα  αναχώρησής μου.

 

-μπόλικος χρόνος

ως να ξανανταμώσουμε  εύμορφε

ψιθύρισε στη γλώσσα   των  νηπίων.

άπλωσε  το λευκό ιμάτιο  στους ώμους

και πέταξε

 

 

Κράτησε  την υπόσχεσή  του.

τόσες φορές έφυγα

κι   άλλες τόσες ξαναγύρισα.

το ήξερα

δεν ήταν η  μέρα η δικιά μου

ως  όρισε εκείνος το μεγάλο  ταξίδι

που περιμένω πώς και πώς.

 

Θα είναι ντυμένος  πάλι  στα λευκά

αγωγιάτης μου και ξεναγός

στο  μυστικό το πέρασμα

για το  κατάφωτο νησί

Της Ελπίδας.

Η Ιθάκη δε με χωράει  πια!