Πέθανε ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος
***
«Ο τεθνεώς ου διδεκαίωται». Δεν είναι ο θάνατος “πλυντήριο”. Κανενός. Τα λόγια και οι πράξεις , μπορεί να μη μας ακολουθούν και “επέκεινα” του τάφου (τίς οίδε» τί γίνεται, αν γίνεται, κι αν υπάρχει «υπερπέραν” , αυτά είναι «αλλουνού παπά ευαγγέλιο», και πάντως όχι γήινου), αλλά σε αυτή τη ζωή εδώ, οφείλουμε να «απλώνουμε τα πόδια μας, όσο φτάνει το στρώμα μας”. Αλλιώς… μας τα κονταίνουν!
«Ουκ αφίενται» οι αμαρτίες, επομένως, σε αυτή τη γη του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ως αποθανών. Ο “σπίλος” μένει και τον ακολουθεί. Και είναι πολλά τα κρίματά του. Με πρώτο, τη διαπλοκή και την «αλλαξοκωλιά». Και ακολουθούν η οίηση, η αλαζονεία, η υπεροψία, η μικρότητα και η μικροψυχία του.
Δε δίσταζε να «θάβει», χωρίς επιχειρήματα, όποιον του έμπαινε στο μάτι. «Κύριος οίδε» για ποιους δικούς του λόγους. Πιθανόν , γιατί θεωρούσε τα λεγόμενά του θέσφατα, αφού είχε αυτοαναγορευτεί σε θεό της κριτικής στο χώρο της τέχνης και κατ΄ αποκλειστικότητα του θεάτρου – κινηματογράφου. Οι περισσότεροι στο συνάφι τον έτρεμαν, άλλοι, τον έγλειφαν πατόκορφα.
Και, όπως όλα τα «καλά παιδιά» του Λαμπράκη στο ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ ( ενδεικτικά μνημονεύουμε τους Μάριο Πλωρίτη, Σπύρο Πλασκωβίτη, Βασίλη Κρεμμυδά, ΄ ΄Ελενα Ακρίτα, Σταμάτη Φασουλή), δε βολεύτηκαν απλώς, αλλά “διέπρεψαν” . Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Κατάκτησε την αναγνώριση (επαγγελματική, κοινωνική, οικονομική) «αβρόχοις ποσί» , με μόνο προσόν την «πένα» του. Αλλά βαμμένη τις περισσότερες φορές σε χολή και «κίτρινο μελάνι»!
Υπέφερε κόσμος άξιος εξαιτίας του. Καθ΄ όλα , προσοντούχοι-ταλαντούχοι καλλιτέχνες με καλές δουλειές και «βιογραφικά», όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που μονοπωλούσε και ασκούσε την κριτική ο Κ. Γεωργουσόπουλος. «Πάπας» με το αλάθητο , γραμμένο στο κούτελο.
Τον γνώρισα μια εποχή, όταν ήμουν στη Μέση εκπαίδευση. Πήγα ως μέλος επιτροπής του δημοσίου , για να κάνουμε τις απολυτήριες εξετάσεις στο ιδιωτικό σχολείο (καλό και οργανωμένο, όντως) του Μωραϊτη. Τότε, ο Γεωργουσόπουλος δούλευε ,ως φιλόλογος ,εκεί.
΄Εκτοτε, τον συναντούσα στο Μαραθώνα στην παραλία. Κάπου είχε κι αυτός σπίτι στην περιοχή. Εγώ έμενα στη Ν. Μάκρη. Κουβεντιάζαμε κάμποσες φορές για θέματα φιλολογικά ή ιστορικά. Αλλά η κατάληξη ήταν πάντα να αρπαζόμαστε και να φεύγουμε και οι δύο συγχυσμένοι.
Θυμάμαι σε κάποιες «πανελλαδικές» είχε πέσει θέμα ΄Εκθεσης το ακόλουθο: « Η αρνητική κριτική, για να είναι εποικοδομητική πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς».
-Ωραίο το θέμα, του κάνω, μόλις τον είδα εκείνη την ημέρα στο μπάνιο.
-Τρίχες, μου λέει. Ασαφές και περιορισμένο, απρόσφορο στις γνωστικές και κριτικές ικανότητες ενός 17 χρονου.
-Μπα, αν έχει εσένα παράδειγμα στο μυαλό του, μια χαρά θα έχει τί να γράψει ο υποψήφιος , του κάνω, μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Από τότε , μου έκοψε την καλημέρα. Και κάναμε πως δε βλεπόμαστε στην παραλία.
Δεν τα λέω αυτά, τώρα που πέθανε, αν ο πονηρός και κακόπιστος σκεφτεί έτσι. Κι άλλες φορές εν ζωή, του τα είχα “ψάλλει” από εδώ. Βάζω ένα τέτοιο , παλιότερο κείμενο. Είναι μεγάλο και καλύτερα, αν το ψάξει κανείς ολόκληρο στην ημερομηνία που ανέβηκε.
Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Οι καλοί, οι κακοί και οι άσχημοι της Επιδαύρου»
26 Ιουνίου 2018
Ως τρόφιμος της Χρήστου Λαδά στο ΔΟΛ και “παρακοιμώμενος” του Χρήστου Λαμπράκη ο συνεντευξιαζόμενος Κώστας Γεωργουσόπουλος έγινε ό,τι έγινε. Και επί 40 και βάλε χρόνια που καταδυναστεύει την πολιτιστική ζωή του τόπου, λέει τα ίδια και τα ίδια. Και φυσικά θάβει ή ανασταίνει όποιον γουστάρει.
΄Ηταν μια εποχή που, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ, οι σοβαροφανείς ναυαρχίδες του Χρήστου Λαμπράκη ,έλυναν και έδεναν. Δεν εξουσίαζαν μόνο την πολιτική ζωή του τόπου (κατ΄ επέκταση την οικονομική) ,αλλά και την πολιτιστική. Δερβέναγας εδώ, ο …πολύς Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, εξελέγη πανεπιστημιακός χωρίς να έχει καν διδακτορικό δίπλωμα! (Δεν είναι κακία, είναι υποχρέωση να τα μαθαίνουν αυτά οι νεότεροι).
Δείτε και σήμερα την κακοήθεια που συνεχίζει να τον χαρακτηρίζει απο τις φράσεις που παραθέτουμε:
“Εχω ακούσει νεαρό ηθοποιό, με ένα σχετικό ταλέντο, να λέει “και που είναι το πρόβλημα; Εχω παίξει και Μπέκετ, τον Αισχύλο θα φοβηθώ;”. Και μόνον να το πεις αυτό, εκτελείσαι αισθητικά”.
(Μωρέ τί μας λες; Δεν έπαιξαν άλλοι νέοι ηθοποιοί τραγωδία; Ο εν λόγω μόνο οφείλει να εκτελεστεί , έστω και αισθητικά; Και τί είναι ο Μπέκετ, δηλαδή; Δεν απαιτεί ειδικά προσόντα και ταλέντο;)
“Πιστεύω ότι ήταν μεγάλο λάθος το άνοιγμα της Επιδαύρου στον οποιονδήποτε. Επρεπε να υπάρχουν κριτήρια. Να υπάρχει μια ιστορία του θιάσου, μια θητεία”.
(Ο οποιοσδήποτε κρίνεται από την παρουσία του και τις επιδόσεις του στη σκηνή της Επιδαύρου. Δεν είναι για κανέναν άβατο το αρχαίο αυτό θέατρο. Πολύ περισσότερο για τους νέους. Άλλωστε, αν δεν είσαι φρέσκος πώς θα παίξεις τον Αίμονα, την Αντιγόνη ,τους άλλους νεαρούς ρόλους;)
«Εγώ πιστεύω ότι, όταν ένα θέατρο έχει ξεκινήσει με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές, όπως η Επίδαυρος πρέπει να παραμείνει στο είδος του. Στο Μπαϊρόιτ δεν θα παιχθεί ποτέ ο Μότσαρτ, μόνον Βάγκνερ. Γιατί τηρεί την παράδοση. Δεν καταλαβαίνω γιατί στην Επίδαυρο δεν παίζεται αποκλειστικά αρχαίο δράμα”
(΄Ανθρωπε, τί μυθοποίηση είναι αυτή του αρχαίου ελληνικού δράματος; Τί σοβαροφάνεια; Ξέρεις εσύ πόσες “πατάτες” και πότε μπορεί να παίχτηκαν την εποχή εκείνη σ΄αυτό το θέατρο; Και τί ελιτίστικες κουβέντες είναι αυτές; Γιατί διαφέρει ο Αριστοφάνης με τις λαϊκές ατάκες και τις βωμολοχίες του από τις σημερινές; ΄Η έχουν… αποβωμολογηθεί με τους αιώνες; Και δεν ήταν λαϊκά τα αρχαία θέατρα; Ποιος τα παρακολουθούσε, αν όχι ο “βλάχος” από τη Φυλή και την Παιανία; Ο μύθος μας έφαγε στην Ελλάδα μια ζωή!)
“Οταν κατέβηκε για πρώτη φορά ο Κατράκης στην Επίδαυρο, κι όπως έλεγε ο ίδιος, αν και κομμουνιστής ήταν επί χούντας, και μάλιστα χωρίς να του ζητήσουν να υπογράψει χαρτί, δεν ήξερε τον χώρο
Κάποιοι άλλωστε έχουν αποτύχει, όπως ο Βέγγος. Γιατί ήταν εκτός ρυθμού. Ο Βέγγος ήξερε να τρέχει κι εκεί δεν έτρεχε. Δεν γράφτηκε επάνω του ο Αριστοφάνης, δεν ήταν ο Θου Βου…»
(Συμπτωματικά και οι δύο ταλαντούχοι αυτοί ηθοποιοί υπήρξαν ΚΚΕ. Και γενικώς στο αντικομμουνιστικό συγκρότημα του Χρ. Λαμπράκη, πάθαιναν αλλεργία με τον κομμουνισμό και τους οπαδούς του).
Αυτά . Λίγα και χαρακτηριστικά.