του Δημήτρη Αντωνίου (*)
Ας αρχίσουμε από τα θεμελιώδη, αναρωτώμενοι αν διαθέτουμε (και πόσες) βιογραφίες λογοτεχνών που άφησαν αποτύπωμα στη νεοελληνική γραμματεία (επιδραστικών, με άλλα λόγια, ας υιοθετήσουμε αυτόν τον νεολογισμό). Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Καμία έως ελάχιστες (το Περιμένοντας τον Άγγελο του Ρόντρικ Μπίτον, μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, έχει εξαντληθεί προ πολλού, είναι εξαιρετικά δυσεύρετο και ελπίζουμε σε επανέκδοση). Αντ’ αυτού, πληθαίνουν τα άρθρα, οι ανακοινώσεις σε συνέδρια, οι συμβολές σε συλλογικούς τόμους που προσεγγίζουν, εκ των πραγμάτων, μία μόνον πλευρά του έργου ενός λογοτέχνη, και ευθυγραμμίζονται με τις κατά καιρούς τάσεις, μόδες και απο/παρασιωπήσεις της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας -επιλογή επιβεβλημένη για τη συσσώρευση δημοσιεύσεων, αλλά και βολική, καθώς η βιογραφία -και μάλιστα ενός πολύπλευρου λογοτέχνη- είναι εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα, που απαιτεί έρευνα, εξανλητική καταβύθιση στις πηγές και πολύπλευρη ανάγνωσή τους, ου μην αλλά και επίπονα κτώμενη ωριμότητα.
Αντιθέτως, για να περιοριστώ μόνο στη Γαλλία που γνωρίζω κάπως καλύτερα τα πράγματα, έχουμε εξαιρετικά παρόμοια δείγματα. Ο μεγάλος Μισέλ Βινόκ έχει γράψει βιογραφίες του Κλεμανσώ, του Μιτεράν (η πιο αδύναμη), αλλά και του Φλωμπέρ. Ο Ρενώ Μελτς, ένας εξαιρετικός ιστορικός της νεότερης γενιάς, έχει γράψει μια κορυφαία βιογραφία του κατοχικού πρωθυπουργού Πιέρ Λαβάλ, αλλά και μια εξαιρετική βιογραφία του Σαιν-Τζον Περς. Και πρόκειται για ιστορικούς καθαρόαιμους, όχι ιστορικούς της λογοτεχνίας. Ίσως γιατί στη Γαλλία δεν νοείται σοβαρός ιστορικός που δεν ξέρει λογοτεχνία, αλλά και, αντιστρόφως, σοβαρός λογοτέχνης που δεν ξέρει ιστορία.
Γιατί η μακροσκελής εισαγωγή; Γιατί πολύ απλά κάθε λογοτέχνης με αποτύπωμα, όπως προείπαμε, στα γράμματα, δεν είναι μια επιφανειακή και μονολιθική περίπτωση. Στην περίπτωση του Καραγάτση διαθέτουμε τουλάχιστον έναν τόμο πρακτικών συνεδρίου, ο οποίος εκδόθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, αλλά και το εξαιρετικό κομμάτι του Άρη Μπερλή (κρίμα που έχει φύγει από τη ζωή, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η άποψή του) στην οκτάτομη Μεσοπολεμική Λογοτεχνία του Σοκόλη. Αν έμπαινε κάποιος στον κόπο να τα ξεφυλλίσει (και μόνον), θα έβλεπε μια άλλη πλευρά του. Δυστυχώς, και δεν μεμψιμοιρώ, όχι αυτή των ευχερέστατων και ικανοποιητικότατων λύσεων, που ως διά μαγείας συνάδουν απόλυτα με προκατασκευασμένες και μη επιδεχόμενες αμφισβήτηση νεόκοπες και ελκυστικόστατες ιδεολογίες, κυρίως όμως με τα γούστα μας, όπως πλέον δηλώνεται ρητά, αυτά είναι απλά απώλεια χρόνου.
Ο Καραγάτσης ήταν μια εξαιρετικά πολυμερής -και όχι πολυσχιδής όπως οι περισσότερες του καιρού μας- προσωπικότητα. Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου, δημοσιογράφος και ανταποκριτής στις μάχες του Εμφυλίου, αδόκιμος (όπως και ο Άγγελος Τερζάκης) σκηνοθέτης μίας και μοναδικής ταινίας, ακόμη και υποψήφιος βουλευτής, ξέροντας συνειδητά ότι δεν έχει καμία τύχη, τακτικός συζητητής, φίλος (μέχρι νεωτέρας) πολλών ομοτέχνων της γενιάς του, με τακτική αλληλογραφία ακόμη και τον Καββαδία, απόκληρο του τότε λογοτεχνικού κατεστημένου. Η συνολική ανάγνωση του έργου του δεν αποκαλύπτει μόνο ένα πηγαίο ταλέντο, τον πιο προικισμένο παραμυθά της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, αλλά και έναν εξαιρετικά ανήσυχο και ασίγαστο συγγραφέα, που διψά για γνώσεις και καταπιάνεται με κάθε πεζογραφικό είδος.
Έχει επανειλημμένα επισημανθεί ως αδυναμία της λογοτεχνίας μας η έλλειψη μεγάλων συνθέσεων, ήτοι μυθιστορημάτων, και η προσήλωση στη μικρή φόρμα -πράγματι, στο διήγημα έχουμε εξαιρετικά δείγματα. Ο Καραγάτσης, τη δεκαετία του 30, τολμά όχι μόνο τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, αλλά το κατ’ εμέ κορυφαίο έργο του και μυθιστόρημα της λογοτεχνίας μας, τον Γιούγκερμαν, που προσεγγίζει το roman fleuve (πραγματικό μυθιστόρημα-ποταμό έχει γράψει, κατ’ ουσίαν, μόνον ο Αθανασιάδης). Ο Γιούγκερμαν δεν είναι, ασφαλώς, μόνον ο φερώνυμος ακόρεστος, για ηδονή, δύναμη και χρήμα (λες και αυτό καθεαυτό το κράμα είναι εντελώς ξένο προς την ανθρώπινη φύση) κεντρικός ήρωας που κατεβαίνει από τις λίμνες της Φινλανδίας και την Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου στην Αθήνα για να αλώσει μια ολόκληρη πόλη, αλλά μια προωθημένη τοιχογραφία του πρώιμου νεοελληνικού καπιταλισμού, στον οποίο, υπόρρητα αλλά πανέξυπνα, κάθε άλλο παρά χαρίζεται ο Καραγάτσης. Η σκηνή πριν από την εκλογή του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν ως Διοικητή της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών με την, avant la lettre, διαπλοκή τραπεζών, ΜΜΕ (μόνον εφημερίδων τότε) και πολιτικών μοιάζει σαν να γράφτηκε σήμερα.
Ομοίως, το Μπουρίνι, με τους κολίγους και τους τσιφλικάδες του κάμπου της Λάρισας, αλλά και τους αστούς, τους άτεγκτους δικαστές, τους διεφθαρμένους ενόρκους και τους ρομαντικούς δικηγόρους της πόλης της Λάρισας αξίζει πολύ περισσότερα (εντελώς υποκειμενική γνώμη) από όλα όσα έχουν γραφτεί για την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση των, ουσιαστικά ακτημόνων, καλλιεργητών. Πάλι υποκειμενική γνώμη, τίποτε δεν συνοψίζει πυκνότερα την “εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο” όσο η αναφορά, στο ίδιο διήγημα, του συγγραφέα στον νέο ιδιοκτήτη του τσιφλικιού, τον εξ Αγγλίας ομογενή Πήτερ Χατζηθωμά: “Όσο για το χτήμα και τ’ ανθρώπινα χτήνη που το δούλευαν, δεν άλλαξε τίποτα. Οι προϋποθέσεις του ανθρωπισμού δεν έχουν καμιά σχέση με τις δουλειές. Business are business…”. Οι εξ Εσπερίας φορείς των προϋποθέσεων του ανθρωπισμού -τιμαριούχοι, κάποτε γης, πάντοτε και ιδεών- δεν πολυενδιαφέρονται για την ουσία, αλλά για τα επιφαινόμενα, τι πρωτότυπο και ανέκδοτο και στις μέρες μας…
Και συνεχίζω. Πόσα άκρατα μοντερνιστικά γραπτά έχουμε όσο η θεότρελη Μπουνχούνστα; Πόσες πρώιμες περιγραφές των εξαρτημένων όσο η Μεγάλη Εβδομάδα του Πρεζάκη -αλλά, στο ίδιο, και της αστυνομικής αυθαιρεσίας από τους αστυνομικούς Ραπίζο και Γκλομπάκη; Πόση κάθοδο στη μοναξιά όσο στα Χταποδάκια; Πόσο εικοκλαστικότερη κατόπτευση -και μάλιστα σε καιρούς άκρατης εθνικοφροσύνης- του προσφιλούς τρισχιλιετούς από τον Σέργιο και Βάκχο, αλλά και από την τριλογία με ήρωα τον επ’ ολίγον εξομώτη και κατόπιν τιμημένο εθνικό ήρωα Μίχαλο Ρούση; Πόσο ρεαλιστικότερη απεικόνιση μιας ταξικής διαστραμάτωσης, που ο Καραγάτσης καταφέρνει μαεστρικά να στοιβάξει στην πολυκατοικία του 10- όλες και όλοι εκεί, ραντιέρηδες, πουτάνες, πρώην, νυν και επίδοξες, ξέμπαρκοι ναυτικοί, απόστρατοι, χωροφύλακες, μεροκαματιάρηδες, γιατροί και δάσκαλοι, ταβερνιάρηδες και μπακάληδες, μικροπωλητές, εφαρμοστές και ένα σωρό άλλοι; Πόσο καυστικότερη απεικόνιση του νεόπλουτου αθηναϊκού χυλού (δεν άλλαξε και πολύ έκτοτε) όσο στο Ο θάνατος και ο Θόδωρος; Πόσο διαβρωτικότερη αποδόμηση του συναφιού όσο στον Κίτρινο Φάκελο; Πόσες μυθιστορηματικές βιογραφίες, έστω σαν τον μετριότατο Βασίλη Λάσκο -που φυσικά ο Καραγάτσης δίνει σε εξπρεσιονιστικές, υπερβολικές διατάσεις- κανείς δεν θα τολμούσε σήμερα να γράψει μυθιστόρημα για έναν ηρωικό κυβερνήτη υποβρυχίου που έπεσε στο καθήκον, πολεμώντας τον ναζιστικό στόλο, αυτά είναι μιλιταριστικά και εθνικιστικά παλαιά δαιμόνια; Πόσο πιο σιωπηλή, τρυφερή και στοχαστική έκφραση της απώλειας όσο στον Μεγάλο Ύπνο; Και, το άφησα τελευταίο ως γατομπαμπάς, πόσο πιο όμορφη περιγραφή της περίεργης σχέσης μας με αυτά τα τυραννικά, μυστηριώδη και μυστηριακά τετράποδα όσο αυτή με τον αλιτήριο, θρασύ και θυμόσοφο γάτο Πάπανα/Παπανάκο στο ίδιο μυθιστόρημα;
Ο Καραγάτσης κατηγορήθηκε ως προχειρογράφος, καθότι παραγωγικότατος. Ναι, πράγματι, καταπιάστηκε με ό,τι του έκανε κέφι και δεν τον δέσμευσαν ούτε ιδεολογίες, ούτε μόδες, ούτε εφήμερες τάσεις, είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πολλές φορές έγραφε στο πόδι. Με αποτελέσματα ανάμικτα, ασφαλώς, με αστοχίες, με υπερβολές. Δεν θα γράψω μισή λέξη για όσα είναι αυτονόητα, την αστείρευτη φαντασία του, το εκπληκτικό συνδυασμό λέξεων, την, αρχίζουμε από το άλφα, ανάγκη επανατοποθέτησης του έργου του στο ιστορικό του συγκείμενο, ή την τεράστια και συνεχή ροή γνώσεων και τεκμηρίωσης (φυσικά αυτά δεν απασχολούν ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες τα έργα των οποίων βρίθουν από πραγματολογικά λάθη, από οκνηρία και από ιδεοληψία -δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνον η ερμηνεία τους).
Θα περιοριστώ στο εξής, από τις πολλές πλευρές του Καραγάτση. Υπήρξε αυτό που είχαμε και έχουμε εν ανεπαρκεία σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής. Ένας άνθρωπος ανοιχτός, κοσμοπολίτης, σε διαρκή αμφισβήτηση και ειρωνεία των πάντων. Του κατεστημένου, στο οποίο ανήκε χωρίς να το κρύβει, της παραδεδομένης σοφίας και ιστορίας, του ίδιου του του εαυτού. Αν διαβάσει κανείς τον Κίτρινο Φάκελο, θα καταλάβει ότι ο Καραγάτσης πρέσβευε ένα προωθμένο καπιταλιστικό ήθος, με απόλυτη πίστη στη δύναμη της τεχνικής (που κάτι θα έπρεπε να θυμίζει στην Αριστερά), που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις δημιουργίας πλούτου και αναδιανομής του, αλλά και σύγκλισης, πάλι avant la lettre, με τις προηγμένες χώρες της Δύσης. Το μέγα ζητούμενο της εποχής μας, η επαναβιομηχάνιση και ο επαναπατρισμός της παραγωγής, δίνεται ήδη στον Κίτρινο Φάκελο. Και όλα αυτά, με μια δύσκολα αποκρυπτόμενη δυσφορία για το πολιτικό προσωπικό της εποχής του- δεν είναι τυχαίο ότι ο Καραγάτσης συνδέεται στενά με μια μάλλον ατυπική (και, ασφαλώς, αμφιλεγόμενη λόγω της συνέχειας που ο Καραγάτσης δεν έζησε) προσωπικότητα της πολιτικής σκηνής, τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Ο Καραγάτσης, ασφαλώς, πέρασε από διάφορα στάδια για να καταλήξει στις τελικές του θέσεις -αρκεί να διαβάσει κανείς την πρόσφατη έκδοση, με το επίμετρο της Χριστίνας Ντουνιά, της αλληλογραφίας του από την Εστία για να δει πώς φλέρταρε με τον μαρξισμό. Ως ανήσυχο πνεύμα, δεν αφοσιώθηκε, νεότερος ή μεγαλύτερος (δεν πρόλαβε και να μεγαλώσει) σε μια ιδεολογία με θρησκευτική ευλάβεια και πίστη στο αλάθητό της, ούτε είδε την πολιτική και την κοινωνία με όρους ταυτοτικού συναισθηματισμού και ηθικών πλεονεκτημάτων, κάτι που δεν εξάλειψε τις αντιφάσεις του.
Άραγε, πόσες, με όλες τις υπερβολές του Καραγάτση, μεγάλες λογοτεχνικές τοιχογραφίες της ελληνικής κοινωνίας παρήχθησαν μετά τον Καραγάτση. Το μυαλό μου, εντελώς πρόχειρα, πάει στον Αλέξανδρο Κοτζιά και την τεράστια και διεισδυτικότατη αναπαράσταση του “τριακονταετούς πολέμου”, από το 1943 έως το 1973, την εννοιολόγηση της οποίας υπερασπίστηκε έναντι τεράστιων αντιδράσεων -στη “μαύρη πολιτική λογοτεχνία” τον είχε κατατάξει η μεταπολεμική Αριστερά. Ευκαιρίας δοθείσης, ο Κοτζιάς είχε μιλήσει “για την ευθύνη που πρέπει να λυγίζει τον συγγραφέα”, αλλά και αυτός μάλλον δεν καταλέγεται σε όσους γουστάρουν οι επίδοξοι νεότεροι ομότεχνοί του, στους οποίους αρκεί η εντυπωσιοθηρία του τρέχοντος λεξιλογίου συν το, αφάνταστο ψυχικά ευρύχωρο, επίχρισμα ρηχής ιδεολογικοποίησης των πάντων.
ΥΓ 1. Μια προσωπική νότα. Δεν είμαι ούτε φιλόλογος, ούτε ιστορικός της λογοτεχνίας, ούτε, ασφαλώς, λογοτέχνης, είμαι μόνο αναγνώστης, όσο μπορώ περισσότερο δεδομένων των καταναγκασμών της καθημερινότητας, με τα δύο παραδοσιακά ζητούμενα, την απόλαυση και τον αναστοχασμό -μακριά από μένα η εκφορά εδώ χειροποίητων κρίσεων για, συχνά ημιαναγνωσμένες, νέες και παλιές κυκλοφορίες. Όσοι με ξέρουν καλά, ξέρουν την αγάπη μου για τον Καραγάτση, που τον έχω διαβάσει όλο, και για συγκεκριμένα έργα του, που τα έχω διαβάσει πολλάκις (ίσως να υπάρχει και κάποια αταβική/αταβιστική -ο χειμαρρώδης και άτακτος Καραγάτσης χρησιμοποιούσε αδιαφοροποίητα και τους δύο όρους- ταύτιση, στη Λάρισα του Λιάπκιν βλέπεις ένα μικρό προείκασμα και της σημερινής Λάρισας και, κατ’ αναλογίαν, κάθε ελληνικής πόλης). Ορισμένα τα διάβασα στα 18, στα 25 (στη σκοπιά της θητείας), στα 30, στα 40, πολλά τα διάβασα ξανά και ξανά, κάθε φορά η άποψή μου μεταλλάσσεται, ελπίζω και εξελίσσεται. Αντιστοίχως, αλλιώς διαβάζω σήμερα από την πρώτη φορά την Μενεξεδένια Πολιτεία, την Αργώ, τη Γαλήνη, την Παναγιά τη Γοργόνα, τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το Κιβώτιο, την Κάθοδο των Εννιά, την Καγκελόπορτα, την Αντιποίησιν Αρχής, την Ιστορία μιας Σταυροφορίας, το Τέλος της Μικρής μας Πόλης, για να αναφερθώ μόνο σε συγγραφείς του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σε πολλά εξακολουθώ να θαυμάζω τη γλώσσα και το ύφος, τη μυθοπλαστική ευχέρεια, τη σύνδεσή τους, ενίοτε αγωνιώδη, με το συγκείμενο της εκάστοτε εποχής, αλλά και με ευρύτερες, συλλογικότερες αναζητήσεις. Τούτο δεν σημαίνει ότι συμμερίζομαι ακόμη τις θέσεις και τις στάσεις που μεταφέρουν και προσπαθώ να τα διαβάζω σε συσχέτιση με το κριτικό και δοκιμιακό έργο των προμνησθέντων, που, άλλοτε άνισο, άλλοτε ισάξιο ή ανώτερο της λογοτεχνικής τους παραγωγής, υπήρξε και ήταν επίπονο, δεν ήταν πτερόεσσα ανάρτηση στο φέισμπουκ ή εφήμερο άρθρο.
ΥΓ 2- σημαντικότερο και περιττό αν είχαμε σοβαρές βιογραφίες που λέγαμε και στην αρχή. Οι θιασώτες του smash the patriarchy και άλλων παρόμοιων μοδών (συγνώμη για το αδόκιμο) ας διάβαζαν όχι τα βαρετά βιβλία του Καραγάτση, που είναι για πέταμα, αλλά το προαναφερθέν σχεδίασμα εργοβιογραφίας του από τον Άρη Μπερλή. Ο νεαρός Δημήτριος Ροδόπουλος, γιος του εκ Πατρών Γεωργίου Ροδόπουλου που μετεγκαθίσταται στη Λάρισα μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (ένας από τη “συμμορία από πειναλέους Παλιολλαδίτες που έπεσαν σαν ακρίδα και λοιμική στο παρθένο χώμα της Θεσσαλίας”, πάλι από το Μπουρίνι, για να φανεί πώς ο Καραγάτσης συλλάμβανε την ιστορία της οικογένειάς του μέσα σε ευρύτερα συμφραζόμενα) εισπράττει την πρώτη πατρική τιμωρία όταν στέλνεται από το Αρσάκειο της Λάρισας στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν πλαστογράφησης της υπογραφής του πατέρα του στον σχολικό έλεγχο. Περνά ως έφηβος -φαίνεται η απόσταση από τον πατέρα- τα καλοκαίρια του διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι κάτω από τις φτελιές της Ραψάνης και τους χειμώνες του στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας, που διευθύνει ο γυναικάδελφός του Φιλοποίμην Τζουλιάδης, ο κύριος διευθυντής του Συνταγματάρχη Λιάπκιν, στον οποίο και αφιερώνει το μυθιστόρημα. Διατηρεί έντονο σύνδεσμο με τη μητέρα του, ο θάνατος της οποίας το 1946 του εμπνέει τον Μεγάλο Ύπνο. Κάκιστες, όμως, σχέσεις με τον αδελφό του Κωνσταντίνο (Τάκη) Ροδόπουλο, πρόεδρο της Βουλής, επί δεκαετίες βουλευτή Λαρίσης (για να αποφεύγουμε και τους αναχρονισμούς) και -όσοι παλιοί Λαρισαίοι ζουν, θυμούνται- επιτομή, στη μικροκλίμακα, του μετεμφυλιακού πελατειακού κράτους της Δεξιάς (ήθελες χαρτί του για να σε πάρουν ακόμη και εμποροϋπάλληλο). Τις δύο φορές που κατέρχεται υποψήφιος βουλευτής, το κάνει, όπως ομολογεί, για να κόψει ψήφους από τον αδελφό του. Και, τέλος, το 1958, κατοχυρώνει ως νόμιμο επώνυμο το μέχρι τότε λογοτεχνικό ψευδώνυμο Καραγάτσης, επικυρώνοντας την πλήρη ρήξη με την πατρική κληρονομιά -με την προγονική έχει τακτοποιήσει τους λογαριασμούς με τον προαναφερθέντα Μίχαλο Ρούση, τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, που ήταν πρόγονός του. Όταν η ρήξη, λοιπόν, με μια πανίσχυρη πατριαρχία και οικογένεια γινόταν στην πραγματική ζωή και όχι στα πλήκτρα του υπολογιστή και τις οθόνες των κινητών και συνεπαγόταν, με τα μέτρα της εποχής, όχι μόνο συμβολικό, αλλά ενίοτε και βιοποριστικό κόστος.