Κατέβηκα τη βδομάδα που πέρασε στο Περιστέρι. Πήγα στις παλιές γειτονιές και περιδιάβαζα στα στενά γύρω από τον Αγι-Αντώνη και τη “Βαγγελίστρα”, παραδομένος στις παλιές μνήμες. Τις αναμνήσεις που γράφτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη και δεν πρόκειται να σβηστούν στον αιώνα το άπαντα. (Περάσαμε καλά στα “μικράτα μας. Και τα παιδικά χρόνια στην Ανδρίτσαινα και τα εφηβικά μετά στο Περιστέρι. Είναι η καλύτερη ξεκούραση και μέγας αναπαμός να γυρίζω πίσω, ειδικά τις “ασάλευτες” μέρες της ξενιτιάς, σ΄εκείνες τις αθώες εποχές. ΄Ασχετο;)
Σαν απόσωσα το περπάτημα είπα να πιω έναν καφέ στου Αγγελόπουλου στην πλατεία του Δημαρχείου (η παλιά ,παραδοσιακή καφετέρια που μαζευόμαστε έφηβοι και …”γκομενιάζαμε”). Βρισκόμουνα στην Παναγή Τσαλδάρη στο πεζοδρόμιο και ακριβώς μπροστά μου ήταν μια διάβαση για πεζούς. Κατέβηκα κι εγώ άνετος και ανυποψίαστος, για να περάσω απέναντι. Είχα φτάσει στη μέση της διάβασης ,όταν είδα το “χάρο” που ερχόταν κατά πάνω μου βολίδα, καβάλα σε μια καμπριολέ, απαστράπτουσα κούρσα. Δεν πανικοβλήθηκα, -Θα κόψει, λέω μέσα μου,- θα σταματήσει οσονούπω, διάβαση για πεζούς είναι. Τί διάβολο! Παντού στις άλλες χώρες οι οδηγοί σταματάνε “κόκαλο” στη διάβαση,να περάσει ο πεζός, ακόμα και όταν κανείς πάει με το πάσο του.
Δεν απέμεναν πάνω από 10 μέτρα ,όταν πια συνειδητοποίησα πως όχι μόνο δεν έκοψε ταχύτητα το όχημα, αλλά θα με έκανε κομμάτια σε κλάσματα δευτερολέπτου .Κάνω ένα απονενοημένο, αλλά σωτήριο… μπλονζόν (“αντιστρόφως ανάλογο” των ενιαυτών που κουβαλάω στον ώμο) και μόλις που πρόλαβα να πιάσω την άκρη του πεζοδρομίου την ώρα, που η δολοφόνα κούρσα περνούσε ατραπή από τη μέση της διάβασης. Κάτι περαστικοί που έβλεπαν τη σκηνή, είχαν σταματήσει και κάνανε το σταυρό τους ,μάλλον περίμεναν και την αντίδρασή μου.
Σταμάτησε λίγο παραπάνω αναγκαστικά, πίσω από ένα τρόλεϊ φρακαρισμένο . Τότε ήταν που είδα και το πρόσωπο του… Χάρου, που καθόταν στο τιμόνι. Μια κυράτσα, κοντά στα 30, κατακίτρινη την έκοψα, αλλά σενιαρισμένη, στην …τρίχα ντυμένη, με το τσιγάρο στο χέρι και τον αγκώνα στο παράθυρο. -Είσαι, καλά,κυρά μου, της κάνω από το ανοιχτό παράθυρο.-Κόντεψες να με σκοτώσεις. Και τί μου απαντάει το παλιοθήλυκο με μια μπάσα, εντελώς αλλοιωμένη φωνή για άνθρωπο. “Να μην κατέβαινες από το πεζοδρόμιο, αν δεν προλάβαινες”! -Τί λες, βρε τρελέγκω, της κάνω έξαλλος. Εγώ ήμουν ήδη στη μέση της διάβασης. εσύ όφειλες να σταματήσεις. Και τί μου λέει προκλητικά το ηλίθιο πλάσμα. “Δεν πας να γ@μηθείς ,ρε φίλε, που θα μου πεις εσύ πως είμαι υποχρεωμένη να σταματήσω”!
Τα “πήρα”. Παθαίνω σε τέτοιες προκλήσεις, δεν κάνω πίσω.΄Οπως ήταν ανοιχτό το παράθυρι, βάζω το χέρι μέσα στο κλειδί ,σβήνω τη μηχανή και βγάζω το κλειδί.-Είσαι επικίνδυνη της λέω. ΄Η δεν ξέρεις τους κανόνες οδήγησης η είσαι “τύφλα” (από την πρώτη στιγμή το είχα ψιλιαστεί ),θα σκοτώσεις κανένα ανθρωπάκο. Είσαι εν δυνάμει δολοφόνος. Ως πολίτης έχω δικαίωμα να σε σταματήσω από το έγκλημα.
΄Εβγαλα με την άνεσή μου το κινητό, πήρα το 100, τους είπα το συμβάν και σε πέντε λεπτά είχαν φτάσει οι “μπάτσοι” . Εκείνη είχε πάθει, δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. ΄Αφριζε αλλά, φωνή,υστερία δεν έβγαιναν. ΄Οση ώρα εξηγούσα στους αστυνομικούς τί έγινε, προσπαθούσε να μιλήσει σε κάποιον στο κινητό της, αλλά ήταν άφωνη.
Τους παράδωσα τα κλειδιά,τους έδειξα ταυτότητα και ζήτησα να μας κάνουν προσαγωγή στο Τμήμα, για να γίνει αλκοτέστ και να την μηνύσω . ΄Οπως κι έγινε. Μίλησαν με το κέντρο τους, πήραν οδηγίες, έβγαλαν την κυράτσα έξω, που τρέκλιζε από το μεθύσι, πάρκαραν το αμάξι στην άκρη, μας έβαλαν στο “100” και μας οδήγησαν στα κεντρικά στην Τροχαία. Μου έκανε εντύπωση (δεν το περίμενα στην Ελλάδα) που επί τόπου της έκαναν αλκοτέστ. “Δεν τρέχει αίμα στις φλέβες της,αλλά αλκοόλ”, μου λέει ένας αξιωματικός, που τον ενημέρωσε ο συνάδελφός του. “Τύφλα η κυρία ,λέμε”. Δεν έκανα μήνυση, αφού έτσι κι αλλιώς την κρατήσανε εκεί για τα περαιτέρω και θα ακολουθούσαν τις διαδικασίες που ορίζει ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις.
΄Εφευγα απο την Τροχαία και σκεφτόμουνα στο δρόμο με τρόμο πως στην Ελλάδα κάθε χρόνο, ξεκληρίζεται απο τα τροχαία μια μικρή πόλη. Πουθενά στον κόσμο, δε συναντάς τέτοιο φαινόμενο Τί έχουμε πάθει, γαμώτο; ΄Εξω,αν κάποιος πάει στο μπαρ και ξέρει πως θα πιει, δεν παίρνει αυτοκίνητο μαζι του. Αν είναι παρέα, κανονίζουν ποιος θα μείνει άπιωτος, για να οδηγήσει μετά. Πότε θα γίνει επιτέλους και η Ελάδα Ευρώπη;