Σκυλάδες …. για τα πανηγύρια και οργανοπαίχτες στα πανηγύρια τα παλιά

Άγριο ξύλο σε πανηγύρι   στο Αγρίνιο

 Ένταση δημιουργήθηκε σε πανηγύρι στο χωριό Σιταράλωνα, κοντά στη λίμνη Τριχωνίδα στην Αιτωλοακαρνανία. Την ώρα που η ορχήστρα έπαιζε το τραγούδι «Καγκέλια», δυο ομάδες ανδρών ήρθαν στα χέρια, με το βίντεο που δημοσιεύτηκε να μαρτυρά την έκταση του περιστατικού καθώς καρέκλες, τραπέζια και μπουκάλια φάνηκαν να εκτοξεύονται μέσα στο πλήθος.

****

Ολοι οι άντρες είναι ψεύτες, πλην απ΄ τους οργανοπαίχτες (παλιό,  αυτοσχέδιο τραγούδι από το βιολιτζή πατέρα μου στο  σκοπό της αγκινάρας).   

Γράφαμε την 1η  Μάρτη 2012 στο ιστολόγιο  “Κουφόπουλο” του  Ηλία   Κανάκη :

…Εκεί γύρω στις 2, έπρεπε να τελειώσει,να μαζευτεί το τραπέζι και να κλείσει το φαγοπότι με το σερβίρισμα μιας πεντανόστιμης “γαλόπιτας” ,γιατί ο μπάρμπα Γιάννης έπρεπε να φύγει. Τον καλούσε το… καθήκον. Και ποιό ήταν το ύψιστο καθήκον του βιολιτζή Γιάννη Αδάμη; Μα, να διασκεδάσει το χωριό φυσικά, που τέτοια χρονιάρα μέρα ήταν όλοι μαζεμένοι στο προαύλιο της εκκλησιάς και περίμεναν πώς και πώς να έρθουν τα όργανα.

Με το Σπύρο Τσιγουρή χρόνια οι δυο οργανοπαίχτες μαζί. Παίζανε από αμούστακα παιδιά ακόμα, λέγανε οι ίδιοι , σε πανηγύρια,αρραβώνες,γάμους.(Ο Σίμωνας Καράς τους έχει “αποθησαυρίσει” σε δίσκο του με δυο τραγούδια τους πάλι μαζί). Δε γινότανε χαρά και γλεντοκόπι στα χωριά της περιοχής , χωρίς τις δοξαριές του Γιάννη Αδάμη και το γλυκόλαλο σαντούρι ή (ανάλογα την ανάγκη της κομπανίας) το λαγούτο του Σπύρου Τσιγουρή. ΄Ηταν επαγγελματίες οι άνθρωποι,δεν ήταν τίποτα ευκαιριακοί οργανοπαίχτες που γρατζουνάγανε ερασιτεχνικά κανένα…μαντολίνο έτσι για να λένε πως παίζουν. Εμείς, ως οικογένεια, απ΄αυτό το βιολί του πατέρα μου ζήσαμε, από τους γάμους και τα πανηγύρια “ φάγαμε ψωμί”. Να λέμε τα πράγματα, όπως είναι. 

Το μισό χρόνο ,δεν τον βλέπαμε στο σπίτι τον πατέρα μου. Από 21 Μάη, Αγίου Κωνσταντίνου, ως 26 Οκτώβρη , Αγίου Δημητρίου ,έπαιρνε ο “μαύρος” σβάρνα τα πανηγύρια στα χωριά Ηλείας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας, με την κομπανία του, που επί συναπτά χρόνια τη συγκροτούσαν τα ίδια πρόσωπα: Μπάρμα Μήτσος Αλεξανδρής από τη Ζούρτσα κλαρίνο, Αριστείδης (Αρεστείρης) Παναγούλιας από τη Βερβίτσα κιθάρα και Σπύρος Τσιγουρής,σαντούρι ή λαούτο,όπως είπαμε. Παλιότερα, την κομπανία συμπλήρωνε και ο Γιάννης ο Βερβιτσόγιαννης-Γερόσταθος ,κιθάρα-λαούτο και σαντούρι  (αλλά πέθανε νωρίς, έπαθε “συφόρηση” πάνω στη δουλειά, που παίζανε σε ένα γάμο στη Βερβίτσα). Αργότερα, αποχώρησε και ο Σπύρος Τσιγουρής, γιατί ασχολήθηκε με “μπίζνες” στην Αντρίτσαινα,΄είχε ανοίξει εστιατόριο(“ξενοδοχείο” στην τοπική γλώσσα) και δεν πολυπήγαινε μετά να παίξει σε δουλειές.
Στήν αρχή, που δεν είχαν “μηχανήματα” (μικροφωνικά), τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους τους οργανοπαίχτες της κομπανίας, αλλά πιότερο για τον πατέρα μου ,γιατί έπρεπε να βγάλει 2 και καμιά φορά 3 μέρες γάμο ή πανηγύρι, χωρίς κάψα στο βιολί και χωρίς μικρόφωνο!(΄Ηταν και ο τραγουδιστής της κομπανίας). Πού να ακουστούν φωνή και “τέλια” βιολιού μέσα στη φασαρία και την οχλαγωγή των μεθυσμένων γλεντοκόπων που βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι;

Αργότερα, όμως, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, αγοράσανε και “μηχανήματα” ,οπότε η δουλειά “αλάφρυνε”,έγινε και πιο ξεκούραστη και πιο αποδοτική οικονομικά. Οι οργανοπαίχτες τα χρόνια εκείνα βγάζανε “καλά” λεφτά, αν ήταν σωστοί επαγγελματίες και τους έπαιρναν στους γάμους ή τους προτιμούσε ο κόσμος να χορέψει στην κομπανία τους στα πανηγύρια . Γιατί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Σε κάθε πανηγύρι μπορεί να μαζεύονταν πολλά “όργανα”. Στο “Σεπετώ” για παράδειγμα (μεγάλο πανηγύρι στου Ζάχα-Ρογκοζιό, 23 Αυγούστου), κατέφθαναν οργανοπαίχτες κι από τον Πύργο κι από τη Ζαχάρω και μάλιστα με μικροφωνικές και παρδαλές χορεύτριες, πού να παραβγούν οι άλλοι χωρίς μηχανήματα και “γυναίκα”.

Μόλις τα πήραν, όμως τα “μικρόφωνα” , “σαρώσανε” στα πανηγύρια οι δικοί μου. Μόνο έναν βιολιτζή ονόματι Παρασκευά “υπολόγιζε” για σοβαρό ανταγωνιστή ο μπαρμα Γιάννης . Δεν ξέρω περισσότερα γι΄αυτόν, μάλλον ήταν από τη Ζαχάρω, και έπαιζε καλό, γλυκό βιολί, όπως άκουγα να το παραδέχεται και ο ίδιος ο πατέρας μου. Να κλείσουμε την… παρένθεση και να επιστρέψουμε σ΄αυτή την Κυριακή της Αποκριάς στο προαύλιο της εκκλησίας, που λέγαμε.

Μόλις ,λοιπόν, έσκασε μύτη ο μπάρμπα Σπύρος έρχεται και ο μπάρμα Γιάννης από πίσω .Τα όργανα, φυσικά, δεν τα κουβαλάγανε μαζί τους,τα φέρνανε μετά κι αφού πρώτα “βγάζανε την πίστη” στον κόσμο,που περίμενε ανυπόμονα να αρχίσει το γλέντι. (Είναι κι αυτό,όπως και το αργό κούρντισμα, μέσα στα …κόλπα των οργανοπαιχτών για να “φτιάχνονται” καλύτερα οι γλεντζέδες και έτσι , “ξαναμμένοι” όπως είναι, να κάνουνε μετά παραγγελιές τη μια μετά την άλλη και να πετάνε τη “χαρτούρα” στα όργανα.

Αλλά, δεν ήταν “αρπακτικά”,όπως κατανήσανε αργότερα οι “σκυλάδες” στα πανηγύρια και στις πίστες. ΄Αμα ήτανε κανείς χορευτής μεθυσμένος και πέταγε τα λεφτά αβέρτα, χωρίς συναίσθηση, στέλνανε κρυφά από την κομπανία και  ειδοποιούσαν  δικό του άνθρωπο, να ρθει να τον μαζέψει, μεθυσμένος που ήτανε. Είχαν τσίπα, δε βγάζανε από τη “μύγα ξίγκι”) .΄Αντε πάλι η παρένθεση. Πάμε πίσω στην εκκλησία,ανήμερα σαν χτες.