Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΥΡΣΩΣ

Αμύρσω! Στα δικά μας  χωριά  κάτω   τέτοιο όνομα, ούτε ακουστά δεν το είχαν. Πάππου προ πάππου  ανήκουστο.  Μέχρι που ήρθε  η Αμύρσω, η Σαμοθρακίτισσα.  Και τη μάθαν  ακόμα και τα μικρά παιδιά σε Ανδρίτσαινα, Πανοχώρι και Κουφόπουλο.  Κι όχι τόσο σαν όνομα παράξενο και μυστηριακό, αλλά πιότερο  από  τα δυο άλλα  δυνατά ατού  της , πεντάμορφη σαν νεράιδα και  ξεματιάστρα  πρώτης, δυνατή και με εξουσία, μολογάγανε.

Κοντοστέκονταν στο δρόμο  νιοι και γερόντοι,  μόλις περνούσε η Αμύρσω. Και τη θωρούσαν από πάνω ως κάτω, πώς ντύνοταν,  τί φόραγε ,  πώς περπατούσε. Κι ας ήξεραν πως είναι παντρεμένη. Και μάλιστα γυναίκα του Τασιού του “Αμερκάνου”.  Κουβέντα, πάντως,  δεν τους ξέφευγε. Πείραγμα, πονηρή ματιά, κάτι άπρεπο ή πρόστυχο να της πουν μπροστά της,  ούτε κατά διάνοια. Κάτι τέτοιο   ήταν  “σκοτωμού δουλειά” εδώ κάτω.

Οι  γυναίκες,  όμως, δεν είχανε όλες το τακτ των αντρών.  Ειδικά κάποιες  παντρεμένες. Περνούσε η  “σώγαμπρη”   και σιγοψιθύριζαν μέσα από τα δόντια,  κουβέντες σαν απειλή και φοβέρα.

Κακομαθημένες οι Αντριτσάνες.  Οι  άντρες ήταν  μαλακοί στα μέρη μας.  Και  όλοι το  ξέρανε κι  ας μη το μολογάγανε πιο έξω , πως   η “Κυρά”   έκανε   κουμάντο στα  νοικοκυριά.   “Κερά και αφέντρα”.  Βγάζανε και γλώσσα ,αν ο προκομένος  τα έτσουζε ή σαλιάριζε στην Αγορά με τις   ξεβράκωτες τουρίστριες. ΄Ηταν   οι  “Στύλοι” από πάνω ,  βλέπεις.  Ο Ναός στις Βάσσες της αρχαίας Φυγαλείας.

Μιλιούνια οι επισκέπτες.   Από Μάη μέχρι και Σεπτέμβρη ,τα Σάββατα που ήταν και  το παζάρι από Πευκάκια ως τα Σανιλέικα δεν έπεφτε καρφίτσα. Κόσμος και ντουνιάς. “Λόρδοι”,  έτσι τους λέγανε παλιά οι πατεράδες τους.   Κι έτσι τους έλεγαν και τώρα.   Γάλλοι κυρίως, Βέλγοι, Ελβετοί, Εγγλέζοι.

Και οι γυναίκες τους τσίτσιδο.  Πλάι οι άντρες τους  να μην τους νοιάζει έτσι  ταρκάσι  που  κυκλοφορούσαν τούτες.  Και έμεναν  με το στόμα ολάνυχτο  να  χάβουν μύγες  οι  Αντριτσάνες.  Και σταυροκοπιόντουσαν στη μέση του δρόμου που τις έβλεπαν με τα μίνια, τα κοντά παντελονάκια και τα  πόδια άτριχα και αφράτα.

 

 

 Στην αρχή,  κάποιες  γυναίκες ήταν σκληρές    με την Αμύρσω.  Μόνο και μόνο γιατί οι ανύπαντρες δεν είχανε τη δική της χάρη . Και  οι παντρεμένες, γιατί τρέμανε μην είναι και τούτη παστρικιά και ξελογιάζει άντρες , έτσι πεντάμορφη που ήταν.

Τούτη, όμως,  δεν έδωκε ποτέ αφορμή και λόγο σε κανένανε να πει κουβέντα.   Σεμνά ντυμένη, με φακιόλι στα μαλλιά, ταπεινό περπάτημα ,ούτε κουνήματα, ούτε τσιριμόνιες στο δρόμο.  Σεβότανε τον Αμερικάνο, που την πήρε από  το  νησί  και την έκανε  κυρά στον τόπο του.

Ο Τασιός   ο “Αμερκάνος”  ήταν η ζωή του, λέγανε ,  μια περιπέτεια χωρίς τελειωμό.  Γεννημένο  αυτό το παιδί να τραβάει  σαν τις  κορυφάδες   τον κεραυνό . Και μόνο όταν  παντρεύτηκε την Αμύρσω , ευλογήθηκε.

Ο Πατέρας του, ο Νικήτας ο Μπεντεβής ,όταν ήταν μωρό ακόμα ο Τασιός,  πνίγηκε στο μεγάλο ναυάγιο του Τιτανικού  τον Απρίλη  του 1912.   Ταξίδευε για Αμερική   με τον   Παναγιώτη Λυμπερόπουλο , το Βασίλη Καταβέλη και τα δυο αδέρφια τα Χρονόπουλα, τον Αποστόλη  και το Δημήτρη .  Μετανάστες ,   όπως  όλοι   εκείνα τα χρόνια οι ΄Ελληνες, που  φεύγαν για το Νέο κόσμο ,  να φάνε ψωμί που στον τόπο τους δε το χορτάσανε ποτέ.

Τα άλλα τέσσερα παιδιά είχαν καταγωγή  από τα πάνω χωριά,  τον ΄Αγιο Σώστη συγκεκριμένα,     παραδίπλα από το Ναό του Απόλλωνα στις  Βάσσες.  Τα γράψαν των αλλωνών και τα ονόματά τους στις εφημερίδες, λίγες  εβδομάδες  μετά  το ναυάγιο.  Μάλιστα   το  Καταβελάκι , 19 χρονώ παλικάρι,    βρέθηκε και  η    σορός του   από τα σωστικά συνεργεία,  με   ένα εισιτήριο  τρένου πάνω του από  Νέα Υόρκη για  Μιλγουόκι, ένα καθρεπτάκι,  δυο μπλοκάκια, μια τσατσάρα και ένα κλειδί. Το άμοιρο!

Το όνομα του Νικήτα Μπεντεβή, όμως,  δεν αναφέρθηκε ποτέ στα θύματα του Τιτανικού, όπως των άλλων. ΄Ηταν λαθρεπιβάτης, ταξίδευε κρυφά στην τρίτη θέση, που τον είχαν κρύψει εκεί  οι Χρονόπουλοι. Μπήκαν τούτα  μαζί στο πλοίο  από το Χερβούργο . Τα δυο αδέρφια με κανονικό εισιτήριο.  Ο  Νικήτας κρυφά.   Γνωρίζονταν  από το Σχολαρχείο που  φοιτούσαν ένα φεγγάρι στην Αντρίτσαινα  και οι τρεις. Πήγαιναν να βρουν και τούτα την τύχη τους στην Αμερική, αλλά τους πρόλαβε η οργή του θεού, άγνωστο για ποιο λόγο, και τους τσάκισε πάνω στα άγουρα ακόμα νιάτα τους τη ζωή.

Θρήνος και κοπετός στους πίσω,  όταν ταξίδεψε και  κάτω στα χωριά μας   το φοβερό μαντάτο.  Η Βενέτα, η  γυναίκα του Νικήτα, κοπέλα  πράμα ακόμα,  στο σπαραγμό απάνω, να θέλει να πέσει στο  ρέμα να πνιγεί , να πάει  να βρει τον άντρα της τον αδικοχαμένο.   Δεν την αφήκαν τότε.

Το έκανε, όμως,  αργότερα.  5-6 χρόνια μετά,  έπεσε στο Φαναρίτικο Σταμνάκι    και πνίγηκε.  Την είχε “ντροπιάσει” ο παλιάνθρωπος ο  Ντρόλιας.  Τη γέλασε πως θα την πάρει, την είχε “παλλακίδα”  όλο τούτο τον καιρό. Κι   ένα πρωί   την παράτησε και εξαφανίστηκε. Πήγε, λέγαν,   και παντρεύτηκε στην Πάτρα μια  μεγαλοκοπέλα με βιος και καταστήματα.  Δεν άντεξε η Βενέτα  την ντροπή του κόσμου και ένα μεσημέρι που έβοσκε  τις γίδες της στη Μούσγα, την  έσφιξε τανάλια  η απόγνωση, πήδησε στα παγωμένα νερά  στο ρέμα και   άφησε τον Τασιό  ορφανό, παιδάκι ακόμα.

Ο  παππούλης του ο Τασιός που  του είχε πάρει και το όνομα,  το μεγάλωσε.  Το έκανε παλικαράκι,  αλλά δεν πρόλαβε να βγάλει μουστάκι και του κατσικώθηκε να φύγει και τούτο. ΄Οπως ο πατέρας του ,να πάει “πέρα” να βρει  την τύχη του στην Αμερική, που δεν την βρήκε ο άμοιρος  γονιός του.

Κατάληξε στην  Αστόρια ,όπως οι περισσότεροι΄Ελληνες εκείνα τα χρόνια.   Δούλεψε λούστρος τον πρώτο καιρό, ,  μετά κόλλησε λαντζιέρης και ψήστης σε μιανού ΕλληνοΑμεριανού   Σπαρτιάτη  το Ρέστοραντ.    Εδώ γνωρίστηκε και με τον Παντελή.  Σαμοθρακίτης τούτο, καλό ,με μπέσα παιδί. Γίνανε αχώριστοι. Σε ένα μεθύσι, μάλιστα, ένα βράδυ στο Κουίνς , γίνανε και αδερφοποιτοί.  Χαράκωσαν  με σουγιά τις φλέβες τους και σμίξανε  τα αίματά τους.  Αχώριστοι για πάντα.

Ο αδερφός του  Παντελή, όμως, ο Λουκάς,  μόλις πρωτοήρθαν αντάμα στην Αστόρια,  έμπλεξε με τις κακές παρέες. Κάτι Ιταλούς και ΄Ελληνες ,εξώλης και προώλης  που τον ξεμυάλισαν.  Φτιάξανε συμμορία, μετά μπήκαν στη Μαφία και πιλάτευαν κόσμο. Ακόμα και τους δικούς τους, τους συμπατριώτες δεν τους λογάριαζαν. Στα μαγαζιά, όσοι είχαν,  τους πουλούσαν προστασία και από τους αργάτες έπαιρναν το μισό τους μεροκάματα ,αν θέλαν να μην τους διώξουν οι συνδικαλιστές ,που είχαν τον πρώτο λόγο στα αφεντικά ποιον θα κρατούσουν στη  δούλεψη και ποιον θα διώχναν.

΄Ενα βράδυ σε κάτι αντίποινα των συμμοριών,  σκοτώθηκε ο Λουκάς.  Το ίδιο πρωί οι μαφιόζοι πήγαν σπίτι του και το έκαναν άνω κάτω. Ψάχνανε για δολάρια και χρυσάφι, λέγανε πως είχε κρυμμένα ολόκληρο θησαυρό ο σκοτωμένος  κάτω από τα σανίδια.  Δεν βρήκαν τίποτα.

Ο Λουκάς, μπορεί να ήταν εγκληματίας, αλλά τον Παντελή τον σεβόταν και τον αγαπούσε. Μια μέρα πριν τα αντίποινα, πήγε και τον βρήκε. “Αδερφέ”, του είπε, “αύριο   το και το.  Τα παίζω όλα κορώνα γράμματα. Δεν ξέρω αν θα βγω  ζωντανός από το μακελειό.  Αν όχι, εδώ  είναι το βιος που μάζεψα στην παρανομία. Πάρε την κασέλα  και κρύψου.  Αν σκοτωθώ, φεύγα για το νησί. Μη μένεις λεφτό εδώ, θα ψάξουν να  σε βρουν και θα  σε  σκοτώσουνε και σένα.   Από τα λεφτά θα δώκεις τα μισά προίκα στην αδερφή, να την καλοπαντρέψεις.  Και να κοιτάξεις στα γεράματα και τους γονιούς μας”.     Αγκαλιάστηκαν  και χώρισαν. Κι από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναείδε ο Παντελής τον αδερφό του.

Σε μια βδομάδα μέσα είχαν βρει καράβι και γύριζαν στη πατρίδα. Τασιός και Παντελής, οι αχώριστο φίλοι. Είχαν αποφασίσει να φύγουν, να γυρίσουν μαζί πίσω.  Δεν κινδύνευε μοναχά  ο Παντελής .  Αφού δε βρήκαν οι Μαφιόζοι τα λεφτά,  θα γύρευαν μετά και τον κολλητό του.   Θα  τον βασάνιζαν και τούτον να τους πει πού είναι τα λεφτά που έκρυβε ο αδερφός του  Λουκά.

Πήραν απόφαση να εξαφανιστούν το γρηγορότερο.. Μάλιστα φρόντισαν στο καράβι να βγάλουν  εισιτήριο με άλλο όνομα. Αγόρασαν στην πιάτσα  “διαβατήρια”. Η μαφία ήξερε με το νι και με το σίγμα ποιος έφευγε , γιατί , πού  πήγαινε και τι λεφτά κουβάλαγε. Στην Ιταλία και την Ελλάδα είχαν τους δικούς τους εκεί μαφιόζους.  Στα λιμάνια θα τους περίμεναν. Κανείς δεν ξέφευγε από τα νύχια της  μαφίας τότε.

Είχαν σχεδιάσει μάλιστα τη ζωή και το μέλλον τους  στην πάσα λεπτομέρεια. Ο Τασιός  θα παντρευόταν  την Αμύρσω,  την  αδερφή των παιδιών   και θα έπαιρνε για  προίκα  τα μισά λεφτά, όπως είχε διατάξει ο συχωρεμένος. Ας γύριζε στην Αντρίτσαινα  να άνοιγε μαγαζί, φτάναν  τα λεφτά και περισσεύαν. Ο ίδιος ο Παντελής, μετά το γάμο τους,  θα έφευγε κι αυτός  από το νησί. Θα κατέβαινε Θεσσαλονίκη να ανοίξει  κι εκείνος με τα υπόλοιπα λεφτά καμιά καλή δουλειά στα Λαδάδικα.  Μιλημένα,  κανονισμένα και με τα χέρια  δοσμένα,  σφραγισμένα συμβόλαια!

Κι έγιναν έτσι,  όπως τα είχαν όλα σκεδιασμένα οι φίλοι. Και ένα  να πρωί, απροειδοποίητα έφτασε ο Τασιός ο Μπεντεβής , ο “Αμερκάνος”  στην Αντρίτσαινα , μαζί με  την ξένη  γυναίκα του,  την πεντάμορφη Αμύρσω από τη Σαμοθράκη, που οι περισσότεροι  εδώ, ούτε αν υπήρχε και  πού έπεφτε τέτοιος τόπος ήξεραν,  ούτε αυτό το  όνομα  το είχα  ματακούσει.

 

 

΄Ετσι μπήκε η Αμύρσω στη ζωή τους.  Απρόσμενα, μυστήρια ,καταλυτικά.  Ο Τασιός , ξύπνιος  και με άλλα  μυαλά από τους ντόπιους,  αγόρασε στην πλατεία  στον Πλάτανο το  αρχοντικό των Κανελλοπουλαίων και το έκανε ξενοδοχείο. Και τη σάλα στο ισόγειο τη μετάτρεψε σε   RESTAURANT ,έτσι ακριβώς, έγραφε   στα  αγγλικά η ταμπέλα.

Από Μάη μέχρι Σεπτέμβρη φίσκα από  “Λόρδους” η  “πετρόχτιστη πολιτεία”.  ΄Ερχονταν,   όχι μόνο για να πάνε στα Ολύμπια και μετά να ανηφορίσουν να  δουν και το ναό στις Βάσσες,  αλλά και για το φοβερό το κλίμα της Αντρίτσαινας  και  τη δροσιά στα 800 υψόμετρο , τις ταβέρνες με το κοκινέλι από του Ζάχα και την Κρέσταινα φερμένο,  τα  ντόπια  φαγιά, κυρίως κατσικάκι ψητό σε μπακιρένια τάψα,   κόκορα κρασάτο με χυλοπίτες στην κατσαρόλα,  καγιανά με τσιγαρίδα , λαγό ή πέρδικα  στιφάδο  και για επιδόρπιο, γλυκό  την ξακουστή γαλόπιτα ή  καρυδόπιτα και κρητικό (σκαλτσούνι).   Θησαύριζε ο Τασιός με την αξιοσύνη και την προκομάρα του.

Και είχαν αγάπη μεγάλη και τρανή με την Αμύρσω. Και πιότερο, γιατί δεν τους  χάρισε  ο θεός παιδιά. Στην Πάτρα και την Τρίπολη που πήγαν στους καλύτερους γιατρούς,  όλοι γνωμάτεψαν πως δεν ήταν στείρα εκείνη. Μια χαρά στέκονταν  η μήτρα και οι σάλπιγγες. ΄Ετοιμες να γονιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή  από   φρέσκο και δυνατό σπέρμα. Αλλά, κάτι  δεν πήγαινε καλά με τα ανάκαρα    του Τασιού για τη σπορά . Κι έμειναν άπαιδοι μια ζωή.  Κι εν τούτοις, δέθηκαν οι δυο τους , ακόμα περισσότερο απ΄αυτό,  αντί  να απομακρυνθούν.  Ο ένας  για τον  άλλο ήταν  και γονιός , παιδιά,   ως τα γεράματα  γκαγκουλευόσαντε.   Τους είχαν πια και τους μολογάγανε, ως παράδειγμα για μίμηση.

 

 

Αλλά η   Αμύρσω  ξεχώριζε κοντά  στα άλλα και γιατί ξεμάτιαζε. ΄Εριχνε το  λάδι και ξεβάσκανε . Και στις βαριές τις περιπτώσεις, αν δεν έπιανε το λάδι , έριχνε και  τα   κάρβουνα.  Γιάτρευε, όχι παιχνιδάκια  και ψέματα. Είχε αποτέλεσμα  το ξόρκι της, το νίκαγε  το βάσκανο μάτι κατά κράτος.     Κι  όπου την καλούσανε,   μέρα και νύχτα, όλες τις ώρες,  ποτέ δεν έλεγε  όχι. Το ένιωθε αποστολή, καθήκον.

Πριν έρθει  Αμύρσω ,  είχανε την αποκλειστικότητα στο βάσκανο   κάτι  γριές ,που  λέγανε πως ξεματιάζανε, αλλά  ποτέ δεν  έπιαναν   τα ξόρκια τους.   Τους πήγαιναν τα παιδιά από κακό μάτι πειραγμένα, βαριά  άρρωστα και παραδομένα από τον πυρετό, τα σταύρωναν τούτες τρεις φορές με χέρι  κι άλλες τρεις με σάλιο, μουρμούραγαν και το “Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά” ή όσες ήξεραν έλεγαν και το “πατερημώ”   και  τα γύριζαν πίσω , αγιάτρευτα και συφοριασμένα πάλι.

Η Σαμοθρακίτισσα  ,όμως, η Αμύρσω,   ήταν  γιάτρισα  ξεματιάστρα και ποτέ δε λάθεψε. Το δικό της ξόρκι δε νικιόταν  από κακό και  μοχτηρό κοίταγμα, από τζουλώχτρα ματιά   .

 Στα σπίτια που την καλούσαν για το ξεμάτιασμα     έφερνε  πάντα δικό της λάδι,  Καλαματιανό, φρέσκιας σοδιάς. Και είχε   μαζί της , αχώριστα το εικόνισμα  με τον ΄Αι  Κωνσταντίνο τον Αναστενάρη.  Της το  είχε βάλει η μάνα της μαζί,  με τα προικιά ,   για να ευλογεί  το νέο  σπιτικό της  που θα άνοιγε αλλού.     Γενιές πολλές  λέγανε από τις προγιαγάδες της.  Η μια παράδιδε στην επόμενη ,μαζί με το θαματουργό το   κόνισμα, παράδιδαν  και την ευχή του ξορκισμού.    Κανείς άλλος δε τη μάθαινε ποτέ σε ολόκληρο τη Σαμοθράκη, ούτε άκουγε τα λόγια που έλεγε η  ξεματιάστρα.   “Ευχή και κατάρα” αφήνανε η μάνα στην κόρη και τούτη στη δικά της, ποτέ να μην το πουν, να μην τον μολογήσουν τέτοιο μυστικό και  σκληρό  επιτίμιο στο Σατανά.

 

 

Ο παπα Καστανάς, όμως, από την πρώτη στιγμή, που έφτασε η Αμύρσω κάτω, κι ακούστηκε πως είναι και ξεματιάστρα ,δεν το πήρε με μάτι καλό τούτο  της το “μυστήριο” που το έλεγε εκείνη.   Μάλιστα , μια Κυριακή, την  κράτησε  μέσα , όταν απόλυσε την εκκλησιά και τη μάλωσε. “Είναι του διαβόλου πράματα αυτά που κάνεις, Μυρσίνη (την έλεγε με  το βαπτιστικό της τότε ακόμα, όχι με το χαϊδευτικό).  Ο Σατανάς τους θεραπεύει, όχι ο  Χριστός και ο ΄Αγιος Κωνσταντίνος που λες εσύ. Το γράφουν οι Πατέρες  πως  δε θέλει  τέτοια η θρησκεία μας.  Να κοιτάξεις να το κόψεις,  αλλιώς δε θα  σε κοινωνήσω , όσο λειτουργώ εγώ εδώ, ούτε  ετοιμοθάνατη, αν φύγεις πρώτη  .Κι αν δεν αλλάξεις, θα σου διαβάσω την κατάρα, τον αφορισμό, επιτίμιο φοβερό από την Ωραία Πύλη και  θα πέσει πάνω σου σε τούτη και την άλλη ζωή”.

Κι έκανε ο αθεόφοβος την απειλή  του πράξη. Δεν τη μεταλάβαινε για πέντε ολόκληρα χρόνια! Κι ας νήστευε τούτη Σαρακοστές και ας κράταγε όλες τις  νήστειες ,που είχε ορίσει  η εκκλησία.  Κι ας τον ικέτευε ως  ιερέα με δάκρυα  στα μάτια να την λυπηθεί και να την μεταλάβει.  Κι ας τον κέρναγε κάθε φορά  καφέ ή λεϊμονάδα στο Ρέστοραντ ο άντρας της.   Τίποτα τούτος.  “΄Η κόβεις τα ξόρκια ή θα πας ακοινώνητη κι αφορισμένη στη φωτιά του Διαβόλου και των αγγέλων του, στο  πυρ το εξώτερο”, την απειλούσε πάλι.   Πείσμα ο παπάς, πείσμα και η  Αμύρσω. Και οι οι δυο αγύριστα κεφάλια,  πως έκαναν το χρέος τους, πως είχαν φορτωθεί λειτούργημα κι ευθύνη και δεν το απαρνιόνταν.

 

 

Εκείνη τη χρονιά, τελευταία που έμεινε χωρίς θεία Μετάληψη η  Αμύρσω , πλησίαζε το Πάσχα. Ο Παππάς την  είχε προειδοποιήσει  πως Μ. Παρασκευή, πριν  βγάλει επιτάφιο, θα της διαβάσει αφορισμό, αν δε συμμορφωνόταν  μέσα στη Σαρακοστή.   Το  διάδωσε,  μάλιστα,  ο χριστιανός , μέχρι και στα   κοντινά χωριά.  Είχαν μάθει τη φήμη  πως  η γυναίκα του “Αμερκάνου” ήταν γιάτρισσα κα την καλούσανε να πάει και σε αυτούς. ΄Οποιος είχε άρρωστο,  τη βάζανε σε άλογο   με πλουμιστή  βελέντζα  να καθίσει, την  φέρνανε στο χωριό   και τη γυρίζαν πάλι πίσω σαν “αρχόντισα  Σωτήρα”,  που είδε καλό ο άνθρωπό τους από εκείνη.

Μ. Παρασκευή  το απόγευμα ο ΠαπΑντώνης Καστανάς έπεσε του θανατά.΄Ετσι ξαφνικά.  Ψηνότανε στον πυρετό, τα πόδια του κομμένα από τα γόνατα. Και η εκκλησιά έμενε τέτοια μέρα  με τον επιτάφιο στολισμένο,    μανταλωμένη κι αλειτούργητη. Δεν είχε ματαγίνει τέτοιο πράμα στο χωριό.

  Τη νύχτα η κατάσταση του ασθενή  χειροτέρεψε,  έπεσε σε κώμα.   Ούτε μιλιά ούτε συντυχιά.  Ο γιατρός ο Ασημακόπουλος που έφερε μεσάνυχτα η παπαδιά στο σπίτι, σήκωσε τα χέρια. Του έδωκε ένα σιρόπι, κάτι κινίνα, αλλά γνωμάτεψη  δεν έβγαλε. Είπε:   “Δε λέω τίποτα, ο παπάς είναι βαριά, τη βγάζει δεν τη βγάζει. Ταχιά, να ξημερώσει ο θεός τη μέρα και να τον πάτε  στον Πύργο να τον δούνε οι γιατροί  στα μηχανήματα  στο Νοσοκομείο. Εμένα εδώ τελείωσε η  ευθύνη μου”.

Το χάραμα, ο παπάς   ξεψύχαγε. Φως -φανάρι πως αναχωρούσε σε τόπους χλοερούς.  Δε θα την έβγαζε , δε θα άντεχε να τον σηκώσουνε να τον πάνε  σε Πύργο σε Νοσοκομείο  που έλεγε ο γιατρός.   ΄Εσκιζε τα μάγουλά της η παπαδιά,  ξερίζωνε τις τρίχες των μαλλιών  της ,  έπιασε να τον μοιρολογάει κι ας ήταν ακόμα ζωντανός.  Και εκεί επάνω στο θρήνο και το κοπετό, της ήρθε η φώτιση.  Απο θεού, λέγανε για χρόνια μετά.  Την Αμύρσω.  Να φέρουν την Αμύρσω να “διαβάσει” ,να ξεματιάσει τον παπά!

Και τόλμησε η παπαδιά.  ΄Εριξε  τα μούτρα, την  περιφρόνηση που της έδειχνε και τούτη, όπως διάταζε ο άντρας της .  Πέταξε  μια ζακέτα στο  ώμο και την ίδια ώρα , με τη  ρόμπα,   τρελαμένη, αναμαλλιασμένη  χτύπησε αξημέρωτα   την πόρτα της ,  ικέτης  και ζήτουλας .

Ο Τασιός,  που δεν της έλεγε ποτέ τί  να κάνει ή να μην κάνει   σε  αυτά τα  νιτερέσα,  πρώτη φορά που της έπιασε τα χέρια, ικέτης και τούτος .  “Να μην το κρατήσεις μανιάτικο και άχτι,  μάνα μου,   να πας  να σώσεις και τον παπά.  Κι από το Θεό θε  να το βρεις  και τούτη την καλοσύνη σου”.

Πήγε. ΄Εβαλε στο στήθος του ασθενή το εικόνισμα , έβγαλε το λάδι της,  ζήτησε καθαρό ποτήρι, μπαμπάκι  και πετσέτα, έβγαλε την παπαδιά και τα παιδιά από το κάμαρη και… έπιασε δουλειά.  Γονατιστή , για ώρα τον ξεμάτιαζε, τον άλειφε στο κούτελο και στις παλάμες  με το λάδι, τον σταύρωνε και φύσαγε μετά στις τέσσερεις γωνίες. Κι  στο τέλος, που κατάλαβε πως ήρθε η ώρα, σηκώθηκε από τα γόνατα, πήγε  από  πάνω στον ετοιμοθάνατο,  πήρε στα χέρια της το εικόνισμα και με την εξουσία  γητευτή  και  ξορκιστή , σε έκσταση, σαν Πυθία, σαν έξαλλος  Κορύβαντας στην παλιά την εποχή στο νησί της, κίνησε να χορεύει στο δωμάτιο .  Και στη δεύτερη στροφή απάνω ,  πήρε να  τραγουδάει  σιγανά  κι αλλόκοτα το  μυστικό στιχάκι.

 

“Αγέλα έβοσκε, μοσχάρι έκανε, στη βρύση  το παγαίνει, να το ποτίσει, να το φωτίσει.

 Πού πας, Γιάννη Μοσχοντά;   Πάγω στον παπΑντώνη Καστανά, βάσκανο να του δώκω.

Μην πας στον παπ Αντώνη Καστανά, τι είναι κοινωνημένος, Μεγάλη Πέμπτη βαπτισμένος.

Να πας στα όρ΄και στ΄άγρια βνα,  εκεί που δεν πατάει ΄Ανθιπος,   που δε λαλεί πετνός.

Εκεί να πας και να ριζώσεις,  να φυτρώσεις κι από τον παπΑντώνη Καστανά  να φύγεις.

Φτου,  φτου ,  διάτα μου κι εντολή. Να πας στα άγρια βνά, κι τα άγρια κατράχια  “!

 

΄Οταν απόσωσε την τελετή, με το χορό και το τραγούδι ,  δεν την κρατούσαν πια  τα πόδια της.  ΄Επεσε στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι  και έβγαλε συρτή φωνή να μπει  μέσα η παπαδιά.  Σίφουνας χύθηκε  εκείνη στην κάμαρη. Είδε  και έφριξε!

Ο ασθενής μούγκριζε, έδινε μάχη, λες με τα δαιμόνια.  Αφρούς έβγαζε από  το στόμα και ίδρωτας να τρέχει ποτάμι. Και η Αμύρσω, κατακίτρινη σαν το φλουρί, να τρέμει σαν φύλλο,  παραδομένη και ξέπνοη  στην πολυθρόνα, χωρίς να αρθρώνει λέξη, μέσα σε ιερή κι αλλόκοτη  σιωπή.  Δεν πίστευε η παπαδιά, όσα βλέπανε  τα μάτια της εκείνο το πρωί , Μεγάλου  Σαββάτου  διαγενομένου.

Λίγο μετά, συνήρθε η Αμύρσω.   Σηκώθηκε,  καθάρισε τα λαδωμένα της  χέρια με την πετσέτα, πήρε το κονισμά της, το λάδι της , είπε μόνο  “γεια,  περαστικά” και έφυγε θριαμβευτικά από το δωμάτιο  με βήμα γοργό και  σταθερό .  ΄Ετσι όμορφη και λαχταριστή , όπως όταν βολτάριζε πάντα στην αγορά ,πιασμένη αλλαμπρατσέτα   με τον Τασιό της,  άντρα και παιδί της.

 

 

Εκείνη τη Λαμπρή ο ΠαπαΚαστανάς  έψαλε την ακολουθία της Ανάστασης  με κέφι και δύναμη σαν όπως τα πρώτα χρόνια ιερέας, που     και είχε   τη δύναμη και τη όρεξη να βγάζει Ανάσταση σε άλλα δυο  χωριά γύρω που τα  είχε και  κι αυτά ενορίες. Ο μοναδικός παπάς στην περιοχή που έκανε Κυριακές  και γιορτές  τρεις λειτουργίες, σε διαφορετικές εκκλησιές,  τη μια μετά την άλλη.

12  νταν  βγήκε με τα    χρυσοκέντητα  τα άμφια  στην Ωραία Πύλη,  μοίρασε το φως  από τη λαμπάδα του  στους  εκκλησιαζόμενους,  έψαλε τρεις φορές από μόνος του Χριστός Ανέστη, ευχήθηκε χρόνια πολλά  και μετά προς έκπληξη και  θαυμασμό όλου του εκκλησιάσματος,  πήγε στην Αγία Τράπεζα, πήρε το δισκοπότηρο, κατέβηκε αργά και επίσημα  τα σκαλιά της  Ωραίας Πύλης, βάδισε στη μεριά που κάθονταν οι γυναίκες, έψαξε με τη ματιά του ,  πλησίασε και δυνατά, καθαρά και με τρεμάμενη φωνή   την ευλόγησε :    “Στο όνομα του πατρός  και του υιού και του αγίου πνεύματος, σε κοινωνώ,  Αμύρσω”!

΄Ανοιξε εκείνη  το στόμα της  και πέντε χρόνια μετά από τότε που ήρθε  στον ξένο τόπο , ευτύχησε να κοινωνήσει των αχράντων  μυστηρίων  στον τόπο,  που ήταν πια και αγάπησε σα  δικό της.

 

(Νίκος Πασχαλίνος,  “Σταγόνες Βροχής στην ξηρασία”).