Του Αϊ Λιά στου Μαχαλά

 

Ο  κ.Μυργιώτης Παναγιώτης, μας έστειλε ένα μέιλ και  συνημμένα με τίτλο “2 ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ”.  Τον ευχαριστούμε.

“Βοήθειά μας”, λοιπόν, φίλε μου, ο Αϊ Λιας. ΄Ετσι δε λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις; Τα έχω ξεχασμένα, βλέπεις. Χρόνια έχω να ξεστομίσω  τέτοιες   παραδοσιακές,  θρησκευτικές  ευχές  και όχι μόνο. Αν  κάποιος ,Πάσχα, ας πούμε μου απευθύνει  το χαιρετισμό  “Χριστός Ανέστη”  και αναμένει το πασιφανές για τον ίδιο  “Αληθώς”, ή σιωπώ ή ,αν  συνεχίζει  προκλητικά  να  περιμένει τη χριστιανική ανταπόδοση, ευθαρσώς και απροκαλύπτως του ανταπαντώ  με το, ομοίως,  προκλητικό  “ουκ αληθώς, ανέστη,φίλε μου”  και  ξενοιάζω. 

Να, όμως, που ο κυρ Παναγιώτης, μας δίνει την  αφορμή  με το γράμμα του, πρώτα να θυμηθούμε μια  παιδική  «περιπέτεια», ανήμερα  της  γιορτής του Προφήτη  των Εβραίων και των Χριστιανών, Ηλία, αλλά και ύστερα  να δώσουμε την ευκαιρία στη Διοτίμα, γνωστή και για τις λογοτεχνικές της δεξιότητες, να μας  προσφέρει   ένα  διηγηματάκι με  «κορμό»  το παρακάτω  δικό μας λαογραφικό. 

Να δροσιστούμε στον καύσωνα που έρχεται, αλλά όχι ως απειλή, εισβολή  και Αρμαγεδώνας,  όπως   τον παρουσιάζουν οι τρομοκράτες έμποροι  της ενημέρωσης  και οι τσαρλατάνοι αυτοφωράκηδες Μετεωρολόγοι τους.      Αλλά ως καιρικό  φαινόμενο ίδιο και  καυτό,  “αναντάμ παπαντάμ”, ενισχυμένο τις τελευταίες δεκαετίες και όχι μόνο σήμερα από την κερδοσκοπική και ασυλλόγιστη κακοποίηση της Φύσης.    

&&&&&

Γιορτάζει σήμερα στις   ελληνικές, ψηλές βουνοκορφές που χτίζανε οι παλιοί τα  εξωκλήσια του , ο   ΄Αι Λιας.

 Στο χωριό,  ήμουν δεν ήμουν 7,  με σήκωνε η μάνα μου  στις πέντε   τα χαράματα.  Χτύπαγε την πόρτα  ο Μπάρμπα Βαγγέλης ο  Παπαντωνίου, θρήσκος, αλλά όχι ευσεβής, να με πάρει να  φύγουμε  μπονόρα, χωρίς ζέστη . Να ανέβουμε πρώτοι στο ξωκλήσι του   Αϊ Λια στου Μαχαλά, να σκουπίσουμε, να γυαλίσουμε  τα μανουάλια  με  μπράσσο , να ανάψουμε τα καντήλια  και να περιμένουμε τον παππά να τα βρει έτοιμα, να βάλει το  «Ευλογητός ο Θεός ημών» και να πάρουμε πρώτοι  εμείς την ευλογία!  Μιλάμε για κάνα  δίωρο πεζοπορία   μέχρι την κορυφή του βουνού, που δέσποζε το κάτασπρο εκκλησάκι .

 Κοντά 9, βία  και μισή, ο  , με  πολιάν την κεφαλήν,  λευίτης , απόλυε τη λειτουργία  και  καμιά 10αρια, όλο κι όλο το εκκλησίασμα, τσοπάνηδες  οι περισσότεροι, όπου φύγει- φύγει. Εκείνοι για τα «πράματα», κλεισμένα τέτοια ώρα στο μαντρί (!) , κι εμείς κατηφορίζαμε  για το χωριό, φιλοξενούμενοι του προέδρου.

΄Εσκαγε ο «τζίτζιρας» από το λιοπύρι .Και γύρω  στις 2 που αποσώναμε  οι ξένοι και η φαμίλια το τραπέζι με τη βραστή γίδα, τίγκα στο αλατοπίπερο  και επιδόρπιο  ένα ολόκληρο ταψί γαλόπιτα , οι μεγαλύτεροι, μισομεθυσμένοι από την κρασοκατάνυξη με το κοκκινέλι από τα αμπέλια της Καρκαλούς στο Φαναρίτικο,  πέφτανε ξεροί για ύπνο στο ξύλινο πάτωμα με τις απελέκητες  σανίδες από καρυά  ή καστανιά. Εμείς, τα παιδιά, παίζαμε πεντόβολα στην κάμερη του ζευγαριού πάνω στο ξύλινο κρεβάτι με το…πουπουλένιο από τζίβα στουπωμένο ,στρώμα.

 Αλλά, ούτε  η κεραμιδένια σκεπή με τα ασήκωτα  πατερά  μέσα στο χωριατόσπιτο, ούτε οι πέτρινοι τοίχοι, ως και 70-80 πόντους πάχος, κρατάγαν το καμίνι που πυρπολούσε το σύμπαν, έξω. Κατακαλόκαιρο, 20 Ιούλη, γιορτή του΄Αϊ Λια, λέμε.    

Ως  το βραδάκι, κοντά στις 7 που έπεφτε η ζέστη, οι «Χατζήδες»  αναχωρούσαμε   για το  Κουφόπουλο . Πεζοπορούσαμε , ζαβλακωμένοι   από τη φωτιά του ήλιου που   έλιωνε την πέτρα και έβραζε το νερό στις στέρνες .

Κοντά 9  ζυγώναμε στο χωριό.  Κι ας είχε πέσει πια  η λάβρα, λούτσα από τον ιδρώτα τα κορμιά , στάζανε νερό τα  άσπρα πουκάμισα, ειδικά φορεμένα και καλοσιδερωμένα   τέτοια ημέρα  της μεγάλης γιορτής. 

Τ’  Αι Λιά του Μαχαλά! 

(Η σκυτάλη τώρα στην απείρως καλύτερή μας  και όχι μόνο λογοτεχνικά, Διοτίμα με το δικό της  «διαμαντάκι». Δεν κάνουμε, ασφαλώς διαγωνισμό, δεν αντι-συν-αγωνίζεσαι κάποιον που αναγνωρίζεις εξ αρχής  την υπεροχή του,  γιατί αλλιώς «λακτίζεις προ κέντρα». ΄Η,  είσαι ψώνιο. Απλώς, ένα ερέθισμα δώσαμε παραπάνω  για να απολαύσουμε το καλύτερο.απ’  τον καλύτερο)

Homo

_________

Τ’ Αϊ Λια στου Μαχαλά

Σαν να στάθηκε ο χρόνος εκείνο το ξημέρωμα που ανηφορίζαμε, παιδί ακόμη, με την ανάσα κομμένη και την καρδιά να χτυπάει στο ρυθμό του χωμάτινου μονοπατιού. Ήταν γιορτή του Αϊ Λια, κι όλο το χωριό ξυπνούσε πριν ακόμη λαλήσει το πρώτο φως, για να προλάβει τη δροσιά, για να φτάσει στο άσπρο ξωκλήσι που στεκόταν στην κορφή σαν φανάρι.

Θυμάμαι τη μυρωδιά της πρωινής γης, τις δροσοσταλίδες που έσπαγαν πάνω στα πόδια μας, και τα χέρια της μάνας που έπιαναν τον ώμο μου, όχι για να με σηκώσουν, μα για να μου θυμίσουν πως είμαι εκεί, πως αυτή η μέρα ήταν δική μας. Μπροστά βάδιζε ο παππούς με το καπέλο ριγμένο πίσω, κρατώντας το μπαστούνι σαν σημαία, κι εγώ ήθελα να περπατώ πίσω του, να βλέπω τις φτέρνες του να χτυπούν τη γη, σαν να έδιναν ρυθμό στο βουνό.

Όταν φτάναμε, ο ήλιος έμπαινε από τα μικρά παράθυρα του ξωκλησιού και ζωγράφιζε φωτεινές κηλίδες στο πάτωμα. Τα κεριά άναβαν ένα-ένα, κι η μυρωδιά του λιβανιού μπερδευόταν με τη μυρωδιά της ρητίνης που έσταζε απ’ τις δοκούς. Κι όταν ο παπάς έλεγε το «Ευλογητός», ένιωθες πως ακόμη κι ο αέρας κρατούσε την ανάσα του.

Μετά, κατεβαίναμε, γελώντας, με τα παιδιά να τρέχουμε ανάμεσα στους θάμνους, να κυνηγάμε τζιτζίκια που δεν πιάνονταν ποτέ, κι ο ήλιος πια να μας καίει, μα να μην τον φοβόμαστε. Γιατί ήταν γιορτή. Ήταν ο ήλιος του Αϊ Λια που έπεφτε επάνω μας και μας βάφτιζε με φως, πριν μας βρει το μεσημέρι στο τραπέζι με τη γίδα τη βραστή, το κρασί που κύλαγε στις φλέβες σαν άλλο αίμα, και το γέλιο που έσπαζε τα μεσημέρια του Ιούλη.

Κι όταν το απόγευμα έφερνε τη σιγαλιά, κι οι μεγάλοι έπεφταν να κοιμηθούν πάνω στα σανίδια με τις μυρωδιές του ξύλου και του ιδρώτα, εμείς, τα παιδιά, παίζαμε πεντόβολα, μέχρι που το φως να γίνει χρυσάφι κι ύστερα στάχτη, κι η σκόνη να καταλαγιάσει στις αυλές.

Αυτό ήταν ο “Αϊ Λιας του Μαχαλά”. Μια υπόσχεση πως όσο κι αν καίει ο ήλιος, όσο κι αν βράζει το χώμα, υπάρχει πάντα ένα μονοπάτι που σε ανεβάζει σε μια κορφή, μπροστά σε μια πόρτα που ανοίγει, κι ακούς ένα «Ευλογητός» που δεν είναι μόνο ευχή, αλλά ψίθυρος της γης πως τίποτα δεν τελειώνει πριν αγαπηθεί.

Γι’ αυτό, αν ποτέ βρεθείς στον δρόμο ανήμερα του Αϊ Λια, σταμάτα για λίγο, άσε το φως να πέσει πάνω σου, πάρε μια βαθιά ανάσα και θυμήσου: ο ήλιος μπορεί να καίει, αλλά η μέρα αυτή ήταν πάντα γιορτή.

Διοτίμα

Υ.Γ. ΄Ενα σπουδαίο δώρο που  φυλάει η “Τύχη” με τα χρόνια για τον άνθρωπο , είναι η αρετή της αυτογνωσίας. Και, ή  το δέχεσαι τέτοιο ακριβό δώρο  με χίλιες ευχαριστίες  ή , δε γνωρίζεις την αξία του και το περιφρονείς .

Δεν πρόκειται να φανώ  αγνώμων.  Παραδίδομαι αμαχητί στην οφθαλμοφανή  υπεροχή και της λογοτεχνικής πένας της Διοτίμας.

Και να ήταν μόνο στον έντεχνο λόγο;  Θα δουν πολλά τα μάτια μας ακόμα, φίλοι. Κρατήστε τα ανοιχτά μόνο!