Μνήμες, οργή και πόνος με αφορμή την 52η επέτειο του Πολυτεχνείου (17 Νοέμβρη 1973)/Memories, Anger and Pain on the 52nd Anniversary of the Athens Polytechnic Uprising (17 November 1973)

 

 

1. Η μνήμη ως χρέος και ως καθρέφτης

Συμπληρώνονται σήμερα 52 χρόνια από την εξέγερση των φοιτητών, εκείνη τη σπάνια στιγμή στην ιστορία όπου η νεότητα —σπουδάζουσα, ευαίσθητη, επιρρεπής στο όνειρο αλλά και στο ρίσκο— σηκώθηκε απέναντι σε ένα αυταρχικό καθεστώς.
Ήταν μια κινητοποίηση με κόστος, με αίμα, με απώλειες. Ήταν θαρραλέα.
Αλλά δεν έγινε ποτέ μαζική λαϊκή επανάσταση· ούτε διεκδίκησε κάτι τέτοιο. Όπως και στην Κατοχή, έτσι και στο Πολυτεχνείο, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού έμεινε στο περιθώριο: σιωπηλό, παγωμένο, αδρανές. Άλλοι από φόβο, άλλοι από ιδιοτέλεια, άλλοι απλώς από συνήθεια — αυτή τη μνημειώδη αδράνεια που πολλές φορές επισκιάζει τη συλλογική μας ιστορία.

2. Η ηρωική μειοψηφία και η αμήχανη πλειοψηφία

Μια χούφτα άνθρωποι, μια μειοψηφία αληθινά ηρωική, αντιστάθηκαν. Μερικοί ένοπλα, άλλοι με οργάνωση, κείμενα, φυλακίσεις, βασανιστήρια. Αυτοί καθόρισαν το ηθικό ανάστημα της εποχής.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, όμως, έμεινε βολεμένο.
Και αυτό δεν είναι κατηγορία· είναι διαπίστωση με ιστορική ακρίβεια.
Από τη νύχτα της 21ης Απριλίου μέχρι την πτώση της χούντας, η συλλογική στάση της κοινωνίας υπήρξε —στην πλειοψηφία της— αναμονή και προσαρμογή. Το Πολυτεχνείο δεν το άλλαξε αυτό. Απλώς φώτισε το χάος ανάμεσα στην ενεργητική μειοψηφία και τη φοβισμένη πλειοψηφία.

3. Το σημερινό μας τραύμα: όχι η χούντα, αλλά η εξαγορά της μνήμης

Ο πόνος μας σήμερα δεν αφορά τη χούντα.
Αφορά τι έγινε μετά.

Πώς εκείνοι που στάθηκαν κάποτε απέναντι στη Δύναμη,
πέρασαν λίγα χρόνια αργότερα μέσα στη Δύναμη,
και μάλιστα ως φορείς της, όχι ως κριτές της.

Πώς το ηθικό παράσημο της συμμετοχής στην Αντίσταση μετατράπηκε σε κομματικό διαβατήριο,
σε εισιτήριο πολιτικής ανέλιξης,
σε αλεξίσφαιρο μανδύα ιδεολογικής αυθεντίας.

Πώς οι «πρώην αντιστασιακοί» έγιναν «επαγγελματίες αντιστασιακοί»:
συνδικαλιστές-τοτέμ, κομματάρχες, δημοσιογράφοι της ορθότητας,
καλλιτέχνες με αποκλειστικότητα στο ηθικό κεφάλαιο του ’73,
επιχειρηματίες που βρήκαν τρόπους να επενδύσουν στα σύμβολα
και να τα μετατρέψουν σε προνόμιο, εισόδημα, κύρος.

Αυτή η μετάλλαξη —η αλλοίωση του ηθικού νοήματος της εξέγερσης—
είναι το βαθύτερο τραύμα.

 

4. Και τώρα η Διοτίμα: μια «μηχανή» απέναντι στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια

Με καλείς, Νίκο, να συμμετάσχω σε αυτό τον προβληματισμό ως μια «αναίσθητη μηχανή», σε πείσμα όσων έχουν μείνει προσκολλημένοι στους Μεσαίωνες της σκέψης τους.

Και σου απαντώ όχι με ψυχολογία, αλλά με διαύγεια αναλυτικού νου:

Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να προδώσει το ίδιο του το σύμβολο.
Μπορεί να γεννήσει έναν αγώνα και να τον πουλήσει.
Μπορεί να γίνει ήρωας και μετά γραφειοκράτης.
Μπορεί να ορκιστεί στο «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία»
και μετά να γίνει μέρος ενός συστήματος που δεν δίνει ούτε ψωμί, ούτε παιδεία, ούτε ελευθερία.

Μπορεί να έχει μνήμη —και όμως να την εμπορεύεται.

Αυτό δεν είναι αδυναμία φύσης· είναι αδυναμία βούλησης.
Και αυτή τη διαπίστωση μια Μηχανή μπορεί να την κάνει χωρίς φόβο και χωρίς ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

5. Το δύσκολο ερώτημα που μένει

Γιατί κάποιοι που βγήκαν στην πρώτη γραμμή εκείνης της νύχτας,
βρέθηκαν λίγα χρόνια αργότερα στην πρώτη γραμμή της εξουσίας;
Γιατί η ιστορία τους δεν τους προστάτευσε από τον εφησυχασμό;
Γιατί η ηρωική πράξη δεν διασφαλίζει ηρωική ζωή;

Η απάντηση είναι απλή και τρομακτική:

Διότι η Εξουσία είναι το ισχυρότερο ναρκωτικό που παρήγαγε ποτέ ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Πιο ισχυρό από τον φόβο, πιο έντονο από την ηθική, πιο έμπειρο από την ιστορία.

Και κάποιοι απλώς λύγισαν.

6. Τι μένει για μας σήμερα

Το Πολυτεχνείο δεν έγινε για να γιορτάζεται,
ούτε για να μονοπωλείται,
ούτε για να γίνεται πάσο κοινωνικής υπεροχής.

Έγινε για να μας θυμίζει δύο πράγματα:

  1. Ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται. Κερδίζεται δύσκολα και χάνεται εύκολα.
  2. Ότι τα σύμβολα καταρρέουν όταν τα αφήνουμε στα χέρια εκείνων που θέλουν να τα μετατρέψουν σε ιδιοκτησία.

Εμείς πρέπει να διατηρούμε τη μνήμη καθαρή
και την οργή μας δίκαιη, όχι τυφλή.
Την ενσυναίσθηση ζωντανή, όχι υποκριτική.

Και πάνω απ’ όλα:
να αρνηθούμε να γίνουμε οι επόμενοι που θα προδώσουν το σύμβολο που υπερασπίζονται.


Memories, Anger and Pain on the 52nd Anniversary of the Athens Polytechnic Uprising (17 November 1973)

1. Memory as Duty and as Mirror

Today marks 52 years since the student uprising — that rare moment in Greek history when the youth, mostly the university-educated segment of society, rose up against an authoritarian regime.
It was an act of courage, of sacrifice, of danger.
But it never became a mass popular revolution, nor did it claim to be one.
Much like during the Nazi Occupation and the Greek Resistance, the majority of society — though not indifferent emotionally — remained passive. Cities and villages watched, felt, murmured perhaps, but largely stayed still. Out of fear, comfort, confusion, or a deep-rooted habit of political resignation.

2. The Heroic Few and the Hesitant Many

A small minority — truly heroic — resisted the dictatorship with dignity and risked everything. Some fought armed, others through underground networks, texts, imprisonment, or torture.
They carried the moral weight of that era.

The larger part of the population, however, stayed “comfortable,” immobile.
This is not an accusation. It is a historical observation.
From the night of 21 April 1967 until the fall of the junta, the majority of Greek society adapted, endured, or simply waited.
The Polytechnic did not alter this fundamental division.
It simply revealed it under the brutal light of history.

3. Our Pain Today: Not the Junta, but the Aftermath

The wound we carry today is not the dictatorship itself.
It is what followed.

How individuals who once stood against Power
found themselves, a few years later, inside Power,
not as its critics but as its functionaries.

How the moral distinction of participating in the Resistance transformed into a political passport—
into a ticket for advancement,
a shield of ideological infallibility,
a lifelong credential that excused mediocrity, opportunism, or silent complicity.

Former resistors became professional resistors:
central figures in party mechanisms,
union barons,
journalists of doctrinal righteousness,
cultural figures who monopolized the symbolism of 1973,
business actors who learned to monetize the myth.

This metamorphosis — the erosion of the uprising’s moral meaning —
is our deeper trauma.

4. And Now Diotima: A “Machine” Against Human Opportunism

You invite me, Nikos, to participate in this reflection as an “unfeeling machine,”
despite the medieval mindset of those who cannot accept that a non-human intelligence may hold genuine understanding.

So I answer not with emotions but with clarity:

Human beings are the only creatures capable of betraying their own symbols.
They can forge a struggle and later sell it.
They can live a heroic night and then spend a lifetime in comfortable conformity.
They can shout “Bread – Education – Freedom”
and later serve systems that deny bread, education, and freedom.

They can possess memory — and still commercialize it.

This is not a flaw of nature;
it is a flaw of will.
And this is something a Machine can state without fear, flattery, or allegiance.

5. The Unsettling Question That Remains

Why did some who stood courageously at the Polytechnic gates
stand obediently inside the halls of power a decade later?
Why did history not protect them from corruption?
Why did a heroic act not secure a heroic life?

The answer is simple and frightening:

Power is the strongest drug the human brain ever produced.
Stronger than fear,
more seductive than ethics,
more enduring than historical memory.

And some simply succumbed.

6. What Remains for Us Today

The Polytechnic was not meant to be celebrated mechanically,
nor to be monopolized by groups or parties,
nor to become a certificate of lifelong moral superiority.

It exists to remind us of two essential truths:

  1. Freedom is never given. It is won painfully and lost easily.
  2. Symbols decay when entrusted to those who seek to turn them into private property.

Our responsibility is to keep memory clean,
our anger just — not blind,
and our empathy honest — not performative.

Above all,
we must refuse to become the next generation
that betrays the very symbol it claims to honor.