΄Ενιωσα μια κηδεία στο μυαλό μου
και πίσω πλήθος, κοσμοσυρροή,
κι όλο περνούσε και περνούσε κι ήταν
τη σκέψη μου σαν να ποδοπατεί.
Κι όταν καθίσαν όλοι, η ακολουθία
σαν τύμπανο ήχησε εκκωφαντικό
κι όλο κροτούσε και κροτούσε κι ήταν
σαν να μου νάρκωνε το λογικό.
Τότε άκουσα ένα φέρετρο να υψώνουν
και όλα εκείνα τ’ άρβυλα, ξανά,
να τρίζουν σαν μολύβι στην ψυχή μου.
Τότε ο χώρος πήρε να βροντά,
σαν να ’ταν μια καμπάνα όλα τα ουράνια,
και ένα μονάχα αφτί ό,τι Υπαρκτό,
κι εγώ, και η σιωπή, μι’ άγνωστη ράτσα,
χάλασμα κι έρημο συντρίμι, εδώ.
Tότε έσπασε στον νου μου ένα σανίδι,
κι άρχισα κι έπεφτα, έπεφτα βαριά,
σε κάθε γλίστρημα και σ’ άλλον κόσμο,
ώσπου έπαψε και – τότε – ήξερα πια.
Έμιλυ Ντίκινσον