Η γρια η Ρόιδω , η μάνα της θεια Νικήταινας (γρια και τούτη τη θυμήθηκα) , λέγανε στη δεκαετία του ΄60 πως στα χαρτιά της κοινότητας Κουφόπουλου, Ανδρίτσαινας Ολυμπίας, φερόταν γεννημένη το 1850! Το βεβαίωνε, άλλωστε, και ο επί δεκαετίες γραμματέας μπάρμπα Γιώργης ο Μπιριμπίλης, που είχε υπό την κατοχή και φύλαξη στο σπίτι του τα χειρόγραφα δημοτολόγια και μητρώα στα οποία εκτός από τις εγγραφές γέννησης, έκανε και τις…νόμιμες (με βάση το άγραφο δίκαιο και το έθος) πλαστογραφίες.
Πρώτα σε δεκάδες χρονολογίες γέννησης, κυρίως για μεγαλοκοπέλες (“μεινεμένες”), για να φαίνονται μικρότερες στην ταυτότητα, μη και στραβωθεί κανένας απονήρευτος από τα κάτω χωριά ή από την Αθήνα και στεφανωθεί καμιά από δαύτες. (΄Αγνωστο γιατί, Ανδρίτσαινα και Κουφόπουλο, είχαν πολλές γεροντοκόρες, που τις λογαριάζανε εκείνα τα χρόνια συνολικά να φτάνανε και τις 50!)
Ο έτερος λόγος, για τις πλαστογραφίες στις ληξιαρχικές δέλτους των βιβλίων της κοινότητας, από τον ίδιο το γραμματέα της, ήταν η σύνταξη του ΟΓΑ, που θεσπίστηκε εκεί στις αρχές του ΄60 για τους αγρότες. Πρόσθετε χρόνια παραπάνω (και πάντα χωρίς “αζημίωτο”) ο “αγαθός” Μπιρμπίλης στους ξωμάχους, για να προλάβουν να πάρουν σύνταξη…αγριοτική. Λογαριάστε τώρα τα χρόνια της γερόντισσας της Ρόιδως , ενθυμούμενοι απλώς πως ο ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πέθανε εν έτει 1843. Εφτά χρόνια πριν της γέννησής της, δηλαδή! Κι αν πιστέψουμε όσα διασώζανε στόμα με στόμα από τους παππούδες τους οι γερόντοι στα χωριά μας κάτω πως, δηλαδή, ο “Γέρος του Μωριά” δε χαμπάριαζε, και μάζευε στρατό από Μεσσηνία, Ηλεία και Αρκαδία ακόμα και με το ζόρι, με απειλή να κρεμάσει όποιον σερνικό που μπορούσε να φέρει όπλα, δεν καταταγόταν στ΄ ασκέρια των οπλαρχηγών να πολεμήσει, αυτό σήμαινε πως και ο πατέρας της Ρόιδως θα έπρεπε λογικά να είχε λάβει μέρος, τουλάχιστον στην πρώτη μάχη της επανάστασης στο “πέρασμα του Χαλήλαγα” (΄Αη-Θανάσης), έξω από την Καρύταινα. Εκεί στο ποτάμι είχε στήσει καρτέρι στους Φαναρίτες Τούρκους ο Κολοκοτρώνης με παλικάρια από την Ανδρίτσαινα και τους Μανιάτες των Μαυρομιχαλαίων. “΄Οπου φύγει φύγει” οι Τούρκοι για την Τριπολιτσά , πλήθος μέγα, παιδιά, γερόντοι, γυναίκες, άντρες. Να προφτάσουν να χωθούν στο κάστρο, πριν οι ξεσηκωμένοι Ραγιάδες τους αφανίσουν ,έτσι όπως ήταν απομακρυσμένοι και αποκομμένοι από το ισχυρό, τούρκικο κέντρο του Μωριά. Δεν προφτάσανε. Εκεί στου “Χαλήλαγα το πέρασμα” έγινε ο τάφος τους.
Τη γρια Ρόιδω, λοιπόν, τη θυμήθηκα κι εγώ παιδί. 110 ετών και παραπάνω, μιλάμε! Στα κάλαντα και στο “ψυχούδι” πηγαίναμε με το Χρήστ΄Αργύρη (παπα-Χρήστος αργότερα) και της “τα λέγαμε”. Από συμπόνοια και “καλή καρδιά” περισσότερο για τη γιαγιά, όχι πως είχαμε κανένα κέρδος. Τα άλλα παιδιά δε ζυγώναν κατά κει, γιατί η Νικήταινα δεν έδινε ούτε μεγάλο ψυχούδι (φραντζολίτσα μικρή σαν πρόσφορο), αλλά και στα κάλαντα δεν έριχνε στο κουτί φράγκο ή δίφραγκο, όπως έκαναν οι περισσότεροι νοικοκυραίοι. Μόνο 2-3 δεκάρες. Μια χρονιά, μάλιστα, Παραμονή πάλι ΄Αγιο Βασιλιού, μας είχε δώσει μια πεντάρα! Είχαν προκάνει τα άλλα παιδιά, δικαιολογήθηκε.
Οπότε, εκείνη τη χρονιά αποφασίσαμε οι δυο φίλοι και συνέταιροι στη μοιρασιά, να μην τηρήσουμε την παράδοση του “ψυχικού”. Να μην πάμε να “τα πούμε” κει κάτω στης γρια Ρόιδως. ΄Ηταν και μακριά το σπίτι, “άκρη κόσμου”, στα “Αγκλογύρια”. Θα χάναμε πολύτιμο χρόνο επί πλέον . Είχαμε να γυρίσουμε πάνω από 200 σπίτια “αρχοντικά” στην Ανδρίτσαινα κυρίως. ΄Ηταν καθαρά οικονομικό το πρόβλημα, δεν επέτρεπε το συφέρο μας τέτοιου είδους μεγαλοψυχίες και συναισθηματισμούς .Να τραβηχτούμε κει κάτω, μόνο και μόνο για να κάνουμε το “ψυχικό”.
Δεν πήγαμε, λοιπόν, εκείνη τη φορά, παραμονή Πρωτοχρονιάς στης Νικήταινας να τα πούμε και η γρια Ρόιδω δεν “τα άκουσε” η κακομοίρα, προφανώς για πρώτη φορά στη μαθουσάλια ζωή της. Περίμενε με αγωνία αυτή τη μέρα ,για να δει κι εκείνη άνθρωπο, που δεν έβλεπε όλο το χρονιά κλεισμένη μέσα.΄ Ηταν κατάκοιτη τα τελευταία χρόνια, δεν έβγαινε έξω, ούτε και κανένας τραβιόταν εκεί κάτω , να τους κάνει βίζιτα.
Την επομένη, ΄Αγιο Βασιλειού ανήμερα, χαράματα, ακόμα δεν είχε ο κόσμος σηκωθεί από το κρεβάτι, άρχισε να χτυπάει πένθιμα η μικρή καμπάνα. Δεν ήταν ο ήχος της μεγάλης καμπάνας για τη λειτουργία. ΄Ηταν ο πένθιμος ρυθμός -μήνυμα για άνθρωπο που πέθανε.΄Οχι το πανηγυρικό εκείνο ντιν-νταν-ντιν-νταν που καλούσε τον κόσμο στην κυριακάτικη, γιορτινή λειτουργία, αλλά το πένθιμο, που πάγωνε τις καρδιές των ανθρώπων. Νταν (παύση) και πάλι νταν-νταν (συνεχόμενα). Πάνω από 10-15 λεπτά έσκιζε την πρωινιάτικη ησυχία του χωριού ο λυπητερός ήχος του θανάτου.
Ο πατέρας με τη μάνα μου, όπως συνήθιζαν σε τέτοιες περιστατικά, πάλευαν να μαντέψουν ποιος “έφυγε για Αμερική” (το λέγανε έτσι συνθηματικά, για να μην τρομάξουμε εμείς τα παιδιά με το θανατερό άκουσμα). Λογαριάζανε τους πολύ γερόντους πρώτα, μετά τους βαριά άρρωστους, τους ετοιμοθάνατους. Και συνήθως άλλες φορές δεν πέφτανε έξω. ΄Ηταν “φως φανάρι” ποιον θα έπαιρνε ο χάρος κάθε φορά. Αλλά το πρωί εκείνης της πρωτοχρονιάς, “άλλα αντί άλλων” ονοματίζανε ,όπως αποδείχτηκε μετά. Ούτε που είχε πάει το μυαλό τους στο όνομα της πεθαμένης.
Καμιά ώρα μετά, η θεια Τασία του Πασχαλίνου έφερε τα μαντάτα .
-Η γρια Ρόιδω “μας άφησε χρόνους”, γειτόνοι. Πέθανε χτες στα σουρουπώματα. “Ζωή σε λόγου μας”.
Είχε πάει από νωρίς στην “Κάτου Βρύση” να φέρει νερό με τη στάμνα. Εκεί ανταμώθηκανε με τη Νικήταινα. Είχε έρθει και τούτη να γεμίσει τη “λάτα” της (τενεκές). Θέλανε μπόλικο νερό, να νεκροπλύνουν οι γυναίκες τη μάνα της .Είχε δώσει διάτα να τη στείλουν να βρει τον άντρα και τα πέντε πεθαμένα παιδιά της, παστρικιά. ΄Ετσι, έμαθε τα καθέκαστα από πρώτο χέρι. Πώς ψυχομάχησε, πόση ώρα, τί είπε, τί ζήτησε.
“Είχε βάλει ο Νικήτας το ράδιο να ακούσει ειδήσες στις 7. Και τον απόπερνε η καψερή από την κάμερη, να βάλει τη φωνή σιγά, δεν μπόραγε να ακούει. Από τις 6 τ΄απόγεμα, την είχε πιάσει “βαριοθυμιά”. Ρώταγε και ξαναρώταγε τί ώρα είναι και όλο μουρμούραγε με παράπονο
-Πάει, δεν ήρθαν τα παιδιά, δε μας τα είπαν φέτο, κακό σημάδι εφτούνο, θυγατέρα.
Και όσο νύχτιωνε, βάραινε η ανάσα της και αναστέναζε και βαρυγκομούσε ,κι όλο έλεγε και ξανάλεγε.
-Δεν ήρθαν τα παλιόπαιδα να μας “τα πούνε”. Κάθε χρόνο ερχόσανται. Φέτο, μας ξέχασανε και φτούνα κι ο θεός. Κακό σημάδι σου λέω, τσούπα. ΄Ηρθε και χτες μεσάνυχτα στο παρεθύρι και λάλησε ο χουχουλόγερας (κουκουβάγια). Ούλα τα κακά μαζεμένα. Σημάδι πως θα φύγω, παιδιά μ΄ απόψε. Κόφτε τη βασιλόπιτα νωρίς, να προκάνετε να κάνετε Παραμονή, κι ελάτε μετά να με τοιμάσετε. Τούτο μόνο σας ζητάω, να πάω παστρικιά, για να σας δώκω την ευχή μου.
“Δεν κρατιότανε σας λέω γυναίκες, ούλο τέτοια έλεγε, ως στις 7 πού έφυγε. Μάλωσε το Νικήτα για το ράδιο, μετά έκανε ένα αχ, και πέταξε η ψυχούλα της σαν πουλάκι”!
Τα διηγιόταν στους δικούς μου “χαρτί και καλαμάρι” η θεια Τασία, όπως με τ΄αυτιά της τα άκουσε στη βρύση από την ίδια την κόρη της πεθαμένης.
-Σιγά μίλα, καλέ, τη μάλωνε η μάνα μου, μην ακούσουν τα παιδιά, κοιμούνται μέσα.
Εγώ, έκανα πως κοιμόμουνα και κρυφάκουγα. Είχα ακούσει καθαρά το χαμπέρι, ειδικά στο μέρος που με αφορούσε. Εμείς την είχαμε σκοτώσει τη γρια Ρόιδω! Εγώ με το Χριστ΄ ΄Αργύρη, που δεν πήγαμε Παραμονή να της πούμε τα κάλαντα, όπως κάναμε κάθε χρόνο.
Κι όσο συλλογιζόμουνα πως δεν κατεβήκαμε ως εκεί κάτω, γιατί δεν είχαμε καλό “διάφορο” από εκείνο το σπίτι, τόσο περισσότερο με πιάνανε οι τύψεις και οι ενοχές. Και να, ποτάμι τα δάκρυα στα μάτια και μούσκευαν το μαξιλάρι ,που μέσα στη γέμισή του είχα κρύψει ολόκληρο χάρτινο κατοστάρικο, όσο ήταν το μερτικό μου από τα χτεσινά κάλαντα. Και ούτε με ένοιαζε πια αν θα το βρει ο Πέτρος, ο αδερφός μου και το χουφτώσει, όπως έκανε πάντα με το χαρτζιλίκι μου, κάθε φορά που το ξετρύπωνε. Ας το΄ παιρνε, το ευχόμουν κιόλας. Θα ήταν εξιλέωση για το θάνατο της γρια Ρόιδως, που ήμουν υπαίτιος και ένοχος.
Από τότε πέρασα κι άλλες “μαύρες” Πρωτοχρονιές. Με θανάτους, αρρώστιες, ξενιτιές. Εκείνη η Πρωτοχρονιά, όμως, που φορτώθηκα το θάνατο της γρια Ρόιδως, ήταν η πρώτη και χειρότερη. Οι ενοχές της πράξης ήταν ασήκωτες με τα ζύγια της παιδικής μου αθωότητας, που χάθηκε νωρίς κι εκείνη .
Αλλά, και μέχρι σήμερα, χωρίς το βάρος της, ουδέποτε μου φάνηκε πως εκείνο κατοστάρικο, κι ας ήταν πολύτιμο τότε, άξιζε περισσότερο απ΄το παράπονο της γιαγιάς, που έφυγε, γιατί δεν της “τα είπαμε”. Ευαισθησίες μιας ζωής που δε λένε να φύγουν μαζί με τα νιάτα. Αντίθετα, όσο πάνε και θεριεύουν. Και είναι καλοδεχούμενα, σε μια εποχή που όλα μοιάζουν απάνθρωπα και παγωμένα. Ειδικά οι καρδιές των ανθρώπων.