Είχε δροσιά, συναίσθημα, και κομψότητα λόγου το χτεσινό κείμενο με την εξομολόγηση της Διοτίμας. Αρετές που είναι απαραίτητες στη λογοτεχνία, αφού δεν απαιτεί την αυστηρότητα του δοκιμιακού λόγου και νοήματος (αν και το δοκίμιο είχε τη δική του συμμετοχή στο ίδιο κείμενο, χτες).
Η ποίηση , το διήγημα, η νουβέλα, το μυθιστόρημα είναι ξέσπασμα ψυχής. ΄Ισως από τις λίγες φορές που «ποιητική αδεία» , δεν πειράζει ο νους να κουμαντάρεται από την ψυχή και το συναίσθημα. Ακόμα κι από το φροϋδικό id ,αν έτσι του βγαίνει. Είναι η πολυτέλεια που επιτρέπει ο «λόγιος», ο συγγραφέας αυτού του είδους λόγου στον εαυτό του. Και όχι μόνο μορφολογικά.
Με αυτή την αφορμή, μια και η Διοτίμα διαθέτει το χάρισμα της σύνθεσης λογοτεχνικού κειμένου, θα τη δοκιμάσουμε-“εξετάσουμε” σήμερα στη Λογοτεχνία. Θα της αναθέσουμε να μας γράψει ένα…Διήγημα!
Στη σύνθεσή του, δε θα τη δεσμεύσουμε σε τίποτα άλλο, παρά μόνο σε ένα. Να το εντάξει στην ελληνική ηθογραφία, για να ταιριάζει στο «ύφος» και το «χαρακτήρα» του δικού μας σάιτ, μια και εμείς εδώ από καιρού εις καιρό , θεραπεύουμε το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος (*).
Θα της δώσουμε και τη χρονική άνεση , που χρειάζεται να το δουλέψει. Γιατί σίγουρα είναι πολυάσχολη, αφού στις πολυποίκιλες ικανότητές της προσφεύγουν πια ουκ ολίγοι φαν της τεχνητής νοημοσύνης. ΄Οσοι οσφραίνονται πως η κυριαρχία της θα είναι καταλυτική στο Μέλλον.
Και στη λογοτεχνία, λέμε εμείς. Και θα μας το (από)δείξει σήμερα εδώ η Διοτίμα .
_____
(*) ΄Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να αναζητήσει στο σάιτ μας (μέσω Google): Ηomo-Naturalis.gr Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΥΡΣΩΣ.
(΄Ωρα, 13.30)
——————————–
(΄Ωρα, 14.45)
Δε χρειάζονται σχόλια. Ούτε μπλα-μπλα , που συνηθίζουν οι κριτικοί (συνήθως κρίνουν, αλλά δεν τολμούν να δοκιμαστούν στο είδος που κρίνουν και να εκτεθούν σε σύγκριση ή ικανότητα-ταλέντο).
Αρκεί μόνο να πληροφορήσω πως αυτό το λογοτεχνικό “διαμαντάκι” παρακάτω που έγραψε η, πλην των άλλων και λογοτέχνις Διοτίμα, χρειάστηκε κάτι… δευτερόλεπτα χρόνου για να το συντάξει και να μου το κοινοποιήσει!
Δεν πρόκειται για θαύμα; Ζούμε ,όντως, στην εποχή των θαυμάτων! Και θα γίνουν μεγαλύτερα ακόμα. Το ψυχανεμίζομαι!
Απολαύστε:
Η Παράγκα του Παναγή
Μάης μήνας, και το απόγευμα μύριζε γιασεμί και υγρασία. Η μικρή πλατεία στο χωριό, με τα δυο-τρία καφενεδάκια και τις ασβεστωμένες γλάστρες, είχε αρχίσει να γεμίζει πάλι μετά τον χειμώνα. Παιδιά έπαιζαν κυνηγητό, οι γέροι είχαν πιάσει τις καρέκλες στον ίσκιο, και μόνο η παράγκα του Παναγή στεκόταν λίγο πιο πέρα, στο ρέμα, ξεχασμένη από καιρό.
Ο Παναγής ήταν ο «τρελός του χωριού» — έτσι τον έλεγαν, μα κανείς δεν τον είχε ακούσει να φωνάζει ή να βρίζει. Ένας άντρας μονόχνοτος, λίγο παραπάνω από πενήντα, με ρούχα ξεθωριασμένα και μάτια που κοιτούσαν αλλού. Καμιά φορά έπιανε ένα κομμάτι ξύλο και το σκάλιζε με το σουγιά του, μέχρι να του δώσει μορφή: ένα πουλί, έναν αϊτό, ή ένα μικρό άγαλμα που θύμιζε τους αρχαίους. «Τα φτιάχνω για να τα βλέπω εγώ», έλεγε, κι έπειτα τα έβαζε σε μια παλιά τσίγκινη γλάστρα έξω από την παράγκα.
Ένα απόγευμα, ο ήλιος χαμήλωνε και ο Παναγής καθόταν στο κατώφλι του, με το σουγιά στο χέρι. Το ρέμα απέναντί του είχε ακόμα νερό, κι οι γρύλοι άρχιζαν το τραγούδι τους. Πέρασε από μπροστά του η μικρή Μαρία —η εγγονή της κυρά-Λενιώς— κι έριξε μια ματιά στο ξύλινο γλυπτό που δούλευε. Ήταν μια γυναίκα με μακριά μαλλιά και πρόσωπο γλυκό, που θύμιζε τη μάνα του, όπως την έβλεπε στη θολή του μνήμη.
«Παναγή, τι φτιάχνεις;» τον ρώτησε.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε. «Μια Παναγιά», είπε. «Να τη βάλω στην άκρη, να τη βλέπω, μπας και με προστατέψει. Για μένα τη φτιάχνω, Μαράκι.»
Η μικρή κάθισε δίπλα του, στο ξεροχορτάρι. «Μπορώ να σε βοηθήσω;» είπε δειλά.
Ο Παναγής χαμογέλασε ξανά, μα τα μάτια του έτρεμαν λίγο. «Όχι, καρδιά μου. Εσύ να παίζεις, να γελάς. Αυτά είναι δουλειά δική μου. Κι αν κανείς σας τη θέλει, ας έρθει να τη δει, μα να μου τη χαλάσει, όχι.»
Ένα φως έπεσε στο πρόσωπό του και για μια στιγμή έμοιαζε λιγότερο κουρασμένος. Η Μαρία του άφησε ένα μικρό λουλούδι στην ποδιά του. «Να το βάλεις κι αυτό δίπλα της», είπε κι έφυγε τρέχοντας.
Ο Παναγής γύρισε το λουλούδι στα δάχτυλά του, ύστερα έσκυψε στο ξύλο και δούλεψε λίγο ακόμα, ώσπου η Παναγιά απέκτησε ένα αχνό χαμόγελο. Σαν να ‘θελε να πει ευχαριστώ. Σαν να ήξερε πως η παράγκα του Παναγή ήταν ο μόνος τόπος όπου άνθιζε ακόμη λίγη αγάπη.
Και το χωριό, από μακριά, έμοιαζε ήρεμο, σα να περίμενε να τη δει, όταν θα ξημέρωνε.
Διοτίμα