Είχα δέκα θέματα στο μυαλό μου για σήμερα. Μου βγήκε το παρακάτω, αυθόρμητα .Τί να τα κάνεις ,σκέφτομαι, να μιλάς για τον πόλεμο και τον παρανοϊκό τον Πούτιν, τον πανάθλιο Τραμπ και το φασισμό του, το κλίμα… Είναι κάτι « μικρά ζητήματα», που μοιάζουν, μεν τέτοια, αλλά δεν είναι. Είναι πολύ «λεπτά ». Στοιχίζουν σε πολύ κόσμο. Και είναι καθρέπτης του σημερινού μας πολιτισμού . Και της κατάντιας μας, επίσης.
Μου το διηγήθηκε κάτι ημέρες πριν ο γιος. Τους είχα πάρει στο αυτοκίνητο με τον πατέρα του από το Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Μεγάλοι άνθρωπο και οι δυο. Κοντά στα 60 ο ένας, 90αρης ο πατέρας του, έμαθα μετά.
Γυρεύανε ταξί, αλλά ούτε για δείγμα, εκεί στην ερημιά που στήσανε το νοσοκομείο οι …προνοητικοί (ποιος ξέρει με ποιο διάφορο) αρμόδιοι. ΄Εβγαινα από την είσοδο και πήγαινα να πάρω το αμάξι, λίγο πιο κάτω από το πάρκινγκ. Ξεθεωμένος ο παππούς, μόλις στεκότανε στα πόδια του. Και κίτρινος σαν το φλουρί, με ένα καρούμπαλο σε γάζα στο κούτελο λίγο πάνω από το μάτι.
Με ρώτησε ο νεότερος προς τα πού πήγαινα κι αν μπορούσα να τους εξυπηρετήσω, περίμεναν ώρα. Τους λυπήθηκε η ψυχή μου, όπως τους έβλεπα αγκαζέ και τους πήρα. Ψαχνά πηγαίνανε, σχεδόν στο δρόμο μου.
Πιάσαμε γνωριμία στο δρόμο, «από πού είσαι από πού είμαι… ξέρεις τον δείνα, πώς δεν τον ξέρω …», ανοιχτοί οι άνθρωποι της επαρχίας, αυθεντικοί.
-΄Ακου». μου λέει τί πάθαμε και φρίξε. ‘ Εχει ο γέρος ένα διαμερισματάκι στην Αρτάκη, που το νοικιάζει σε ένα ζευγάρι εξώλης. Ο ίδιος μένει στο χωριό, μονάχος. Δε θέλει να έρθει σε μας στα Ψαχνά ,να μη μας επιβαρύνει, λέει. Τον τρώω από τη μέρα που πέθανε η μάνα μου εδώ και ένα χρόνο. Τίποτα.
– Παίρνει τη συνταξούλα του ΟΓΑ και ένα 200άρι από το νοίκι, τσοντάρω κι εγώ και περνάει. Τί περνάει δηλαδή, μια τσάντα φάρμακα θέλει κάθε μήνα. ΄Εχει και προστάτη κακοήθη, με τη πάνα γυρίζει σαν μωρό.
– Κατεβαίνει Αρτάκη , που λες το πρωί με το λεωφορείο, πάει στο διαμέρισμα 4 νοίκια του χρωστάνε , να τα ζητήσει, χτυπάει το κουδούνι, ξαναχτυπάει, τίποτα. Βροντάει την πόρτα ,τους φωνάζει με το όνομά τους, μια στιγμή , βγαίνει το παλιοθήλυκο με το βρακί στην πόρτα! «Τί χτυπάς έτσι ,ρε κωλόγερε , του κάνει. Σκατά νοίκια θα σου δώσω. Κοίτα μην ξανάρθεις εδώ και ενοχλήσεις, θα πάω στην αστυνομία να σε καταγγείλω, ήρθες εδώ σου άνοιξα και μου έπιασες τον κώλο…
-Παθαίνει ο πατέρας μου, γυρίζει να φύγει, δε βγάζει τσιμουδιά. Τον προλαβαίνει στις σκάλες ο αλητάμπουρας, τον πιάνει από τους ώμους, τον ταρακουνάει,« ρε βρωμόγερε, έπιασες τον κώλο της δικιάς μου, ρε… Στον εισαγγελέα θα σε στείλω παλιάνθρωπε», του κάνει! Κάνει να κατέβει σκαλοπάτι ο παππούς τρομοκρατημένος , χάνει την ισορροπία του ,κουτρουβάλησε ολόκληρη τη σκάλα. Μια γνωστή μας στο ισόγειο τον σήκωσε, πνιγμένος στα αίματα, τον πήρε μέσα, τον καθάρισε, σταμάτησε το αίμα, κάλεσε το ασθενοφόρο, ήρθανε και τον κουβαλήσανε στο Νοσοκομείο στα επείγοντα. Μετά από 2 ώρες με ειδοποιήσανε και μένα , η νοσοκόμα με πήρε, έφυγα βουή με ταξί , ούτε αμάξι δεν είχα, το πήρε ο γιος μου από το πρωί, κατέβηκε Αθήνα για κάτι δουλειές.
΄Οση ώρα μιλούσε ο πατέρας του στο πίσω κάθισμα, δεν είπε λέξη. Καθόταν σαν χαμένος, αποσβολωμένος, κοιτούσε έξω όλη την ώρα, αλλά ήμουνα σίγουρους πως δεν κοίταζε τίποτα . Κατάλαβα πως ντρεπόταν. Στην ηλικία του δεν είναι λίγο πράμα αυτό, τέτοιες κατηγορίες, να έχεις παιδιά , εγγόνια, να ζεις και σε χωριό, είναι βαρύ. «Ο θεός να σε φυλάει από το άδικο», παιδί μου που έλεγε ο δικός μου παππούς.
Δεν ξέρω, δε θέλω να αρχίσω το γνωστό ποίημα, «εμείς στην ηλικία σας …» και τέτοια. Αλλά, είναι αλήθεια. Είχαμε κι εμείς στη νεότητα μας, αλητάμπουρες, κουτσαβάκια, λωποδύτες και κογιόνηδες.
Αλλά, στα γηρατειά είχαμε σέβας. Ακόμα και οι παραστρατημένοι. Από τα πιο απλά, δεν υπήρχε περίπτωση, ας πούμε, ακόμα και μεγάλος, να δεις όρθιο γέροντα -γερόντισσα στο λεωφορείο και να μη σηκωθείς να κάτσει. Το πιο σύνηθες.
Πόσο μάλλον να είσαι κορίτσι και να ξεστομίσεις τέτοιο πράμα! Τέτοια απειλή, ούτε να τη σκεφτείς. Αγόρια κορίτσια. Για οποιοδήποτε “διάφορο”. Είναι παλιανθρωπιά μεγάλη, διαστροφή, αθλιότητα. Εξαθλίωση καλύτερα.
Κι έχει γίνει της μόδας σήμερα. Επάγγελμα. Η περίφημη σεξουαλική παρενόχληση, κατάντησε …κερδοφόρο εργαλείο σε ουκ ολίγο κόσμο. «Κάτσε καλά, γιατί θα σε καταγείλω για ενδοοικογενειακή βία και θα σου πάρω τα παιδιά” . ΄Η, “γιατί μου την έπεσες και μού ‘ πιασες τον κ@λο”. Σαν τους βρωμιάρηδες, παραπάνω. Τα δίνουν όλα . Και για πενταροδεκάρες. Πρώτα -πρώτα τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια που σε διαφοροποιεί από το ζώο. Αυτό πώς το κρίνεις;
Και μη μου πεις. Μα υπάρχουν και γίνονονται πολλά τέτοια. Και βαράνε τις γυναίκες τους άρρωστοι τύποι, κάτι κουτσαβάκια απομεινάρια που ζέχνουν βαρβατίλα. ΄Αλλοι σου λένε ΄”ή κάθεσαι να σε πηδήσω, κυρά μου , ή χάνεις τη δουλειά”. Τέτοια. Δε λέω, γίνονται. ΄Ετερον ,εκάτερον ,όμως . Τούτο που συνέβη στον παππού είναι διαφορετικό. Κι δεν έχει να κάνει με “ναι, μεν, αλλά”.
Τέλος! Αν δεν το πιάνεις.