(Κρύβω ονόματα και τόπο. Και κάποια περιστατικά τα μπερδουκλώνω. ΄Ετσι, ακριβώς, για να μην αποκτήσουν την πραγματική τους ταυτότητα, όσοι φέραμε σήμερα να πρωταγωνιστήσουν στην ιστορία τούτη. Πέρα ως πέρα αληθινή όμως).
Η Ακριβή ήταν από γεννησιμιού της τρελοκαμπέρω και αλαφροϊσκιωτη. Στο σχολειό τα παιδιά τη φωνάζανε ζουρλή και σαλεμένη. Και ο παππάς στο δρόμο τη σταύρωνε τρις, κάθε φορά που τη συντύχαινε, για να της διώξει το δαίμονα που είχε μέσα της.
Τελευταία, εκεί κάπου στα 15 της, είχε απογίνει ,όμως. Την είχε , λέγανε, συνεπάρει ξωτικό στο περιβόλι τους. Αύγουστος μήνας. Την είχε στείλει η μάνα της ένα μεσημέρι να φέρει σπίτι ντομάτες και συκοστάφυλα . Δίπλα στις συκιές ήταν η λίμνη , που πότιζαν τον κήπο. Λούζονταν, μολογάγανε ,εδώ νεράιδες , γδυτές το καταμεσήμερο.
Παραφύλαγε και ο τραγοπόδαρος ,κοντά στις μπατουλιές κρυμμένος, να ιδεί τις νύφες να μπαίνουν στο νερό θεόγυμνες. Αλλά, άγνωστο γιατί, εκείνη τη φορά, δε φάνηκαν να κατηφορίζουν από τη σπηλιά, για να πλυθούνε και να παίξουν στα δροσερά νερά της πηγής, που χύνονταν στη λίμνη. Και ο σιχαμένος, είδε κι απόειδε που δεν φαίνονταν οι νεράιδες και από τη κάψα και τον πόθο του ,βγαίνει από την κρυψώνα και πήρε να κυνηγάει το κορίτσι μέσα στις ντοματιές , τις φασολιές και τα κληματα.
Η μάνα της μετά, τα έλεγε τούτα στο χωριό. Η Ακριβή ,όμως αλλιώς της τα είπε, πως δεν την κυνήγησε το τέρατο, αλλά , ο…αγριοφύλακας ο Στάθης. Τον είδε καθαρά με τα ίδια της τα μάτια. Δεν πρόκανε να την βουτήξει, την ώρα που έκοβε σταφύλια από την κληματαριά , γιατί πήδηξε τούτη από ψηλά, μέσα στο νερό και κρύφτηκε στην άλλη μεριά της λίμνης ανάμεσα στα βρύα και τα ψηλά καλάμια .΄Ετσι , γλύτωσε.
Η μάνα της, όμως, την αποπήρε , την ξόρκισε μη βγει όξω και πει ποτέ και πουθενά τέτοιο πράμα. Ο τραγοπόδαρος την κυνήγησε. ΄Ολοι τον ξέρανε στο χωριό. Το έχει κάνει και σε άλλες. Ο Στάθης δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, ήτανε νοικοκύρης με οικογένεια και παιδιά. Τρελή είναι από το μυαλό της τό βγαλε. Θα την πήγαινε την Κυριακή στο Μοναστήρι να τη διαβάσουν. Ο οξαποδός την κυνήγησε.
.
Μετά απ΄ αυτό και που δεν την πίστευε κανείς, έκανε στο χωριό πιο αλλόκοτες χοντροκομάρες, παλαβά πράματα . ΄Αλλοι τα παίρναν για αστεία και δεν τους πείραζε. Μα ,οι πιο πολλοί το παίρνανε για προσβολή, τη βρίζαν και την καταριόντουσαν. Οι πιο θερμόαιμοι της άστραφταν και καμιά ξεγυρισμένη καρπαζιά. Μα τούτη δε χαμπάριαζε. Τους έφτυνε στη μούρη, έπαιρνε πέτρες από χάμω και τους κοπάναγε στο δόξα πατρί.
Δεν υπολόγιζε τίποτα και κανέναν. Λέγανε πως είχε καταχερίσει και τον παπά. Την είχε εκείνος ξεμοναχιάσει ένα δείλι στην εκκλησιά, την κάλεσε τάχα να την ξορκίσει. Με το ένα χέρι τη σταύρωνε και με το άλλο χάιδευε ο αθεόφοβος τα αχαμνά του. Βουτάει κι εκείνη ένα μανουάλι από δίπλα και του το κατεβάζει στο κεφάλι. Κόντεψε να τον ξεκάνει τον ξορκιστή.
Πατέρα δεν είχε. Την άφησε μωρό, που έφυγε μετανάστης για την Αμερική .Και θα τις έπαιρνε μετά και τούτες, είχε υποσχεθεί. Μάνα και κόρη. Αλλά, δεν πρόκανε. Στο χρόνο πάνω , εκείνος αρρώστησε βαριά , πέθανε φθισικός στο σανατόριο μιας πολιτείας. Ξεμείναν και τούτες στο χωριό , έρμες και δύστυχες για τα επόμενα χρόνια . Και όσο στεκόταν και η μάνα της στα πόδια , τα έφερναν βόλτα. Βοηθούσε και ο κόσμος με το ό,τι του.
Μετά, που έπαθε εκείνη το εγκεφαλικό και έμεινε φυτό , είδαν και απόειδαν, είχαν κομματιαστεί πια οι σάρκες της από τις κατακλίσεις. Παρακάλεσε ο πρόεδρος ένα συχωριανό που είχε τα μέσα στην πόλη και την έβαλε στο άσυλο με το χαρτί απορίας . Από τότε, ούτε πήγε κανείς να τη δει την καψερή, ούτε νοιάστηκε αν ζει ή πέθανε .
Η Ακριβή είχε μεγαλώσει πια, ολόκληρη γυναίκα, αλλά είχε πάρει για τα καλά την κάτω βόλτα. Απαντοχή από συγγενή δεν είχε, κάτι ξαδέρφια της ούτε ζωγραφιστή δεν την ήθελα να τη βλέπουν, . Το σπίτι χωρίς συντήρηση και χέρια, είχε αρχίσει να διαλύεται, να πέφτουν οι σοβάδες. Η σάλα, έτσι και έπιαναν οι βροχές, έσταζε μέσα το ταβάνι, έμπαινε το νερό από τα σπασμένα και τα φευγάτα από τον αέρα κεραμίδια.
Πήγαινε η έρημη και κούρνιαζε κάποια βράδια στο κατώι του μπάρμπα Ανέστη. Εκεί κοιμόταν ,της άρεσε μέσα στον αχυριά ,που χρόνια πια δεν είχε μπει φρέσκο άχυρο και σανό. Μικρά , η Ακριβή με τη Σοφία, του μπάρμα Ανέστη την αγγόνα, εκεί μέσα χώνονταν και παίζανε κρυφτό. ΄Ηταν κολλητές οι δυο τους. Μαζί στο ίδιο θρανίο στο σχολειό, μαζί και έξω στις σκανταλιές και τα παιχνίδια στο χωριό.
Ορφανά και τα δυο. Η Σοφία κι από τους δυο γονείς. Η μάνα της στη γέννα .Ο πατέρας λίγα χρόνια μετά τον πλάκωσε το τρακτέρ, που όργωνε στον κάμπο. ΄Εκτοτε, την είχαν οι παππούδες πάρει σπίτι, με αυτούς μεγάλωνε το δύστυχο κι αυτό.
΄Ηταν καλή στα γράμματα. η Σοφία. ΄Εβγαλε Γυμνάσιο ,Λύκειο και πήγε μετά στην Αθήνα στον αδερφό της μάνας της, να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Πέρασε για καθηγήτρια, αλλά ,είπανε μετά, πως δεν πήγε να τελειώσει , να πάρει το χαρτί. Τα εγκατέλειψε και έγινε…πουτάνα ,δούλευε σε μπουρδέλο.
Στο χωριό , από τότε που έφυγε, μόνο μια φορά είχε κατεβεί. ΄Οταν πέθανε η γιαγιά της και ήρθε την κηδεία. Με τους συχωριανούς κράτησε απόσταση. Δυο μέρες που έμεινε, δε βγήκε έξω ούτε μια φορά. Μονάχα την Ακριβή, την παλιά της φιλενάδα κάλεσε στο σπίτι.
“Ακριβή” ,της έδωκε συμβουλές. “΄Ακουσέ με καλά. Μη γυρίζεις έτσι στο χωριό. Και μη τα βάζεις με τον κόσμο. Μάζεψε το μυαλό σου και μην τους προκαλείς. Οι άνθρωποι είναι κακοί και μοχθηροί. Μην εμπιστεύεσαι κανένα. Κάθε μήνα, θα παίρνεις από το ταχυδρομείο επιταγή. Δε θα είναι πολλά, αλλά θα σε φτάνουν να ψωνίζεις να τρως, να παίρνεις ό τι σου χρειάζεται. Λογαριασμό, δε θα δίνεις σε κανένα. Ποιος σου στέλνει τα λεφτά και τι τα κάνεις. “
Της έδωσε ένα σωρό ορμήνειες. Της είπε να έρχεται και στον παππού, να τον ρωτάει αν θέλει κάτι. Να βλέπει , αν είναι καλά. Του στοίχισε που πέθανε η γιαγιά. ΄Εμεινε καλαμιά στον κάμπο. Κι εκείνη ήταν μακριά να τον προσέχει. Τον θερμοπαρακάλεσε να τον πάρω μαζί της στη Αθήνα. Δεν ήθελε να πάει.
“Εδώ θα πεθάνω”,μου είπε. “΄Εχω τάφο ανοιχτό που έβγαλα τη μάνα και τη γιαγιά σου”. Τους το υποσκέθηκα και των δυονών. Δεν έρχομαι να με θάψεις στην κωλοΑθήνα. Και δε σηκώνω κουβέντα”.
Παραμονή πρωτοχρονιάς ήταν η δεύτερη φορά που είδαν τη Σοφία στο χωριό. Είχε βαρύνει ο παππούς της. Στο τηλέφωνο που μιλούσανε, δεν τον άκουγε στα καλά του. Ο αγροτικός γιατρός που τον επισκέφτηκε, είπε πως μάλλον πέρασε ισχαιμικό επεισόδιο. Δε μοιάζει να ήταν βαρύ, αλλά δεν απέκλειε και άλλο μεγαλύτερο. Καλύτερα να τον πάρει πάνω, να πάει για εξετάσεις, να έχει κοντά του άνθρωπο.
Πάλι της αρνήθηκε. ΄Εκλαιγε η Σοφία στο τηλέφωνο να τον λυγίσει. “Δεν έρχομαι ,παιδί μου. Αν μπορείς και θέλεις, έλα εσύ κάτω να με δεις Και θα κανονίσω να φύγω τις μέρες που θα είσαι εδώ, να μην έρχεσαι δεύτερη φορά για την κηδεία”.
Την ίδια μέρα που μιλήσανε κατέβηκε. ΄Ηταν χειρότερα απ΄ό,τι περίμενε. Μπέρδευε τα λόγια του, περπατούσε και τρέκλιζε, ξεχνούσε να πάει τουαλέτα. Τέτοια κακά μαντάτα.
Το αποφάσισε . Ήθελε δεν ήθελε, θα τον έβαζε με το ζόρι στο αμάξι και θα φεύγανε μαζί την επομένη. Κι ας ήταν και πρωτοχρονιά. Ανήμερα θα φεύγαν για Αθήνα.
Πρωί , τον ξύρισε, τον έπλυνε ,τον άλλαξε ,τον έντυσε με τα καλά του. “Θα πάμε”, τον γέλασε στην “εκκλησιά. Να ανάψουμε και ένα κερί, να προσκυνήσουμε, ημέρα που είναι.
Μπήκαν μέσα, φίσκα ο κόσμος. ΄Αναψε δυο μεγάλες λαμπάδες, βάσταξε τον παππού της να ασπαστεί την εικόνα, μετά την ασπάστηκε κι αυτή, τον έβαλε να κάτσει στην καρέκλα και έμεινε δίπλα του να τον προσέχει.
.
Στο γυναικωνίτη πάνω, η Ακριβή, χαμένη στον κόσμο της με 2-3 άλλες συνομήλικες δίπλα της (δεν ανεβαίναν πια, όπως παλιά οι ανύπαντρες κει πάνω ), δεν είχε πάρει είδηση πώς κάτω ήταν η παλιά η φιλενάδα της με τον παππού. Για μια στιγμή, ακούει δίπλα της την άλλη , να βρίζει με το δάχτυλο σηκωμένο στη μεριά πού στέκονταν η Σοφία, κρατώντας τον παππού . ” Μαγάρισε το εικόνισμα η παλιοπουτάνα, χρονιάρα ημέρα. Την είδες; Πότε ήρθε στο χωριό η πρόστυχη;”.
Δεν πρόφτασε να πει περισσότερα. Στον κόσμο της δίπλα τους η Ακριβή, αλλά μπήκε αμέσως στο νόημα. ΄Ακουσε τις βρισιές της άλλης, κοίταξε εκεί που έδειχνε με το δάχτυλό της, είδε τη Σοφία πάνω από τον ώμο του παππού και την ίδια στιγμή γυρίζει, τη βουτάει από τα μαλλιά, της κόβει δυο σφαλιάρες και την πετάει παλιοτσούβαλο στο πάτωμα. “Να μάθεις να βρίζεις, σκύλα, “, τη φτύνει στα μούτρα και άνετη κι αγέρωχη κατεβαίνει τα σκαλιά να πάει να βρει τη φιλενάδα της.
Βγήκανε πριν απολύσει ο παπάς την εκκλησία. Δεν ήθελε η Σοφία να μείνει στη σχόλαση να δει κανέναν, δεν είχε όρεξη να τους μιλήσει. ΄Εβαλε τον παππού στο αμάξι, έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού στην Ακριβή, της είπε πως τον παίρνει πάνω στην Αθήνα κι εκείνη να πάει να εγκατασταθεί μόνιμα πια στο σπίτι. Μην κάθεται στο δικό της, Θα πέσει καμιά νύχτα πάνω της να την πλακώσει, έτσι ετοιμόρροπο που είχε καταντήσει.
“Και πού είσαι; Μου ήρθαν κάτι έξτρα λεφτά από μια μεριά. Θα σου στείλω τον άλλο μήνα με την επιταγή περισσότερα. Να πάρεις το λεωφορείο, να πας να δεις τη μάνα σου στο άσυλο. ΄Εμαθα είναι ζωντανή και σε ζητάει. Να πας. Κι αν δεν πας, έχω άνθρωπο και θα το μάθω”.
Δεν πήρε είδηση κανείς στη λειτουργία, τί έγινε εκεί πάνω στο γυναικωνίτη. Ούτε θα μαθευότανε ποτέ το περιστατικό, αν η ίδια η ξυλοφορτωμένη , δε μολόγαγε μετά, χαρτί και καλαμάρι στο χωριό, τί έγινε εκείνο το πρωί στη λειτουργία ,ανήμερα ΑγιοΒασιλιού.