ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ. ΑΝΑΓΚΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ.

 

1.α. “ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Συγκλονιστικές στιγμές στο λιμάνι της Λέσβου -Πρόσφυγας ξαναβρήκε τα παιδιά της μετά από 20 μέρες

 

Συγκλονιστικές στιγμές στο λιμάνι της Λέσβου -Πρόσφυγας ξαναβρήκε τα παιδιά της μετά από 20 μέρες [βίντεο]

Σχεδόν 20 μέρες τώρα κατέβαινε στο λιμάνι κι από μακριά έλεγχε ένα ένα τα χιλιάδες πρόσωπα που αποβιβάζονταν από τα πλοία του Λιμενικού και της Frontex.

Πονεμένα πρόσωπα, ένα προς ένα, όλα πονεμένα. Κι αυτή πιο πονεμένη απ’ όλους. Πότε θα έρθουν και αν θα έρθουν τα πέντε της παιδιά”

β. Κραυγή αγωνίας μιας Αφγανής: Σκέφτομαι ακόμη και να δώσω τέλος στη ζωή μου
Κραυγή αγωνίας μιας Αφγανής: Σκέφτομαι ακόμη και να δώσω τέλος στη ζωή μου

«Δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον και τι θα κάνω. Αυτό που ξέρω είναι πως προτιμώ να δώσω τέλος στη ζωή μου, αν είναι να πάω πίσω στο Αφγανιστάν ή στο Ιράν. Είναι πολύ επικίνδυνο να ζεις στο Αφγανιστάν. Καθημερινά υπάρχουν βομβιστικές επιθέσεις και επιθέσεις αυτοκτονίας».

Η Χαζάρα δεν είναι παρά μόλις 20 ετών κι, όμως, σκέφτεται μέχρι και την αυτοκτονία, όταν συνειδητοποιεί ότι το ταξίδι της προς το… ευρωπαϊκό όνειρο είναι πολύ πιθανό να έχει άδοξο τέλος.

Είναι μία από τους χιλιάδες Αφγανούς, που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα και κατά μήκος των άλλων χωρών της «βαλκανικής οδού», μετά την αιφνίδια απόφαση ορισμένων κρατών να κλείσουν τη «στρόφιγγα» ροής προς την Ευρώπη για τους Αφγανούς πρόσφυγες.

«Ήταν ένα πολύ δύσκολο ταξίδι. Κοντέψαμε να ναυαγήσουμε και να πεθάνουμε. Είχε πολύ κρύο μέσα στη βάρκα και ήταν πολύ σκοτεινά. Η βάρκα ήταν ελαττωματική και η μηχανή σταματούσε συνεχώς και προσπαθούσαμε να την επανεκκινήσουμε» θυμάται και λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως όνειρό της ήταν να βρεθεί στην Ευρώπη και να συνεχίσει τις σπουδές της, να «χτίσει» εκεί μια νέα ζωή, χωρίς φόβο. Να αισθανθεί ασφάλεια…

Αποφάσισε να εγκαταλείψει το Ιράν όταν οι αρχές της χώρας θέλησαν, όπως λέει, να πάρουν τα αδέλφια της -μοναδικό στήριγμα, όπως τονίζει, στη ζωή της, αφού ο πατέρας της έχει πεθάνει- «και να τους στείλουν να πολεμήσουν στη Συρία κατά του Daesh» (Ισλαμικό Κράτος).

Αλλά κι επειδή η ζωή για τους Χαζάρους στο Ιράν ελλοχεύει πολλούς κινδύνους. «Χρησιμοποιούν τη λέξη “Αφγανός” υποτιμητικά και μας διώκουν» λέει και συνεχίζει: «Είμαστε Χαζάροι και σιίτες και υφιστάμεθα ρατσισμό τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Ιράν. Είναι πολύ δύσκολο για εμάς να ζήσουμε στο Αφγανιστάν γιατί οι Χαζάροι διώκονται και είναι πολύ πιθανό να δολοφονηθούν. Οι Ταλιμπάν είναι εχθροί των Χαζάρων. Θέλουν να μας σκοτώσουν περισσότερο από κάθε άλλη φυλή στο Αφγανιστάν».

Κάποιοι  αστόχαστοι,  ανεύθυνοι, παράλογοι, ανιστόρητοι,  αλλά και  φανατικοί, σκληροπυρηνικοί, απολίτικοι (και όχι απαραίτητα Ναζί, ακροδεξιοί και εθνικιστές) σε όλη την Ευρώπη, δε θέλουν  τη “Χαζάρα”  στη χώρα τους.  «Να φύγει, να πάει αλλού ή να την γυρίσουν πίσω» είναι η πιο συνηθισμένη επωδός  στα ξεσπάσματά των Ευρωπαίων με αφορμή το κύμα των προσφύγων που κατακλύζει σήμερα τη γηραιά ΄Ηπειρο.

Δε θα  επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα. Γιατί, δηλαδή,  η ταλαιπωρημένη  Αφγανή, που ζούσε στο Ιράν και όλοι όσοι βρίσκονται στην κατάστασή της, έχουν το ίδιο δικαίωμα να ζήσουν στην Ελλάδα ή στην Αυστρία, όσο ένας ιθαγενής ΄Ελληνας και Αυστριακός.

Η γη δεν είναι ιδιοκτησία ουδενός. Οι φυλές, τα έθνη, τα κράτη και οι πατρίδες δεν είναι δημιουργήματα της Φύσης, αλλά των ανθρώπων σε μια εποχή που η εξέλειπε η αθωότητα της “παρθενικής” ζωής τους και η  επινόηση της  ιδιοκτησίας ανέτρεψε την αρχέγονη κατάσταση  αγνότητας του ανθρώπου  και οι εξουσίες με τα ιερατεία  την  κατέστησε ως την ισχυρότερη καθεστωτική αρχή -νόμο με θεία προέλευση και ως εκ τούτου μη ανατρέψιμη ανθρώπινη “αξία”.

   Μόνο ένα σκοτισμένο και ασύνετο μυαλό, χωρίς συνείδηση  και στοχασμό,  δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί  τα παραπάνω λογικά και αυτονόητα.  Αλλά, ούτε  ήρθε, δα και το… τέλος του κόσμου με τη μετακίνηση κάποιων χιλιάδων ανθρώπων από μια περιοχή σε άλλη. Ούτε ιστορικά είναι πρωτόγνωρο και ανεξήγητο τέτοιο φαινόμενο.Το αντίθετο μάλιστα. ΄Ολη η ανθρώπινη Ιστορία περιέχει κατά κύριο λόγο τέτοια κεφάλαια μετανάστευσης, αποίκησης, μετεγκατάστασης.

Να θυμηθούμε με  τον “πατέρα της επιστημονικής ιστορίας” τον Αθηναίο στρατηγό Θουκυδίδη, που αφιερώνει αρκετές παραγράφους στο ιστορικό του έργο στη μεταναστευτική νοοτροπία και αντίληψη των αρχαίων κοινωνιών. Ο ίδιος επιβεβαιώνει πως ήταν μια συνήθης κατάσταση, απολύτως κατανοητή και αναγκαία, επιβαλόμενη κυρίως από την ανέχεια, αλλά και από  άλλες αιτίες, π.χ τις “πολιτικές” διώξεις. Σε όλη την ελληνική, ιστορική  αρχαιότητα η αποίκηση (καμιά φορά και ο πλάνητας βίος) ατόμων και κοινωνικών ομάδων-φυλών αποτελούσαν τρόπο ζωής, υποβοηθούμενη πολλές φορές  κι από τις ίδιες τις εξουσίες, ως λύση του δημογραφικού τους προβλήματος. (Βλέπε Ά και Β “ελληνικός” αποικισμός).

 Εν τούτοις, όπως και σήμερα, και στην απώτερη από μας  αρχαιότητα, υπήρχαν πάντα   φωνές ιστορικών ή μυθοπλαστών και εξουσιαστών  που προέβαλαν το ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί της γης που κατοικούσαν, είτε λόγω θεϊκής “κληρονόμησης”  (Εβραίοι κ.α), είτε λόγω μόνιμης προγονικής εγκατοίκησης ή κατάκτησης, ως απαγορευτικό λόγο παραμονής ή εγκατάστασης ξένων, μεταναστών ή προσφύγων . ΄Ενας απ΄αυτούς ήταν κι ο θεωρούμενος ως “πατέρας της επιστημονικής ιστορίας” Θουκυδίδης, ο οποίος υπήρξε κατηγορηματικός επί του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης της προγονικής γης. Και ως εκ τούτου, δεν είναι περίεργο που ο ίδιος ο Αθηναίος ιστορικός δείχνει μια υφέρπουσα κάποτε και άλλοτε εντελώς φανερή απαξίωση σε μετανάστες και πρόσφυγες, εξικνούμενη  σε απαράδεκτο για την ιδιότητα του ιστορικού εθνικισμό.

Να δούμε το μεταναστευτικό, προσφυγικό θέμα όπως το διαπραγματεύτηκε ο μέγας ιστορικός της αρχαιότητας με τη παράθεση ενός παλιού κειμένου μας, που δημοσιεύτηκε εδώ στις 29 Μάη του 2009.

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΣ
  Αν θέλαμε να διατυπώσουμε ποσοστιαία τις απόψεις των καθεστωτικών ιστορικών, παλιότερα και σήμερα,  για το Θουκυδίδη, σχεδόν το 100% αναφέρεται μόνο με διθυραμβικούς ύμνους  στο έργο του. Συνήθως, του επιδαψιλεύουν ιστορικές αρετές, όπως αντικειμενικότητα, άμεμπτο ιστορικό ήθος, κριτική αντίληψη-προσέγγιση των γεγονότων και όχι απλή εξιστόρησή τους, διορατικότητα, μεστός  λόγος ,καλλιέπεια στη γλώσσα του, κ.α. Τον θεωρούν, επίσης, ως τον “πατέρα” της επιστημονικής ιστορίας (αντιδιαστέλλοντάς τον με τον “πατέρα” της ιστορίας Ηρόδοτο)  και τον σημαντικότερο ιστορικό της αρχαιότητας.
Δε θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με όλες τις παραπάνω απόψεις. Ο Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος  ιστορικός που επιχείρησε να απαλλάξει την ιστορία του από το μυθικό στοιχείο (ανεξάρτητα αν δεν το πετυχαίνει  πάντα), κάτι  που δεν το συναντάμε στους προηγούμενους απ΄αυτόν ιστοριογράφους. Προσέγγισε, επίσης, κριτικά πολλές από τις πηγές του και ασκούσε κριτική σε μια σειρά από  γεγονότα,  των οποίων, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, αναζητούσε τις αιτίες και κάποτε προέβλεπε και τις συνέπειές τους.
 Αυτά όλα τα στοιχεία, όπως είπαμε και στην εισαγωγή μας στις ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ (αλλά όχι μόνο αυτά), είναι “εκ των ων ουκ άνευ” για τον  επαγγελματικό εξοπλισμό του παλιότερου και του σύγχρονου ιστορικού. Μερικές τέτοιες αρετές, πράγματι διαθέτει ο Αθηναίος ιστορικός. Γι΄αυτό και δικαίως  χαρακτηρίστηκε ως ο “πατέρας” της επιστημονικής ιστορίας.  Πέρα απ΄αυτό, θα πρέπει να εξαρθεί  και το ιστορικό του ήθος ,που μπορεί μεν να χωλαίνει  σε πολλές περιπτώσεις, όπως θα  δείξουμε παρακάτω , όμως είναι πολύ καλύτερο ή, αν θέλετε, προτιμότερο, έστω και στην ανεπάρκειά του, από εκείνο που  ελάχιστα διέθεταν σύγχρονοι και νεότεροί του ιστορικοί, όπως για παράδειγμα, ο Ξενοφών και ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης. Επομένως, υπ΄αυτά τα δεδομένα, ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης, “αφήνει πίσω του” μια πλειάδα  από αρχαίους ιστορικούς  (ίσως και όλους) και “βάζει τα γυαλιά” σε άλλους μεταγενέστερους με αυτόν ή σύγχρονους με μας. Αυτά, όμως, αρκούν, για να χαρακτηρίσουμε τον Αθηναίο πολίτη και στρατηγό, ως τον άριστο (άρα και ως πρότυπο για μίμηση) ιστορικό; Η απάντηση είναι, αναμφισβήτητα, όχι.
 Αν μπορούσαμε να απαλλαγούμε από την πλύση εγκεφάλου που έχουμε υποστεί όλες οι γενιές (και όχι μόνο οι ιστορικοί) για το Θουκυδίδη και επιχειρούσαμε να προσεγγίσουμε  κριτικά και με αντικειμενική πρόθεση το έργο του , θα διαπιστώναμε πως πολλές από τις πανθομολογούμενες απ’ τους άλλους  ιστορικές αρετές του, όχι μόνο λείπουν, αλλά η απουσία τους είναι, θα λέγαμε, κραυγαλέα. Η περίφημη αντικειμενικότητά του για παράδειγμα, που είναι άμεσα συνυφασμένη με ό,τι θεωρούμε άριστο ιστορικό ήθος, σε πολλές περιπτώσεις λείπει  από την ιστορία του. Και αν σκεφτεί κανείς ότι στη συγγραφή του  δεν κάνει συχνά χρήση αυτής της βασικής αρετής (εργαλείο),  που πρέπει απαρέγκλιτα να  διαθέτει ο ιστορικός , αντιλαμβάνεται  την έκταση της ελλειμματικότητας του ιστορικού του έργου. Ο Θουκυδίδης μπορεί να είναι “πατέρας” της επιστημονικής ιστορίας, αλλά δεν είναι “επαγγελματίας” ιστορικός.
 Η διαπίστωση αυτή γίνεται φανερή από τις πρώτες κιόλας σελίδες των βιβλίων του  και είναι διάσπαρτη μέχρι την τελευταία.Ο Θουκυδίδης συγγράφει την ιστορία του , ως Αθηναίος ιστορικός και όχι ως ιστορικός. Η  “εθνική” -φυλετική του ιδιότητα, και αν δεν απορροφάται εντελώς από τη δεύτερη, αυτή του ιστορικού, όμως την επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό. Αυτό είναι και το σημαντικότερο μειονέκτημα του ιστορικού.
 Μιλάμε, φυσικά, γι αυτό που είναι εμφανές και διαπιστωμένο στο έργο του, γιατί, αν προστεθεί σε αυτό και η αδυναμία μας να ελέγξουμε (λόγω έλλειψης συγκριτικών πηγών) ,αν όντως  τα γεγονότα που παραθέτει έγιναν έτσι ακριβώς και όχι αλλιώς, τότε τα πράγματι δυσκολεύουν πολύ  για τον Αθηναίο ιστορικό. Οι δημηγορίες του, για παράδειγμα, που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του έργου του, είναι καταγραμμένες με ακρίβεια ή παρατίθενται κατά προσέγγιση ; (Πιθανότερο το δεύτερο μόνο και μόνο, επειδή η εποχή εκείνη δε διέθετε πρόσφορα τεχνικά μέσα καταγραφής του προφορικού λόγου).
 Τότε, λοιπόν, πώς μπορούμε με τόση μεγάλη ευκολία να αποδίδουμε τέτοια και τόσα ιστορικά εύσημα σε έναν ιστορικό συγγραφέα,που ποτέ του δεν απεκδύθηκε τον εθνικό του “τρίβωνα”; Μήπως το ιστορικό ανάστημά του δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλο,όπως για λόγους σκοπιμότητας και προκατάληψης το παρουσίασαν οι καθεστωτικοί ιστορικοί; Μήπως ήρθε, επιτέλους, η ώρα να αναθεωρηθούν οι παραδοσιακές απόψεις για τη σημασία του έργου του Αθηναίου ιστορικού και να επαναπροσδιοριστεί η αξία του;Η ιστορία έχει υποστεί τα χειρότερα των δεινών , κυρίως από εκείνους που την κατέγραψαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η απόδοση “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι” στην εποχή μας φαίνεται να είναι σε όλο το εύρος του επιστητού, πρώτη προτεραιότητα. Κι αν αυτό είναι απαραίτητο να γίνει παντού, στην ιστορία πρώτο.
(Ακολουθεί σε μετάφραση η παράθεση κάποιων αποσπασμάτων (παράγραφοι) από το πρώτο βιβλίο των ιστοριών του Θουκυδίδη  και ο σχολιασμός τους.Σ΄αυτά φαίνεται καθαρά η στράτευση του  ιστορικού στον πατριωτισμό,ο οποίος στη συγγραφή του προτάσσει τον Αθηναίο και όχι τον ιστορικό. Για λόγους οικονομίας χώρου,αλλά και του χρόνου των φίλων που θα μας διαβάσουν, δεν παραθέσαμε όλα τα σχολιασμένα αποσπάσματα και στα υπόλοιπα βιβλία του).
{1.  Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν. ΄Υστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.}
 Αλλά  ποια είναι αυτά τα τεκμήρια που τα θεωρεί  αξιόπιστα ο ιστορικός; Δεν θα έπρεπε να μας τα κατονομάσει,  έστω και επιγραμματικά; Ήταν γραπτά κείμενα, ιστορίες παλαιότερων συγγραφέων, δηλαδή; Και αν ναι, γιατί δε μας διασώζει τουλάχιστον τα ονόματά τους, όπως θα έκανε κάθε καλοπροαίρετος, ευσυνείδητος και προπαντός “επαγγελματίας” ιστορικός; Μήπως κατέγραφαν αλλιώς εκείνοι τα γεγονότα και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν  συμπατριώτες του ή φίλα προσκείμενοι στην πατρίδα του; ΄Ηταν, μήπως, αυτά τα τεκμήρια προφορικές παραδόσεις και έργα ποιητών (το πιθανότερο), τα οποία θεωρεί ως αξιόπιστα και τα οποία, μάλιστα, τα αναγορεύει σε ιστορικές πηγές σε πολλά σημεία της συγγραφής του ; (Παράδειγμα, τα έπη του Ομήρου, για την αξιοπιστία των οποίων ελάχιστες αμφιβολίες  φαίνεται να έχει, γι΄αυτό και δοθείσης ευκαιρίας τα μνημονεύει, ως ιστορικές πηγές).
 Όπως και αν έχει το πράγμα, πάντως, ο ιστορικός είναι απόλυτα πεπεισμένος πως τα παλιότερα  γεγονότα, είτε ήταν πολιτικά είτε στρατιωτικά είτε άλλα, κρίνονται ήσσονος σημασίας ,για να μνημονευθούν στην ιστορία του και οπωσδήποτε κατώτερα του πελοποννησιακού  πολέμου. Αλλά, γιατί ο τρωικός πόλεμος ήταν κατώτερος για την εποχή του (και σε τι από τον πελοποννησιακό;) Ή, γιατί οι αποικισμοί δεν ήταν μεγάλης σημασίας ιστορικά γεγονότα-σταθμοί, (ώστε να σταθεί αναλυτικότερα σ΄αυτούς), συγκρινόμενα με άλλα σύγχρονά του μη πολεμικά γεγονότα; Γιατί  αρκείται σε μια επιγραμματική περιγραφή του φαινομένου των αποικισμού  και επισημαίνει όχι και τις  πειστικότερες αιτίες του?
{2. Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποόον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον έσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη. Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς.  Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν. }
 Η 2η παράγραφος  των “Ιστοριών” του Αθηναίου συγγραφέα είναι   μια χαρακτηριστική περίπτωση της, όχι και τόσο ορθόδοξης, ιστορικής  μεθόδου που χρησιμοποιεί ο  ιστορικός, όταν θέλει να θυμηθεί πως είναι Αθηναίος και αγαπά την πόλη του. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να “περάσει” εύκολα εκείνο που θέλει, εκφρασμένο όχι ως  προσωπική του άποψη ,αλλά ως τεκμαιρόμενο από   στοιχεία που παραθέτει (αλλά δε λέει πού τα βρήκε), ή από επικρατούσες θεωρίες και αντιλήψεις.  Ας δούμε το παραπάνω απόσπασμα: Η Ελλάδα, μας λέει εδώ, δεν είχε εξ αρχής (ποιας αρχής;) μόνιμους κατοίκους. Καί όσοι την κατοικούσαν, αναγκάζονταν να μεταναστεύουν και εναλλάσονταν από άλλους ισχυρότερους κατοίκους.  Ιθαγενείς, δηλαδή, αυτόχθονες κάτοικοι δεν υπήρχαν σ΄αυτά τα χώματα, έστω και αν αργότερα εκτοπίστηκαν από άλλους; Πώς γίνεται αυτό; Δεν μπορεί, όλο και κάποιος ντόπιος πληθυσμός θα κατοικούσε σ΄ αυτή τη γη μέχρι που κάποιοι άλλοι τους εξεδίωξαν.Ποιοί ήταν αυτοί;Δεν είχαν κάποιο όνομα ,όπως οι δικοί του πρόγονοι, οι κάτοικοι της Αττικής;
 ΄Οχι, λέει ο ιστορικός.΄Ηταν φτωχές νομάδες, άγνωστης προέλευσης και καταγωγής. Περίεργο φαινόμενο.  Αλλά, γιατί ο  Αθηναίος ιστορικός διακινδυνεύει να διατυπώνει μια ατεκμηρίωτη άποψη περί μεταγενέστερης (από πότε δε μας λέει) εγκατοίκησης από μόνιμους κατοίκους της υπόλοιπης Ελλάδας, πλην Αττικής; Είναι απολύτως εμφανής ο σκοπός, αν ο αναγνώστης του έργου έχει έστω και ίχνη  υποψίας: Για να αποφανθεί -και όχι πρώτη φορά-ότι μόνο οι Αθηναίοι απ΄όλους τους άλλους ΄Ελληνες  έχουν σίγουρη την αυτόχθονη και μακραίωνη καταγωγή τους! Γράφει: “Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους”. Α, μάλιστα.  Η υπόλοιπη  Ελλάδα, μάλλον από  ξένους (Βαρβάρους;) κατακτήθηκε και κατοικήθηκε. Επομένως, δε διέθεταν οι άλλες ελληνικές πόλεις τα εχέγγυα της ομοιογένειας και της φυλετικής καθαρότητας, όπως η Αθήνα.
 Δε χρειάστηκε,μάλιστα και πολύ μελάνι για να …αποδείξει του λόγου του το ασφαλές. Επιστρατεύει ένα αληθοφανές παράδειγμα, τραβηγμένο από τα μαλλιά, πλάθει μια αντικρουόμενη θεωρία και τα παρουσιάζει ως αποδείξεις: ΄Ηταν, λέει, φτωχοί οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ελλάδας, γι΄αυτό δεν νοιάζονταν να καλλιεργούν τη γη, να έχουν άλλες μόνιμες ενασχολήσεις και  υπάρχοντα,γιατί θα τους τα έκλεβαν κάποιοι άλλοι, επιδρομείς, ισχυρότεροι απ αυτούς. Αλλά, γιατί δε συνέβη το ίδιο και στην Αττική, που  και εδώ ήταν φτωχοί οι κάτοικοί, όπως και οι λοιποί ΄Ελληνες και η χώρα τους απόλυτα προσβάσιμη σε πειρατές, όπως  ο ίδιος μας πληροροφορεί; Τι το διαφορετικό είχε η Αθήνα,που δεν δεν την εγκατέλειπαν οι πένητες κάτοικοί της, όπως έκαναν και οι άλλοι,  κοντινοί ή μακρινοί γείτονές τους; Προφανώς, οι κάτοικοι της Αθήνας διέθεταν περισσότερη  αγάπη για τον τόπο τους απ΄όση οι υπόλοιποι Έλληνες  για τη δική τους γη!
Παρακάτω, όμως, αντιλαμβάνεται την παραδοξολογία του επιχειρήματός του (δύο μέτρα και δύο σταθμά για το ίδιο  φαινόμενο) και σπεύδει να  το καταστήσει πιο λογικοφανές : Επιστρατεύει  την αιτία  των εμφυλίων, τοπικών πολέμων ανάμεσα στους έχοντες και μη έχοντες, για να δείξει το λόγο που κάποιοι εγκατέλειπαν τις εστίες τους. Δικαιολογεί με αυτό τον τρόπο , γιατί οι άλλοι ΄Ελληνες έφευγαν από τις πόλεις τους και με τη συρροή τους στην Αθήνα συντέλεσαν στην πολυανθρωπία της , αλλά και βρίσκει ευκαιρία να εκθειάσει δια της συνειρμικής οδού τη μεγαλοψυχία των δημοκρατικών Αθηναίων,που  παρείχαν πολιτικό άσυλο στους διωκόμενους.
 Δεν πείθει, όμως, γιατί, όπως είπαμε, η αντιφατικότητα είναι φανερή,όπως και η σκοπιμότητα που εξυπηρετούν οι αντικρουόμενες θεωρίες του. Μάλιστα, αν και αρχίζει τη συγγραφή του έργου του, θυμίζοντας στους αναγνώστες του πως τα παλιότερα γεγονότα δεν είναι εύκολο να εξακριβωθούν λόγω της χρονικής απόστασης που τον χωρίζουν από εκείνα, εν τούτοις, γι΄αυτές τις απώτατες χρονικές περιόδους   που αφορούν την   προϊστορία, τότε που ακόμα διαμορφώνονταν πληθυσμιακά οι διάφορες ελληνικές περιοχές, μιλάει σαν να ήταν γεγονότα χτεσινά. Ακόμα χειρότερα, αποφεύγει να κατονομάσει τις πηγές, βάσει των οποίων χαρτογράφησε φυλετικά την Ελλάδα και πείστηκε ότι μόνο οι Αθηναίοι δεν μετακινήθηκαν από τον τόπο τους, σε αντίθεση με τους άλλους Προέλληνες, που επί σειρά ετών ή και αιώνων περιφέρονταν τήδε κακείσαι, μέχρι να βρουν τον τελικό χώρο της εγκατάστασής τους.
  {6.Διότι όλοι οι Έλληνες ωπλοφόρουν λόγω του ότι αι κατά κώμας διεσπαρμένοι εγκαταστάσεις των ήσαν ανοχύρωτοι και αι προς αλλήλους συγκοινωνίαι επισφαλείς και ούτως εσυνήθισαν να διαιτώνται, φέροντες όπλα όπως οι βάρβαροι. Το γεγονός άλλωστε, ότι εις τα διαμερίσματα αυτά της Ελλάδος διατηρείται ακόμη ο τρόπος αυτός της διαίτης, είναι τεκμήριον ότι η συνήθεια αυτή επεκράτει άλλοτε γενικώς. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, υπήρξαν μεταξύ των πρώτων, οι οποίοι, αφού παρήτησαν την οπλοφορίαν, ηκολούθησαν δίαιταν μάλλον αβίαστον και ετράπησαν εις την τρυφηλότητα. Και από τους πλέον ηλικιωμένους μεταξύ των, οι πλούσιοι, ένεκα του αβροδιαίτου αυτών, μόλις εσχάτως έπαυσαν να φορούν λινούς χιτώνας και να συμπλέκουν επί της κεφαλής την κόμην των εις κρώβυλον διά χρυσής πόρπης, εχούσης το σχήμα τέττιγος. Ως εκ τούτου, άλλωστε, και ο ιματισμός αυτός επεκράτησεν επί πολύ μεταξύ των πλέον ηλικιωμένων Ιώνων, λόγω της φυλετικής προς τους Αθηναίους συγγενείας. Εξ άλλου, οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι μετεχειρίσθησαν την απλουστέραν ενδυμασίαν, η οποία σήμερον συνηθίζεται, και συγχρόνως η δίαιτα των ευπορωτέρων αφωμοιώθη γενικώς, όσον ήτο δυνατόν, προς την του κοινού λαού. Πρώτοι ωσαύτως κατά τους αθλητικούς αγώνας, αποβάλλοντες τα ενδύματά των, παρουσιάζοντο γυμνοί και ηλείφοντο με έλαιον. Αλλά παλαιότερον, ακόμη και εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, οι αθληταί, όταν ηγωνίζοντο, έφεραν διαζώματα περί τα αιδοία, και η συνήθεια αυτή διετηρείτο μέχρι προ ολίγων ετών και διατηρείται, ακόμη και σήμερον εις μερικούς βαρβάρους και ιδίως Ασιάτας, όπου οι αγωνιζόμενοι δια τα έπαθλα πυγμής και πάλης φέρουν διαζώματα. Αλλά θα ημπορούσε κανείς ν’ αποδείξη ότι και πολλάς άλλας συνήθειας είχαν οι παλαιοί Έλληνες, ομοίας με τας συνηθείας των σημερινών βαρβάρων.}
 Οι πάντα και σε όλα πρώτοι Αθηναίοι, εξασφαλίζουν και σε αυτή την παράγραφο  άλλη μια πρωτιά, αφού “υπήρξαν μεταξύ των πρώτων που παράτησαν την οπλοφορία” και έγιναν καλοζωιστές, Όχι με την έννοια της τρυφυλότητας-μαλθακότητας,βέβαια, αλλά του πλούτου και της καλοπέρασης. Ακόμα και τα ενδύματά τους ήταν λινά και καλαίσθητα και τα στολίδια τους, μηδέ των γερόντων εξαιρουμένων, χρυσά και επιβλητικά. Βέβαια,όλα τούτα αργότερα είναι μόνο μια ανάμνηση, αφού τα ήθη έγιναν πιο…σπαρτιατικά, απλά ,φτωχικά και απέριττα. Ο πατριώτης ιστορικός αναπολεί τις “παλιές καλές ημέρες” της Αθήνας και φαίνεται να εκλαμβάνει ως ξεπεσμό,έστω και αν δεν το λέει “μεγαλόφωνα”, την τωρινή απλή και απέριττη ζωή των συμπατριωτών του, που ενδυματολογικά τουλάχιστον δε διαφέρουν και πολύ από τους Σπαρτιάτες και τους…βαρβάρους.
 {9.Και όσοι, άλλωστε, από τους Πελοποννησίους παρέλαβαν από τους προγενεστέρους τας ασφαλεστέρας παραδόσεις διηγούνται ότι ο Πέλοψ απέκτησεν αρχικώς δύναμιν λόγω του μεγάλου πλούτου, με τον οποίον ήλθεν από την Ασίαν εις χώραν, της οποίας ο πληθυσμός ήτο πτωχός, και διά τούτο κατώρθωσε, μολονότι ξένος, να δώση εις αυτήν το όνομά του, και ότι ακόμη καλυτέρα τύχη επερίμενε τους απογόνους του μετά τον θάνατον του εγγονού του Ευρυσθέως, βασιλέως των Μυκηνών, ο οποίος εφονεύθη από τους Ηρακλείδας εις την Αττικήν. Καθόσον, όταν ούτος εξεστράτευσεν εκεί, ενεπιστεύθη την αντιβασιλείαν των Μυκηνών, λόγω συγγενείας, εις τον αδελφόν της μητρός του Ατρέα}
 Ο υποσυνείδητος πόνος ,αλλά και ο φθόνος (κατανοητά), που ταλαιπωρούν τον Αθηναίο στρατηγό και ιστορικό για τα αλλεπάλληλα  πλήγματα, που δέχτηκε η ένδοξη πατρίδα του (στον εξιστορούμενο από τον ίδιο πόλεμο) από τον πειθαρχημένο και άριστα εξασκημένο πελοποννησιακό στρατό, δεν τον αφήνουν   ήσυχο να συνθέσει την ιστορία του “χωρίς φόβο και πάθος”.Θα βρει τρόπο να μειώσει και να υποβιβάσει τους άσπονδους εχθρούς. Ανακαλύπτει τις πιο αφελείς παραδόσεις για το σκοπό αυτό.
 Βάρβαροι είναι οι κάτοικοί της Πελοποννήσου, λέει, αφού ο άνθρωπος που έδωσε ακόμα και το όνομά του στο νησί (ο Πέλωψ), δεν ήταν παρά ένας Ασιάτης, ένας ξενόφερτος,  “εξώλης και προώλης” μάλλον, κάνας παραλής τυχοδιώκτης που έφτασε εδώ κυνηγημένος . Τώρα που έχει λόγο, η ιστορική πένα του δέχεται το μύθο ως αληθινό γεγονός. Ο μυθικός Πέλωψ, αναδεικνύεται σε ιστορικό πρόσωπο από το στρατηγό- ιστορικό, χάριν της τιμής και της φήμης της πατρίδας . Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτοί  που ταπείνωσαν τους “εξ αρχής” επώνυμους Αθηναίους-Έλληνες και την ένδοξη πόλη τους ,δεν είναι παρά απόγονοι Ασιατών, ξενόφερτοι βάρβαροι.
 {Και οι Δωριείς με τους Ηρακλείδας κατέλαβαν την Πελοπόννησον το ογδοηκοστόν έτος. Ως εκ τούτου, μόλις μετά παρέλευσιν πολλού καιρού ησύχασεν οριστικώς η Ελλάς και ο πληθυσμός της έπαυσεν υποκείμενος εις βιαίας μετακινήσεις, οπότε και ήρχισε ν’ αποστέλλη αποικίας. Και οι μεν Αθηναίοι απώκισαν τας Ιωνικάς πόλεις της Μικράς Ασίας και τας περισσοτέρας νήσους του Αιγαίου πελάγους, οι δε Πελοποννήσιοι το πλείστον της Ιταλίας και Σικελίας και μερικά άλλα μέρη της λοιπής Ελλάδος. Όλαι αυταί άλλωστε αι αποικίαι ιδρύθησαν μετά τα Τρωικά.}
 Ήδη από τη  2η κιόλας παράγραφο της συγγραφής του, όπως είπαμε, ο Αθηναίος ιστορικός φροντίζει να ξεκαθαρίσει πως απο τους ΄Ελληνες, μόνο οι Αθηναίοι φαίνεται να είναι αυτόχθονες ή τουλάχιστον να ζουν από αρχαιοτάτων χρόνων στην ίδια γη, σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους Λακεδαιμόνιους, που δεν έχουν παρά λίγα χρόνια ζωής στην εστία τους, στην οποία φαίνεται να εγκαταστάθηκαν καμιά 80αριά χρόνια μετά τα Τρωικά. Αν δεχτούμε τη χρονολογία του Ερατοσθένη, πως ο τρωικός πόλεμος,δηλαδή, έγινε το 1184, μόλις κάποιες…εκατοντάδες χρόνια, πριν τον πελοποννησιακό πόλεμο, πήραν την… πολιτογράφηση Έλληνες οι Δωριείς-Σπαρτιάτες. Αντίθετα, οι ΄Ιωνες, δηλαδή οι Αθηναίοι, κατείχαν τη χώρα τους αντάμ-παπαντάμ και ουδείς είδεν από πότε!
  Περιττό να πούμε, βέβαια, ότι η περίφημη κάθοδος των Δωριέων,που μνημονεύει εδώ ο ιστορικός, δεν έχει κανένα ιστορικό στήριγμα. Ουδέποτε, το πιθανότερο,συνέβη και επομένως ουδείς (ούτε ο Θουκυδίδης),  μπορεί να γνωρίζει πόσο αρχαίοι ήταν οι Σπαρτιάτες στη γη τους, ή πόσο παλαιότεροι ή νεότεροι σε σχέση με τους Αθηναίους, που και αυτών τη φυλετική ταυτότητα μόνο από τις μυθοπλασίες των ποιητών τη γνωρίζουμε.