α. Ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου σε κάθε γωνιά της Ελλάδας -Από τη Μεγαλόχαρη της Τήνου στα φιδάκια της Κεφαλονιάς
β. Δεκαπενταύγουστος: Τα 501 ονόματα της Παναγίας
Πάνω από πεντακόσια είναι τα ονόματα που έχουν αποδώσει οι πιστοί στην Παναγία.
Τα περισσότερα προέρχονται από ύμνους και από τον τόπο που βρίσκεται κάποιος Ναός η Μοναστήρι, ενώ αρκετά είναι βγαλμένα εξαιτίας του τρόπου που έχει αγιογραφηθεί.
Από τις πιο γνωστές Παναγίες, που πήραν το όνομά τους ανάλογα με τη γεωγραφική θέση ή την τοποθεσία που βρίσκονται οι αντίστοιχες εκκλησίες, είναι οι εξής: η Παναγία η Κανάλα στην Κύθνο, η Παναγία Σουμελά, η Παναγία η Λιμνιά στη Λίμνη Ευβοίας, η Παναγία Κύκκου στην Κύπρο, η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα, η Παναγία η Αγιασώτισσα στην Αγιάσο και η Παναγία η Φοδελιώτισσα στο Φόδελε του Ηρακλείου Κρήτης.
Πάλι επίσκεψη -αστραπή μιας μέρας στη γενέτειρα, σήμερα της Παναγίας. Η έρημη τις άλλες ημέρες και ειδικά τις χειμωνιάτικες, Ανδρίτσαινα, σφύζει από ζωή το 15Αυγουστο. Εκατοντάδες επισκέπτες, οι περισσότεροι ξενιτεμένοι Αντριτσάνοι στα πέρατα της οικουμένης. Κάποιοι πια με “πολιάν την κεφαλήν”, μετανάστες χρόνια σε Αμερική και Αυστραλία, έρχονται για προσκύνημα-ανάσα στα “ιερά χώματα”,που περπάτησαν στα παιδικά τους χρόνια.
΄Ομορφη η Ανδρίτσαινα και τα γύρω χωριά. Πολλά σε απόσταση ακόμα και 20 -30 χιλιομέτρων. Θυμάμαι μερικά από τα ονόματα των πάνω, λεγόμενων, χωριών: Σκληρού (κάτω από το Ναό του Επικουρείου Απόλλωνος), ΄Αγιος Σώστης, Αμπελιώνα, Λυνίσταινα, ,Βερβίτσα, Νέδα (εδώ και το ομώνυμο ποτάμι η αρχαία Νέδα), Ζούρτσα (Φυγαλεία). Και από τα κάτω χωριά: Μαχαλάς, Φανάρι (κέντρο επί Τουρκοκρατίας), Σέκουλας, Ζάχα, Ζελέχοβα, Ρογκοζιώ, Πλατιάνα ( παραθέτω τα παλιά τους ονόματα).
Η Ανδρίτσαινα ήταν το εμπορικό κέντρο της περιοχής. Παλιότερα, οι χωρικοί έφερναν εδώ το Σάββατο τις πραμάτειες τους (γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα) στο ξακουστό παζάρι. (“Να χαμηλώναν τα βουνά/να ψήλωναν οι κάμποι/Νά΄βλεπα την Αντρίτσαινα/το έρμο της παζάρι.https://www.youtube.com/watch?v=9y3HYLdQgGM) . Να πουλήσουν οι έρμοι καμιά οκά ντομάτα ,καμια σφέλα τυρί, καμιά κόττα. Να πάρουν στα ροζιασμένα τους χέρια ένα χάρτινο πενηντάρικο όλο κι όλο, να ψωνίσουν τα απαραίτητα (ανάχρια), που δεν παρήγαγαν οι ίδιοι. Κυρίως ζάχαρη, καφές, αλάτι, μπαχαρικά, αλλά και πετρέλαιο για τις λάμπες, παπούτισα, ρούχα (ντρίλια). Τέτοια.
Το ιστορικό Γυμνάσιο-Λύκειο με τη Βιβλιοθήκη στεγασμένη παλιότερα στο ίδιο κτίριο και με διευθυντή τον πολυγραφότατο ιστοριοδίφη, διευθυντή της Αγησίλαο Τσέλαλη, συγκέντρωνε εκατοντάδες μαθητές απ΄όλα τα χωριά γύρω. ΄Εμεναν 3 και 4 μαζί σε ένα νοικιασμένο, άθλιο συνήθως δωμάτιο. Κάθε Σάββατο που έρχονταν στο παζάρι οι γονείς τους από τα χωριά, τους κουβάλαγαν τα “σακούλια” με τρόφιμα (χιλοπίτες, τραχανά, τυρί, ψωμί, αυγά). Τα έστελναν οι άμοιροι να σπουδάσουν, να φύγουν από την άγονη γη που τυράννησε τους ίδιους, τους πατεράδες, τη γενιά τους , “αντάμ- παπαντάμ”.
΄Ηταν γραφική την εποχή εκείνη, δεκαετία του ΄60 η Ανδρίτσαινα. Πραγματικά αρχόντισα κυρά. ΄Εσφυζε από ζωή.
Πρωτεύουσα, άλλωστε, της επαρχίας Ολυμπίας με όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, με το Ναό του Επικουρείου Απόλλωνα και το Λύκειο όρος, πάνω από το κεφάλι της, ήταν ένα πλούσιο κεφαλοχώρι. Ο τουρισμός της, ένα άλλο ισχυρό ποδάρι, κρατούσε ψηλά το οικονομικό επίπεδο της περιοχής, ΄Από το Πάσχα μέχρι και τέλος Σεπτέμβρη, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες τουρίστες (“Λόρδοι”) έφταναν στην Ανδρίτσαινα απ΄όλες τις γωνιές του κόσμου.
Οι άνθρωποι,όπως έχουμε γράψει κι αλλού ,με όλες τις αρετές και τα κουσούρια του επαρχιώτη. Φιλόξενοι, κοινωνικοί, γλεντζέδες. Αλλά και κουτσομπόληδες, με μίση και έχθρητες μεταξύ τους. Τις περισσότερες φορές “για ψύλλου πήδημα” (γιατί πήγε η γίδα και έφαγε πέντε φύλλα από τη μηλιά!), πήγαιναν στα δικαστήρια! ΄Ιδιες μικρότητες, που υπήρχαν και υπάρχουν στις μικρές κοινωνίες. Αλλ΄όμως και υπερόπτες οι Αντριτσάνοι. “Ψώνια” κάποιοι, ως…πρωτευουσιάνοι. Περιφρονούσαν τους χωριάτες (βλάχοι), τους οποίους, βέβαια, εκμεταλλεύονταν ασύστολα, αφού αγόραζαν και εμπορεύονταν κοψοχρονιά τον ιδρώτα τους.
Κάτι που αξίζει να σημειώσουμε εδώ, για να κλείσουμε αυτό το κομμάτι με τις σύντομες μνήμες για την Ανδρίτσαινα, είναι η σύγκριση της θρησκευτικότητας των σημερινών και των παλιών Αντριτσάνων. Οι παλιοί, τυπικά θρησκευόμενοι, δε θα έλεγε κανείς πως είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση ή εξάρτηση από τη θρησκεία. Πήγαιναν, όσοι πήγαιναν, τυπικά στη λειτουργία την Κυριακή ,σε γάμους, κηδείες, βαπτίσια, αλλά μέχρι εκεί. Κανένας φανατισμός με τη θρησκεία, καμιά ιδιαίτερη έλξη.
Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Βλέπω κοπάδι τους συγχωριανούς επισκέπτες να τρέχουν στις εκκλησιές, σε προσκυνήματα, σε λειτουργιές. Μπορεί να μη “δίνουν του αγγέλου τους νερό” ή να μην πίνουν ένα καφέ έξω, αλλά καταθέτουν πλουσιοπάροχα τον οβολό τους για να αναπαλαιωθούν οι εκκλησιές, να κτιστούν καινούριες, να δίνουν τάματα και προσφορές στα μοναστήρια.
Αυτή η όψιμη θρησκευτικότητα των ανθρώπων, όχι μόνο των συγχωριανών μου, είναι και επικίνδυνη και αποπροσανατολιστική. Μπορεί, μεν, να μη γνωρίζουν πολλοί ούτε ελάχιστα από την πλούσια ιστορία αυτής της περιοχής, να μην έχουν ούτε μια φορά επισκεφτεί το “Ναό”, αλλά τρέχουν στις εκκλησιές και τα μοναστήρια προσκυνητές ,χατζήδες και δωρητές. Και το χειρότερο είναι πως έγιναν φανατικοί.΄Ετσι και τους πεις πως εκτός από τη θρησκεία, υπάρχουν και η ιστορία, οι πρόσφυγες, η αλληλλεγγύη, σε κοιτούν με το… ένα μάτι.
Δεν είναι περίεργο. Σε περιόδους κρίσης, ειδικά οικονομικής, αλλά και έξαρσης του εθνικισμού, οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο στη θρησκεία. Το αδύναμο, το ανασφαλές άτομο ακροβατεί. Δεν έχει ανάκαρο να σταθεί στα πόδια του χωρίς δεκανίκια. Και η θρησκεία προσφέρει τα…καλύτερα!