O ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΟΓΙΟΤΑΤΙΣΜΟΥ

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ  Ν.Δ: « Κυβέρνηση και πρωθυπουργός σε αποδρομή» (12/4/2017)

(«΄Εκανε και η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο». Εν προκειμένω…βρήκε ο Κικίλιας τη ΔΟΜΗ και μας ζάλισε με την… αποδρομή!)

Παλιότερα ,στα «πέτρινα χρόνια», τον καιρό  της γλωσσικής δικτατορίας της καθαρεύουσας,  λογιο(ω)τατισμό αποκαλούσαν την τάση λογίων (ή υποδυόμενων το λόγιο), να χρησιμοποιούν στο γραπτό ή προφορικό τους λόγο  μια αυστηρή καθαρεύουσα, με παρέκκλιση πολλές φορές  σε αρχαϊζουσα . Στόχους τους, ο εντυπωσιασμός, η επίδειξη  .Διαφοροποίηση από το «πόπολο» κυρίως, αλλά και ένδειξη συντηρητισμού.

Ο λαϊκισμός (συνώνυμος και συγγενικός όρος η «δημαγωγία») είναι η τάση, κυρίως των πολιτικών  και  των «πολιτικοποιημένων» να παρουσιάζονται ως  φορείς (τάχα)  των επιθυμιών και υποστηρικτές των  συμφερόντων των απλών λαϊκών μαζών, του προλεταριάτου,  ενάντια στις  στις ελίτ.  Πολλοί, εντελώς λαθεμένα, χρησιμοποιούν τον όρο «λαϊκισμός», νομίζοντας πως σημαίνει χρήση λαϊκών όρων -εκφράσεων και κάποτε χυδαίων. Πιο απλά, θεωρούν πως ο λαϊκισμός είναι κάτι σαν «αντώνυμο» του λογιοτατισμού και οπωσδήποτε  γλωσσική εκτροπή από τον…ευπρεπή, το δόκιμο λόγο. Τον ορίζουν, μάλιστα  ως το ύφος του «αυριανισμού», που είχε υιοθετήσει παλιότερα στα χρόνια της δεσποτείας του Γ. Κουρή στη βιομηχανία παραπληροφόρησης,   η εφημερίδα του ΑΥΡΙΑΝΗ. «΄Ετερον, εκάτερον», όμως. Ο λαϊκισμός δεν είναι «αυριανισμός». Μπορείς να είσαι λαϊκιστής, μιλώντας και σε…αγγλικά Οξφόρδης ( Ανδρέας Παπανδρέου  και  πρόσφατα … Yannis Varoufakis).

Σήμερα ,αρχής γενομένης από τη Μεταπολίτευση, ο παλιός εκείνος λογιοτατισμός αναφάνηκε στη γλώσσα, το λόγο,  το ίδιο έντονος, αλλά και αισχρός με εκείνον παλιότερα. Μόνο που στη νέα αυτή έκδοσή του, τον υιοθέτησαν κυρίως   αριστεροί,  αναρχικοί,   ή αυτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί,  σε αντίθεση με τον παλιό στον οποίο θήτευαν  «λόγιοι» κυρίως δεξιών  και ακροδεξιών φρονημάτων.

Ο νέος λογιοτατισμός είναι ένας ξύλινος λόγος, διανθισμένος κυρίως με τσιτάτα από τα έργα των «πατριαρχών» της  κομμουνιστικής Αριστεράς και του αναρχισμού. Παράλληλα, όλο αυτό το ξύλινο γλωσσικό κατασκεύασμα, ενισχύεται ή έτσι νομίζουν, με νεολογισμούς, άλλες  προσωπικές γλωσσικές επινοήσεις,  εξειδικευμένους, ξενόφερτους όρους, μορφολογία  χαλαρή, απλοποιημένη  ή και χωλαίνουσα.

Αν, πέρα απ΄αυτά, θέλαμε να δώσουμε έναν πιο ουσιαστικό ορισμό για το νέο λογιοτατισμό θα ταίριαζε να πούμε καλύτερα πως είναι ένας ακατάληπτος γραπτός ή προφορικός λόγος, με στόχο  να  θηρεύσει  εντυπωσιασμό, διαφορετικότα σκέψης-συλλογισμού-φιλοσοφίας. Με άλλα λόγια, ο  χρήστης  τέτοιου λόγου, αν και δείχνει να  προασπίζεται ανθρώπινα δικαιώματα και λαϊκά-προλεταριακά  συμφέροντα, δεν ενδιαφέρεται  τόσο , ή σχεδόν καθόλου, να περάσει ένα μήνυμα, να πληροφορήσει ή έστω να προπαγανδίσει, όσο να δείξει πως ο ίδιος είναι φορέας διαφορετικής γλωσσικής ή άλλης κουλτούρας από εκείνη, που όπως είπαμε, πολλοί θεωρούν ως λαϊκισμό στη λαθεμένη του έννοια.

΄Οπως και να έχει, μια τέτοια στάση είναι πέρα από γλωσσολογικά-γλωσσικά, και πολιτικά  απαράδεκτη. Είναι μια σοβαρή παθογένεια, κυρίως όταν εκδηλώνεται σε πολιτικό ή φιλοσοφικό λόγο. Αυτός ο λόγος ειδικά , γραπτά και προφορικά, οφείλει να είναι απλός, καταληπτός και καθόλου φιγουρατζίδικος και ξύλινος.

Παραθέτουμε  αποσπάσματα από παλιότερα κείμενά μας για το συγκεκριμένο θέμα, που ανέβηκαν εδώ κατά καιρούς με διάφορες αφορμές:

1. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ: «Η ΠΡΩΤΗ ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (26/8/2014)
…………………………………………………………………………..
Στο λόγο  ο Εμμανουήλ  Κριαράς ήταν πάντα σεμνός, καθόλου πομπώδης και φιγουρατζής. «Αυτά είναι  κουσούρια που δεν πρέπει να ταλαιπωρούν τον λόγο του διανοούμενου», μας έλεγε παλιά, σε μια συνάντηση στη Θεσσαλονίκη. «Ο λόγιος λόγος, η γλώσσα του διανοούμενου χαρακτηρίζεται πρώτα απ΄όλα από την απλότητα και την αμεσότητα. Οι λέξεις, όσο ηχηρές και αστραφτερές κι αν είναι, δεν μπορούν να κρύψουν την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα».
 Μας δίδαξε την απλότητα και την αμεσότητα στο λόγο ο Εμμανουήλ Κριαράς. Η «Ιστορική δημοσιογραφία» ειδικά δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τους δύο ασφαλείς και απαραίτητους αυτούς πυλώνες…
Απλός, καθαρός, σταράτος ,κατανοητός λόγος. Χωρίς στολίδια φορτωμένος, χωρίς  λούστρο και φιγούρα. Και ο λόγος είναι  ο δρόμος για τη διατύπωση των νοημάτων ,αλλά χωρίς πολλά πολλά ζικ-ζακ και δυσνόητες ταμπέλες. Οι αρετές της γλώσσας  που δίδαξε ο καθηγητής.
«΄Ο,τι είναι απλό και άμεσο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και όχι μόνο στη γλώσσα, είναι τελικά συνταγή επιτυχίας»,τον θυμάμαι να μας διαβεβαιώνει σ΄εκείνη τη συνάντηση.
2. ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ «ΗΓΕΜΟΝΕΣ ΕΚ ΔΥΤΙΚΗΣ ΛΙΒΥΗΣ» (22/1/2016)

 

Με αφορμή πρόσφατη δημοσίευση στο διαδίκτυο αποσπασμάτων από πρόλογο σε παρουσίαση Βιβλίου, μας δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσουμε για άλλη μια φορά την άποψή μας για τη σημασία της χρησιμότητας και της ορθής χρηστικότητας του λόγου, ως εργαλείο διακίνησης ιδεών, απόψεων, μηνυμάτων και όχι ως  βήμα εντυπωσιασμού από τα προϊόντα της   λεξιθηρίας και το λοιπό γλωσσικό του περιτύλιγμα. Παραθέτουμε τα παρακάτω αποσπάσματα που αλιεύσαμε  στην εν λόγω παρουσίαση ,για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τη διαφορά ανάμεσα στον ουσιώδη, το μεστό, τον αυθεντικό λόγο  και τον τεχνητό ,το μασκαρεμένο, το φτιασιδωμένο :
1. Σ’ έναν κόμβο ανυπέρβλητων, ανορθόλογων και ακατάληπτων, κρίσεων.
2. η εννοιολογική σύλληψη της δομής της κοινωνίας και της ανάπτυξής της.
3. Μια σύνθεση που δρομολογεί τη διαλεκτική υπέρβαση-άρση του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας, και ιδιαίτερα του κλασικού μαρξισμού.
4. Η τελευταία συνιστά την αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία έναντι της (προταξικής και ταξικής) προϊστορίας της ανθρωπότητας, στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας.
5. Η ιστορία δεν είναι αποκλειστικό πεδίο δράσης  της βουλητικής αυθαιρεσίας.
6.   Η νομοτέλεια της ιστορίας ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας και εκδηλώνεται ιδιότυπα στις εκάστοτε εποχές και συγκυρίες, ως φάσμα δυνατοτήτων της αναβαθμιζόμενης δράσης των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι, κυρίως οι μη ικανοποιητικώς νοήμονες (ολιγόνοες) ή οι αλαζόνες, οι υπερόπτες, οι… ψωνισμένοι, τα  ψώνια  στην αργκο-λαϊκή μας διάλεκτο, στο διάβα των αιώνων ,επιζητούσαν τρόπους να διαφοροποιηθούν από το διπλανό τους. Να ξεχωρίσουν. Συνήθεις τρόποι για να ικανοποιήσουν αυτή την επιθυμία τους, που σε πολλές περιπτώσεις καταντούσε εμμονή, ήταν εκείνοι μέσω της ένδυσης, του καλλωπισμού του σώματος, της κίνησης, του λόγου ,της προφοράς στην  εκδοχή, όμως,  του παράξενου, της υπερβολής και κάποτε και του αλλόκοτου.
Ο λόγος, η γλώσσα ανέκαθεν υπήρξε κριτήριο και πιστοποιητικό σε όλες τις εποχές και τις κοινωνίες.  «Λυδία λίθος» που δοκιμάζονταν πάνω της αυθεντικά, ατομικά χαρακτηριστικά, όπως αυτά της ευφυίας, της  μόρφωσης, της πνευματικότητας και άλλων συναφών πολιτισμικών  στοιχείων.  Και φυσικά, πιστοποιούσε -σφράγιζε αμετάκλητα την εθνικότητα του φορέα της, αλλά και την ιδιαίτερη φυλετική -κοινωνική προέλευσή του (ειδικά  η χρήση ιδιωματικής-τοπικής  γλώσσας, διαλέκτου κ.λπ).
Χαρακτηριστικό  της δύναμης που διαθέτει η σωστή ή μη  χρήση της γλώσσας, της διαλέκτου, της προφοράς για την αναγνώριση κάποιου, την καταξίωση και την καθιέρωσή του σε ένα κοινωνικό σύνολο, αλλά  και για την πιστοποίηση των εθνικών-τοπικών, ή άλλων  ιδιαίτερων,  ειδικά γνωρισμάτων παιδείας και μόρφωσης,  είναι η ευφυέστατη σύλληψη του Κ. Καβάφη, όπως αποτυπώθηκε στο ποίημά του με τίτλο »  Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης». Το παραθέτουμε:

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Aριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Aγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Οι εποχές δεινοπάθησαν  από την παρουσία στις κοινωνίες τους τέτοιων …ψωνισμένων «Ηγεμόνων  εκ Δυτικής Λιβύης» .Είναι παγκοίνως γνωστή και εύκολα  διαπιστωμένη αυτή  η πραγματικότητα, οπότε δε θα χρειαστεί να επιμείνουμε και να επικαλεστούμε εδώ ενισχυτικά επιχειρήματα, για να την υπο-στηρίξουμε .

Στη Ελλάδα, χρόνια πριν,  η «διανόηση»,  για να ξεχωρίζει από το λαό (το πόπολο, την πλέμπα), αλλά και από  τον αμόρφωτο, το λαϊκό, τον παρακατιανό,  επινόησε μια τεχνητή ελληνική διάλεκτο την «Καθαρεύουσα» που η «κατασκευή» της στηρίχτηκε  κυρίως την αρχαία αττική διάλεκτο, αλλά και σε κατοπινότερες μορφές τς ελληνικής γλώσσας  (ελληνιστική,   βυζαντινή). Οι καθαρευουσιάνοι  πολεμούσαν με λύσσα τους δημοτικιστές  («μαλλιαροί»),που ήθελαν να χρησιμοποιούν και να καθιερώσουν λαϊκό, καταληπτό λόγο. Και φυσικά αυτή τους η επιλογή ήταν πρωτίστως πολιτική πράξη και θέση. Η Καθαρεύουσα  εξέφραζε συντηρητικούς και «δεξιούς» φορείς σε αντίθεση με τη δημοτική που τη χρησιμοποιούσαν προοδευτικοί και «αριστεροί» διανοούμενοι.

Σήμερα, η ίδια «διαμάχη» ή καλύτερα η ίδια αντίληψη  για μια από τις αιτίες χρησιμότητας του λόγου, παραμένει ίδια ,όπως παλιά. Πολλοί   «διανουμενέ» τύποι στην εποχή μας, καθηλωμένοι και τούτοι στην παλαιόθεν εκπορευόμενη αλαζονεία, οίηση και διάθεση για διαφοροποίηση και αναγνωρισιμότητα, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν στο λόγο τα ίδια τερτίπια των καθαρευουσιάνων, των  πάλαι ποτέ «βιαστών» της ελληνικής γλώσσας.

Δημιούργησαν έτσι μια νέα  «βέρσιον» Καθαρεύουσας στην οποία συμφύρονται «εική και ως έτυχε» λέξεις και φράσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αλλά και της «αρχαϊζουσας», σύμμεικτα μορφολογικά φαινόμενα  αρχαίου και σύγχρονου ελληνικού λόγου, ακατάληπτες ή συνώνυμες- συγγενικές λέξεις και φράσεις, κυρίως εντυπωσιακές και πομπώδης ή συναφή τέτοια λεκτικά τερτίπια. Σκοπός, όπως σε όλες τις περιπτώσεις που κρύβεται μέσα στο άτομο ο «ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», η υπόδειξη-ανάδειξη  της διαφορετικότητας, του ξεχωριστού, του ειδικού, του γνώστη, του διανοούμενου-πεπαιδευμένου. Και φυσικά ο φόβος της αποκάλυψης της κουφότητας ,της ημιμάθειας και της δοκησισοφίας του…χρήστη-δράστη.

Το αρρώστημα αυτό, καθαρά αλαζονικό φαινόμενο,  πλήττει, ειδικά στο γραπτό λόγο, μια μεγάλη μερίδα επαγγελματιών του, κυρίως δημοσιογράφους, συγγραφείς δοκιμιακού λόγου, ημιμαθείς πανεπιστημιακούς και… «δικολάβους» νομικούς.   Αλλά και πλήθος άλλων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως εργαλείο όχι διάδοσης-κατίσχυσης των απόψεων και των θεωριών τους, αλλά  ως  βιτρίνα, ευκαιρία και βήμα εντυπωσιασμού.

Η  «διανουμενέ» αυτή  μορφή της γλώσσας δεν   έχει καμιά σχέση με τη γλώσσα του διανοούμενου, ο οποίος  αποφεύγει «ως ο διάβολος το λιβάνι»  τη χρηστική της παρουσία. Η πρώτη, αφορά μια μερίδα ατόμων που κατατρύχονται από τις παθογένειες και τα επιγεννήματα της οίησης και της αλαζονείας. Λόγος «πανηγυρικός» (τζέρτζελος), πλαστός-τεχνητός, δοκησίσοφος. Αντίθετα, η γλώσσα της διανόησης ,o λεξιλογικός πλούτος του διανοητή, αλλά και του επαγγελματία » γραφιά» είναι  ατομικό «κτήμα εσαεί», γιατί είναι αφομοιωμένος λόγος, ως απόκτημα επίπονων, επαναληπτικών, αλλά και ορθών,  φυσικών μαθησιακών  διαδικασιών.  Τα προϊόντα της ευκαιριακής πένας, είναι άπεπτα, αχώνευτα και ως εκ τούτου ξένα  στον υγιή οργανισμό, ο οποίος τα αποβάλει  ως  εξέρασμα (εμετός).

 Αλλά η αφομοιωμένη γλώσσα   είναι πρωτίστως απλή, κατανοητή, καταληπτή.  Κυρίαρχος στόχος της είναι  η διατύπωση και η διάδοση  των μηνυμάτων, του περιεχομένου του λόγου και όχι  «αυτός καθαυτός»  ο εντυπωσιακός λόγος. Είναι, επομένως,  και διαυγής πολιτική στάση και διακήρυξη και όχι ιδεοληπτικό- ιδεολογηματικό καταφύγιο.