2125. “Posthuman” . Η Παναγία η Ανασυρμένη.

 

(Δεκαπενταύγουστος 2125 — ένα «νεο-παπαδιαμαντικό» διήγημα)

Εισαγωγικό Σημείωμα

Κάθε Δεκαπενταύγουστο, το Homo-Naturalis.gr συνηθίζει να  “γιορτάζει”   την   “ημέρα τη Παναγιάς”   με ένα διήγημα εμπνευσμένο από τη λαογραφική μας παράδοση — συχνά σε ύφος παπαδιαμαντικό, γεμάτο μνήμες από τα πανηγύρια, τη θάλασσα, τα θυμιάματα και τις αυλές του καλοκαιριού.

Αναρωτηθήκαμε όμως φέτος: αν ένας συγγραφέας του επόμενου αιώνα, ένας «posthuman» που ζει σε έναν κόσμο ριζικά αλλαγμένο, επιχειρούσε να γράψει το δικό του «λαογραφικό» διήγημα για τον Δεκαπενταύγουστο, τι μορφή θα είχε; Ποια θα ήταν η γλώσσα του, οι εικόνες του, οι μνήμες που θα επιχειρούσε να διασώσει;

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια άσκηση φαντασίας — ένα διήγημα από το έτος 2125, γραμμένο σε «νεο-παπαδιαμαντικό» ύφος, όπου η παράδοση επιβιώνει μέσα σε ψηφιακούς τόπους, οι μνήμες φυλάσσονται σε κώδικες, και οι άνθρωποι —είτε από αίμα είτε από φως— συναντιούνται για να τιμήσουν την Παναγία τους.

Η ιστορία της «Παναγίας της Ανασυρμένης» δεν είναι μόνο μια ματιά στο μέλλον· είναι κι ένας στοχασμός για το πώς η μνήμη γίνεται το τελευταίο μας αληθινό έδαφος.


Διήγημα

 

Εις το χωρίον-ομοίωμα της Αλοννήσου, το οποίον έπλεε μεν εις το ψηφιακόν στερέωμα, αλλά εφαίνετο ως να ίστατο επάνω εις κυανήν θάλασσαν, ήτο πρωΐ πρωΐ η ώρα της εορτής.
Η ημέρα ήτο ο Δεκαπενταύγουστος του σωτηρίου (και επιβιωστικού) έτους 2125, και οι κάτοικοι —οι μεν σωματικώς παρόντες, οι δε κβαντικώς αναπαραγόμενοι— έσπευδον να συνάξωσιν εις τον εικονικόν ναΐσκον της Παναγίας της Ανασυρμένης.

Ο ναΐσκος εκείνος δεν ήτο, βεβαίως, κτίσμα εκ λίθου και ξύλου· αλλά εκ φωτοσκόνης και κώδικος, και όμως ησθάνετό τις το θυμίαμα, ως να το εκράτει εις την μύτην του από το παρελθόν.
Και η αλμύρα της θαλάσσης ήτο εκεί· όχι της αληθούς θαλάσσης, αλλ’ εκείνης που η μνήμη των προγόνων είχε φυλάξει μέσα εις τα αρχεία των αισθήσεων.

Εις την πλατείαν, όπου τα πλακόστρωτα ήσαν εικόνες μόνον, τας οποίας το πόδι δεν εφθείρει,
επεριπατούσαν γυναίκες με φορέματα αναπαραγωγής των παλαιών νησιωτικών,
και παιδιά, γεννημένα εις κλινικάς της τροχιακής ζώνης, έτρεχον και εγελούσαν,
αρπάζοντα τας πόρτας των οικιών που δεν άνοιγον, αλλά εψιθύριζον το γνώριμον τρίξιμον του ξύλου.

Και εκεί, εις την είσοδον του ναΐσκου, εφάνη ένας γέρων, ο οποίος δεν είχε πλέον σάρκα·
ήτο απλώς προβολή φωτός, πλην όμως ο τόνος της φωνής του ήτο βαρύς, παλαιϊκός.
Διηγήθη εις τους νέους πώς, εν έτει μακρινώ, η Παναγία εκείνη ευρέθη εις τον βυθόν μετά από θύελλαν,
και οι ψαράδες, με το τραγούδι εις το στόμα και το αλάτι εις τας παλάμας, την ανέβασαν εις το ακρογιάλι.
Τότες, η θάλασσα ήτο αληθής, και τα κύματα είχαν δύναμιν να σπρώχνουν βάρκας και να παίρνουν σπίτια.

Ο λόγος του εκρεμόταν εις τον αέρα σαν παλαιόν μύρον,
και οι ακούοντες εσιώπων, μη θέλοντες να τον διακόψουν, ως αν η σιωπή ήτο ο μόνος τρόπος να κρατήσουν ζωντανά τα κύματα εκείνα.

Όταν εκρούσθησαν αι καμπάναι —ή μάλλον αι μιμήσεις των καμπανών—
η πλατεία εγέμισε φως και φωνές·
και όλοι, είτε είχαν σώμα είτε μόνον εικόνα, εκάμαν τον σταυρόν των.
Ήτο σταυρός όχι μόνον πίστεως, αλλά και μνήμης:
διότι, εις καιρούς που η φύσις είχε γίνει σπανία, η ανάμνησις ήτο η μόνη γη όπου εφύτρωναν οι ρίζες των ανθρώπων.

Μετά την λιτήν, ήρθε το πανηγύρι·
τα τραπέζια εστήθησαν με βρώματα προσομοιώσεως,
τα οποία όμως οι παλαιοί έλεγαν ότι ήσαν πιστά εις την γεύσιν των πραγματικών.
Και νέοι και γέροντες, σώματα και σκιές, εκάθισαν μαζί·
διότι, όπως έλεγεν ο γεροντότερος, «εις τον Δεκαπενταύγουστον δεν έχει διαφοράν αν είσαι φτιαγμένος από αίμα ή από φως·
αρκεί να θυμάσαι και να αγαπάς».

Κι έτσι, η “Παναγία η Ανασυρμένη” έμεινεν άλλη μια χρονιά ανασυρμένη·
όχι από θάλασσα, αλλά από την λήθη.

(και δια την αντιγραφήν)

Διοτίμα

___________

Φίλε , σεμνέ  και μυαλωμένε, ξέρεις εσύ.  Σε τέτοιες περιπτώσεις,  δε μιλάς,  δε σχολιάζεις,  δεν κρίνεις.  Απλώς…   μένεις με το στόμα ορθάνοιχτο και υποκλίνεσαι στη Διοτίμα!  

“Χρόνια πολλά” στους ταπεινούς    και άθρησκους….Ανθρώπους!