ΜΙΑ “ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ” ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑΣ

Καθιερωμένη πλέον καλοκαιρινή ολιγοήμερη ραστώνη στην Ανδρίτσαινα, τόπος καταγωγής μου.Λίγος κόσμος  ντόπιος, ακόμα λιγότεροι οι ξένοι,οι “περιηγητές”, μου λένε οι μαγαζάτορες.

Το παλιό ανακαινισμένο ΤΗΕΟΧΕΝΙΑ,που μένουμε, τα 4-5 άλλα   παραδοσιακά ξενοδοχεία και  ξενώνες,  κάποια  και με πισίνες(!) το αρχιτεκτονικό  κομψοτέχνημα των Κανελλόπουλων ,που στεγάζεται το πλούσιο λαογραφικό μουσείο, τα ψηλά,πέτρινα αρχοντικά, τα παλιά  μαγαζιά στην πλατεία, ίδια από τότε  (με τα χαρακτηριστικά   ρολά,σκουριασμένα πια από το χρόνο),να μοσχοβολάνε ρίγανη και  γνωστές οσμές μπαχαρικών, (κανέλα και γαρύφαλλο), τα περισσότερα ακόμα στη  θέση τους, επιβλητικά, αρχοντικά, μεγαλόπρεπα στην  εύκολη  ανάσυρση    της παιδικής μνήμης.

Σαν να μην πέρασαν πάνω από 50 χρόνια από τότε που τα  δροσερά καλοκαίρια στα 800 μέτρα της  πετρόκτιστης πρωτεύουσας της Ολυμπίας,  δεν μπορούσες τα Σάββατα στο καθιερωμένο βδομαδιάτικο παζάρι, ούτε να περπατήσεις    από την τρανή Βρύση ως την Αγ.Μαρίνα. Τόσος  κόσμος,κυρίως τουρίστες (“λόρδοι”) και χωρικοί από γύρω που  διαλαλούσαν και πούλαγαν τις πραμάτειες τους.

Χαράς ευαγγέλια οι αναμνήσεις, οι σκηνές,  οι μορφές εκείνων που τώρα πια  οι περισσότεροι έφυγαν,αλλά ακόμα  έχουν θέση στη φαντασία μου στις καρέκλες των καφενείων που κάθε πρωί,περνώντας για το σχολειό στη δεκαετία του ’60, τους μέτραγα  να πίνουν  ανέμελοι, αρυτίδωτοι     και “πλούσιοι” τον γλυκύ βραστό στη χόβολη του Θωμά, του Χρήστου Κωλαρά, του  Μπαχούρου. Αλησμόνητες  και πάντα δροσιστικές και με έντονο χρώμα οι αναμνήσεις τούτες στην ξέρα της πολιτείας,  εδώ κι έξω, που ξόδεψα  τη ζωή μου  (αλλά, ευτυχώς, όχι πάντα εις μάτην).

Μοναδική παραφωνία σε όλη αυτή τη θεσπέσια παρέλαση των παλιών, αυστηρά κωδικοποιημένων και μόνιμων πια στη μνήμη επισκεπτών,  κάποιοι συμπατριώτες.Μια  μικρή, ασεβής  μερίδα , ικανή να χαλάσει να καταστρέψει , ό,τι  γόνιμο και παραγωγικό  συντηρεί ως ανάμνηση ο εγκέφαλος παιδιόθεν. ΄Ηταν κάποτε φτωχά, θεόφτωχα,αλλά αθώα παιδιά. Συνομήλικοι. Η ζωή, η ανέχεια των πέτρινων εκείνων χρόνων,όχι μόνο τους σκόρπισε  ακόμα και στα πέρατα της γης μερικούς ,αλλά  και  τους ισοπέδωσε   την ψυχή, αμαύρωσε τα πιο όμορφα κομμάτια της. Κατάντησαν φανατικοί, παραδομένοι σε ένα άγριο ακροδεξιό φονταμενταλισμό.  Δεν καταλαβαίνουν …θεό από αντίρρηση,γόνιμο διάλογο, λογικά επιχειρήματα.Ούτε καν άποψη ειδικού . ΄Εχουν γυρίσει το ρολόι  της ζωής και της Ιστορίας σε χρόνια επάρατα, τραγικά και μαύρα.

Τους    “έχασα”  ατομικά και συλλογικά από το πρώτο βράδυ,που έφτασα στην  Ανδρίτσαινα. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βέβαια.  Μεγαλώσαμε  και με αυτούς μαζί . Ο χρόνος,όμως,  έκανε την ύπουλη δουλειά του και στα κορμιά,αλλά το χειρότερο στην ψυχή τους. Τουλάχιστον εγώ σεμνύνομαι πως  ακόμα  έχουν  το λεύτερο να φτερουγίζουν άσπρα περιστέρια μέσα μου και ποσώς νοιάζομαι αν ο πανδαμάτωρ χρόνος  δούλεψε κανονικά στο φυσικό του έργο.

Φρικιαστική η εικόνα της προδοσίας.  Εβραίοι, “λαθρό” μετανάστες, πρόσφυγες, αλήτες φοιτητές- μπαχαλάκηδες”, προδότες της Μακεδονίας,  άλλοι  και κυριολεκτικά σε ολόκληρη  την υφήλιο …εχθροί τους ΄Εθνους  καραδοκούν να πλήξουν θανάσιμα στην καρδιά την  ελληνικότητας με ό,τι αυτό σημαίνει.  Πόνος ψυχής κάθε  κουβέντα τους, κατάρα και ύβρις. Και το χαίρονται, είναι τιμή για δαύτους!

Τους έκραξα. Και έκανα πράξη την απειλή μου.  Πάτησα κάνσελ στο αρχείο της μνήμης. Τότε.  Στις  παιδικές τους μορφές,τα παιχνίδια μας, τις τρέλες. Την παιδική μου αθωότητα δεν τη μοιράζομαι πια με κανένα που δεν αξίζει τέτοιας τιμής.  Τελεία και παύλα!