Μύρτος Λασιθίου , Κρήτης . Θα είχα και 20 χρόνια να περάσω από το όμορφο, παραθαλάσσιο χωριό ,απέναντι από τη Λιβύη, δίπλα στην Ιεράπετρα, αλλά και λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από την ιστορική, ορεινή Βιάννο, τη γενέτειρα του Ιωάννη Κονδυλάκη. Το έκανα φέτος.
Παλιά , παραθέριζα στο Μύρτο. Με φιλοξενούσαν ντόπιοι, καλοί και γκαρδιακοί φίλοι. Ακόμα τότε δεν ήταν τουριστικό μέρος, όπως σήμερα. Κυρίως, ήξεραν το χωριό και έρχονταν τα καλοκαίρια φοιτητές από Ιταλία, Ελβετία και Γαλλία. Μπατιροτουρίστες και ψωμοζήτουλες τους έλεγαν οι ντόπιοι. “Κλέβαν” ντομάτες και καρπούζια από τα μποστάνια τους.
΄Ελληνες, ελάχιστοι. “Ψαγμένα”, κυρίως παιδιά, αναρχικοί οι περισσότεροι. Επιζητούσαν απομόνωση και περισυλλογή. Κάπνιζαν και κανένα μπάφο, μύριζε η παραλία τα βράδια, παρθένα ακόμα. Πάνω στην άμμο κοιμόντουσαν, πολλές φορές ούτε καν σε σλίπινγκ μπαγκ.
Η Λιγδούλα ήταν ακόμα παιδί, όταν πήγαινα τότε στο χωριό της. Ο θειός της κρατούσε το μπαράκι στην παραλία, που συχνάζαμε η παλιοπαρέα. Τσαχπίνικο, πανέξυπνο παιδί, με κάτι μπούκλες κατάξανθες, γαλάζιες χάντρες για μάτια και τίγκα φακίδες στο πονηρό μουτράκι. Αλλά ,μονίμως στο φουστάνι της κι ας ήταν φρεσκοφορεμένο , να, μια λίγδα, ίσια με μια παλιά δεκάρα. Εξ ου και το Λιγδούλα και Λιγδίτσα το παρανόμι της , που κατάπιε πια ολοσχερώς το Κατερίνα και κανείς δεν την έλεγε πια στο χωριό με το πραγματικό της όνομα.
Την έβαζε να μας φέρνει τις μπύρες και τα πιοτά ο θείος της . Γρήγορη και δίκαιη στο σερβίρισμα. Με τη σειρά που γίνονταν οι παραγγελιές. “Στη δουλειά”, έλεγε, “δεν έχω κολλητάρια” Και συμπλήρωνε. “Ας είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας στο μέτρημα της Λιγδούλας”!
Και ήξερε, μάλιστα, τον καθένα με το όνομα και το παρατσούκλι του. ΄Ηταν κάτι σαν παράδοση, αν ήσουν ξένος και σύχναζες τότε στο “ΝΟΤΟ”, πάνω από μια εβδομάδα, να σου βγάλουν οι άλλοι και το παρανόμι σου. Κι έτσι και σου το κόλλαγαν, σου έμενε μονίμως, τουλάχιστον για όσο συνέχιζες να έρχεσαι τα καλοκαίρια στο χωριό.
Εμένα με ονομάτισαν Μερσεντάκια. Δεν έμαθα ποιος, αλλά ήξερα το γιατί, Κυκλοφορούσα τότε με ένα παλιό Σκαραβαίο, μοντέλο του ‘ 64, σενιαρισμένο, όμως, κατακόκκινο και με χοντρές ζάντες! ΄Αμα με ρώταγαν τι αμάξι έχεις, τους έλεγα σοβαρά-σοβαρά ένα Mercedes, τελευταίο μοντέλο, χωρίς, όμως, περαιτέρω λεπτομέρειες. Κι ας επέμεναν. “Λόγοι εφορίας”, του έκοβα, “επιβάλουν σιωπή”. Κι έτσι μου το κόλλησαν στο Μύρτο το παρατσούκλι.
Τη Λιγδούλα τη βρήκα τώρα που ξανανταμώσαμε χτες , τόσα χρόνια μετά, ολόκληρη γυναίκα. Και μωρομάνα. Πάλι στο ΝΟΤΟ . Υπό νέα διεύθυνση τώρα το μπαράκι και εκείνη πελάτισσα πια και όχι η Λιγδούλα η σερβιτόρα!
Με γνώρισε εκείνη. Εγώ ούτε κατά διάνοια . Δε θα πήγαινε με τίποτα το μυαλό μου πως αυτή η πεντάμορφη και σοβαρή 30άρα με το παλικάρι που κάθονταν απέναντι από το δικό μας τραπέζι, ήταν η μικρή Λιγδούλα μας στα χρόνια της δικής της αλλά και της δικιάς μας αθωότητας.
Δε θα βάλω άλλες λεπτομέρειες εδώ από εκείνη τη χτεσινή συνάντηση. ΄Αλλωστε, δεν έχουν σημασία οι άλλες πληροφορίες . Θα πω μόνο πως η Λιγδούλα είναι πια γιατρός στο Λονδίνο, παντρεμένη με Εγγλέζο, συνάδελφό της και με μια κορούλα, βρέφος ακόμα.
Και όσο οι γονείς της πίναν τη μπύρα τους στο ΝΟΤΟ, την εγγονή κρατούσε ο παππούς της (!) ο Κρητίκαρος ο Μιχαλιός, γέννημα -θρέμμα από “το Μύρτος”. ΄Εχασε, όμως, νωρίς, την κυρά του και του το είχε , λέει …παράπονο του θεού. Κράταγε ακόμα το πένθος σε ρούχα και διασκέδαση.
Ο λόγος που τα μνημόνευσα όλα τούτα, ήταν για τη σκηνή -μάθημα που μού ‘ δωσε χτες η Λιγδούλα ,όταν με αναγνώρισε . Και θέλω να τη μοιραστώ με όλους…προς γνώση και συμμόρφωση.
Την είδα από απέναντι να με κοιτάζει επίμονα και να χαμογελά. Μετά σηκώθηκε, ήρθε στο τραπέζι μας και με εκείνη τη τσαχπίνικη, μελωδική από τότε φωνή, χρόνια μετά την άκουσα πάλι ,όπως τότε να με ρωτάει σοβαρά-σοβαρά. “Τι θα πάρει απόψε ο Μερσεντάκιας μας”; ΄Εμεινα. Πήρε στροφές ,όμως, το τσερβέλο γρήγορες και αστραφτερές και δε χρειάστηκε εκείνη να μου αποκαλυφθεί πως ήταν η Λιγδούλα.
Σηκώθηκα , άνοιξα την αγκαλιά και περίμενα. Δεν ήρθε να χωθεί, όπως τότε, όταν τις έκανα τις μεγάλες αγκαλιές μικρή σαν ήταν πάντα τσιτωμένη για χίλιους λόγους και χρειαζόταν χέρια να κουρνιάσει.
“Πρόσεχε, Μερσεντάκια”, την άκουσα, χωρίς τώρα τσαχπινιές και τσακίσματα να με προειδοποιεί. “Είμαι μάνα με μωρό. Αν είσαι από τους παλαβούς τους αρνητές του εμβολίου, μην πλησιάσεις. Ειλικρινά. Στο όνομα της παλιάς αγάπης που μου είχες και τις αγκαλιές που με χόρτασες”!