Δολοφονία Βαλυράκη: Δίωξη σε βάρος των λιμεναρχών Χαλκίδας και Ερέτριας για απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία

΄Ηταν γνωστό από τότε στην Εύβοια. Ποιοι δολοφόνησαν τον αγωνιστή-αντιστασιακό Σήφη Βαλυράκη (*), η ΝεοΝαζιστική τους ταυτότητα, αλλά και οι σχέσεις των ίδιων των δολοφόνων με π. βουλευτή του Μιχαλολιάκου στην Εύβοια.
Γράφαμε την εποχή της δολοφονίας του:
ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΙ ΤΡΑΜΠΟΥΚΟΙ ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΟΥ ΣΗΦΗ ΒΑΛΥΡΑΚΗ
“Του κατάφερε δύο με τρία δυνατά χτυπήματα. Αμέσως μετά βάλανε μπρος και φύγανε»
https://www.efsyn.gr/ellada/astynomiko/290405_martyras-anatrepei-ta-peri-tyhaioy-thanatoy-toy-sifi-balyraki
«Ο Βαλυράκης πήγαινε εκείνη την ώρα για ψάρεμα, ενώ το αλιευτικό ερχότανε. Λογομαχήσανε. Έγινε έντονος διάλογος μεταξύ τους: “Σήκω και φύγε κω**γερε”, του φώναζαν. Τότε απαγορευόταν να ψαρεύουν οι ερασιτέχνες. Έφεραν δύο στροφές γύρω από το σκάφος του με υψηλή ταχύτητα προκαλώντας μεγάλο κυματισμό και ο ένας από τους δύο τον χτύπησε με κοντάρι. Του κατάφερε δύο με τρία δυνατά χτυπήματα. Αμέσως μετά βάλανε μπρος και φύγανε», ανέφερε ο μάρτυρας, τον οποίο η ομάδα της εκπομπής συνάντησε στην Εύβοια.
Όπως ανέφερε, ο ίδιος βρισκόταν περίπου 150 μέτρα μακριά από το σημείο που εκτυλίχθηκε το περιστατικό και αναγνώρισε τους δράστες. «Η κίνηση είναι δολοφονική. Είναι δολοφονία», τόνισε. «Είχαν χτυπήσει στο παρελθόν κι έναν άλλο ψαρά με ξύλινο τελάρο στο κεφάλι γιατί είχε βάλει παραγάδια», συμπλήρωσε, σημειώνοντας ότι το αλιευτικό με τους δράστες δεν είχε
****
Στις μικρές κοινωνίες όλοι γνωρίζουν όλους. Και με τα μικρά τους ονόματα. Τα χούγια, τις παραξενιές ,τις καλοσύνες του “καθενού” ,ακόμα και το κόμμα και το βουλευτή που ψηφίζουν. Από την πρώτη στιγμή ήξεραν στην Ερέτρια και γύρω, τα ονόματα των δολοφόνων του Σήφη Βαλυράκη.
Στο Λευκαντί, που κατεβαίνουμε για περίπατο με τον κολλητό, επίσης ήξερε ο κόσμος αμέσως μετά τη δολοφονία, όχι μόνο ονόματα, αλλά και τι καπνό φουμάρουν οι φονιάδες. “Και μόνο το Λιμενικό δεν τους ξέρει ακόμα!
“Τραμπούκοι , Χρυσαυγίτες είναι. Χτυπάνε κόσμο για ψύλλου πήδημα” , μας έλεγε καμιά εβδομάδα μετά τη δολοφονία ντόπιος στην παραλία , που τρώγαμε παλιά στο ουζερί του φρέσκο ,δικό του χταπόδι κα καλαμαράκι. “Εγώ ,όταν βγαίνω ανοιχτά, στα 200 μέτρα αν τους δω , στέκω μακριά, δεν πλησιάζω. Το παίζουν δραγάτες, κουρσάροι, δικά τους τα νερά από Χαλκίδα, Λευκαντί, Ερέτρια, Ωρωπό. Τούτοι φάγανε τον άνθρωπο. Τον ξέρανε, όπως σας ξέρω και με ξέρετε. Σήφης Βαλυράκης με το όνομα. ΄Οχι η Εύβοια, όλη η Ελλάδα τον ήξερε….Τί λέμε τώρα…”
Εμείς δε “λέμε” τίποτα . Ούτε περισσότερα. Η κυβέρνηση της απάτης και της διαφθοράς τί έχει να πει άραγε; Αφού οι φονιάδες ήξεραν ποιος ήταν ο άνθρωπος που χτυπούσαν, τότε το πράγμα αλλάζει. Μιλάμε πλέον για πολιτικό έγκλημα, αφού οι δράστες είναι γνωστοί ακροδεξιοί τραμπούκοι.
Κάποιοι μάλιστα ορκίζονται πως είναι και κολλητοί με συγκεκριμένο βουλευτή του Μιχαλολιάκου. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε κάποιο θέλουν “κρέμασμα” στο Λιμενικό, που προσπάθησαν από την αρχή να στρέψουν τις έρευνες στο ατύχημα. ΄Η μήπως, είχαν εντολή κι από πιο πάνω να κρύψουν και γιατί μια τέτοια ηχηρή, πολιτική πλέον δολοφονία;
Αναμένουμε εξελίξεις με πολύ…κριτικό ενδιαφέρον.
(*)Σήφης Βαλυράκης : Το συγκλονιστικό άρθρο του για τη Χούντα, την καταδίκη του, την απόδρασή του

Ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη, χαρά θεού στην Φλωρεντία. Στην Piazza Della Signoria, μπροστά στο μπρούτζινο άγαλμα του Τσελίνι, που αναπαριστά τον μυθικό Περσέα να κρατά ψηλά το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, απολαμβάνω τον καφέ μου. Ανακαλώ στην μνήμη τα περασμένα και προβληματίζομαι για τα μελλούμενα.
Θυμάμαι την 21 Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, το ξενοκίνητο πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Θυμάμαι την αντίσταση κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, την σύλληψη μου από την ασφάλεια, την απομόνωση, την «ανάκριση», την πολύμηνη «περιποίηση» από την περιβόητη στρατιωτική αστυνομία στο ΕΑΤ – ΕΣΣΑ, την βαριά καταδίκη μου από το έκτακτο στρατοδικείο, την φυλακή.
Θυμάμαι την απόδραση μου από τις φυλακές της Κέρκυρας την νύκτα 19 Μαΐου 1971,τον τραυματισμό στο πέσιμο από το πανύψηλο εξωτερικό τοίχο της φυλακής, του συντρόφου μου Μπάμπη Γεωργακάκη, από την Κοξαρέ του Ρεθύμνου. Θυμάμαι το νυκτερινό πέρασμα στα παγωμένα ρεύματα, κολυμπώντας στο στενό από την Κέρκυρα στην Αλβανία, την σύλληψη μου από την συνοριακή περίπολο των Αλβανών στρατιωτών.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την τρίχρονη καταδίκη μου από «λαϊκό δικαστήριο» στους Άγιους Σαράντα για τη παραβίαση των αλβανικών συνόρων, τους 18 μήνες στο «σταλινικό» στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της Αλβανίας στο Fierι (περιγραφή Σολζενίτσιν στο βιβλίο του «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς»). Δεν ξεχνώ τον πόνο της πείνας, το ψωμί με πριονίδι, τον πόνο του κρύου βουτηγμένοι στην λάσπη του χειμώνα, την αφόρητη ζέστη κάτω από τη κυματοειδή αμιαντοσανίδα της σκεπής του αλβανικού στρατοπέδου το καλοκαίρι, τα ζωύφια που έστηναν χορό στην ανιπλυσιά μας.
Νοέμβριος 1973, στα μεγάφωνα προπαγάνδας του Emver Hotza χλιαρή αναφορά, ταραχές στο πολυτεχνείο στην Αθήνα, υπάρχουν νεκροί και τραυματίες. Αλλαγή φρουράς στην Αθήνα, πέφτει ο δικτάτορας συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Έρχεται ο Δικτάτορας ταξίαρχος Ιωαννίδης. Θεαματική αλλαγή στην συμπεριφορά των Αλβανών. Ο ίδιος αυτοπροσώπως, ο διοικητής του στρατοπέδου με καλεί στο γραφείο του! Μου ανακοινώνει «επισήμως» πως η Αλβανική Βουλή (kouventipopulor) μου χαρίζει το υπόλοιπο της ποινής μου, με διαβεβαιώνει ότι ελευθερώνομαι, ούτε αυτός το πίστευε!
Με «εξαφανίζουν» στο πουθενά, με παχαίνουν με υπερσίτιση, με ντύνουν με κουστούμι «μιας χρήσης» και με φορτώνουν«cargo» με απόλυτη μυστικότητα, την τελευταία στιγμή στο μικρό ελικοφόρο UPI χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, με ένα πεντοδόλαρο στο χέρι και «τράνζιτ» στο αεροδρόμιο της Ρώμης, Fumitsino.
Ήμουν ελεύθερος, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Από το αεροδρόμιο της Ρώμης επικοινωνώ με τη Στοκχόλμη, την έδρα μου και η είδηση της απελευθέρωσης μου γίνεται γνωστή στους συναγωνιστές μου.
Οι καραμπινιέροι με φιλοξενούν στο τμήμα ασφαλείας του Fumitsino, μεταφέροντας μου το καλωσόρισμα και τις ευχές του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ο Αλέκος Παναγούλης με την Οριάνα Φαλάτσι με βρίσκουν πρώτοι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αγκαλιές και φιλιά, «μου θυμίζεις μυρωδιά φυλακής» μου λέει ο Αλέκος.
Το πρωί, με ειδική άδεια της Ιταλικής κυβέρνησης, με βγάζει από το αεροδρόμιο η Αμαλία Φλέμινγκ. Η Αμαλία με φιλοξενεί στο σπίτι της στη Ρώμη με λίγες από τις γάτες της. Ο μουσμούσης της είχε μήνη αιχμάλωτος στην Αθήνα.
Η συνάντηση μου με τον ενθουσιώδη Ανδρέα Παπανδρέου, στη σκιά του Περσέα να κραδαίνει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, ολοκληρώνει τα καλωσορίσματα. Υπήρχε δουλειά να γίνει, το αντιδικτατορικό κίνημα, ο αγώνας για την δημοκρατία δεν περιμένει, οφείλαμε να ξανακερδίσουμε την χώρα μας.
Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες απειλές, νέες προκλήσεις και νέα ζητήματα. Η περιοχή μας ανακατατάσσεται, μπαίνουν άλλα πιεστικά δεδομένα, τα Εθνικά μας Θέματα, οι δανειστές, η μειωμένη κυριαρχία, τα δημοσιονομικά και θεσμικά ελλείμματα, το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος, η ανάγκη για παραγωγικές θέσεις εργασίας, η ύφεση, η φτώχεια. Η Ελλάδα, η χώρα μας βρίσκεται σε πολιορκία. Ο Περσέας καλείται να αναμετρηθεί ξανά με την Μέδουσα. Είναι απολύτως αναγκαία η Εθνική Συνεννόηση. Να ξεπεράσουμε το εγώ, να επιστρατεύσουμε το εμείς. Να ξανακερδίσουμε με νέους αγώνες και θυσίες την πατρίδα μας.
