Η «απόβαση» των Γλίξμπουργκ στην Αθήνα για τον γάμο του Φίλιππου -Δείτε όλα τα μέλη της οικογένειας
iefimerida.gr
Η “βασιλική” οικογένεια
Ο Παύλος και η σύζυγός του.
Η Αλεξία και ο σύζυγός της.
Ο Νικόλαος και η γυναίκα του
“Σύσσωμη η οικογένεια Γλίξμπουργκ βρέθηκε στην Αθήνα για να παραστεί στο γάμο του γιου του Κωνσταντίνου, Φίλιππου, με την Ελβετή Νίνα Φλορ.
Το ζευγάρι έκανε τον πολιτικό του γάμο πριν από έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2020, στο Σεν Μόριτζ στην Ελβετία, με την παρουσία μόνο των γονιών τους, λόγω των περιορισμών της πανδημίας, και σήμερα παντρεύτηκε στην Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος στην τελετή του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου. Η Νίνα Φλορ είναι η 31χρονη μοναχοκόρη του Ελβετού μεγιστάνα της αεροπλοΐας και ιδρυτή της VistaJet Τόμας Φλoρ”.
(iefimerida.gr)
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ.
Τα Μπλοκια
Με τη σκέψη στην πατρίδα», όψεις της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων
( Παραθέτουμε ένα παλιότερο κείμενό μας, αφιερωμένο στο Νίκο Μιχαλάκη από το Μύρτος Ιεράπετρας Λασιθίου, πολιτικό πρόσφυγα στην π Τσεχοσλοβακία ,αγνό ιδεολόγο κομμουνιστή. Πέθανε στην Ελλάδα, 59 χρόνων, λίγο μετά τον επαναπατρισμό του εδώ).
ΗOMO-NATURALIS.GR
23-11-2013
«AΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΥ: ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ»
(Στη μνήμη του Νίκου Μιχαλάκη και της «γιαγιάς» Πηνελόπης από την Καστοριά).
«Γρεβενά: Συγκίνηση για τον θάνατο της γηραιότερης Ελληνίδας που ζούσε στην Τσεχία!
Η Ευαγγελία Καράσοβα εγκαταστάθηκε στην Τσεχοσλοβακία μετά τον εμφύλιο πόλεμο – Ποτέ δεν έπαψε να μιλάει την μητρική της γλώσσα…
Η πιο γηραιά γυναίκα της Τσεχίας μέλος της ελληνικής κοινότητας στη χώρα, η Ευαγγελία Καράσοβα, που γεννήθηκε το 1904 στην Ελλάδα, πέθανε την Παρασκευή σε ηλικία 109 ετών στο νοσοκομείο της πόλης Κρνόβ στα βορειοανατολικά της χώρας, από πνευμονία, ανακοίνωσε η οικογένεια της.
Η Καράσοβα ήταν μέλος της ελληνικής κοινότητας που εγκαταστάθηκε στην πρώην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία το διάστημα 1948 – 1949 και όπως έγινε γνωστό καθ “όλη τη διάρκεια της ζωής της χρησιμοποιούσε τη μητρική της γλώσσα.
Η Ευαγγελία Καράσοβα ζούσε από το 1950 στο χωριό Ντίβτσι Χράντ, κοντά στα πολωνικά σύνορα και εργάστηκε για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ζωής της στον τομέα της γεωργίας. Είχε γεννηθεί στις 15 Φεβρουαρίου του 1904 στο χωριό Πρόζβορο στην περιοχή των Γρεβενών. Είχε τρεις γιους και δύο κόρες.
Περίπου 12.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην πρώην Τσεχοσλοβακία το διάστημα 1948 – 1949, μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η ελληνική κοινότητα στη Δημοκρατία της Τσεχίας αριθμεί τώρα περίπου 3.500 ενεργά μέλη που ζουν κυρίως στα βόρειο – ανατολικά.»
Δραματική είναι η ιστορία, που ακόμα δεν τολμήσαμε να την αναλύσουμε σε βάθος , των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα μετά την οριστική ήττα των κομμουνιστών το 1949.
Χιλιάδες ΄Ελληνες αριστεροί ,πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, διωγμένοι κακήν κακώς από τον τόπο τους και διασκορπίστηκαν στα πέρατα της τότε κομμουνιστικής «οικουμένης». Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και φυσικά η απέραντη Σοβιετική ΄Ενωση, υποδέχτηκαν τους φυγάδες ,οι περισσότερες απ΄αυτές τις χώρες με σεβασμό, θαυμασμό και φιλόξενη διάθεση, ελάχιστες με σκεπτικισμό κα υποψία και μόνο η Γιουγκοσλαβία του Τίτο με φυλακές και βασανιστήρια.
«Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας». Οι περισσότεροι από τους εξόριστους, όπως η γιαγιά παραπάνω, ενσωματώθηκαν εύκολα στις νέες κοινωνίες, που αναγκάστηκαν να ζήσουν. Ποτέ, όμως, δεν έπαψαν να νοσταλγούν τον τόπο τους, τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησαν πίσω, τα χώματα που ήταν θαμμένοι οι γονείς τους.
Το σκληρό, αυταρχικό και απάνθρωπο κράτος, που αμέσως μετά το «Αντάρτικο» έστησε η Δεξιά, αρνιόταν πεισματικά και επί χρόνια να ανοίξει τις πόρτες εισόδου στη χώρα στους πολιτικούς πρόσφυγες .Το μόνο που ζητούσαν πια πολλοί απ΄αυτούς, γέροντες και ετοιμοθάνατοι ,ήταν να γυρίσουν, για να πεθάνουν στον τόπο τους. Κι αυτό το θάνατο, τους τον αρνήθηκε τελικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (Είναι ο…Εθνάρχης, στον οποίο ο…αριστερός Τσίπρας στο πολιτικό του μνημόσυνο, χορήγησε «συχωροχάρτι» για μια χούφτα κεντροδεξιών ψήφων!).
Θυμάμαι το 2004 και 2005 στο Κίεβο. Αποσπασμένος από το υπουργείο παιδείας στην ουκρανική πρωτεύουσα, δίδασκα ιστορία και γλώσσα στο ιστορικό πανεπιστήμιο του Σεφτσένκο. Ανάμεσα στους φοιτητές μου, πρώτος και καλύτερος, ένας 80χρονος γέροντας, ΄Ελληνας πολιτικός πρόσφυγας. Ερχόταν, όχι τόσο για να μάθει ιστορία (την «ιστορία» την είχε βιώσει στο πετσί του ο παλιός σκληροτράχηλος αντάρτης), αλλά για να νιώσει πως είναι στην πατρίδα, να ακούει τη γλώσσα («πού μοιάζει με κελάηδισμα», έλεγε).
΄Απειρες οι αιτήσεις επαναπατρισμού, που του είχαν απορρίψει στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή κουράστηκε κι αποφάσισε να πεθάνει στα ξένα. «Δεν ξανάκανα εδώ και πολλά χρόνια άλλη αίτηση», μου είπε μια μέρα. «Σ΄αυτά εδώ τα χώματα έθαψα μια γυναίκα και 2 παιδιά. Δεν μπορώ να τους αφήσω πια μόνους, παιδί μου, γι΄αυτό δεν ξανάκανα αίτηση επαναπατρισμού». Εγώ, όμως, ήξερα το λόγο. η ΄Ολγα, η εγγονή του, συμφοιτήτρια με τον παππού της, μου τον εμπιστεύτηκε μια μέρα. «Δε ήθελε να περάσει πάλι τη διαδικασία της γραφειοκρατίας επαναπατρισμού και ειδικά μια νέα απόρριψη», μου λέει. «Θα τον σκότωνε.».
Δεν πρόφτασε να τελειώσει την ακαδημαϊκή του χρονιά στο πανεπιστήμιο ο παππούς της ΄Ολγας και να του δώσω τον έπαινο, που περίμενε με αγωνία, σαν μικρό παιδί. Αρχές Ιούνη, πέταξε η ψυχούλα του. Ανάλαφρη κατηφόρισε στη Γιάλτα, έκοψε δρόμο πάνω από τη Μαύρη θάλασσα , πέρασε λεύτερη μέσα στα ελληνικά σύνορα και κούρνιασε σε κάποιο κυπαρίσσι του χωριού του που για πάνω από πενήντα χρόνια δεν το είχε δει.
****
Η μισή (!) φυλλάδα του Ράπτη κυκλοφορεί δυο μέρες τώρα με πλήθος ρεπορτάζ ,άπειρες φωτογραφίες, λεπτομερείς πληροφορίες, ένα πραγματικά φιλοβασιλικό ντελίριο για το γάμο του Φίλιππου με τη ζάμπλουτη Νίνα Φλορ. Ούτε τα αγγλικά ταμπλόιντ διέθεταν παλιότερα τόσα πολύχρωμα σαλόνια στις σελίδες τους, για να καλύψουν βασιλικές τελετές των δικών τους (“νόμιμων”) εκεί βασιλιάδων. Γνωστή η ταυτότητα, βέβαια, της iefimerida.gr. Ακροδεξιο-βασιλική και φυσικά πορνοφυλλάδα. Μια απέραντη χωματερή, που πετάει ό,τι βρώμικο, όπου βρει και χωρίς αιδώ.
Βλέπω τους τόνους τα βασιλικά απόβλητα που αφήνει από χτες ο βασιλόφρων Ράπτης στο χοιροστάσιό του και συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό η μικρή ιστορία παραπάνω από το Κίεβο με το….φοιτητή μου , παππού της Όλγας, πολιτικό πρόσφυγα στην Ουκρανία ,που είχα ανεβάσει παλιότερα.
Εκείνη η μικρή, ενδεικτική διήγηση, όμως, δεν ήταν η μόνη. Είχε πολλές συνέχειες από τις απέραντες κουβέντες που κάναμε με τον παλιό Αντάρτη στο Κίεβο και καταλεπτώς καταγραμμένα και πολλά μαγνητοφωνημένα. ΄Ενας πολύτιμος θησαυρός ιστορικών πληροφοριών από “πρώτο χέρι”, απευθείας από την πηγή. Και όλες γνήσιες, χωρίς σκοπιμότητες, ιδεασμούς, φανατισμούς. Ούτως ή άλλως κι αυτές οι διηγήσεις είναι διασταυρωμένες κι από άλλες πηγές, από “συντρόφους” του σε διαφορετικές εποχές και άλλους τόπους. Και όλες συγκλίνουν, συμφωνούν, δεν παρεκκλίνουν ούτε σε ένα “ιώτα, μια κεραία. ΕΤΣΙ ΕΓΙΝΑΝ ΤΟΤΕ! ” Εν καιρώ ,ελπίζουμε πως θα φέρουμε στο φως ένα τέτοιο ιστορικό θησαυρό.
Να, λοιπόν, η σύντομη προσωπική ιστορία, όπως την κατέγραψα κι αυτή τότε στο Κίεβο από τον ίδιο πολιτικό πρόσφυγα, παλιό αντάρτη . Μιλάει για κείνο το
“ΓΑΜΟ ΤΗ ΛΑΜΠΡΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΤΙΣΕ ΤΗ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΦΑΡΜΑΚΙ”!
” Η Λαμπρινή ήταν συγχωριανή, μικρότερή μου και ζουμερή σαν ώριμο και μοσχομυρισμένο ροδάκινο. Συνόρευαν τα κτήματα των γονιών μας. Εκεί τα φτιάξαμε, στην καρυδιά από κάτω φιληθήκαμε . Κι εκεί της έταξα πως θα την πάρω. Να κάναμε το σπιτικό μας, παιδιά, να προκόψουμε κι εμείς σαν νέοι.
Χριστούγεννα του ‘ 47 δώκαμε λόγο επίσημα. Και ορίσαν οι γονέοι μας το γάμο να γίνει τη Λαμπρή, που είχε και γιόρταζε και το όνομα η Λαμπρινή μου. Με γλέντι τρικούβερτο. Τα είχαν καταλεπτώς κανονισμένα οι δυο οικογένειες. Εμείς δεν ανακατευτήκαμε. Θέλανε ούλο το χωριό, χριστιανικά λέει, να το καλέσουνε. Να κάτσουν στο τραπέζι αδερφικά, , να φάνε αρνιά από τη στάνη του πεθερού μου ,να πιουν και δυνατό , μπρούσκο κρασί από τα αμπέλια τα δικά μας. Εμείς δε θέλαμε τις οικογένειες των Χιτών να τις καλέσουν. Εκείνοι, επίμεναν, τους ακούσαμε, δεν είπαμε όχι.
Στο βουνό ανέβηκα Αντάρτης το ’48 . Δε με σήκωνε να μείνω άλλο στο χωριό. Μας είχανε οι Χίτες στη μπούκα εμένα και άλλα δυο παιδιά συχωριανάκια που είμαστε Αριστεροί και λέγαμε θα αλλάξουμε τον κόσμο! Μας είχαν ρημάξει στο ξύλο, βδομάδες, μήνες μας έκαναν γιουρούσι 3-5 που γυρίζαμε από τις δουλειές και μας βαράγανε με στυλιάρα και κόπανους αλύπητα.
Εκείνο το βράδυ με αφήσανε μισολιπόθυμο στο λόγγο, στις Καστανιές. Παραφύλαγαν που θα περνούσα. Με κάνανε του αλατιού. ΄Ολη τη νύχτα την έβγαλα στο χώμα, έφτυνα αίμα, να σηκωθώ δεν είχα ανάκαρα. Το πρωί, που πήρα δυνάμεις και με βαστούσαν πάλι τα πόδια μου, το πήρα απόφαση. Θα έφευγα για το βουνό να σμίξω τους άλλους αντάρτες .
Στο χωριό μέσα δεν μπήκα, έφυγα από τον τόπο του μαρτυρίου μου το ίδιο πρωί, ντουγρού για το λημέρι. Φλεβάρης του ΄48. Τη Λαμπρινή δεν την ειδοποίησα ,δεν πρόκανα, δεν τόλμησα να τη συναντήσω. Και ούτε τη μετάιδα από τότε. Ποτέ.
Ημέρες ύστερα, που ανεβήκαν στο βουνό και τα άλλα δυο παιδιά , μου φέραν τα μαντάτα και το γράμμα. Είχε πλαντάξει η Λαμπρινή στο κλάμα που έφυγα σαν κλέφτης. Μου έγραψε και το σημείωμα σφραγισμένο, να μου το δώκουν έτσι τα παιδιά, αν με αντάμωναν. Κι αν όχι , να το σκίζανε, τους έβαλε να ορκιστούν.
Μου έλεγε πολλά κι όλα να μου σπαράζουν την καρδιά. Πως την παράτησα, την πρόδωσα ,έγινα ο κλέφτης της αγάπης, προτίμησα το Κόμμα από ελόγου της. Κείνο, έγραφε, είναι πια η “Λαμπρινή” μου. Η λαχτάρα και ο καημός μου , όπως την έλεγα στα ζευγαρώματά μας. ΄Εσταζαν πίκρα και φαρμάκι οι αράδες της . Και αν δε γυρίσω πίσω, το έκλεινε το γράμμα, χωρίς χαιρετισμό, εκείνη το είχε πάρει απόφαση . Θα πάει και θα φαρμακωθεί!
Δε φαρμακώθηκε η Λαμπρινή. Αν το έκανε, θα το είχα μέγα βάρος στη συνείδησή μου. Με τόσα που τράβηξα κι εγώ, δεν ξέρω, ίσως το αποφάσιζα να πάω κι εγώ κοντά της με τον ίδιο τρόπο.
Περίμενε μήνες, χρόνια να γυρίσω. Είδε κι απόειδε και διάλεξε να πιει το πιο πικρό φαρμάκι. Κείνο της ξενιτειάς. Φύγανε μετά, δεκαετία του ΄50 με τον αδερφό της για την Αυστραλία. Δεν γύρισαν πίσω πάλι στο χωριό ποτέ . Το έμαθα χρόνια μετά από τον ξάδερφό μου στο χωριό. Επί Ενώσεως Κέντρου, το ΄65, όταν πια αφήσανε ελεύθερα να αλληλογραφούμε με τους δικούς μας στην πατρίδα”.
Βάζω στο μαγνητόφωνο και ξανακούω σήμερα τούτη την τραγική ιστορία από την παλιά κασέτα . Και ομολογώ. όχι χωρίς οργή και πολλή πίκρα, όταν θυμάμαι τούτες τις κουβέντες του:
‘Απειρες οι αιτήσεις επαναπατρισμού, που του είχαν απορρίψει στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή κουράστηκε κι αποφάσισε να πεθάνει στα ξένα. «Δεν ξανάκανα εδώ και πολλά χρόνια άλλη αίτηση», μου είπε μια μέρα. «Σ΄αυτά εδώ τα χώματα έθαψα μια γυναίκα και 2 παιδιά. Δεν μπορώ να τους αφήσω πια μόνους, παιδί μου, γι΄αυτό δεν ξανάκανα αίτηση επαναπατρισμού». Εγώ, όμως, ήξερα το λόγο. η ΄Ολγα, η εγγονή του, συμφοιτήτρια με τον παππού της, μου τον εμπιστεύτηκε μια μέρα. «Δε ήθελε να περάσει πάλι τη διαδικασία της γραφειοκρατίας επαναπατρισμού και ειδικά μια νέα απόρριψη», μου λέει. «Θα τον σκότωνε.».
Στη σελίδα του λινκ “https://www.greekroyalfamily.gr/timeline/death-of-queen-federica.html” διαβάζουμε:
“Η Βασίλισσα Φρειδερίκη απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου του 1981 στα ανάκτορα Θαρθουέλα της Μαδρίτη από καρδιακή ανακοπή. Τελευταία επιθυμία της Βασίλισσας Φρειδερίκης ήταν να ταφεί στο κοιμητήριο του Τατοΐου δίπλα στον αγαπημένο σύζυγό της Βασιλέα Παύλο. Σεβόμενος την τελευταία επιθυμία της μητέρας του ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος προσπάθησε να συνεννοηθεί με την Ελληνική Κυβέρνηση. Η πρόταση του Βασιλέως Κωνσταντίνου ήταν να ψαλεί η νεκρώσιμος ακολουθία στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και η ταφή να γίνει στο κοιμητήριο του Τατοΐου.
Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης συγκάλεσε την Κυβερνητική Επιτροπή. Τελικά αποφασίστηκε τόσο η νεκρώσιμη ακολουθία όσο και η ταφή να πραγματοποιηθούν στο Τατόι την ίδια ημέρα και μετά την τέλεση της κηδείας ο Βασιλέας Κωνσταντίνος και η οικογένειά Του, θα έπρεπε να αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Ακόμα η κυβέρνηση θα είχε μόνο τυπική-θεσμική εκπροσώπηση.
Τελικά, η κηδεία τελέστηκε στις 12 Φεβρουαρίυ στο Τατόι στην οποία παρευρέθηκαν μέλη βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης καθώς και πλήθος κόσμου που κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσκολίες της αστυνομίας. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριος Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος”.
΄Ενα χρόνο μετά, στο ελληνικό κολλέγιο Λονδίνου, η τότε μαθήτριά μου Αλεξία, η πρωτότοκη κόρη του Κωνσταντίνου, μου είχε θυμώσει σε μια κουβέντα, γιατί ο φιλοβασιλικός πρωθυπουργός Γ .Ράλλης ,για να μη γίνουν επεισόδια, δεν άφησε να γίνει η κηδεία της γιαγιάς της στη Μητρόπολη, αλλά στο Τατόι. Να σημειώσουμε εδώ πως η βασιλική οικογένεια δεν είχε διαβατήρια, η είσοδος στη χώρα ήταν ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ μια και μπήκαν στο ελληνικό έδαφος ΧΩΡΙΣ ΕΠΩΝΥΜΟ, αλλά με τους τίτλους ,που είχαν χάσει και δεν τους αναγνωρίζει το ελληνικό Σύνταγμα.
Αλλά τους άφησαν . ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝΤΥΣΤΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ. ΄Ηρθαν και κήδεψαν τη Φρειδερίκη. Και καλώς, είχα απαντήσει τότε στην Αλεξία. “Σε τέτοιες ανθρώπινες στιγμές ούτε η πολιτική ούτε ο νόμος έχουν θέση”. Κι ακόμα το πιστεύω.
Θα της έλεγα, όμως ,στη συνέχεια ,την ιστορία της Λαμπρινής, αν την ήξερα από τότε. Να μάθαινε πως ο δικός της παππούς δεν άφησε τον άνθρωπό της να μπει στην Ελλάδα να τη στεφανωθεί, όπως της είχε τάξει. Για λόγους…πολιτικούς! Για εκείνους τους “κολασμένου της γης” δεν ίσχυαν οι λόγοι ανθρωπιάς και συνείδησης, που ίσχυαν όμως για τη δική της οικογένεια.
“Απειρες οι αιτήσεις επαναπατρισμού, που του είχαν απορρίψει στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή κουράστηκε κι αποφάσισε να πεθάνει στα ξένα… Η ΄Ολγα, η εγγονή του, συμφοιτήτρια με τον παππού της, μου τον εμπιστεύτηκε μια μέρα. «Δε ήθελε να περάσει πάλι τη διαδικασία της γραφειοκρατίας επαναπατρισμού και ειδικά μια νέα απόρριψη», μου λέει. «Θα τον σκότωνε».
Ο Φίλιππος, ο εγγονός του Βασιλιά Παύλου , παντρεύτηκε προχτές στη Μητρόπολη με γκλαμουριά και βασιλική μεγαλοπρέπεια. Στον τόπο, που ήταν τα “χώματα” και του παππού της ΄Ολγας. Περισσότερο δικά του απ΄ ό,τι της βασιλικής οικογένειας. Αλλά εκείνον δεν τον άφησε ο παππούς του Φίλιππου, ούτε ο πατέρας του, να γυρίσει στο χωριό του .΄Εστω για μια Λαμπρή. Κι έτσι , “ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΓΑΜΟΣ . ΚΑΙ ΠΟΤΙΣΕ ΤΗ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΦΑΡΜΑΚΙ”.
Και είδα τον γέρο σκληροτράχηλο Αντάρτη, όχι να βουρκώνει απλώς. Να κλαίει με λυγμούς. Με αναφιλητά . Σαν να είχε γίνει πάλι νέος. Τότε στο χωριό που τον σακάτευαν στο ξύλο οι Χίτες. Και βγήκε αντάρτης στο βουνό, για να γλυτώσει. Κι έχασε χωρίς ποτέ να φταίξει, πατρίδα και αγάπη.
΄Αδικη και σκληρή μοίρα. ΄Αλλη μια τιμωρία εγκληματικής, βασιλικής αναλγησίας . Από τις τόσες που έζησαν πολλοί ιστορικά σε αυτό τον τόπο.