Η εκκρηκτική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί στη Γερμανία από τις ανισόρροπες και συνεχώς επαναλαμβανόμενες εθνικιστικές και ρατσιστικές απόψεις που εξέφραζε ο Χίτλερ , αλλά και το “ντελίριο” που είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πληθυσμού από το 1930-1938, δε φάνηκε να ενόχλησαν ιδιαίτερα την Ευρώπη. Αντίθετα η Γαλλία και η Αγγλία κρατούσαν χαμηλούς τόνους, ακολουθώντας μια πολτική “κατευνασμού” ,παρά αντεπίθεσης κατά του γερμανικού καθεστώτος και ουδέποτε απάντησαν με σκληρή γλώσσα στα σχέδια του παρανοϊκού ηγέτη της Γερμανίας. Ούτε καμιά ουσιαστική, διπλωματική ή άλλη κίνηση έγινε όλο αυτό το διάστημα (πέρα από κάποιες “ανώδυνες” συζητήσεις διπλωματών περισσότερο), για να εμποδιστεί η διαφαινόμενη ναζιστική πορεία προς έναν παγκόσμιο πόλεμο. Το πιθανότερο είναι πως καμιά χώρα, ούτε ίσως και η Αμερική, δεν είχαν προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη από την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ.
Μόνο όταν ο Χίτλερ το 1938 σε λόγο του στο Ράιχσταγ μίλησε απροκάλυπτα πια για πόλεμο με σκοπό την απελευθέρωση του Γερμανικού πληθυσμού της Τσεχίας (Σουδητών), η Ευρώπη κατάλαβε πως ο ηγέτης των Ναζί δεν αστειευόταν. Καρπός αυτού του φόβου και της απειλής ήταν η “Συμφωνία του Μονάχου” το Σεπτέμβρη του 1938 μεταξύ Γερμανίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας ,οι όροι της οποίας αφορούσαν το θέμα των Γερμανών της Τσεχίας.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ευρώπη και ο πόλεμος έδειχνε αναπόφευκτος ,όχι μόνο οι κυβερνήσεις, αλλά και τα ΜΜΕ της εποχής σε όλες σχεδόν της χώρες της γηραιάς ηπείρου ή σιωπούσαν εντελώς για τα διαδραματιζόμενα στη Γερμανία ή αναφέρονταν στο Ναζισμό και το Χίτλερ με συκγεχυμένες απόψεις, άρθρα, κριτικές και συμπεράσματα. Είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως ελάχιστες εφημερίδες, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, επετέθησαν στο Χίτλερ και το ναζισμό. Ούτε οι αντισημιτικές και οι άλλες ρατσιστικές υστερίες της “αρίας-καθαρής” φυλής των Γερμανών, απασχόλησαν ιδιαίτερα και αποκλειστικά τα πρωτοσέλιδα και τα “σαλόνια” των εντύπων εκείνης της εποχής. Τα περισσότερα (και όχι μόνο οι εφημερίδες) ακολούθησαν την πολιτική του “κατευνασμού”, που είχαν υιοθετήσει οι κυβερνήσεις των άλλων ευρωπαϊκών κρατών καθ΄όλο εκείνο το διάστημα.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ,η Αμερική επίσης ακολουθούσε κι αυτή την πολιτική της Ευρώπης. Εδώ και η κυβέρνηση των ΗΠΑ ,αλλά και τα ΜΜΕ, σχεδόν “αγνοούσαν” τον Χίτλερ. Ο “Τύπος” απέφευγε εντελώς στις ειδήσεις του να αναφερθεί στο ναζισμό και πολύ περισσότερο να ασκήσει κριτική στις απόψεις του Χίτλερ. Εκείνο,όμως, που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι η στάση της “έβδομης”, λεγόμενης, “τέχνης” (το γνωστό “Χόλυγουντ”), που κι αυτή σιωπούσε προκλητικά μπροστά στον ανερχόμενο ναζισμό της Γερμανίας. Να σταθούμε περισσότερο σ΄αυτό το τεράστιο ηθικό ζήτημα για τη συμπεριφορά της Τέχνης της Αμερικής απέναντι στους Γερμανούς Ναζί.
Να, μια εμπεριστατωμένη μελέτη του Τόμας Ντόχερτι γι΄αυτό το θέμα:
(Γυρισμένη στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η ταινία «Εξομολογήσεις ενός κατασκόπου» του Ανατόλ Λίτβακ είναι μία από τις ελάχιστες που κατέκριναν ανοιχτά τη δικτατορία του Χίτλερ).
“Η κινηματογραφική προπαγάνδα που ασκήθηκε από τον Γιόζεφ Γκέμπελς κατά τη διάρκεια των χιτλερικών χρόνων του γερμανικού Ράιχ αποτελεί πλέον ένα αμιγώς αναγνωρισμένο κεφάλαιο της Ιστορίας. Ως υπουργός Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας, ο Γκέμπελς ήλεγχε στενά την πολιτιστική και πνευματική ζωή της Γερμανίας θέτοντας πάντα ως απώτερο στόχο την εκκαθάριση «όλων των έργων εβραϊκής προέλευσης». Το υπουργείο Προπαγάνδας απέκτησε το δικό του, ξεχωριστό Τμήμα Κινηματογράφου, ο Γκέμπελς αυτοαποκλήθηκε «προστάτης των γερμανικών ταινιών» και ο επακόλουθος κινηματογραφικός έλεγχος προώθησε ενεργά μια αμφιλεγόμενη πολιτική εξιδανίκευσης της γερμανικής κυβέρνησης.
Φυσικά η προπαγανδιστική δράση του Γκέμπελς δεν περιορίστηκε μόνο στην καλλιτεχνική λογοκρισία αλλά είχε ήδη προχωρήσει – πολύ πριν από την επίσημη άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία – σε ένα πιο «ενεργό» είδος κινηματογραφικού μποϊκοτάζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμά του ήταν η βραδιά της 5ης Δεκεμβρίου 1930 στο Mozart Hall του Βερολίνου. Εκείνο το βράδυ η προβολή της αντιπολεμικής ταινίας «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» του Λούις Μάιλστοουν ακυρώθηκε εσπευσμένα αφού ομάδα ταραξιών σκόρπισε μεταξύ άλλων σκόνη φτερνίσματος, αμπούλες βρώμας, καθώς και ένα σμήνος ποντικιών, στην αίθουσα. Η εν λόγω ομάδα απαρτιζόταν από νέους ναζί, οι οποίοι θεώρησαν την ταινία του Μάιλστοουν – όπως και το μυθιστόρημα του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ επάνω στο οποίο βασίστηκε – υλικό ειρηνιστικής προπαγάνδας. Ενώ το τρομοκρατημένο κοινό εγκατέλειπε την αίθουσα σε πανικό, ο Γκέμπελς βρέθηκε δίπλα στην οθόνη να ουρλιάζει «Judenfilm! Judenfilm!» («Εβραϊκή ταινία»).
Η ταινία απαγορεύτηκε και σύντομα οι ναζί κατακερμάτισαν ολόκληρο το γερμανικό σινεμά. Στην προσπάθειά του να «εξαλείψει όλους τους εβραίους» από τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία, ο Γκέμπελς άθελά του την κατέστρεψε. Οι Πίτερ Λόρε, Χέντι Λαμάρ, Πολ Χένριντ, Μπίλι Γουάιλντερ, Φριτζ Λανγκ και Μαξ Οφίλς ήταν μερικά μόνο από τα γερμανικά ταλέντα που αντέδρασαν στο ναζιστικό σαμποτάζ εγκαταλείποντας τη χώρα τους για την Αμερική. Λίγα χρόνια μετά οι ίδιοι «φυγάδες» – πλέον εγκατεστημένοι στην Αμερική – έγραψαν, σκηνοθέτησαν και πρωταγωνίστησαν σε μερικές από τις καλύτερες ταινίες της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, το Χόλιγουντ δεν φάνηκε να αντιμετωπίζει αυτό το πρώιμο γερμανικό μεταναστευτικό κύμα με ιδιαίτερη αμεσότητα ούτε έδωσε ιδιαίτερη βάση στα πολιτικά αίτια που εκτόπισαν τους γερμανούς καλλιτέχνες.”
Σύμφωνα με την πρόσφατη ακαδημαϊκή μελέτη του αμερικανού καθηγητή και ιστορικού κινηματογράφου Τόμας Ντόχερτι με τίτλο «Hollywood and Hitler, 1933-1939», οι ναζί υπήρξαν αόρατοι στις χολιγουντιανές ταινίες εκείνης της περιόδου, κατά τη διάρκεια μιας εποχής όπου η απεικόνιση της ναζιστικής αγριότητας θα έπρεπε να αποτελεί βασική προτεραιότητα για τα αμερικανικά στούντιο. Ο Τόμας Ντόχερτι συνθέτει μια λεπτομερή ανάλυση της διεθνούς κινηματογραφικής ιστορίας από την άνοδο του Χίτλερ ως το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και υποστηρίζει ότι οι αμερικανοί παραγωγοί απέφυγαν συστηματικά οποιαδήποτε αναφορά στη δυσοίωνη πολιτική εξέλιξη της Γερμανίας, με αποτέλεσμα το νόημα και η ουσία του ναζισμού να φτάσουν στην Αμερική με μια σημαντική καθυστέρηση. Ετσι, σε αντίθεση με την πληθώρα μεταπολεμικών ντοκυμαντέρ και αρχειακών υλικών, οι κινηματογραφικές απεικονίσεις των ναζί δεν ήταν πάντα τόσο άφθονες ή παραστατικές.
Το βασικό κίνητρο για τη «σιγή» του Χόλιγουντ ήταν εμπορικό: τα αμερικανικά κινηματογραφικά στούντιο δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την απώλεια μιας τόσο μεγάλης ευρωπαϊκής αγοράς όσο η Γερμανία και έτσι απέφυγαν οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε πιθανώς να προσβάλει τους γερμανούς λογοκριτές, οι οποίοι αποφάσιζαν ποιες ξένες ταινίες θα προβληθούν στη χώρα τους και ποιες όχι. Επιβεβαιώνοντας την τεράστια επιρροή του Γ’ Ράιχ, οι αμερικανικές παραγωγές αγνόησαν επιδεικτικά την εξέλιξη των ναζιστικών ομάδων της Γερμανίας και απομακρύνθηκαν απότομα από τη «χρυσή» συνταγή της εβραϊκής θεματολογίας.
Σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της χολιγουντιανής αυτολογοκρισίας έπαιξε και η θέσπιση του Κώδικα Παραγωγής της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, ενός συνόλου ηθικών κανόνων το οποίο αποθάρρυνε την προβολή πολιτικών απόψεων και ιδεών. Παρ’ όλα αυτά, το ηθικό πλαίσιο του Κώδικα δεν φάνηκε να απασχολεί ιδιαίτερα τις διαπροσωπικές σχέσεις πολλών αμερικανών παραγωγών. Η έρευνα του Ντόχερτι αποκαλύπτει διάφορες εσωτερικές ιστορίες από το δίκτυο επαφών που είχε στηθεί ανάμεσα στην ευρωπαϊκή δικτατορία και στα χολιγουντιανά στούντιο. Χαρακτηριστικά ο Μπενίτο Μουσολίνι δήλωνε «πιστός οπαδός» του κωμικού ζευγαριού Λόρελ και Χάρντι, ενώ ο ίδιος ο δημιουργός του διδύμου Χαλ Ρόουτς είχε πάρει τον γιο του ιταλού δικτάτορα υπό την προστασία του.
Οι ελάχιστες αντι-ναζιστικές ταινίες που κυκλοφόρησαν στην Αμερική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 ήταν, σύμφωνα με την προσέγγιση του Ντόχερτι, ανεξάρτητες παραγωγές μικρού προϋπολογισμού με περιορισμένη διανομή. Η πρώτη ουσιαστική αντίδραση ήρθε καθυστερημένα λίγους μήνες πριν από το ξεκίνημα του πολέμου. Κατακρίνοντας ανοιχτά τη δικτατορία του Χίτλερ η ταινία της Γουόρνερ Μπρος «Εξομολογήσεις ενός κατασκόπου» του Ανατόλ Λίτβακ πέρασε το λογοκριτικό τεστ και προβλήθηκε στις αμερικανικές οθόνες την άνοιξη του 1939. Εναν χρόνο αργότερα και ενώ ο πόλεμος έχει ήδη κλιμακωθεί στην Ευρώπη η πολιτική σάτιρα του Τσάρλι Τσάπλιν στην εμβληματική ταινία «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» σηματοδοτεί το αργοπορημένο τέλος της σιωπηλής συμφωνίας ανάμεσα στα χολιγουντιανά στούντιο και στη ναζιστική δικτατορία.