Αεροδρόμιο Οτοπένι , Βουκουρέστι . Ερχόμενοι πρόσφατα από Αθήνα. Περιμένουμε στην ουρά για έλεγχο διαβατηρίων και η γιαγιά η κυρά ΄Ολγα από την ώρα που κατεβήκαμε τη σκάλα του αεροπλάνου, τη βλέπω πως αγωνιά να προφτάσει να ξετυλίξει μια ολόκληρη περιπετειώδη ζωή ,αγώνα και ταλαιπωρία, μέχρι την έξοδο,που θα χωρίσουμε κι είναι σίγουρο πως δε πρόκειται να ξαναβρεθούμε . Θέλει να τα πει, να βρει κάπου να ξεθυμάνει.
Μια γιαγιά χάρμα οφθαλμών και ακοής. Είναι 92 και κοτσονάτη. Κατάμαυρο μαντήλι στο κεφάλι δεμένο κάτω από το πηγούνι, μαύρη και η υπόλοιπη φορεσιά και τα παντοφλέ παπούτσια επίσης μαύρα. Αδύνατη,λυγερή παρά τα χρόνια της . Φως φανάρι ,ξωμάχος ,χειρώναξ, εν πάση περιπτώσει, από τα νιάτα ως τα γεράματα. Δίπλα μας καλωδιωμένη και με τα ακουστικά στα αυτιά η εγγόνα της.
-΄Ολγα στο όνομα και τούτη. Της δώκαν το δικό μου . Γι΄αυτό της έχω από τα πέντε τα εγγόνια αδυναμία του παλιοθήλυκου.
Στο αεροπλάνο, καθόμασταν δίπλα-δίπλα. Αριστερά η εγγονή στη μέση η γιαγιά της και δεξιά παράθυρο εγώ. Οπότε, ήθελα δεν ήθελα, άκουγα τις κουβέντες τους και έβλεπα, αν γύριζα κεφάλι ως και την πιο ανεπαίσθητη γκριμάτσα τους και κίνηση.
Τις πρωτοείδα στον έλεγχο διαβατηρίων επιβατών στο Βενιζέλο. Μια σειρά πιο μπροστά από μένα. Δεν έδωσα σημασία που η γιαγιά έδειξε τη χαρακτηριστική, μικρή και χρωματιστή ρουμανική ταυτότητα και η εγγονή της τη ελληνική . Δεν είχα ακούσει ακόμα πως μιλούσαν μεταξύ τους Ελληνικά, ούτε ήξερα τη σχέση τους.
Η εγγονή , κάπου 18 , “οργισμένο νιάτο”. Κολλητό παντελόνι ,κάτασπρη πουκαμίσα, αρχαϊκής Αργίτισσας, μια κουλούρα χαϊμαλιά σε λαιμό και χέρια, ένας τεράστιος Υδροχόος καβάλα στο ανοιχτό μπούστο.Και φυσικά μια τσίχλα να κροταλίζει εκνευριστικά στο στόμα ή να ξεχύνεται τεράστιο μπλε μπαλόνι κρεμασμένο από το κατακόκινο κραγιόν των χειλιών της .
΄Ακουσα να μιλάνε ελληνικά για πρώτη φορά, όταν κάθισαν στις θέσεις τους. Η μικρή την έλεγε συνεχώς γιαγιούλα και γιαγιούλα. Η γιαγιά έμπαινε σε αεροπλάνο για πρώτη φορά στη ζωή της. ΄Ακουγα που τις έδινε συμβουλές η… νεαρά. Τί να σκέφτεται όσο πετάμε, ειδικά αν πέφταμε σε αναταράξεις. Και κάθε φορά κατέληγε με την επωδό “και όπως είπαμε, γιαγιούλα , να μη φοβάσαι, ε; Ως που να πεις κύμινο θα είμαστε Βουκουρέστι” .Θα το είπε καμιά 10αριά φορές. Παρατηρούσα πως εκείνη δε μιλούσε,ούτε απαντούσε στις παρατηρήσεις και τις ορμήνιες της εγγονής. ΄Ηταν αλλού αυτή την ώρα.
Μόλις άρχισε να τροχοδρομεί το αεροσκάφος και λίγο μετά που φούλαρε μηχανές , να πάρει φόρα και να απογειωθεί, βλέπω τη μικρή να κάνει το σταυρό της. Η γιαγιά ,όσο η άλλη σταυροκοπιόταν, την έκοβε αυστηρά, έβλεπα τις γκριμάτσες αποστροφής κάθε φορά ,όσο εκείνη δεν τελείωνε. Σκληρό καρύδι, λέω μέσα μου, δεν παίζεται η γιαγιά.
Μόλις πήραμε ύψος και βγήκαμε από τα σύννεφα, έλαμψε ο ήλιος μεγαλόπρεπος και φανταχτερός .Τώρα πάλι η εγγονή μέσα από την τσιχλόφουσκα της εξηγούσε το…αυτονόητο , πως βρισκόμαστε,δηλαδή πιο ψηλά από τα σύννεφα και δεν υπάρχει πια εμπόδιο να μη βλέπουμε τον ήλιο, όπως κάτω στο έδαφος. Λες και ήταν ανόητη η γιαγιά ή κανένα παιδάκι και δεν καταλάβαινε, γιατί ξαφνικά λούστηκε το αεροπλάνο από τις χρυσές ακτίνες “του ήλιου του ηλιάτορα” .Της έριξε μόνο μια ματιά, δεν ήξερες αν ήταν συγκατάβασης ή αποστροφής.
Λίγο μετά, νύσταξα . 1 ώρα και 15 λεπτά, όσο κάναμε να φτάσουμε Οτοπένι, κοιμόμουνα του καλού καιρού. Ξύπνησα απότομα την ώρα που το αεροπλάνο ακούμπησε στο έδαφος και η άτρακτος σείστηκε από το ηχηρό χειροκρότημα των επιβατών για την… τέλεια προσγείωση του πιλότου (ελληνική πατέντα και τούτο!).
Στο πρώτο σκαλί που κατεβαίναμε από το αεροπλάνο, τους πήρα τις δυο τσάντες να βοηθήσω. Με ευχαρίστησαν από καρδιάς και γίναμε αμέσως οι τρεις μας…κολλητοί. Στον έλεγχο για έξοδο σε μια τεράστια ουρά, είμαστε τελευταίοι . Η μικρή ‘ Ολγα στη κοσμάρα της με τα καλώδια στον ώμο. Όσο τούτη κουνιόταν στο ρυθμό που άκουγε,με τον αυθορμητισμό και τη γονιδιακή κοινωνικότητα της ράτσας, πιάσαμε κουβέντα στο λεπτό με την κυρά ΄Ολγα. Μέχρι να βγούμε από τον έλεγχο, ήξερα πια την πολύπαθη ιστορία της . Θα έσκαγα ,αν δεν μάθαινα.
Αντάρτισσα. Και ο ένας αδερφό της κι εκείνος στο βουνό. Από κάποιο χωριό της Καστοριάς. ΄Ηταν δεν ήταν στα 20. Με την ήττα του δημοκρατικού στρατού στο Γράμμο, διασκορπίστηκαν. Τσεχοσλοβακία το αγόρι ,Ρουμανία εκείνη. Δεν ξαναβρέθηκαν. Τον είχαν σακατέψει αιχμάλωτο στις φυλακές του Τίτο ,έπαθε φυματίωση και λίγο μετά πέθανε στην Πράγα ο αντάρτης.
– Ο Τσαουσέσκου παιδί μου, μας στήριξε καλύτερα απ΄όλους τους άλλους ηγέτες τους ΄Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες στη Ρουμανία. Δουλειές, σπίτια, σπουδές για όσους ήθελαν. Εγώ ήμουνα μεγάλη πια για να σπουδάσω. Στην αρχή δούλεψα σε υφαντουργείο . Λίγο καιρό μετά στην ελληνική κοινότητα γνώρισα τον Παντελή, πολιτικός πρόσφυγας και τούτος. Ζούσε στο Γιάσι . ΄Ιδια ηλικία. Δούλευε σε αγροτικές δουλειές,όπως είχε μάθει να κάνει στο χωριό, ως τη μέρα που βγήκε στο βουνό. Παντρευτήκαμε,κάναμε 4 παιδιά. Τα δύο πεθάνανε νωρίς. Ο Νικόλας και ο Διαμαντής σπούδασαν, γιατρός ο ένας, γεωπόνος ο άλλος. Παντρεμένα με καλές δουλειές στην Αθήνα και τα δυο πια.
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 τα παιδιά αποφάσισαν να κατέβουν μόνιμα Ελλάδα. Οι γονείς τους δε θέλησαν να πάνε μαζί . Στη Ρουμανία είχαν το σπίτι τους, την περιουσία τους, τους φίλους, κουμπάρους, συναδέλφους. ΄Εμαθαν τη γλώσσα, πήραν ταυτότητες, ρίζωσαν. Ξέκοψαν εντελώς από Ελλάδα.
-Τα παιδιά ,που λες, βρήκαν καλές δουλειές στην Αθήνα. Παντρεύτηκαν,έκαναν οικογένειες. Αλλά στη Ρουμανία δεν ήθελαν να έρχονται συχνά. Από τότε που φύγανε, ζήτημα να ανέβηκαν 2-3 φορές.. Αλλά και εμείς δεν πολυκατεβαίνουμε. Δεν έχουμε καλές νυφάδες, δε μας θέλουν ΄Εχουν τους δικούς τους γονείς. Να είναι καλά στα σπίτια τους. Δε θα σκάσω κιόλας.
Τώρα με το κτηματολόγιο ο ένας γιος , ο γεωπόνος , θυμήθηκε πως ο πατέρας τους ,τούς έλεγε πως στην Καλαμάτα στο χωριό οι παππούδες είχαν πάνω από 50 στρέμματα χωράφια και ένα πέτρινο σπίτι στην πάνω μεριά του χωριού.
– Εχει αξία η γη στην Μεσσηνία, πατέρα και το σπίτι αν το επισκευάσουμε σαν τρελοί κάνουν να αγοράσουν τέτοια κει κάτω οι Γερμανοί.
-Το είπε μια, το είπε δυο, να μην κάνουμε τη χάρη του παιδιού; Πήραμε το λεωφορείο Γιάσι -Αθήνα πάνω από 20 ώρες ταξίδι. Ταλαιπωρία . Κανα δυο μέρες μετά, μας πήρε το παιδί με την κούρσα και κατεβήκαμε στο χωριό. Πάμε στον πρόεδρο να πάρουμε τις βεβαιώσεις και τί μας λέει το κέρατο το βερνικωμένο. Ποια χωράφια ,σπίτια και ποια πράσινα άλογα μετά από 70 χρόνια; Ούτε σας ξέρω ούτε σας γνωρίζω. Τα πήρανε ο τάδε και ο τάδε με χρησικτησία, με μαρτύρους. Το σπίτι το κάνανε καινούριο, το πούλησαν σε Ελβετούς. Μένουνε οι άνθρωποι μόνιμα μέσα . Στα χωράφια βάλανε δέντρα,ελιές, αμπέλια, ξοδέψανε , ζούνε οκογένειες απ΄αυτά τα κτήματα.
-‘Ηπιε φαρμάκι ο Παντελής, γιόκα μου. ΄Οχι που του πήρανε μόνο την περιουσία,αλλά και το γινάτι να τα πάρει ο Χίτης ο Μαγγανάς, που χρόνια μετά, μάθαμε, έπαιρνε από τον ταχυδρόμο τα γράμματα που έστελνε στη μάνα και τον πατέρα του ο Παντελής και έλεγε στους γέρους πως τον μοναχογιό τους τον παλουκώσανε οι χωροφυλάκοι κάπου στη Θεσσαλία. Με αυτό το παράπονο φύγαν οι γέροι στο χωριό πως ο γιος τους δε ζει πια.
-Και που λες,παιδί μου, τώρα του κατσικώθηκε του Παντελή και έμεινε στην Αθήνα . Θα τους κάνει λέει μήνυση και αγωγή για να τα πάρει πίσω. Το έβαλε γινάτι. Εγώ δεν άντεχα άλλο. Ξέρω πως δε θα βγει και τίποτα. Τους είπα θα πάω πίσω, να μου βγάλετε εισιτήριο με το αεροπλάνο, δεν αντέχω πάλι 20 ωρες δρόμο ταξίδι. Πήρα και το παιδί κοντά να με βοηθήσει. ΄Εχω το σπίτι στο Κουρέτσι. Τις κότες, δυο προβατίνες, οι γειτόνοι τα κρατάνε τώρα που λείπω. Εκεί είναι η ζωή μου. Εκεί έχω θάψει δυο παιδιά. Κι όταν έρθει η ώρα μου, να πάω κι εγώ στο καλό να αναπαυτώ. Σ αυτά εδώ τα χώματα θέλω να με βάλουν. Δεν είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Τούτη είναι η πατρίδα μου πια (!!).