1. ΠΑΛΙΟΜΟΔΙΤΙΚΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ
Χρονιάρες μέρες τούτες, πήρα κι εγώ τον 13χρονο γιο μου σήμερα να τον κεράσω μια ζεστή σοκολάτα στα Στάρμπακς. Να πούμε και καμιά κουβέντα, που κατάντησαν κι αυτές απαγορευμένο χόμπι μεταξύ μας, λόγω των αυξημένων σχολικών υποχρεώσεών του και των άλλων εξωσχολικών του δραστηριοτήτων.
΄Ομορφο περιβάλλον, αρώματα καφέ και σοκολάτας διάχυτα στην καθαρή, άκαπνη ατμόσφαιρα του μαγαζιού, τίγκα από παρέες σχολιαρόπαιδα, λόγω διακοπών, να έχουν κάνει κατάληψη πάνω και κάτω αίθουσα, μελισσολόι ολόκληρο στα τραπέζια, να μη βάζουν γλώσσα μέσα τα άτιμα. Τα περισσότερα, με ένα κινητό στο χέρι, να παίζουν βιντεοπαιχνίδια και κάθε τόσο, κάποιος στην ψύχρα να τσιρίζει, να εξαγγέλλει με έξαψη την επιτυχία γκολ ή την κατακρήμνιση του αυτοκινήτου του αντιπάλου στον εικονικό αγώνα “ζωής και θανάτου” της οθόνης.
O τυπάκος ο δικός μου, με το που καθίσαμε στις καρέκλες μας , τραβάει βιαστικά κι αυτός από την τσέπη του μπουφάν το τάμπλετ και τα ακουστικά, καλωδιώνεται στη στιγμή και… την κάνει . Βυθίζεται πατόκορφα στο σερφάρισμα και το τσάτινγκ του νετγουόρκ και με αφήνει σύξυλο και μοναχό να ξαναφέρνω στο μυαλό μου την ιστορία που λογάριαζα να του πω ,μόλις καθόμαστε και ξεκινούσαμε κουβέντα.
Παραμονή Χριστουγέννων σαν σήμερα ,θα του έλεγα. Σχολιαρόπαιδο στην Ανδρίτσαινα. Από τα άγρια χαράματα, σχεδόν μισοσκόταδα, σηκωμένος, θα πήγαινα να βρω στην Τρανή Βρύση το Χρήστ΄ Αργύρη, για να ξεκινήσουμε μαζί οι δυο μας να λέμε τα κάλαντα, σπίτι-σπίτι, αρχής γενομένης από πάνω, την “ενορία” του Αγ .Θαράπου . Περασμένες 12 μεσημέρι , θα κατηφορίζαμε σιγά-σιγά στα κάτω σπίτια, μετά στα Σανηλέικα και το απόγεμα, θα ακολουθούσε η επίσκεψη στην Αγορά στα μαγαζιά ,τα καφενεία κυρίως και τις ταβέρνες, που είχαν μαζεμένο κόσμο και η μπάζα ήταν εδώ και σίγουρη και μεγάλη .
Εκεί κάπου στις 7, όταν θα άρχιζε να σκοτεινιάζει, θα είχε πάρει τέλος ο σκληρός, επίπονος αγώνας των δύο συνεταίρων να γυρίζουμε τις ρούγες της Ανδρίτσαινας ολόκληρο 12ωρο, χωρίς σταματημό, για να “τα πούμε” σε περισσότερα από 200 σπίτια! Θα χωνόμαστε πίσω από το Ιερό του Αγ. Νικόλα ,που δε θα μας έβλεπε ανθρώπου μάτι, θα κόβαμε τους σπάγκους από το τυλιγμένο με τη χρυσαφένια κόλλα γλασέ χαρτοκούτι και την τρύπα στην οροφή, για να πέφτουν μέσα τα όβολα ,θα το ξεκοιλιάζαμε πάνω στο τουράκι της εκκλησίας και θα μετράγαμε ένα-ένα τα νομίσματα, μέχρι την τελευταία δεκάρα.
Τα πενηνταράκια, τα φράγκα, τα δίφραγκα και τα τάλιρα, έκαναν ένα μικρό σωρό πάνω στην πέτρινη πλάκα . Χαρτούρα, βέβαια, δεν έπεφτε. Ποιος ξένος να ρίξει δεκάρικο και εικοσάρικο; Μόνο κανένας συγγενής στενός έβγαζε να δώσει χάρτινο εικοσάρικο, αλλά κι αυτό σπάνια ,καμιά φορά ή και ποτέ.
Η σούμα μετά το μέτρημα της κονόμας, μπορούσε να δώσει ανέλπιστα μεγάλα ποσά, αλλά καμιά φορά και…απελπιστικά χαμηλά νούμερα. Στην καλύτερη περίπτωση, είχαμε να μοιράσουμε ολόκληρο πεντακοσάρικο και στη χειρότερη χρονιά, ένα διακοσάρικο, με αιτία της χαμηλής κονόμας, κυρίως τον κακό καιρό και το χιόνι ,που μας εμπόδιζε να κάνουμε τη γύρα σε όλα τα σπίτια.
Εν πάση περπτώσει μοιράζαμε τις εισπράξεις οι δυο μας , σε ίσια μερίδια τα λεφτά, τα χώναμε στην τσέπη και …βουρ εγώ στην αγορά να εξαργυρώσω επί τόπου τον ιδρώτα μου σε τίποτα φωτογραφικά φιλμ , σε πολύχρωμους σουρλάδες, σε δεμένους τόμους Μικρού ΄Ηρωα-Γκαούρ Ταρζαν-Λούκυ Λούκ . Και η όλη δραστηριότητα της μέρας, παραμονή Χριστουγέννων σαν σήμερα, έκλεινε με ένα καλό γεύμα στο εστιατόριο (ξενοδοχείο το λέγαμε) του Κουντρέλη. Το τσιμπούσι, κλασικό. Μια ζεστή κρεατόσουπα με αραιό ρυζάκι και μεζέδες (γίδα ή προβατίνα) πασπαλισμένους με μπόλικο αλατοπίπερο, που τα είχε μαγειρέψει πεντανόστιμα, όπως πάντα, η θειά μου η Ντέλα.
Στο τέλος ,που θα ερχόταν η ώρα της «λυπητερής» και λογάριαζα πως θα έπρεπε να καταβάλω τουλάχιστον ένα δεκάρικο για το λογαριασμό , η συχωρεμένη η θεια μου, μου έκανε νόημα να φύγω με τρόπο, για να μη με δει ο ο Βαγγέλης ο άντρας της. Και «την έκανα» κι εγώ πονηρά κι αθόρυβα, χωρίς να πληρώσω φράγκο για το πλούσιο τραπέζι που απόλαυσα.
Αυτή την ιστορία σχεδίαζα να πω στον προκομμένο το γιο μου σήμερα, για να μάθει κι αυτός “τι εστί βερίκοκο”. Να γυρίζεις, να “τα λες” μέσα στη βροχή και στο αγιάζι για δυο κατοστάρικα (δραχμές), κάτι που εκείνος δεν έκανε ούτε θα κάνει ποτέ, αφού , από μικρό, όταν του έλεγα να βγει για τα κάλαντα ,με έκοβε χωρίς δεύτερη κουβέντα: “Σιγά, ρε πατέρα, που θα πάω να τα πω. ΄Αλλη όρεξη δεν είχα να τρέχω στους δρόμους με τέτοια παγωνιά. Δε μουρλάθηκα ακόμα”!
Αλλά, δεν πρόκανα να του τη διηγηθώ, αφού όλη την ώρα εκείνος έκανε τσατ με μια Κινέζα στην άλλη άκρη του κόσμου .Το μόνο που άκουγα από το στόμα του τις δυο ώρες που είμαστε μαζί , ήταν η φράση, που μουρμούριζε μόνος του κάθε τόσο, “καλή, ρε πούστη μου, η γκομενίτσα για Κινέζα, τελικά”!
Οπότε κι εγώ, αμίλητος και πικραμένος, μια και δεν είχα κουβαλήσει μαζί μου το πισί , να βυθιστώ κι εγώ στην κοσμάρα μου, κάθισα και ξεδίπλωσα για άλλη μια φορά τις μνήμες από τα παιδιά μου κάλαντα. ΄Οπως έκανα τόσες φορές ως ενήλικας, όταν κανείς πια από φίλους και δικούς δεν είχε όρεξη να ακούει και να ξανακούει τις ίδιες περασμένες ιστορίες.
Και όμως! Αν νόμιζε κανείς πως έζησα το σημερινό δράμα της απομόνωσης από το γιο μου, γιατί δεν άκουσε και δε συμμερίστηκα μαζί του τις παιδικές μου μνήμες, θα του έλεγα πως όχι, δεν οφειλόταν σ΄αυτό η θλίψη μου. Αλλού τελικά ήταν η απόλυτη τραγωδία. Στο κλουζ της δίωρης αυτής “παρέας” μας .
Μόλις σώθηκε ο χρόνος μας και έπρεπε πια να σηκωθούμε να φύγουμε, ρίχνω μια ματιά στο απέναντι τραπέζι και βλέπω 4 πεντάμορφα σχολιαροκόριστα στην ηλικία του γιου μου ,να ρίχνουν κλεφτές ματιές κατά το τραπέζι μας. Βλεφάριζαν την…αυτού υψηλότητα, τον άθλιο γιο μου, ο οποίος όμως, έτσι όπως ήταν απομονωμένος στην ιντερνετική του τύφλα και με τα ακουστικά στ΄αυτιά, ούτε έβλεπε ούτε άκουγε τί γινόταν δίπλα του. Και μπόμπα να έπεφτε, ούτε που θα έπαιρνε είδηση. Πόσο μάλλον να μπει στη διαδικασία να πιάσει και να μεταφράσει σε κάλεσμα ερωτικό τις κλεφτιές ματιές των κοριτσιών απέναντί του.
Εκεί πια τα στύλωσα. ΄Ενιωσα όλο το παράπονο του κόσμου να με πλημμυρίζει. Αλλά, μπορεί κιόλας να μην ήταν παράπονο. Βαριά οργή θα το έλεγα τώρα, σε εκτονωτική, χρονική απόσταση από το συμβάν.
Γιατί, έτσι εξηγείται πώς τόλμησα και του τράβηξα τα ακουστικά από τα αυτιά και του τα πέταξα στο τραπέζι. Του ήρθε κεραυνός στο κεφάλι. “Τί έγινε, ρε πατέρα”, μου ρωτάει, ξαφνιασμένος.”Μύγα σε τσίμπησε;” -Τι θες να γίνει, αγόρι μου, τον κόβω. -2 ώρες σε κοιτάζει από απέναντι το κοριτσομάνι κι εσύ χαμπάρι δεν πήρες, χαμένε, χωμένος εκεί μέσα στην πλαστική, την ψεύτικη ζωή της ταμπλέτας που ζεις. Και η απάντησή του κοφτή… φαρμάκι μοναχό: «Χέστηκα, ρε πατέρα. Τα έφτιαξα πριν λίγο με ένα Κινεζάκι μούρλια. 2 ώρες τα λέγαμε στο τσατ»!
Πρέπει να τον κοίταζα πολύ άγρια και να μίλαγα θυμωμένα, εκτός εαυτού, γιατί οι μικρές βλεφάριζαν πια ολοφάνερα το τραπέζι μας. Άκουγαν καθαρά που τον μάλωνα. Και έδειχναν, κατάλαβα, να συμμερίζονται όσα του έλεγα. Διέκρινα και το δικό τους παράπονο, απόγνωση το χαρακτήρισα εκείνη την ώρα, στα μάτια τους.
Τον πήρα σηκωτό να φύγουμε. Πριν αποχωρήσουμε, χαιρέτισα τα αλαφιασμένα κορίτσια απέναντι, τους είπα γελαστός «χρόνια πολλά», ανταπέδωσαν με ευγένεια την ευχή και φύγαμε.
Ο ταξιδεμένος ο γιος μου ούτε που καταδέχτηκε να τις κοιτάξει! Βγήκε, έβγαλε πάλι τα συμπράγκαλα από τις τσέπες, ξανακαλωδιώθηκε στο κινητό του τώρα και άκουγε όσο πηγαίναμε για το αμάξι, μουσική.
Αφασία.΄Οσο τυχερή, άλλο τόσο και τραγική αυτή η νέα γενιά σήμερα!