1, Δήμαρχος Λέσβου για τα έκτροπα: Οι ευθύνες βαραίνουν την κυβέρνηση
Στα χθεσινοβραδινά επεισόδια στην πλατεία Σαπφούς, στη Μυτιλήνη, αναφέρεται ο δήμαρχος Λέσβου, Σπύρος Γαληνός, σε επιστολή του προς τον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρη Βίτσα και τον αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Νίκο Τόσκα.
Η επιστολή κοινοποιείται στο γραφείο του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα και στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων της χώρας.
«Δυστυχώς, τα ξημερώματα της Κυριακής γίναμε μάρτυρες τραγικών γεγονότων σε μία από τις πιο δύσκολες νύχτες που έχει περάσει η Λέσβος τα τελευταία χρόνια. Παρά τις επανειλημμένες διεκδικήσεις σε όλα τα επίπεδα αλλά και τις απεγνωσμένες εκκλήσεις μας τόσο για την κατάληψη της πλατείας Σαπφούς, όσο και για τον κίνδυνο των αντιδράσεων που προέρχονται από τον φόβο της τοπικής κοινωνίας, η παρατεταμένη εκ μέρους της κυβέρνησης αδράνεια προκάλεσε τα χθεσινά σοβαρά επεισόδια» σημειώνει ο δήμαρχος.
«Μην κάνετε το τραγικό λάθος να θεωρείτε ότι το αίτημα της αποσυμφόρησης του νησιού και της απελευθέρωσης της πλατείας Σαπφούς προερχόταν από ακραία στοιχεία. Ήταν ένα πάνδημο αίτημα όλων των πολιτών της Λέσβου, οι οποίοι ένιωθαν και νιώθουν απροστάτευτοι μπροστά στην κατάληψη δημόσιων χώρων, τις καθημερινές κλοπές και τις συχνές συγκρούσεις στις περιοχές γύρω από το ΚΥΤ Μόριας αλλά και στην πόλη της Μυτιλήνης. Ζητήματα, για τα οποία έχω ενημερώσει και ζητήσει την παρέμβαση των αρμόδιων υπουργείων εδώ και πολύ καιρό».
Ελπίζω, μετά τα όσα συνέβησαν να προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες απεγκλωβισμού όλων αυτών των απελπισμένων ανθρώπων διότι διαφορετικά είναι σίγουρο πως τέτοια φαινόμενα θα επαναληφθούν με θύμα το ίδιο το νησί της Λέσβου» καταλήγει ο δήμαρχος του νησιού.
2. Σαμαράς: «Ο Τσίπρας, πλέον, βγάζει φόβο»
Εμένα προσωπικά δε μου βγάζει ο Τσίπρας φόβο. Σε αντίθεση με το Σαμαρά που εδώ και λίγο καιρό μου βγάζει ( και όχι μόνο σε μένα) σιχασιά και οργή!
Στο μεταξύ, όντως ο Αντωνάκης να φοβάται πρέπει. Μετά τη μεγάλη λαμογιά με τη Norvatis, είναι σίγουρο πως δεν έχει και τον καλύτερο ύπνο.
3.Η «ΜΑΡΙΝ ΛΕΠΕΝ» ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η «τρικλοποδιά» των κεμαλιστών στον Ερντογάν -Ποια είναι η γυναίκα που απειλεί τον «σουλτάνο»
Ποια Λεπέν και ποια …Χιτλερία; Βαμπίρ σκέτο είναι τούτη η Τουρκάλα.
Επικεφαλής, λέει, των “Γκρίζων” Λύκων. Είναι οι αντίστιχοι δικοί μας Τούρκοι Χρυσαυγίτες. Και όλα τα γουρούνια, ως γνωστό, έχουν την ίδια μούρη.
Αν έχουν πρόβλημα μεταξύ τους αυτές οι ύαινες, δικοί μας και απέναντι, γιατί δεν πάνε σε μια βραχονησίδα να φάνε τα λυσσακά τους, να σφαγούνε ; Και να πάρουν μαζί τους οι Τουρκαλάδες και την ηγερία τους -βρυκόλακα να μονομαχήσει με τη δικιά μας εδώ…Αμαζόνα -Ζαρούλια, πάνω στη βραχονησίδα…Ανθρωποφάγος. Θα είχε μεγάλη πλάκα!
4. Μήπως τελικά ήμουν ένα μηδενικό;» Η εξομολόγηση του Μ. Καραγάτση στην κόρη του Μαρίνα
Η Μαρίνα Καραγάτση δεν μεγάλωσε όπως όλοι. Η μοναχοκόρη του Μ.Καραγάτση έζησε από κοντά, μέσα στο σπίτι της, την καθημερινότητα του συγγραφέα της γενιάς του ‘30: τον δημιουργικό του οίστρο αλλά και τις εκρήξεις του. Κάποια από αυτά τα έβαλε στο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα «Το ευχαριστημένο», που σε θεατρική διασκευή ανέβασε ο Δημήτρης Τάρλοου, ο γιος της, στο θέατρο Πορεία. Κάποια άλλα τα εκμυστηρεύεται τώρα, μιλώντας εκ βαθέων….
«Ο τρόπος που αντιμετώπισα το «Ευχαριστημένο» δεν είχε δυσκολίες για μένα. Αντιθέτως περνούσα πάρα πολύ ωραία όσο έγραφα, γιατί έβλεπα τη ματαιότητα των συγκρούσεων. Καθόμουν και τα ξανασκεφτόμουν και γελούσα. Δεν είχα μέσα μου την πικρία που θα φανταζόταν κανείς -σαν να είχα κρατήσει πολλά παράπονα κι έγραψα για να βγάλω τα παράπονά μου. Κάθε άλλο. Ενοιωσα, αυτό που πάντα ισχυριζόταν ο πατέρας μου, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Κι ότι οι συγκρούσεις ήταν για το τίποτα.
Κοιτούσα πρόσφατα ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του πατέρα μου, πρέπει να το έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, αρχές του ΄40, με τον τίτλο «Από τη ζωή του Μιχάλη Ρούσση», όπου προσπαθούσε να αναλύσει ο ίδιος τον εαυτό του. Εκεί γράφει για τον χαρακτήρα, τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια, σε τρίτο πρόσωπο:»
O Μ. Καραγάτσης με την κόρη του Μαρίνα -Από το αρχείο της Μαρίνας Καραγάτση
«Το πως δεν καταλάβαινε τον εαυτό του, τον τρόμαζε. Είχε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, έμφυτη τη διαίσθηση του γνώθι σαυτόν. Δεν έκανε όμως ποτέ σοβαρή προσπάθεια γι΄αυτή την αυτογνωριμία. Κρίνοντας κατόπιν τους φοβερούς θυμούς, τα πείσματα, τους σαδισμούς, τους παραλογισμούς του, τους τόσο αντίθετους με τη σιωπηλή κι αδρανή του φύση, το πήρε απόφαση πως η γνώση του εαυτού του ήταν πράγμα αδύνατον. Και δεν χάθηκε σε μαιάνδρους της αυτοψυχανάλυση. Παραδέχθηκε, κι έτσι ήταν, πως έτσι τον έκανε η φύση. Και πως κάθε προσπάθεια διορθωμού όχι μόνον ήταν μάταιη, μα και άσκοπη και γελοία. Από αυτή την άποψη γνώριζε τον εαυτό του καλύτερα από κάθε άλλον. Αφού τον παραδεχόταν με όλα τα ελαττώματά του ή καλύτερα παραδεχόταν τα ελαττώματά του δίχως να τα εγκρίνει. Ο εγωισμός του δεν έφτανε ως αυτού»….
Ηταν ο μπαμπάς μου, ο σπουδαίος μπαμπάς μου. Που με βασάνιζε που και που
Στη συμπεριφορά του ο Καραγάτσης είχε και σαδιστικές πλευρές αλλά μετά το μετάνιωνε. Σαν να του ερχόταν μια τρέλα και μετά να του περνούσε».
«Μαζί μου αυτό είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς. Θυμάμαι, όταν ήμουν στην πρώτη δημοτικού καθόμουν μπρούμυτα στο χαλί, μπροστά στη σόμπα, παραμονές Χριστουγέννων, και έγραφα σε ένα τετράδιο τη φράση «Τι δώρο θα μου κάνετε;» «Τι γράφεις Μαρίνα», με ρώτησε. «Τι δώρο θα μου κάνετε;», του απάντησα. «Γιατί», μου λέει, «εσύ αυτό διαβάζεις;». «Ναι», αποκρίθηκα. «Γιατί εσύ τι διαβάζεις;». «Εγω διαβάζω τι δηλμι καυκαυ…». Και επέμενε. Μόνον ένας συγγραφέας με την τρέλα και τη φαντασία του μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Εγώ το έπαιρνα στα σοβαρά, και του εξηγούσα τι γράφω, γράμμα-γράμμα. Εκείνος επέμενε και μου έλεγε, «Οχι το φαντάζεσαι»… Κι όταν πια ξέσπασα σε κλάμματα, μου είπε: «Μα καλά εσύ χιούμορ δεν έχεις καθόλου;»… Χιούμορ σε ένα παιδί έξι χρόνων….
Παρ΄όλο που έκανε πράγματα που με στεναχωρούσαν, δεν του έκανα ποτέ τη χάρη να βάλω τα κλάμματα. Ποτέ
Οταν τα δεις όλα αυτά από απόσταση και καταλάβεις τι ήταν αυτός ο άνθρωπος, ότι ζούσε μέσα σε έναν δικό του κόσμο, με τα φαντάσματά του, με το δικό του παρελθόν, με τη δικιά του κακιά εμπειρία για τη δική του σχέση με τον πατέρα του, τα κρίνεις αλλιώς.
Νομίζω ότι από την αρχή ήξερα ποιος ήταν ο Καραγάτσης. Είχα μια μαμά που τον θαύμαζε πάρα πολύ και δεν έλεγε τίποτε άλλο εκτός το ότι είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, ο καλύτερος. Δεν τον αμφισβήτησε ποτέ, έτσι κι εγώ. Ηταν ο μπαμπάς μου, ο σπουδαίος μπαμπάς μου. Που με βασάνιζε που και που… Από την άλλη δεν ήθελα να φύγω ποτέ από το σπίτι, και να πάω, ας πούμε, το καλοκαίρι σε σχολείο στο εξωτερικό. Περνούσα καλά εκεί μέσα, μέσα σ΄αυτό το νταβαντούρι, που μπορεί να με παίδευε αλλά είχε τρομερή ζωντάνια».
«Δεν βαρέθηκα ποτέ…. Πήγαινα στα σπίτια των φίλων μου, κυρίως όταν ήμουν ζορισμένη, για να βρω μια θαλπωρή. Αλλά όχι για πολύ. Ηθελα να γυρίσω στο δικό μου σπίτι. Ναι, το σπίτι μας ήταν πάντα ένα διαφορετικό σπίτι. Ενα σπίτι με μεγάλη ζωντάνια, που έμπαιναν κι έβγαιναν άνθρωποι συνεχώς, που είχε τη θαπλωρή της φιλοξενίας. Ερχόντουσαν ο Λουντέμης, ο Σικελιανός, όλη η γενιά του ΄30, οι Βενέζηδες, οι Τερζάκηδες. Ο Καραγάτσης ήταν και κοινωνικός και μοναχικός.
Ηθελε να κυκλοφορεί κόσμος στο σπίτι, αλλά όταν έγραφε, γινόταν θηρίο και φώναζε «σκασμός, γράφωωωω»…
Εγώ ήμουν ένα καλό παιδί και μου άρεσαν όλα αυτά. Ημουν πειθαρχημένη, λόγω του μπαμπά.
Ο πατέρας μου ποτέ δεν έκανε ανάγνωση των δικών του έργων -ούτε σ΄εμάς ούτε σε άλλους
Οταν είχαμε κόσμο στο σπίτι, συνήθως τις Παρασκευές, κάποια στιγμή μου έλεγε «Μαρίνα, είναι ώρα να πας να κοιμηθείς. Κι εγώ, έλεγα «καληνύχτα» και πήγαινα για ύπνο. Ημουν όμως και λίγο σκληρό καρύδι. Παρ΄όλο που έκανε πράγματα που με στεναχωρούσαν, δεν του έκανα ποτέ τη χάρη να βάλω τα κλάμματα. Ποτέ».
«Δεν ξέρω πώς διαμορφώθηκα μέσα από τον Καραγάτση, αν έγινα πιο σκληρή. Αυτό μάλλον καλύτερα μπορεί να το πει ο γιος μου. Εγώ η ίδια δεν μπορώ να ξέρω πώς με βλέπουν οι άλλοι. Είναι αλήθεια ότι ο Καραγάτσης δεν ήταν ιδιαίτερα τρυφερός. Αλλά ήταν και η εποχή τέτοια. Οι πολλές οικειότητες, τα χάδια, τα φιλιά δεν υπήρχαν στις οικογένειες. Ούτε η μάνα μου, με την οποία είχα μια μεγάλη επαφή, ήθελε χάδια και φιλιά. Ετσι έγινα κι εγώ….
Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι το σπίτι μας ήταν ένα φιλολογικό σαλόνι. Μια παρέα φίλων ήταν που συναντιούνταν μια φορά την εβδομάδα, τρώγανε, γελάγανε, έκαναν κουτσομπολιό, μιλούσαν για θέατρο και πολιτική αλλά όλα αυτά σε ύφος παρεϊστικο.
Ηταν ένας πάρα πολύ έξυπνος άνθρωπος, με μια εξαιρετική ευστροφία και πλούτο γνώσεων. Μύριζε περισσότερο 19ο αιώνα…
Ο πατέρας μου ποτέ δεν έκανε ανάγνωση των δικών του έργων -ούτε σ΄εμάς ούτε σε άλλους. Θυμάμαι μια φορά, προς το τέλος της ζωής του, μέναμε Πατριάρχου Ιωακείμ πια, στο Κολωνάκι, μας πρότεινε, στη μητέρα μου κι εμένα, να μας διαβάσει ένα κομμάτι -δεν θυμάμαι από ποιο έργο. Καθίσαμε λοιπόν να τον ακούσαμε. Ημουν σχεδόν είκοσι χρόνων. Μόλις τελείωσε την ανάγνωση, μας ρώτησε: «Και λοιπόν; Τι λέτε;». Και οι δύο μαζί του απαντήσαμε: «Πολύ ωραίο είναι». «Καλά, δεν έχετε τίποτε άλλο να μου πείτε;»….. Δεν είχαμε…
Θυμάμαι και τον δημοσιογράφο Καραγάτση: Κάθε μέρα έπρεπε κάτι να δώσει στην Βραδυνή, είτε ήταν χρονογράφημε είτε ανταπόκριση από το εξωτερικό, όπου τον έστελναν. Με τη δουλειά του πήγε Αίγυπτο, Κένυα, πήγε έξι μήνες στην Αμερική καλεσμένος από το Στέιτ Ντιμπάρτμεντ… Οπως επίσης τον θυμάμαι να γράφει κριτική για το θέατρο. Γύριζε το βράδυ από την παράσταση και καθόταν να γράψει. Ναι, πάντα τον θυμάμαι να γράφει…»
«Η σχέση με τον αδελφό του ήταν λίγο περίεργη. Νομίζω ότι ο Τάκης (σ.σ. ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, πολιτικός, πρόεδρος της Βουλής, βουλευτής και υπουργός) τον ζήλευε επειδή ήταν ο Καραγάτσης. Ο δε Καραγάτσης θέλοντας να τον ενοχλήσει λίγο, έβαλε υποψηφιότητα με τον Μαρκεζίνη. Του έστειλε τότε ένα τηλεγράφημα ο Τάκης και του ζητούσε να αποσύρει την υποψηφιότητα γιατί «μου κάνεις κακό». Αλλά εκείνος δεν απεσύρθη.
Ο Καραγάτσης όμως δεν έκανε για πολιτικός. Δεν τον θυμάμαι να μιλάει ή να σχολιάζει, μπροστά μας τουλάχιστον, τα τρέχοντα της πολιτικής. Για ιστορία, ναι, μιλούσε. Ισως θεωρούσε λίγο μάταιο να αναλύεις εκείνη τη στιγμή τα τεκταινόμενα. Πίστευε ότι πρέπει να υπάρχει μια απόσταση.
Ο Καραγάτασης εκτίμησε τη μητέρα μου, τη Νίκη Καραγάτση, σαν ζωγράφο μόνο όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ´50, αποφάσισε να κάνει την πρώτη της έκθεση
Ηταν ένας πάρα πολύ έξυπνος άνθρωπος, με μια εξαιρετική ευστροφία και πλούτο γνώσεων. Μύριζε περισσότερο 19ο αιώνα…
Θυμάμαι, ένα-δύο χρόνια πριν πεθάνει, που οι αριστεροί τον αντιμετώπιζαν αρνητκά, ήρθε και μου είπε: «Τόσες αρνητικές κριτικές, μήπως και δεν αξίζω τίποτε; Μήπως ήμουν ένα μηδενικό;».
«Ο Καραγάτσης δεν ήταν κομμουνιστής αλλά ούτε και συντηρητικός δεξιός. Πιστεύω ότι ήταν βαθιάδημοκρατικός άνθρωπος. Το βλέπει κανείς από τα γραπτά του αλλά και από τον τρόπο που με μεγάλωσε. Με έστειλε, εν μέσω εμφυλίου, σε ένα αριστερό σχολείο και μου απαγόρευσε να πάω στο κατηχητικό, όπου τότε πήγαιναν όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ηδη από τη δεκαετία του ΄30 είχε καταλάβει τι σημαίνει σταλινισμός. Αν το πλήρωσε; Μετά τον εμφύλιο, άρχισαν οι αριστεροί διανοούμενοι να τον χτυπούν.
Στην ταυτότητά μου είμαι Ροδοπούλου -δεν το έκανα ποτέ επίσημα Καραγάτση
Φίλοι του ήταν ο Κόλιος ο Καββαδίας και, τα τελευταία χρόνια ο Νίκος Πολίτης, γιος του Φώτου Πολίτη. Ο Νίκος, πρώην αριστερός, ήταν ένας άνθρωπος που έγραφε. Ερχόταν τις Κυριακές και παίζανε σκάκι. Μετά έγινε και νονός του Δημήτρη, του γιου μου.
Ο Καραγάτασης εκτίμησε τη μητέρα μου, τη Νίκη Καραγάτση, σαν ζωγράφο μόνο όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ´50, αποφάσισε να κάνει την πρώτη της έκθεση και πήρε πολύ καλές κριτικές. Ξαφνικά σαν να του έγινε ένα κλικ και του πέρασε η απαξίωση για τη γυναίκα καλλιτέχνη».
«Τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου -πέθανε στο σπίτι μας, θυμάμαι που ήρθε η μητέρα μου και μου είπε «Τώρα θα καταλάβεις τι σήμαινε η ζωντάνια του και πως θα νεκρώσει το σπίτι μας»... Εγώ, από την άλλη μεριά, επειδή είχα αυτή την κόντρα μαζί του, που δεν μπόρεσε να λυθεί -ίσως ήταν νωρίς και για εκείνον και για μένα, μετά τον θάνατό του, πήρα μια ανάσα. Για πρώτη φορά θα μπορούσα να εκφράσω τον δικό μου λόγο. Μου πήρε και αρκετά χρόνια για να πω κι εγώ κάτι, κάτι δικό μου, που δεν ήταν αυτό που έλεγε ο μπαμπάς μου. Πραγματικά, γύρω στα τριάντα, έφτασα να έχω απόψεις αρκετά αντίθετες από εκείνον, το είχα ανάγκη. Είχα όμως πάντα τη στενή επαφή με τη μάνα μου –μια σχέση από την οποία δεν μπόρεσα ποτέ να απαλλαγώ.
Στην ταυτότητά μου είμαι Ροδοπούλου -δεν το έκανα ποτέ επίσημα Καραγάτση. Εκείνος το είχε αλλάξει στα χαρτιά, όπως και η μάνα μου. Για μένα το Καραγάτση ήρθε αργότερα -στο Πανεπιστήμιο ήμουν Ροδοπούλου. Οι παρέες, αργότερα στο Κολωνάκι, με έκαναν σιγά-σιγά να αρχίσω να χρησιμοποιώ το Καραγάτση σαν επώνυμο.
Ολος αυτός ο κόσμος που συναναστράφηκα, λογοτέχνες, ποιητές, καλλιτέχνες, για μένα ήταν αυτονόητος. Ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Καρούζος… Επαιξε ρόλο ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μου. Αλλωστε πιστεύω πολύ στα κληρονομικά χαρακτηριστικά. Βγήκα από δύο ανθρώπους ιδιαίτερους. Και τώρα χαίρομαι που ο γιος μου, ο Δημήτρης Τάρλοου, συνεχίζει, έχοντας βρει το δικό του στίγμα μέσα στα πράγματα».
Μπορείς να τον πεις δεξιό, σεξιστή, σκληρό, ακόμα και αδερφό του χουντικού Ροδόπουλου. Αλλά, δεν παύει να είναι ο Μίτιας* Καραγάτσης! Μοναδική η πένα του!
*Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα.[1] Παρόλα αυτά, σύμφωνα με πρόσφατη προφορική μαρτυρία της κόρης του, Μαρίνας Καραγάτση (πληροφορία που, ωστόσο, δεν αναφέρει πουθενά στο βιβλίο που έγραψε για την οικογένειά της), το αρχικό γράμμα «Μ.» μπροστά από το ψευδώνυμο Καραγάτσης παραπέμπει στο όνομα Μιχάλης. Όμως το μυστήριο του γράμματος «Μ» δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαλειφθεί, διότι ο Καραγάτσης δεν δήλωσε ρητά δημόσια ποια η σημασία του.