ΑΦΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑ ΣΠΟΥΔΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ (Η ΙΤΑΛΙΚΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ-ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ)

ΕΠΟΣ 1940. Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 (Για να μαθαίνουν οι νεότεροι την αληθινή Ιστορία και  για να  αναθεωρήσουν οι παλιότεροι όσα στραβά τους δίδαξαν οι δάσκαλοι  στα σχολεία από την εθνικιστική ιστορία του τόπου μας).

                                            1.

H Δεξιά-Ακροδεξιά επί χρόνια συντήρησε το μύθο,που έπλασαν οι ΄Ελληνες φασίστες “κονδυλοφόροι” της κυβέρνησης  Μεταξά περί  της απρόσμενης-ξαφνικής επίθεσης των Ιταλών στην Ελλάδα και του υπερήφανου, ηρωικού “ΟΧΙ” του τότε πρωθυπουργού, που αντέταξε στις προκλητικές απαιτήσεις του Μουσολίνι εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940.  Δημιούργησαν ένα ανιστόρητο μύθο,τον οποίο και ο ίδιος ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι,  που επέδωσε το τελεσίγραφο, διαψεύδει στα απομνημονευματά του*.
Ο λόγος ήταν   για να κρύψουν oι ένοχοι  την τεράστια  ευθύνη της φασιστικής κυβέρνησης Μεταξά, η οποία  άφησε τη χώρα εντελώς απροετοίμαστη, ενώ γνώριζε πολύ καλά πως η επίθεση είχε προαγγελθεί, όχι μόνο με τις επίσημες, συχνές  οχλήσεις και τις απειλές για πόλεμο από την Ιταλία , με αφορμή  τους Βλάχους και το βασίλειο της Αλβανίας, αλλά και με  την  εγκληματική επίθεση των Φασιστών ανήμερα Δεκαπενταύγουστο στο αντιτορπιλικό  “Ελλη”.
Σε παλιότερο κείμενό μας που είχαμε ανεβάσει  εδώ (ένα από τα εκατοντάδες κείμενα, που χάθηκαν από την επέλαση των Βαρβάρων Νεο-Ναζί Χάκερ στο HOMO-NATURAIS.GR) ,είχαμε θέσει τα ακόλουθα ιστορικά ερωτήματα ,που ζητούσαν απαντήσεις:
1. Γιατί ο Μεταξάς δεν προετοίμασε καιρό πριν τη χώρα (είχε μεγάλη χρονική άνεση) για την επίθεση που ήταν “επί θύραις”, ειδικά μετά τον τορπιλισμό της ΄Ελλης στην Τήνο;
2. Γιατί όλα έγιναν στο “πόδι” το μοιραίο εκείνο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, μετά την επίδoση στο Mεταξά του τελεσίγραφου και ο τότε πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του  “έτρεχαν και δεν έφταναν”, τάχα μου,  για να κάνουν προετοιμασίες πολέμου  της “τελευταίας στιγμής”  με αποτέλεσμα α. Να χαθεί πολύτιμος χρόνος. 2. Να συρθούν στη σφαγή χιλιάδες Ελληνόπουλα, αφού ο Μεταξάς τα έστειλε στην πραγματικότητα  να πολεμήσουν στην Αλβανία “ξεβράκωτα”;
3. Πέρα από την έλλειψη υλικής προετοιμασίας πολέμου, γιατί ο φασίστας πρωθυπουργός δεν είχε ξεκινήσει  “σταυροφορία”, ιδεολογική προπαγάνδα στον ελληνικό λαό  κατά του ιταλικού φασισμού, επισημαίνοντας το γεγονός πως ο φασισμός ήταν αυτός που έτρεφε τον εθνικισμό των Ιταλών, την επιθετικότητά τους και τη φλογερή επιθυμία-όνειρο   για την ίδρυση μιας νέας  Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Γιατί ουδέποτε ενημέρωσε υπεύθυνα και καθαρά  τον ελληνικό λαό πως ο πόλεμος με τους Ιταλούς ήταν αναπόφευκτος, εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής αυτής τακτικής των  φασιστών;
4. Γιατί δεν έκανε το ίδιο, μια τεράστια διαφωτιστική-ενημερωτική  “σταυροφορία”  στους λαούς της Ευρώπης; Γιατί δεν ξεκίνησε   μια ευρύτατη ευρωπαϊκή  προπαγάνδα και  στις επίσημες κυβερνήσεις  και στους  ίδιους  τους  λαούς της γηραιάς Ηπείρου;
5. Γιατί,  ενώ ήταν “ηλίου φαεινότερον”  ότι μετά τον τορπιλισμό της ΄Ελλης η επίθεση ήταν αναπόφευκτη, δεν επιδίωξε στενές -ουσιαστικές συμμαχίες ,ειδικά με τους ΄Αγγλους, αλλά και με Βαλκάνιους λαούς;  Πότε στην Ιστορία μια χώρα έμπαινε σε πόλεμο επιθετικό ή αμυντικό, αν δεν είχε εξασφαλίσει, έστω και μια στοιχειώδη ,αλλά χειροπιαστή υποστήριξη από συμμάχους;
6.΄Οταν κινδυνεύει  η χώρα σου ως γνωστόν “συνεργάζεσαι και με το διάβολο”, όπως λέγετα συνήθως. Ο Μεταξάς, αφού καμιά προσπάθεια σοβαρή δεν έκανε να  κερδίσει ουσιαστική βοήθεια και βασικά εχέγγυα από τους ΄Αγγλους για τον επικείμενο πόλεμο με τους Ιταλούς φασίστες, γιατί άφησε να “καεί” εντελώς το “χαρτί”  Σοβιετική ΄Ενωση; Γιατί δεν προσέγγισε στο ελάχιστο αυτή τη δυνατή, πολεμική μηχανή ,για να εξασφαλίσει μυστική συμφωνία; Δε θα ήταν ο πρώτος ούτε ο τελευταίος Δεξιός, έστω και φασίστας κυβερνήτης ,που θα συνεργαζόταν με τους κομμουνιστές (Να θυμηθούμε τον εθνικιστή  Κεμάλ στα “Μικρασιατικά”).
7. Πόσες χιλιάδες αθώα Ελληνόπουλα θα είχαν σωθεί (από το θάνατο και την αναπηρία), αν είχε επιχειρηθεί από τη φασιστική κυβέρνηση Μεταξά και είχε επιτευχθεί ,έστω και ένα μίνιμουμ  από εκείνα που μνημονεύσαμε; Γιατί έστειλε την αφρόκρεμα του ελληνικού πληθυσμού ,ανύποπτα Ελληνάκια, στον πόλεμο, ως “πρόβατα επί σφαγήν”;
8. Γιατί ο Μεταξάς την ίδια στιγμή προσέφυγε στις στρατευμένες  “ιστορικές πένες”, οι οποίες στήριξαν και συντήρησαν επί συναπτά έτη το μύθο της ξαφνικής επίθεσης των Ιταλών φασιστών στην Ελλάδα και του υπερήφανου και ηρωικού  ΟΧΙ, (ένα νέο “ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ”) που τάχα αντέταξε ο φασίστας ΄Ελληνας πρωθυπουργός στο ιταμό τελεσίγραφο του “ετέρου Καπαδόκη” φασίστα Μουσολίνι;

 

Διάφορες  ερμηνείες, βέβαια, εμφιλοχωρούν σ΄αυτά τα ερωτήματα.  Η ιστορική μας άποψη είναι πως ο Μεταξάς έπαιξε ένα βρώμικο, εθνικό παιχνίδι. Διέπραξε προδοσία, αφού όλο αυτό τα θρυλούμενα  περί ξαφνικής επίθεσης, έλλειψης χρόνου για πολεμική  προετοιμασία, το ηρωικό ΟΧΙ κ.λπ δεν ήταν παρά ένα “θέατρο” με πολύ καλό πρωταγωνιστεί τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό.
Ο Μεταξάς, επιθυμούσε διακαώς την επικράτηση του Ιταλικού φασισμού.΄Ηταν  εξ “αίματος” ιδεολογικός  αδελφός του Μουσολίνι. Ο ίδιος γνώριζε πως η θέση του ήταν επισφαλής στην Ελλάδα. Το δυνατό, λαϊκό κίνημα που είχε ξεσπάσει πριν πολύ καιρό στη χώρα, θα τον ανέτρεπε κάποια στιγμή. Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να τον διατηρήσει στη θέση του  ήταν η σταθερή επικράτηση της επερχόμενης λαίλαπας του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη. Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ήταν σύμμαχοι, αδελφοί,  όχι εχθροί του Μεταξά.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορούσε ο φασίστας πρωθυπουργός να παραδώσει αμαχητί τη χώρα στους Ιταλούς φασίστες. Υπολόγιζε σε έναν πόλεμο για την “τιμή των όπλων” ,προσχηματικό, που θα τελείωνε σε λίγες ημέρες. ΑΦΗΣΕ ΤΗ ΧΩΡΑ ΕΠΙ ΤΟΥΤΟΥ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΗ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ,  ΕΝΩ ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΕΠΙΘΕΣΗ. Την κατάκτηση της Ελλάδας από το Μουσολίνι την υποστήριζε και την ευχόταν  διακαώς ο Μεταξάς, αφού  του εξασφάλιζε (έτσι τουλάχιστον πίστευε) την παραμονή του στην εξουσία. Αλλά τί έγινε και ήρθαν τα πάνω κάτω;
Ο  δικτάτορας  δεν υπολόγισε τη δύναμη, το σθένος και την παλικαριά των Ελλήνων. Ούτε ο ίδιος φανταζόταν μια τέτοια ηρωική αντίσταση  ενός ανέτοιμου, ημιεξοπλισμένου ελληνικού στρατού. Κι όμως, Το θαύμα έγινε! Γυμνά και αβοήθητα από την επίσημη κυβέρνηση  τα Ελληνόπουλα με την ιαχή “ΑΕΡΑ” έγραψαν μια νέα εποποιία στα αλβανικά βουνά, πρόσθεσαν  μια νέα “χρυσή” σελίδα στη ιστορία της χώρας και έδωσαν ένα σκληρό μάθημα στον ιταλικό, αλλά και στο ντόπιο φασισμό. Με το αλβανικό έπος δεν ηττήθηκε μόνο ο Μουσολίνι.   Χειρότερη ήταν η ήττα του ίδιου του Μεταξά, που  και την εξουσία του απόλεσε στο τέλος  και  ως προδότη της χώρας του τον καταγράφει η αστράτευτη ελληνική ιστορία.
*”Η περιγραφή της στιγμής από τον Ιταλό Πρέσβη και τη θυγατέρα Μεταξά:
Ο πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι έγραψε στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους – η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» : «Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).»
Στην συνάντηση αυτή, κατά την θυγατέρα του Μεταξά, ακολούθησε και η εξής στιχομυθία που ο Γκράτσι δεν την αναφέρει:
-Γκράτσι: «Pas ncessaire, mon excellence» (όχι απαραίτητα εξοχότατε)
-Μεταξάς: «Non, c’est ncessaire» (όχι, είναι απαραίτητο)”

 

 

 Γιατί τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην ΄Ηπειρο και την Αλβανία;
 Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει σε άλλα κείμενα, το σύστημα (και όχι μόνο το ελληνικό), για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, δε διστάζει να αλλοιώσει, να πλαστογραφήσει και να επιβάλει σύγχυση σε ότι αφορά τα θέματα της Ιστορίας. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί  στρατευμένους «ιστορικούς» ή πληρωμένες  «πένες», ιδιαίτερα δημοσιογραφικές, που δε διστάζουν να καταλήξουν  «βασιλικότεροι του βασιλέως».
 Στο μεγάλο ιστορικό γεγονός της επίθεσης τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, της τότε φασιστικής Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας, το σύστημα επέβαλε διαφορετική εκδοχή, από την πραγματική , της αιτίας αυτής της επίθεσης και με μοχλό, ειδικά τη σχολική εκπαίδευση και  τα ΜΜΕ, δίδαξε στους ΄Ελληνες  πως ο  Μουσολίνι… ξαφνικά ένα πρωί ξύπνησε και αποφάσισε να καταλάβει την Ελλάδα.* Ας δούμε ,όμως, την πραγματική αιτία αυτής της επίθεσης που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» για την τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσίας της χώρας,ούτε κι αυτή που προφασίστηκε το τελεσίγραφο των Ιταλών.
 Στην Ελλάδα ζουν  περί τους 800.000 Βλάχοι (Αρομάνοι στην επιστημονική ορολογία)**,που έχουν δική τους γλώσσα (αρομανική), ήθη ,έθιμα και παραδόσεις και ζουν σε αυτή τη χώρα από την εποχή της κατάληψης της αρχαίας Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Οι περισσότεροι Βλάχοι είναι εγκατεστημένο στην ΄Ηπειρο και Θεσσαλία και λιγότερο στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στα άλλα Βαλκάνια τους συναντάμε στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στη Σλαυική Μακεδονία, την π.Γιουγκοσλαυία και φυσικά στη Ρουμανία
  Αυτό το πληθυσμιακό κομμάτι  που το διεκδικούσε και το διεκδικούν με μανία όλες οι παραπάνω βαλκανικές χώρες από τη μια και η Ρουμανία και η Ιταλία από την άλλη μιλάει,όπως είπαμε, παράλληλα με την εθνική του γλώσσα και μια λατινογενή διάλεκτο, που λέγεται αρομανική στα νότια και ρουμανική στα βόρεια .Οι Ρουμάνοι εθνικιστές (γύρω στο 1850),όπως και οι Ιταλοί αργότερα, που οραματίζονταν τη μεγάλη Ρουμανία και Ιταλία (κάτι αντίστοιχο με τα οράματα των Ελλήνων εθνικιστών για τη «Μεγάλη Ελλάδα»),καλλιεργούσαν γα χρόνια στους βλάχικους πληθυσμούς την ιδέα της λατινικής τους καταγωγής και προέλευσης και τους θεωρούσαν (και ακόμα τους θεωρούν) «αδέρφια και αίμα» τους. Για πάνω από 150 χρόνια οι Ρουμάνοι, μάλιστα, παλεύουν με ιδιαίτερο ζήλο να τους αναγνωρίσουν ως μειονότητα σε όλα τα Βαλκάνια .Σ΄αυτό το χορό παλιότερα, είχε μπει και η Ιταλία, αλλά στις ημέρες μας έχει εγκαταλείψει, τουλάχιστον φανερά,  αυτή την ιδέα.(Οι Ρουμάνοι όχι).
  Ο Βενιζέλος στη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913,στην προσπάθειά του να κερδίσει τη Μακεδονία με την ψήφο των Ρουμάνων (κάτι που τελικά πέτυχε),αναγνώρισε τους Bλάχους της Ελλάδας ως Ρουμάνους. Συμφώνησε ,μάλιστα, να ιδρυθούν ρουμανικά σχολεία στις βλαχόφωνες περιοχές της Ελλάδας και να σταλούν σ αυτές Ρουμάνοι δάσκαλοι. Τα σχολεία αυτά, πράγματι,  λειτούργησαν για πολλά χρόνια μέχρι που η Ελλάδα ,αθετώντας ουσιαστικά τη συμφωνία του Βενιζέλου, τα έκλεισε εκεί γύρω στα 1940.Με τη μικρή αυτή εισαγωγή για το ποιοι είναι οι Βλάχοι, ας δούμε, λοιπόν, εν ολίγοις, γιατί ο Ντούτσε έστειλε τα στρατεύματά του στην Αλβανία εκείνο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940.
  Χρόνια, όπως είπαμε πριν, οι Ιταλοί διεκδικούσαν τους βλάχικους πληθυσμούς της Ελλάδας και ειδικά της Ηπείρου κα της Αλβανίας, Παλιότερα, είχαν, μάλιστα, ανακηρύξει ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΒΛΑΧΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ την περιοχή και έθεταν ζητήματα απόσχισης της Ηπείρου από την Ελλάδα στα ευρωπαϊκά διπλωματικά τραπέζια (1917).Το επιχείρημά τους ήταν πως αυτός ο πληθυσμός έχει λατινική καταγωγή, μιλάει λατινογενή γλώσσα, άρα είναι Ιταλοί.(Τα ίδια λένε και οι Ρουμάνοι, μόνο που αυτοί  αναγνωρίζουν τους Βλάχους ως Ρουμάνους).
  Η Ιταλία, λοιπόν, δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί ολοφάνερα αυτούς τους πληθυσμούς ως το 1940  (σήμερα μόνο φαίνεται, επίσημα τουλάχιστον, να μην ανακινεί τέτοιο ζήτημα) ,να πιέζει επίμονα την Ελλάδα να αναγνωρίζει τη βλάχικη μειονότητα  και να απειλεί να ιδρύσει ανεξάρτητο ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ στην ΄Ηπειρο και την Αλβανία. Φυσικά, την ίδια εθνική, ιταλική γραμμή και ακόμα σκληρότερη, ακολούθησε και ο Μουσολίνι, όταν κατέλαβε την εξουσία και επέβαλε τον ιταλικό φασισμό. Η ελληνική διπλωματία των χρόνων εκείνων απαντούσε σε αυτές τις απαιτήσεις συνεχώς με «όχι».
 ΄Ετσι, τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι, αφού είχε προειδοποιήσει επανειλημμένα την τότε ελληνική κυβέρνηση ότι η άρνησή της να αναγνωρίσει ως λατινική ,άρα ιταλική, μειονότητα τους Βλάχους, αποτελούσε για τη χώρα του  «causa belli», εισβάλει στην Αλβανία, επιχειρώντας να ανασυστήσει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επομένως ,ούτε ξαφνικά δέχτηκε η χώρα επίθεση από τη φασιστική Ιταλία ούτε ο τότε πρωθυπουργός της Ιωάννης Μεταξάς αιφνιδιάστηκε από το τελεσίγραφο του Ιταλού συναδέλφου του εκείνο το πρωϊνό της 28ης Οκτωβρίου 1940,αφού  πολλές φορές είχε δεχτεί πιέσεις από τον ομοϊδεάτη του γείτονα, αρχηγό της χώρας και πολύ καλά ήξερε πως «αργά ή γρήγορα»  εκείνος θα πραγματοποιούσε την απειλή του, να επιτεθεί,δηλαδή, εναντίον της Ελλάδας. Βέβαια,ο Ντούτσε δεν ήταν ηλίθιος να αναφέρει στο τελεσίγραφό του την πραγματική αιτία της εισβολής και επινόησε τη δήθεν συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με τους ΄Αγγλους,για να βλάψουν την Ιταλία και ζητούσε από το Μεταξά να επιτρέψει προσωρινή κατοχή κάποιων ελληνικών εδαφών (τις βλαχικές,δηλαδή),για να αντμετωπιστεί ενδεχόμενη αγγλική επίθεση κατά της Ιταλίας.
*” ‘Οταν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, έγινε γνωστό σε όλον τον ελέυθερο κόσμο ότι η Ελλάδα είχε απορρίψει με τόσο υπερήφανο τρόπο το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο,ένας βαθύτατος σεβασμός για τη μικρή αυτή χώρα,κατέκτησε όλους τους ελεύθερους ανθρώπους.Και μετά ο σεβασμός μετατράπηκε σε θαυμασμό,όταν οι πρώτες ελληνικές νίκες άρχισαν να γίνονται γνωστές.Οι ομόφωνη θέληση όλου του λαού για αντίσταση…” (σ.σ. ήταν τόσο …ομόφωνη η θέληση και η συμμετοχή του λαού,που η κυβέρνηση έδωσε εντολή να συλληφθούν ή να εξοριστούν πάραυτα βλάχοι,κομμουνιστές,πομάκοι και άλλες μειονότητες στο ελληνικό έδαφος,μήπως και συνεργαστούν με τους εισβολείς). (Ιστορία Νεότερη και σύγχρονη,τεύχος Β’,Γ’ Ενιαίου Λυκείου Γενικής Παιδείας,ΟΕΣΒ,2005).
** Το θέμα της καταγωγής των Βλάχων των Βαλκανίων είναι από τα σοβαρότερα   της ιστορικής έρευνας,  την οποία απασχολεί για περισσότερα από 150 χρόνια.  Κατά καιρούς, μάλιστα, οδήγησε σε σφοδρές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, εξαιτίας  της εμπλοκής κάποιων ερευνητών σε πολιτικά και διπλωματικά «παιχνίδια», ιδιαίτερα από τις αρχές και ως τα μέσα του περασμένου αιώνα.   Ρουμάνοι, Γερμανοί, Αυστριακοί, Ούγγροι, Βούλγαροι, ΄Ελληνες και άλλων εθνικοτήτων  συγγραφείς, κάποιοι από αυτούς χωρίς τα εχέγγυα και τον εξοπλισμό του ιστορικού ερευνητή, ενέπλεξαν το ζήτημα της καταγωγής των Βαλκάνιων Βλάχων σε εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες, με αποτέλεσμα, το δύσκολο   από τη φύση του ιστορικό αυτό πρόβλημα, να περιπλακεί έτσι περισσότερο.
  Η  θεωρία μας  για την καταγωγή των Βλάχων των Βαλκανίων, είναι αυτή που υποστηρίζεται στη διδακτορική μας διατριβή (Νίκος Αδαμόπουλος. “Η καταγωγή των Βλάχων των Βαλκανίων”.Μετάφραση από τα αγγλικά) και συνοπτικά είναι η ακόλουθη:
 1. Η κατάκτηση της Βαλκανικής από τους Ρωμαίους είχε ως αποτέλεσμα τον εκλατινισμό και εκρωμαϊσμό μεγάλων αυτόχθονων πληθυσμιακών τμημάτων της Χερσονήσου.  Ιδιαίτερα στα Βόρεια της Βαλκανικής και πέρα από το Δούναβη, στις περιοχές που έζησαν οι αρχαίοι Δάκες, παρατηρήθηκε ολοκληρωτικός εκρωμαϊσμός των ντόπιων κατοίκων.
2.  Στα νότια της Χερσονήσου, ο εκλατινισμός υπήρξε ασθενέστερος και ειδικά στη νότια Ελλάδα και τα μεγάλα αρχαία ελληνικά κέντρα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος.  Στις περιοχές της Ηπείρου, Δ.  Μακεδονίας και Θεσσαλίας, σε μικρά αυτόχθονα και απομονωμένα πληθυσμιακά τμήματα, παρατηρήθηκε και εδώ εκλατινισμός.
3.     Η Λατινική, που επικράτησε στη Βαλκανική, δεν ήταν η επίσημη Λατινική της Ρώμης, αλλά μια νέα μορφή της αρχαίας αυτής γλώσσας με σοβαρές αλλαγές στη μορφολογία της και το λεξιλόγιό της.  Η νέα αυτή γλώσσα αποκαλείται «Νεολατινική» των Βαλκανίων και επικράτησε σε όλη σχεδόν την έκταση της Χερσονήσου.
4.       Τα παλαιά φύλα των Γερμανών, πρώτα αυτά αποκάλεσαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους, όρος που επικράτησε στη συνέχεια και με αυτόν αναγνωρίζονταν από τους ιστορικούς συγγραφείς τα λατινόφωνα πληθυσμιακά τμήματα της Χερσονήσου.
5.    Μετά την οριστική στροφή από τη Λατινική στην Ελληνική, την επικράτηση από τον 7ο μ.  χ αιώνα  της Ελληνικής γλώσσας και την αναγόρευσή της, ως επίσημης γλώσσας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μικρές αυτόχθονες ελληνικές πληθυσμιακές ομάδες συνέχισαν τη λατινοφωνία τους, ιδιαίτερα στον ορεινό όγκο της Πίνδου και σε άλλες απομονωμένες περιοχές της Δ.  Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Οι λατινόφωνοι αυτόχθονες αυτοί ΄Ελληνες αποκαλούνται από πολλές ιστορικές πηγές Βλάχοι.
6.       Μετά τον 6ο μ.  χ αιώνα, αρχές 7ου, «Βάρβαρα» φύλα έσπασαν  το σύνορο του Δούναβη και διασκορπίστηκαν νότια, εντός των εδαφών της αυτοκρατορίας.  Κύρια τέτοια φύλα ήταν οι Σλαύοι και άλλες λατινόφωνες ομάδες.  Οι λατινόφωνες αυτές ομάδες, ανάμεικτες με άλλες σλαυικές, που διείσδυσαν στη Μακεδονία, εγκαταστάθηκαν αρχικά στις περιοχές του ΄Αθω. Λίγο μετά, η Κωνσταντινούπολη θα εκδιώξει τους εισβολείς, οι οποίοι θα διασκορπιστούν και θα εγκατασταθούν αρχικά στην ευρύτερη περιοχή και αργότερα σε μια μεγαλύτερη έκταση.
7.      Η άποψη, ιδιαίτερα Ρουμάνων ερευνητών, ότι οι λατινόφωνες αυτές ομάδες των Βόρειων μεταναστών είναι  οι μόνες, που μιλούσαν τη Νεολατινική  στα νότια και αποτέλεσαν το βασικό βλάχικο πυρήνα στις ελληνικές περιοχές, δεν ευσταθεί, αφού, όπως είπαμε, αυτόχθονοι ελληνικοί πληθυσμοί, ήταν ήδη λατινόφωνοι, πολλά χρόνια πριν, και μάλιστα η Νεολατινική γλώσσα τους είχε εμπλουτιστεί τώρα με την είσοδο πολλών αρχαίων και νεότερων ελληνικών λέξεων. Αντίθετα, στη Νεολατινική, που μιλήθηκε στα βόρεια της Χερσονήσου, είχε εισχωρήσει ένας μεγάλος αριθμός σλαυικών λέξεων.  Εδώ, ακριβώς, εντοπίζονται και οι διαφορές, που είναι εμφανείς και αναμφισβήτητες μεταξύ της «Αρωμουνικής» και της Ρουμανικής γλώσσας, διαφορές, που  καθιστούν πλέον την Αρωμουνική στα Νότια και τη Ρουμανική στα Βόρεια, σχεδόν δύο διαφορετικές διαλέκτους.
8.     Εντελώς ανυπόστατες είναι και οι θεωρίες των ελάχιστων Ελλήνων ερευνητών, που αρνούνται εντελώς την κάθοδο λατινόφωνων πληθυσμών από τα βόρεια και την ανάμειξή τους με τους αυτόχθονες ομόγλωσσους.
9     Οι λατινόφωνοι, επομένως, της Ελλάδας είναι οι αυτόχθονες εκείνες εκλατινισμένες πληθυσμιακές ομάδες, που μιλούν τη Νεολατινική και η οποία δέχτηκε έντονες επιδράσεις από την Ελληνική. Αυτή, ακριβώς, η μορφή,  διαφοροποιεί την «Αρωμουνική» από τη Ρουμανική. Πολλοί, όμως, λατινόφωνοι πληθυσμοί  που μετακινήθηκαν από τα βόρεια προς την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως σε  περιοχές αυτοχθόνων λατινόφωνων αναμείχθηκαν με αυτούς και έτσι διαμορφώθηκε και υφίσταται μέχρι σήμερα ο βλάχικος πληθυσμός της Ελλάδας.
10.   Οι ακραίες εθνικιστικές παρεμβάσεις Ελλήνων και Ρουμάνων ερευνητών και οι σφοδρές συγκρούσεις τους,καθστούν αυτή τη μερίδα των εθνικιστών ερευνητών εντελώς αναξιόπιστη και η στάση της ζημίωσε ποικιλοτρόπως τον βλάχικο πληθυσμό της Ελλάδας.

 

                                                          2.

 ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ, ΑΝ ΖΗΤΑΜΕ  ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ.

1. Εγκλήματα πολέμου των Ιταλών στην Ελλάδα 1941-43

Η παραμονή του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα ως δύναμης κατοχής συνήθως αντιμετωπίζεται από την ιστοριογραφία, αλλά και από τη συλλογική αντίληψη, ως μία φάση σχετικά ήπιας συμπεριφοράς των κατοχικών στρατευμάτων έναντι του ελληνικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα η εικόνα αυτή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό περισσότερο μεταπολεμική κατασκευή, ιδίως με δεδομένη την άκριτη ενίοτε απόδοση όλων των εγκληματικών ενεργειών στον γερμανικό στρατό κατοχής, συνέπεια του έντεχνα προβεβλημένου μύθου της ευγενούς συμπεριφοράς του ιταλικού στρατού κατοχής προς τους Έλληνες. Η συνύπαρξη των Ιταλών στρατιωτών με τον υποτελή ελληνικό πληθυσμό δεν υπήρξε μία αρμονική εμπειρία συνετής κατοχής, αλλά αφενός μία οργανωμένη απόπειρα εθνολογικής αλλοίωσης συγκεκριμένων περιοχών αφετέρου μία βίαιη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού.
Μετά την κατάρρευση της ελληνικής αντίστασης και την ολοκλήρωση της κατάκτησης του ελληνικού κράτους τον Μάιο του 141, με την κατοχή και της Κρήτης, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις διοικητικές ζώνες. Η ιταλική στρατιωτική παρουσία αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, δηλαδή το σύνολο της ηπειρωτικής Ελλάδος, εκτός από την κεντρική Μακεδονία, όπου υπήρχε γερμανική διοίκηση, την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπου υπήρχε βουλγαρική διοίκηση – εκτός από τον Έβρο, όπου υπήρχε γερμανική παρουσία – και την πρωτεύουσα Αθήνα, όπου υπήρχε μεικτή ιταλο-γερμανική παρουσία. Οι Ιταλοί ήταν επίσης παρόντες στα νησιά του Αιγαίου (εκτός της Λήμνου, της Λέσβου, της Χίου και της Μήλου), καθώς και στην ανατολική Κρήτη. Τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν ιταλική κτήση από το 1912, ενώ τα Επτάνησα, πλην των Κυθήρων, είχαν προσαρτηθεί επισήμως στο ιταλικό κράτος από το 1941.
Ήδη από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία εγκαινίασε μία πολιτική τρομοκρατικών μέτρων σε βάρος του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Μετά τις πρώτες αποτυχίες του ιταλικού στρατού στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Μουσολίνι εξέδωσε διαταγές προς την αεροπορία να πραγματοποιήσει συνεχείς βομβαρδισμούς στην ελληνική εδαφική επικράτεια, απηχώντας μία παλαιότερη απειλή του να καταστρέψει και να ισοπεδώσει όλα τα αστικά κέντρα με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Καθώς, μάλιστα, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή συγκροτήματα βιομηχανικής παραγωγής στα μετόπισθεν των ελληνικών θέσεων ή γενικά στην επικράτεια, η ιταλική αεροπορία επέλεξε εσκεμμένα ως στόχους της διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Την περίοδο αυτή σημειώθηκαν βομβαρδισμοί της Άρτας, της Κέρκυρας, της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης, των Πατρών και του Πειραιά. Σκοπός των βομβαρδισμών, σύμφωνα με τη διαταγή του ίδιου του Μουσολίνι, ήταν «η αποδιοργάνωση της ζωής των πολιτών στην Ελλάδα και η πρόκληση πανικού παντού».
Κατά την περίοδο των εικοσιεννέα μηνών – έως τον Σεπτέμβριο του 1943 – που διήρκεσε η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα, υπήρξαν πολυάριθμα περιστατικά εκτελέσεων και σφαγών σε βάρος του ελληνικού λαού. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από την γερμανική κατοχή, τον Οκτώβριο του 1944, συστάθηκε τον Ιούνιο του 1945 το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου το οποίο θα εξέταζε τις επιχειρήσεις των κατοχικών δυνάμεων. Η ιταλική κατοχή, συγκεκριμένα, προκάλεσε εκτεταμένες ανθρώπινες απώλειες. Πολυάριθμοι αξιωματικοί του ιταλικού στρατού κατηγορήθηκαν μεταπολεμικά για την πραγματοποίηση συνοπτικών εκτελέσεων, την εκτέλεση ομήρων, καθώς και για πολλές σφαγές αμάχων τους πρώτους οκτώ μήνες του 1943. Η δράση των ιταλικών δυνάμεων κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού αφορά τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της δυτικής Μακεδονίας. Τα ιταλικά εγκλήματα ήταν τριών ειδών: α) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, β) πολιτικά εγκλήματα και γ) εγκλήματα οικονομικής φύσης.
Με τον όρο πολιτικά εγκλήματα οι ελληνικές αρχές ουσιαστικά αναφέρονταν στο σχέδιο εδαφικού διαμελισμού της Ελλάδος, μέσω της υποκίνησης των αλβανικών διεκδικήσεων στο θέματος της Τσαμουριάς, καθώς και στο συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού των Ιονίων Νήσων, που είχε επιβάλλει η ιταλική διοίκηση από το 1941. Άλλωστε μακροπρόθεσμος στόχος της ιταλικής πολιτικής ήταν η τελική διάλυση του ελληνικού κράτους και η υπαγωγή του σε ένα οργανωτικό πλέγμα υπό την ιταλική επικυριαρχία. Με τον όρο εγκλήματα οικονομικής φύσης η ελληνική πλευρά αναφερόταν στην εκμετάλλευση της κατεχόμενης Ελλάδος από την ιταλική στρατιωτική διοίκηση. Για την ελληνική πλευρά ο λιμός που σημειώθηκε τον χειμώνα του 1941-42 και την αμέσως επόμενη περίοδο ήταν συνέπεια της γενικής κατοχικής πολιτικής των Ιταλών. Από τον λιμό αυτό υπολογίζεται ότι πέθαναν τουλάχιστον 100.000 άτομα. Ο πληθωρισμός, στον οποίον κατέφυγαν οι κατοχικές αρχές, γερμανική και ιταλική, ώστε να αντιμετωπιστούν τα έξοδα κατοχής, θεωρήθηκε επίσης έγκλημα πολέμου. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της Κατοχής υπήρξε σε μεγάλο βαθμό απόρροια της κατοχικής πολιτικής των Ιταλών πρωτευόντως.
Ο ιταλικός στρατός κατοχής επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό προτού αντίστοιχες ενέργειες πραγματοποιηθούν από τις γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, κατά την επίταση των επιχειρήσεων κατά των ανταρτών τα έτη 1943-1944. Οι Ιταλοί στρατιώτες επέδειξαν έντονη σκληρότητα προς τους Έλληνες πολίτες, καθώς και έντονη τάση για λεηλασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λεηλασίες των Ιταλών στρατιωτών σε βάρος των αγαθών των αμάχων Ελλήνων αποτελούσαν συνήθη πρακτική, ακόμη και όταν πραγματοποιούνταν εκτελέσεις. Προτού καταστρέψουν τα χωριά ή ζητήσουν τον βομβαρδισμό τους, οι Ιταλοί αξιωματικοί κατά κανόνα έδιναν την άδεια στους στρατιώτες των μονάδων τους να προβούν σε λεηλασία των κτισμάτων και των νεκρών αμάχων Ελλήνων πολιτών.
Η συμπεριφορά των Ιταλών στρατιωτών αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση της αντίστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπήρξε καθαρά εκδικητική. Οι Ιταλοί φέρθηκαν με μεγάλη σκληρότητα προς τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό κατά την προέλαση των μονάδων τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι αρχικά τήρησαν ευμενή στάση.
Στα Επτάνησα επικεφαλής της νέας πολιτικής διοίκησης ορίστηκε ο Πιέρο Παρίνι (Piero Parini). Ο Παρίνι απαγόρευσε την χρήση της ελληνικής νομοθεσίας, επιβάλλοντας την άμεση αντικατάστασή της με την ισχύουσα ιταλική. Οι Έλληνες δικαστικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την παράνομη – από άποψης διεθνούς δικαίου – μεταβολή, υπέστησαν διώξεις. Οι ιταλικές αρχές επίσης αρνήθηκαν να επιτρέψουν την αποστολή βοήθειας από διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έως το 1943, όταν έφθασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Στα Επτάνησα γενικώς εφαρμόστηκε πολιτική εθνικής και πολιτιστικής γενοκτονίας κατά του ελληνικού στοιχείου σε όλες τις βαθμίδες της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής. Οι πολίτες αποτρέπονταν από τη δημόσια χρήση της ιταλικής γλώσσας, ενώ η ιταλική γλώσσα κατέστη επίσημη γλώσσα των Επτανήσων. Στο εκπαιδευτικό σύστημα οι Έλληνες διευθυντές των σχολικών ιδρυμάτων αντικαταστάθηκαν με Ιταλούς αξιωματούχους, ενώ και το πρόγραμμα διδασκαλίας αντικαταστάθηκε με αυτό που ήταν σε χρήση στην Ιταλία. Οι μεταβολές αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα διώξεις κατά καθηγητών, μαθητών και των οικογενειών τους. Καθ’ όλη την περίοδο της ιταλικής κατοχής στα Επτάνησα συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ή μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης – στα νησιά Παξοί, Οθωνοί και Λαζαράτοι – περισσότεροι από 3.500 Έλληνες πολίτες. Σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σημειώθηκαν ποικίλα βασανιστήρια κατά των κρατουμένων.
Η σημαντικότερη, όμως, και πλέον επικίνδυνη για το ελληνικό έθνος πολιτική των κατοχικών ιταλικών αρχών ήταν η απόπειρα γλωσσικής και πολιτιστικής αφομοίωσης που επιχειρήθηκε στα Επτάνησα, στην Ήπειρο και την Θεσσαλία με το θέμα των Βλάχων και βέβαια στα Δωδεκάνησα, που αποτελούσαν βεβαίως ήδη τμήμα του ιταλικού κράτους. Η πολιτική αυτή αποτελούσε σαφή παραβίαση των διεθνών συνθηκών, σύμφωνα με τις οποίες οι στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής όφειλαν να σέβονται την εθνική ταυτότητα του κατεχομένου λαού. Από αυτήν την άποψη η ιταλική κατοχή υπήρξε πιο επώδυνη και πολύ πιο επιζήμια, ιδίως μακροπρόθεσμα, από την αντίστοιχη γερμανική. Ο χαρακτήρας της ιταλικής κατοχής προσέγγιζε τις αντίστοιχες προσπάθειες της βουλγαρικής στρατιωτικής διοίκησης στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη για εθνολογική και πολιτιστική εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου. Η μετατροπή των Ιταλών από τον Σεπτέμβριο του 1943 σε εχθρούς του Γερμανικού Ράιχ οπωσδήποτε αποτέλεσε ευνοϊκή εξέλιξη για την ελληνική πλευρά, αφού πλέον η γερμανική στρατιωτική παρουσία διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους, ενώ παράλληλα – με την κατάληψη των Δωδεκανήσων – έθετε τα θεμέλια για τη μεταπολεμική ενοποίηση των ελληνικών εδαφών.
Κατά την περίοδο της Κατοχής ο ιταλικός στρατός διατηρούσε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα. Η κατασκευή του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Λάρισας ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1941. Το εν λόγω στρατόπεδο ήταν το μεγαλύτερο στην ιταλική ζώνη κατοχής και σκοπός της κατασκευής του ήταν ο περιορισμός περίπου 1.100 ανδρών του ελληνικού στρατού, καθώς και μερικών Βρετανών στρατιωτών που είχαν απομείνει στον ελληνικό χώρο μετά την εκκένωση των συμμαχικών δυνάμεων τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1941. Τους επόμενους μήνες στο στρατόπεδο μεταφέρθηκαν και άλλες κατηγορίες αιχμαλώτων, όπως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, διανοούμενοι, μοναχοί που κατηγορήθηκαν ότι παρέσχαν άσυλο σε αντάρτες, συγγενείς ατόμων που συμμετείχαν σε αντιστασιακές δραστηριότητες και δημόσιοι υπάλληλοι. Η μεγάλη πλειοψηφία των εγκλείστων, πάντως, ήταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια για τους αιχμαλώτους, ούτε επαρκής χώρος για τις κινήσεις τους. Η συγκέντρωση ενός αναλογικά υψηλού αριθμού ατόμων σε έναν τέτοιο χώρο και η έλλειψη υποδομών υγειονομικής περίθαλψης προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό αρρώστιες. Η τροφή που παρεχόταν στους εγκλείστους ήταν ελάχιστη, ενώ τα καταναγκαστικά έργα προκαλούσαν περαιτέρω εξάντληση και αποδυνάμωση των αιχμαλώτων. Οι κακουχίες, οι επιδημίες, η πείνα και η βαναυσότητα των φρουρών προκάλεσαν απώλειες εκατοντάδων ανθρώπων. Από τους 1.100 Κρητικούς στρατιώτες που αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα των αιχμαλώτων, τουλάχιστον οι μισοί είχαν πεθάνει έως τα μέσα του 1942. Ο αριθμός των αιχμαλώτων του στρατοπέδου της Λάρισας, ωστόσο, έτεινε να αυξάνεται, αφού κατέφθαναν νέοι έγκλειστοι, κυρίως καταδικασθέντες από ιταλικά στρατιωτικά δικαστήρια. Την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου 1942 υπήρξαν 800 νέες αφίξεις αιχμαλώτων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις στο στρατόπεδο υπήρχαν σε περιοδική βάση και όμηροι πολίτες, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από τους Ιταλούς ως ανθρώπινη ασπίδα για την αποτροπή ελληνικών αντιστασιακών ενεργειών.
Στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις, που υπάγονταν στη Μεραρχία Πινέρολο υπό τον στρατηγό Μπενέλι (Benelli) με έδρα τη Λάρισα, πραγματοποίησαν πολυάριθμες εκτελέσεις ομήρων, αμάχων πολιτών ως αντίποινα για την εντεινόμενη αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι αντάρτες εκμεταλλεύονταν τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου και των Μετεώρων, για να προκαλέσουν δολιοφθορές στις κατοχικές δυνάμεις. Έως τη λήξη της ιταλικής κατοχής, τον Σεπτέμβριο του 1943, είχαν εκτελεστεί περισσότεροι από 1.000 άμαχοι όμηροι εντός του στρατοπέδου της Λάρισας.
Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις επιδίδονταν πολύ συχνά σε βασανιστήρια σε βάρος των εγκλείστων, των ομήρων και όποιων άλλων αμάχων πολιτών συλλαμβάνονταν κατά καιρούς, επειδή θεωρούνταν ύποπτοι για συμμετοχή ή συνεργία σε αντιστασιακή δραστηριότητα. Στη δίκη του υπολοχαγού Ραβάλι (Ravalli) – που υπήρξε ο μόνος Ιταλός αξιωματικός που καταδικάστηκε μεταπολεμικά για εγκλήματα πολέμου στην κατεχομένη Ελλάδα – πιστοποιήθηκαν οι μέθοδοι βασανισμού των αμάχων Ελλήνων. Ξυλοδαρμοί, ακρωτηριασμοί, εξαγωγές δοντιών και ονύχων, αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές των Ιταλών βασανιστών. Οι Ιταλοί κατηγορήθηκαν επίσης για μαζικούς βιασμούς γυναικών, έπειτα από επιχειρήσεις κατά αντιστασιακών οργανώσεων στην περιοχή της Καστοριάς, καθώς και για εξευτελισμούς ιερέων και μοναχών.
Από τα μέσα του 1942 έως τον Σεπτέμβριο του 1943 η ιταλική κατοχή έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία. Κατά την τελευταία φάση της ιταλικής κατοχής συστηματοποιήθηκε και επιτάθηκε σε μεγάλο βαθμό η βία κατά των αμάχων, με πρόσχημα τις επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ο ιταλικός στρατός πραγματοποίησε συχνούς βομβαρδισμούς και πυρπολήσεις χωριών της υπαίθρου, καταστροφές δημοσίων κτηρίων και ιδιωτικών οικιών, λεηλασίες αποθεμάτων τροφής και άλλων γεωργικών προϊόντων, ενώ συνήθης πρακτική ήταν η λήψη ομήρων, οι οποίοι εκτοπίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή κρατητήρια σε αστικά κέντρα. Οι τακτικές αυτές αποσκοπούσαν αφενός στην αποδιοργάνωση της ένοπλης ελληνικής αντίστασης και την καταστροφή των οικονομικών υποδομών της στην ύπαιθρο μέσω των επιθέσεων στις αγροτικές κοινότητες, αφετέρου στην τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού και στην εμπέδωση της ιταλικής κατοχικής παρουσίας.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1943 ο στρατηγός Τζελόζο (Geloso), γενικός διοικητής των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα, εξέδωσε διαταγή, βάσει της οποίας καθορίζονταν με ακρίβεια οι παράμετροι των ιταλικών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των ελληνικών αντιστασιακών ομάδων. Οι Ιταλοί αξιοποιούσαν ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών, το οποίο βασιζόταν σε μέλη πληθυσμιακών ομάδων, τα οποία αυτοπροσδιορίζονταν ως διαφορετικής από την ελληνική εθνικής συνείδησης, δηλαδή τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Ηπείρου, τους γνωστούς Τσάμηδες, τους βλαχόφωνους της Πίνδου και της Θεσσαλίας, καθώς και τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας. Οι ομάδες αυτές αντιμετώπισαν την ξενική κατοχή στο ελληνικό κράτος ως ευκαιρία ικανοποίησης επεκτατικών φιλοδοξιών, οι οποίες ικανοποιούσαν τον αλβανικό (Τσάμηδες), τον ιταλικό (βλαχόφωνοι) και τον σλαβικό ή τον βουλγαρικό εθνικισμό (σλαβόφωνοι). Σε πολλές περιπτώσεις εντάχθηκαν στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, ενεργώντας από κοινού σε επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 1943 λ.χ. πάνω από 1.000 σλαβόφωνοι εντάχθηκαν σε ειδικές μονάδες της Μεραρχίας Πινερόλο, που δρούσε στην Πίνδο και τη Θεσσαλία. Συνεπώς η ιταλική στρατιωτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα λειτουργούσε ως φορέας συστηματικής εθνολογικής αλλοίωσης και πολιτιστικής γενοκτονίας όχι απλώς στα Επτάνησα, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά την εξάλειψη της ιταλικής στρατιωτικής παρουσίας το 1943, οι ομάδες αυτές – ιδίως οι σλαβόφωνοι – προσανατολίστηκαν στη συμπαράταξη με τις ελληνικές κομμουνιστικές ομάδες.
Ο ιταλικός στρατός επέλεγε συγκεκριμένα χωριά της υπαίθρου, στα οποία πραγματοποιούσε εξονυχιστικές έρευνες, καταστρέφοντας κατά την διαδικασία τα αποθέματα τροφής, ώστε να αποδιοργανώσει τον ανεφοδιασμό των ανταρτών. Σύμφωνα με την διαταγή του Τζελόζο, «η πείνα αποτελεί τον χειρότερο αντίπαλο των ανταρτών και επομένως είναι απαραίτητο να τους στερήσουμε κάθε πηγή εφοδιασμού». Για τους Ιταλούς ιθύνοντες δεν υπήρχε ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό και τις αντιστασιακές ομάδες, καθώς προσδιορίζονταν από κοινού με τον όρο «εχθρός», εναντίον του οποίου έπρεπε να ληφθούν οποιαδήποτε μέτρα θα συντελούσαν στην εδραίωση της ιταλικής κυριαρχίας. Με βάση το δόγμα περί συλλογικής ευθύνης, οι Ιταλοί ταύτιζαν τον άμαχο πληθυσμό με τις αντιστασιακές ομάδες και προέβαιναν σε πράξεις αντεκδίκησης ή προληπτικής καταστολής, όπως μαζικές εκτελέσεις ενηλίκων ανδρών, εκτοπισμούς γυναικών και παιδιών, απρόκλητες εκτελέσεις μεμονωμένων αμάχων. Πλέον ολόκληρα χωριά της υπαίθρου καταστρέφονταν συστηματικά με βομβαρδισμούς, με επιθέσεις του ιταλικού πεζικού και του πυροβολικού. Η καταστροφή του οικονομικού ιστού της υπαίθρου, ο οποίος βασιζόταν αναγκαστικά για γεωγραφικούς λόγους στην αλληλεξάρτηση των οικιστικών μονάδων, είχε ως συνέπεια την ερήμωση ολόκληρων περιοχών, την καταστροφή της παραγωγής, την πείνα και τελικά τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στην ελληνική ύπαιθρο.
Οι ακρότητες του ιταλικού στρατού διευκολύνονταν από την εσκεμμένη απουσία γραπτών διαταγών για τις επιχειρήσεις κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, στοιχείο που επέτεινε την εφαρμογή βίαιων μεθόδων, καθώς απουσίαζε ο καταλογισμός ευθυνών για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονταν κατά τις επιχειρήσεις αυτές. Η κατοχική βία των Ιταλών αποσκοπούσε πρωτίστως στην υποδούλωση του ελληνικού πληθυσμού και δευτερευόντως στην εξάρθρωση των δικτύων δράσης των αντιστασιακών ομάδων. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ιταλικές ενέργειες μετονομάστηκαν σε «μέτρα καταστολής», καθώς εξέλειπε η αιτία πραγματοποίησής τους, όταν απουσίαζε η αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι άμαχοι που συλλαμβάνονταν ως όμηροι πλέον αναφέρονται στα ιταλικά έγγραφα ως «συμπαθούντες» ή ακόμη και «στασιαστές» ή «συμμορίτες». Η λεηλασία τροφίμων προσδιορίστηκε ως «υψηλά πρόστιμα σε είδος τροφής, για διανομή στα [ιταλικά] στρατεύματα» Οι μετονομασίες αυτές δεν ήταν χωρίς νόημα, αφού επέτρεπαν την άσκηση εκτεταμένης βίας αδιακρίτως κατά του άμαχου πληθυσμού και των αντιστασιακών ομάδων.
Τυπικό παράδειγμα εφαρμογής της ανελέητης αυτής πολιτικής υπήρξε η σφαγή στο χωριό Δομένικο της Θεσσαλίας, στις 16 Φεβρουαρίου 1943. Μία ιταλική αυτοκινητοπομπή έπεσε σε ενέδρα ανταρτών και είχε απώλειες εννέα ανδρών. Ο στρατηγός Μπενέλι, διοικητής της Μεραρχίας Πινερόλο, διέταξε την καταστροφή του χωριού και την εκτέλεση όλων των κατοίκων. Όλοι οι άνδρες του χωριού, ηλικίας 15 έως 80 ετών, εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι Ιταλοί δεν περιορίστηκαν στην καταστροφή του Δομένικου και την εξόντωση του πληθυσμού, αλλά επέκτειναν τη ζώνη των δραστηριοτήτων τους στα περίχωρα, σκοτώνοντας διάφορα άτομα που συναντούσαν, όπως βοσκούς, περαστικούς και όποιους θεωρούσαν ως ύποπτους συνεργασίας με τις αντιστασιακές δυνάμεις. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού από την επιχείρηση αυτή των Ιταλών υπερέβησαν τα 150 άτομα.
Τα γεγονότα στο Δομένικο θα επαναλαμβάνονταν εν πολλοίς σε πολλές άλλες τοποθεσίες της κεντρικής και βόρειας Ελλάδος. Στα Σέρβια της κεντρικής Μακεδονίας, ο Ιταλός διοικητής ενέκρινε «την πραγματοποίηση μίας επιχείρησης αστυνόμευσης, η οποία θα φέρει τον χαρακτήρα μίας ανελέητης, βίαιης και ολοκληρωτικής καταστολής, καταστρέφοντας όλα τα χωριά και τις πόλεις στην ζώνη αυτή, εκτελώντας όλων των υγιών ανδρών, οι οποίοι θα θεωρούνται χωρίς διάκριση στασιαστές ή συμπαθούντες». Η ιταλική επιχείρηση στα Σέρβια και την ευρύτερη περιοχή υπήρξε σκληρή σε τέτοιο βαθμό, ώστε προκάλεσε υπόμνημα διαμαρτυρίας από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση. Οι Γερμανοί, οι οποίοι ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις της ιταλικής κατοχικής πολιτικής στη στάση του ελληνικού πληθυσμού, διατηρούσαν ηπιότερη στάση έναντι του ελληνικού πληθυσμού.
Στις 10 Μαρτίου 1943 ο Τζελόζο εξέδωσε νέα διαταγή, η οποία απευθυνόταν στις ιταλικές στρατιωτικές μονάδες που είχαν αναπτυχθεί για την καταστολή της αντιστασιακής δραστηριότητας στη ζώνη μεταξύ Ελασσόνας και Κοζάνης και στη ζώνη μεταξύ Σιατίστων και Γρεβενών. Η διαταγή προέβλεπε την άμεση αφαίρεση κάθε είδους διατροφικών αγαθών από τον άμαχο πληθυσμό, καθώς και την «ανελέητη κατάσχεση» κάθε είδους καταναλώσιμου προϊόντος.
Στις 27 Μαρτίου 1943 η φάλαγγα που διοικούσε ο στρατηγός Ντελ Τζιούντιτσε (Del Giudice) συνεπλάκη κοντά στη Νεάπολη με ομάδα ανταρτών, οι οποίοι είχαν σημαντικές απώλειες. Μετά την απώθηση των ανταρτών, οι ιταλικές δυνάμεις εισήλθαν στη Νεάπολη, όπου εκτέλεσαν 150 άμαχους πολίτες, σε μία πράξη αντιποίνων για την επίθεση των ανταρτών. Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί επέκτειναν τις ενέργειες αντιποίνων σε γειτονικά χωριά και οικισμούς. Κατά την διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν 280 «στασιαστές» – πιθανότατα άμαχοι πολίτες -, ενώ εκτελέστηκαν και άλλοι 170 πολίτες. Στον αριθμό των νεκρών δεν περιλαμβάνονται οι απώλειες των αμάχων που προκλήθηκαν από τον αδιάκριτο βομβαρδισμό των χωριών. Το σύνολο των νεκρών, δηλαδή, της συγκεκριμένης μόνο επιχείρησης στη Νεάπολη και την ευρύτερη περιοχή υπερέβη τα 600 άτομα.
Παρόμοια περιστατικά με ακρότητες κατά του άμαχου πληθυσμού συνέβησαν και σε πολυάριθμες άλλες τοποθεσίες από την άνοιξη έως το καλοκαίρι του 1943, όπως στον Δομοκό της Λαμίας, τα Φάρσαλα της Λάρισας, το Άργος Ορεστικό στη Μακεδονία. Στις 17 Αυγούστου 1943, σε μία τελευταία επίδειξη στρατιωτικής βίας πριν από τη συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου, οι Ιταλοί κατέστρεψαν τον Αλμυρό στη Μαγνησία, αυτήν την φορά με νέο διοικητή τον στρατηγό Ινφάντε (Infante), ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Μπενέλι. Αφορμή για την επιχείρηση υπήρξαν επιθέσεις των ανταρτών κατά των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Σε αντίποινα, οι Ιταλοί εκτέλεσαν περίπου 50 γυναίκες στην πόλη, ενώ εκτόπισαν δεκάδες ομήρους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας. Συνολικά πάνω από 400 χωριά και οικισμοί στην ιταλική ζώνη κατοχής υπέστησαν μερική ή ολική καταστροφή από τις ιταλικές δυνάμεις.
Οι Ιταλοί είχαν διευρύνει τον κατάλογο των ατόμων που θεωρούνταν ως υποστηρικτές των αντιστασιακών ομάδων, περιλαμβάνοντας από το 1943 και τις γυναίκες. Η βία που ασκήθηκε σε βάρος των άμαχων γυναικών υπήρξε σημαντική, καθώς σημειώθηκαν πολυάριθμα περιστατικά μαζικών βιασμών σε χωριά της Μακεδονίας, κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων καταστολής των Ελλήνων ανταρτών. Και πάλι, η αντίθεση με τους Γερμανούς είναι εδώ εμφανής, αφού περιστατικά βιασμών από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις δεν αναφέρονται καθόλου στον ελληνικό χώρο.
Σε γενικές γραμμές, η ιταλική κατοχή στον ελληνικό χώρο υπήρξε η πλέον αποτρόπαιη και επικίνδυνη για την Ελλάδα από τις τρεις ξενικές κατοχές. Από την άποψη της εθνολογικής και πολιτιστικής αλλοίωσης είναι δυνατόν να παραβληθεί με τη βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν μεθόδους βίαιης καταστολής των ελληνικών αντιστασιακών ενεργειών και τρομοκράτησης του άμαχου πληθυσμού. Σημαντικότερη, ωστόσο, υπήρξε η σαφής πολιτική βούληση της ιταλικής στρατιωτικής διοίκησης να μεταβάλλει τα εθνολογικά όρια στην κατεχόμενη Ελλάδα, να επικυρώσει την απόσπαση τμημάτων της ελληνικής επικράτειας προς όφελος εχθρικών προς την Ελλάδα πληθυσμιακών ομάδων (Αλβανών, σλαβόφωνων), αλλά και για να εξυπηρετήσει την δική της εδαφική επεκτατική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ιστορική μνήμη έχει υποστεί αλλοίωση όσον αφορά τα ιταλικά εγκλήματα πολέμου σε βάρος της Ελλάδος, παραποιώντας πολύ συχνά τα δεδομένα ή μεταθέτοντάς τα σε μία πλασματική εικόνα, σύμφωνα με την οποία η κατοχή υπήρξε αποκλειστικά «γερμανική». Η πολιτειακή μεταβολή στην Ιταλία, που σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1943 με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, σηματοδότησε και μία παράλληλη αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της ιταλικής στρατιωτικής παρουσίας στις κατεχόμενες από τον ιταλικό στρατό περιοχές της Ελλάδος, αλλά και αλλού στον ευρωπαϊκό χώρο. Η μετέπειτα συμπαράταξη της επίσημης ιταλικής κυβέρνησης-στον βορρά της Ιταλίας υπήρχε το φασιστικό καθεστώς της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας-με την πολεμική προσπάθεια των συμμαχικών δυνάμεων, συνέβαλε στην εξάλειψη της εικόνας των Ιταλών ως εγκληματιών πολέμου. Η συμμετοχή πολλών λιποτακτών Ιταλών στρατιωτών σε αντιστασιακές οργανώσεις-στην Ελλάδα λ.χ. στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ – ουσιαστικά λειτουργούσε κατά τρόπο εξιλεωτικό, αφού οι ίδιοι αυτοί στρατιώτες που εμφανίζονταν πλέον ως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ή μέτοχοι του ευρύτερου αγώνα των Συμμάχων, ήταν σε πολλές περιπτώσεις ένοχοι εγκλημάτων πολέμου. Πρόκειται για μία διαδικασία της ιστορικής μνήμης, αλλά και της ιστοριογραφικής παραγωγής, η οποία χαρακτηρίζεται από επικίνδυνες απλουστεύσεις και εξαιρετικά αβάσιμες γενικεύσεις ή νοηματικές μεταθέσεις. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων υπήρξε η υποβάθμιση στον ελληνικό χώρο της ιταλικής στρατιωτικής κατοχής από μία βίαιη διαδικασίας συστηματικής καταστολής και εθνολογικής γενοκτονίας σε μία φαντασιακή και εν πολλοίς κατασκευασμένη εικόνα ήπιας συνύπαρξης Ελλήνων και Ιταλών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Σε αυτό το σχήμα, η γερμανική παρουσία χρησιμεύει για να διαταράξει τον ήπιο χαρακτήρα της ιταλικής παρουσίας, ενώ δεν λείπουν ακόμη και οι συμπαθητικές αναφορές της ελληνικής ιστοριογραφίας ή ακόμη και της συλλογικής μνήμης για την τύχη λ.χ. των αιχμαλώτων Ιταλών στρατιωτών της Μεραρχίας Ακούι στην Κεφαλλονιά – οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς – ή γενικά για τους Ιταλούς στρατιώτες. Στην περιγραφή της ξενικής κατοχής της Ελλάδος, δηλαδή, κυριαρχούν, ακόμη και σήμερα τα στερεότυπα του «καλοκάγαθου» Ιταλού στρατιώτη και του «ανελέητου» Γερμανού στρατιώτη, κατασκευές που οφείλονται στην απλή μεταστροφή στρατοπέδου της ιταλικής πλευράς το 1943 και στη συμπαράταξη με τους νικητές του πολέμου.

Κωτούλας Ιωάννης, Εγκλήματα πολέμου του άξονα, Αθήνα: Περισκόπιο, 2007

* Ο Ιωάννης Κωτούλας (BA, M.Phil.) είναι ιστορικός, Διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Καλή ως λίαν καλή η προσπάθεια του συναδέλφου να θυμίσει με ιστορικά στοιχεία πως ο “καλοκάγαθος Ιταλός” όχι μόνο δεν υπήρξε ,αλλά ήταν σε πολλές περιπτώσεις αγριότερος από το Γερμανό Ναζί. Ο Φασισμός ως γνωστό, είναι συγκοινωνούντα δοχεία με το Ναζισμό.

Γράφαμε παλιότερα για το ίδιο θέμα:

 

α. “Έγινε χαμός στις Σπέτσες.

Οι Γερμανοί φυγαδεύτηκαν στη μία το μεσημέρι με το καταμαράν. Φοβήθηκαν. Δεν περίμεναν να συμβούν τέτοια πράγματα. Προπηλακίστηκαν, με τους Σπετσιώτες να τους λένε ότι τώρα δεν είναι 1940 που δολοφονούσαν τον κόσμο, αλλά 2011. Το μισό νησί βρέθηκε στο λιμάνι.

«Δεν σας θέλουμε εδώ. Θα σας πετάξουμε στη θάλασσα’ φώναζαν, ενώ κάποιος επιχείρησε να τους πάρει την κάμερα και να την πετάξει στη θάλασσα, αλλά μεσολάβησαν οι αρχές”.

Σκηνές απείρου κάλλους διαδραματίστηκαν στο λιμάνι των Σπετσών το μεσημέρι της Κυριακής, με τους Γερμανούς δημοσιογράφους του Spiegel TV να φυγαδεύονται από το νησί του Αργοσαρωνικού με την επέμβαση των αρχών.

Η παρουσία του τηλεοπτικού συνεργείου του Spiegel TV στις Σπέτσες, το οποίο κατέγραφε τους ελέγχους που πραγματοποιούσε κλιμάκιο του ΣΔΟΕ, ξεσήκωσε τους κατοίκους του νησιού, με τους Σπετσιώτες να απειλούν ακόμα και να πετάξουν στη θάλασσα τους Γερμανούς δημοσιογράφους.» (ΜΜΕ).

Για να καταλάβω καλά, βρε Ελληνάρες- Σπετσιώτες ,αλλά και Μυκονιάτες και Ροδίτες και Κρητικοί και όλοι εσείς που τα κονομάτε τρελά από τον τουρισμό. Σας έτσουξαν, δηλαδή, οι έλεγχοι του ΣΔΟΕ, που κατέγραφε το Σπήγκελ TV ,για να δημοσιοποιήσει στα πέρατα της γης τις φορολογικές (και όχι μόνο) απατεωνιές σας και τα βάλατε με το συνεργείο των Γερμανών; Ψέματα είναι πως χρόνια τώρα κλέβετε όχι μόνο το κράτος, αλλά κόσμο και κοσμάκη , εκμεταλλευόμενοι την τουριστική ανάπτυξη του τόπου σας; Δεν είσαστε εσείς που νοικιάζετε τα καλοκαίρια ακόμα και τις ταράτσες των σπιτιών σας και τα κοτέτσια στους κήπους σας και εισπράττετε αδήλωτα («μαύρα») πενηντάρικα; ΄Αλλοι είναι και όχι εσείς εκείνοι, που στα άθλια, προχειροστημένα φαγάδικά σας ταϊζετε (΄Ελληνες και Ξένους) με ό,τι πιο βρώμικο ,χρεώνοντας μια «χωριάτικη» με καλαμποκέλαιο 5 (και χωρίς απόδειξη) ευρώ;
Κι αν, άθλιοι, φύγουν, όπως λέτε να κάνουν, οι Γερμανοί ,οι Ιταλοί και οι λοιποί… εχθροί μας από τα νησιά σας, μου λέτε ποιοι θα απομείνουν ,για να κλέβετε και να τα κονομάτε; Γιατί απ΄ αυτούς ζείτε -και το ξέρετε ,όπως και από τα δανεικά και τις επιδοτήσεις τους, που ξεκοκαλίζατε για χρόνια.
Και όσο για τους Γερμανούς Ναζί, εκείνοι δεν είχαν ακόμα αρχίσει να δολοφονούν στην Ελλάδα το…1940 , που λέτε. Ο παρανοϊκός Χίτλερ με τον αφιονισμένο στρατό του δολοφονούσε ένα χρόνο αργότερα. Το 1940 μακέλευαν αμούστακα ελληνόπουλα στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας οι Ιταλοί Φασίστες. Και για να είμαστε ιστορικά αντικειμενικοί , περισσότερα ήταν τα θύματα του Ιταλικού Φασισμού από εκείνα του Γερμανικού Ναζισμού. Χιλιάδες οι νεκροί και οι τραυματίες από τον πόλεμο με τους «μελανοχίτωνες». Δεν έμεινε χωριό της Ελλάδας που να μη μετράει ολόκληρο κατάλογο από σκοτωμένα και τραυματισμένα παιδιά, θύματα της Ιταλικής θηριωδίας εκείνων των χρόνων. Γιατί δε ζητάτε σήμερα να μας επιδικαστούν και από την Ιταλία αποζημιώσεις, που σίγουρα θα είναι τεράστιες, αφού θα πρέπει να αποζημιώσουν «ψυχές» ,που χάθηκαν και όχι υλικά πράγματα; Γιατί δεν πετάτε, λοιπόν, και τους Ιταλούς στη θάλασσα και ύστερα τους Τούρκους, του Βούλγαρους, τους…Ιρανούς (Πέρσες), εχθροί όλοι τούτοι του…ανάδελφου έθνους μας ;
Η σοβαρότητα και η αυτοσυγκράτηση είναι αρετές, που ως γνωστό δε διακρίνουν το λαό μας. Και η αυτογνωσία επίσης λείπει από τη λίστα των…αρετών της φυλής. Για ηρεμήστε, λοιπόν, ξε-αγαναχτήστε καμιά φορά και αν είναι να… αγαναχτήσετε, κάντε το για σας τους ίδιους, που παζαρεύατε την ψήφο σας με τους πολιτικούς σας «μέντορες» στο αισχρό αλισβερίσι του πελατειακού συστήματος που στηρίζατε τόσα χρόνια.
β. ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΟXI ΑΠΟ ΙΤΑΛΟΥΣ;
14.09.11

« Οι 218 σφαγιασθέντες κάτοικοι του Διστόμου, ανάμεσά τους και 57 παιδιά κάτω των 17 ετών, μπορεί κανείς να ισχυριστεί οτι …φορούσαν στρατιωτικές στολές και κρατούσαν όπλα;

Διότι μόνο έτσι θα μπορούσαν οι Γερμανοί νομικοί να ισχυριστούν οτι έκαναν, δήθεν, πολεμική πράξη κατά των στρατευμάτων κατοχής των ναζί το 1944. Απλά ήταν ένα στυγερό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας!

Πολύ περισσότερο που 1 στους 4 νεκρούς ήταν αβάπτιστα μωρά λίγων μηνών, παιδάκια , άγουροι έφηβοι ». (MME)

Τί έκανε, λέει; Μαζί με τους…Ιταλούς περιμένουν οι κάτοικοι του Διστόμου δικαίωση; Να τα αφήσουν αυτά τα ανιστόρητα και παραπλανητικά και οι Γερμανοί και οι Ιταλοί . Η σημερινή Ιταλία και η Γερμανία φροντίζουν για λόγους καθαρά χρησιμοθηρικούς να μην παραδέχονται πως οι φασίστες των χωρών τους τότε αιματοκύλησαν τον κόσμο . Επικαλούνται το…δίκαιο του πολέμου και με τη δήθεν αυτή δικαιολογία, πάνε να σκεπάσουνε το μεγάλο έγκλημα εναντίον ενός ολόκληρου λαού (και όχι μόνο του δικού μας) και να πληρώσουν αποζημιώσεις.
Αλλά οι Ελληνάρες, όπως πάντα τα έκαναν πάλι «θάλασσα». Ζητάνε αποζημιώσεις (φορτισμένοι από την οικονομική κρίση και το ρόλο των Γερμανών σ΄αυτή) από τη Γερμανία και όχι και από την Ιταλία. Αλλά πρέπει να σταματήσει αυτό το ανιστόρητο παραμύθι. Και οι δύο πρέπει να πληρώσουν με πρώτους τους Ιταλούς. Ξεκίνησαν το 1940 την εισβολή στη χώρα από την Αλβανία, με πρόσχημα το “βλαχικό ζήτημα”, για να ιδρύσουν το ανεξάρτητο “Ρωμαϊκό κράτος της Ηπείρου”, όπως είχαν ξανακάνει το 1917. Στον πόλεμο του ΄40 σκοτώθηκαν χιλιάδες παιδόπουλα, αμούστακα Ελληνάκια και τραυματίστηκαν επίσης χιλιάδες. Μέχρι σήμερα βλέπει κανείς στους δρόμους αυτοκίνητα με πινακίδες Α.Π (ανάπηρος πολέμου). Δισεκατομμύρια στοίχισε αυτός ο αναίτιος πόλεμος στη χώρα. Μεγαλύτερη «ζημιά» έκαναν οι Ιταλοί, παρά οι Γερμανοί.
Και οι δυο πρέπει, επομένως, να δώσουν αποζημιώσεις ( για έμψυχο και άψυχο “υλικό”).Η παρουσία των Ιταλών στη δίκη, είναι πρόσχημα, επινόηση και δόλωμα του σημερινού Ιταλικού κράτους. Να τους απομακρύνουν πάραυτα οι κάτοικοι του Διστόμου, γιατί προσφέρουν το πρόσχημα στο “πιάτο” με αυτά τα ψευδοδιλήμματα ,περί …δικαιολογημένων νεκρών-καταστροφών πολέμου και αμάχων.
Αναίτιο πόλεμο ξεκίνησαν και τα δύο φασιστικά κράτη και ακόμα δεν κατέβαλαν τις οφειλόμενες αποζημιώσεις. ΄Ομως, να πληρώσουν και οι δυο, πρωτίστως οι Ιταλοί,*)( και φυσικά και η Γερμανία, η χώρα ,που γέννησε και έτρεφε κατ΄εξοχήν, το Ναζισμό.
Αφού επιμένουν ο χώρες να συμπεριφέρονται ως “έθνη”(μέγιστη βλακεία) και να θεωρείται ο πολίτης τους σήμερα υπεύθυνος για τα εγκλήματα του…προ(σ)πάππου μου, τότε, όσοι το πιστεύουν αυτό, να σπεύσουν να συμμορφωθούν με τα διεθνή επικρατούντα, έστω κι αν είναι βλακώδη.
(*)Η επιστροφή στη χώρα των 12Νησων δεν έχει καμιά σχέση, ούτε θα μπορούσε να αποτελέσει συμψηφισμό για τα εγκλήματα των Ιταλών στην Ελλάδα.

 

(Η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων

Η έλευση, το 1936, στα Δωδεκάνησα ως διοικητή του De Vecchi, σε αντικατάσταση του ήπιου Mario Lago, συσχετίζεται με τη σκλήρυνση της Ιταλικής στάσης έναντι του ντόπιου πληθυσμού, καθώς αυτός θέτει σε εφαρμογή μια επιχείρηση εξιταλισμού των νησιών: περιορισμός των αστικών Ελληνικών σχολών, επιβολή της Ιταλικής ως γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, διδασκαλία της ιταλικής αντί της ελληνικής ιστορίας, απόλυση των Ελλήνων εκπαιδευτικών, απαγόρευση κυκλοφορίας ελληνικών εντύπων. Όμως το εθνικό φρόνιμα των νησιωτών δεν κλονίζεται αντιθέτως, ενδυναμώνεται, όπως παρατηρούμε, με τον σχηματισμό του Συντάγματος Εθελοντών Δωδεκανησίων αμέσως μετά την επίθεση της Ιταλίας στην Ελλάδα (απ’ όσους κατορθώνουν να αποδράσουν από τα νησιά) και τη συμμετοχή αυτού στις επιχειρήσεις στην Αλβανία, ενώ Δωδεκανήσιος είναι και ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, που πέφτει υπέρ του έθνους στον πόλεμο αυτό (ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος την 1η Νοεμβρίου 1940). Η πτώση του Μουσολίνι στις 25 Ιουλίου και η συνθηκολόγηση του Νέου πρωθυπουργού Pietro Badoglio, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, γνωστή και ως Arnistizio, σηματοδοτεί δραματικές εξελίξεις στα Δωδεκάνησα, τη διοίκηση των οποίων αναλαμβάνει ο Γερμανός στρατηγός Ulrich Kleeman. Τα νησιά παραμένουν υπό γερμανική κατοχή έως το 1945, οπότε και στις 8/5/1945 παραδίδονται στους Άγγλους. Στις 15/5/1945 φθάνει στη Ρόδο το καταδρομικό «Αβέρωφ», όπου επιβαίνει ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός (ως ο πρώτος Έλληνας πολιτειακός αρχηγός, έχοντας την ιδιότητα του Αντιβασιλέα). Η Βρετανική στρατιωτική διοίκηση κράτησε έως τις 31/3/1947, οπότε και τα νησιά παραδόθηκαν στον εκπρόσωπο της Ελλάδας, αντιναύαρχο Ιωαννίδη. Στις 9/1/1948 έγινε η επίσημη προσάρτησή τους στην Ελλάδα με την ψήφιση του υπ’ αριθμ. 518 νόμου από τη Δ’ αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων (με την οποία ορίζονταν ως «οι νήσοι της Δωδεκανήσου Ρόδος, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Νίσυρος, Πάτμος, Χάλκη, Κάσος, Σύμη, Κως, Λέρος, Τύλος και Καστελόριζον, ως και αι παρακείμεναι νησίδες, προσαρτώνται εις το Ελληνικόν κράτος από τις 28ης Οκτωβρίου 1947») και τη σύσταση Γενικής διοίκησης Δωδεκανήσου. Στις 7/3/1948 ο βασιλιάς των Ελλήνων Παύλος και η Βασίλισσα Φρειδερίκη φτάνουν στη Ρόδο, συνοδευόμενοι από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, υπουργούς, στρατιωτικούς και άλλους επισήμους, επικυρώνοντας και τυπικά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στο Ελληνικό κράτος.
Υποσημείωση: 1. Το Καστελόριζο δεν καταλείφθηκε από τους Ιταλούς το 1912, αλλά περιήλθε υπό Γαλλική κυριαρχία στο διάστημα 1915-1921, οπότε και οι Γάλλοι το παραχώρησαν -κατόπιν συμφωνίας- στους Ιταλούς.
Βιβλιογραφία Λουκάτος Σπυρίδων, «Δωδεκάνησα», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ’, Αθήνα 1978, σ. 460-472. *Φωτάκης Ζήσης, «Ο Ελληνικός Ναυτικός Αγώνας 1840-1944: το ιστορικό πλαίσιο, οι σταθμοί και οι συνιστώσες του», “Παγκόσμια γεγονότα” τόμοι (2)