Οι σοφιστές στην αθηναϊκή αρχαιότητα ήταν ή εθεωρούντο ,οι περισσότεροι, τουλάχιστον, ως… “ψαγμένοι”, νεωτεριστές και “μοντέρνοι φιλόσοφοι. ΄Ελεγαν, έστω κι αν κάποιοι δεν τα πίστευαν, πράγματα παράξενα, λόγους, ανακόλουθους προς τις παραδοσιακές αξίες, τα “περιχαραγμένα” της ζωής και των παλιών παρακαταθηκών από τα ιερατεία και τις εξουσίες.
Ξέφευγαν με λίγα λόγια από το κοινώς παραδεκτό, τις συνήθεις κοινωνικές και άλλες αντιλήψεις και ευαγγελίζονταν έναν κόσμο, αν όχι τελείως άλλο από τον υπάρχοντα, ούτε “άναρχο”, αλλά, πάντως, διαφορετικό. Τουλάχιστον, ως προς τον τρόπο σκέψης και συλλογισμού.
Μια πρωτόγνωρη για τα στερεότυπα “πιστεύω” εκείνων των χρόνων, υπήρξε η διδασκαλία τους περί της Αλήθειας. Δε πίστευαν σε μια και μοναδική, αλήθεια, αλλά σε ένα πλήθος, ανάλογα με το τί ο καθένας θεωρεί ως αλήθεια.
Ειδικά, οι σοφιστές Πρωταγόρας και Γοργίας, ισχυρίζονται ότι “Απόλυτη Αλήθεια” δεν υπάρχει. Αλλά και αν υπάρχει, δεν είναι προσπελάσιμη στην ανθρώπινη γνώση. ΄Αρα ,είναι χάσιμο χρόνο να ασχολείται κανείς με τέτοιους προβληματισμούς, που αν οδηγούν κάπου, είναι στη σύγχυση και τον παραλογισμό.
Για τους δυο αυτούς σοφιστές, η Αλήθεια είναι σχετική και για όλα τα πράγματα το “μέτρο” είναι ο άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος, κάθε κοινωνία κάθε εποχή έχουν την δική τους αλήθεια.
Ο Σωκράτης ,που κι αυτός αργότερα κατηγορήθηκε ως σοφιστής (!), δίδασκε πως αν προσπαθήσουμε να ορίσουμε σωστά τις έννοιες, οδηγούμαστε σε γνώσεις αληθείς και γενικού κύρους. Ο Παρμενίδης, ο Πλάτωνας , ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί ακολουθούσαν, κατά το μάλλον ή ήττον, τον ίδιο σωκρατικό δρόμο στον ορισμό, αλλά και τη γνώση, την κατάκτηση της αλήθειας.
Οι λεγόμενοι “Σκεπτικοί”, τέλος, με επικεφαλής τον Πύρωνα τον Ηλείο, υποστήριζαν πως δεν έχουν άποψη για το ίδιο ζήτημα της αλήθειας ,επειδή σε κάθε κρίση γι΄αυτή, έλεγαν, μπορεί να αντιπαραβληθεί αντίθετη κρίση, ίσου κύρους με την προηγούμενη. Οπότε, οι φιλόσοφοι-οπαδοί αυτής της κατηγορίας, προτίμησαν τη στάση να «επέχουν», δηλαδή να αναστέλλουν επ΄ αόριστο την κρίση!
Στη ζωή, όλα είναι σχετικά. Μια διαπίστωση , προϊόν λαϊκής σοφίας περισσότερο ,της θυμοσοφίας, παρά φιλοσοφίας. Αν κάτι στη ζωή είναι απολύτως…απόλυτο, μια Αλήθεια αναμφισβήτητη, είναι ο Θάνατος.΄Ολοι θα πεθάνουμε. Και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο η παραλογίζεται ή φοβάται.
΄Ετσι εξηγείται και η ανάγκη, παλαιόθεν, της θρησκείας, να απαλύνει τη σκληρή αυτή διαπίστωση με τις διδασκαλίες περί μελλοντικής και μετά θάνατον ζωής. Στην εβραϊκή-Ιουδαϊκή μονοθεϊστική θρησκεία, παρά το ότι δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αντίληψη για μετά θάνατο ζωή αλλά και οι έννοιες του Παράδεισου και της Κόλασης δεν συναντιούνται, όμως στην Τορά βρίσκουμε το “Σεόλ”, όρος που χρησιμοποιείται για την κατοικία των ψυχών μετά τον θάνατο. Και οι ψυχές πιθανολογείται ότι διάγουν ένα είδος ακαθάριστης και θαμπής ζωής, αλλά δεν συνδέεται με την έννοια της ανταμοιβής ή της τιμωρίας.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία ,έχει και τούτη πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Και μάλλον θα έλεγε κανείς πως βρίσκεται κοντά στις θεωρίες του Ιουδαϊσμού. Η κατάσταση των νεκρών στον κάτω κόσμο από την Ομηρική εποχή ,που έχουμε περιγραφές και σκηνές του ΄Αδη (Νέκυια) είναι ακαθόριστη. Οπωσδήποτε σκοτεινή , η δυστυχία και ο βασανισμός του νεκρού φανερά, αλλά όχι ως ανταπόδοση του κακού εν ζωή.
Ο χριστιανισμός , όπως κάνει σε όλα, αδίστακτος και θρασύς, καταργεί ακόμα και την πίστη της Ιουδαϊκής θρησκείας, πάνω στην οποία στηρίχτηκε, για τη ζωή μετά το θάνατο. Και, ως έχων απαντήσεις για ΟΛΑ (θρησκεία …”Ξερόλα”), αποφασίζει μια κι έξω πως στην “άλλη ζωή”, όσοι έπραξαν τα “φαύλα”, δηλαδή δεν πίστεψαν στο Χριστό, “πορεύσονται εις κόλασιν αιώνιον” και όσοι τον πίστεψαν, θα αναστηθούν εκ νεκρών ή, αν είναι ζώντες πιστοί , θα “αρπαχτούν ” στο αέρα(!) και θα αναπαυτούν μαζί με το Χριστό και τους αγγέλους στον Παράδεισο. Τα ίδια πάνω κάτω, δέχεται και ο Ισλαμισμός, που καταλήστεψε τις θεωρίες του Χριστιανισμού.
Αν, λοιπόν, αφήσουμε στην πάντα το λόγο πλάνης όλων των θρησκειών, όντως είμαστε στο “αέρα” ,σε ό,τι αφορά την κατάκτηση της Αλήθειας και της απάντησης ακόμα και των βασικών και απλών ερωτημάτων της φιλοσοφίας. “Ποιος είμαι, ποιος ο σκοπός μου, ποια η αρχή των όντων, πού μεταβαίνω, αν μεταβαίνω, μετά θάνατον” κ.ο.κ.
Οπότε, πλην της απολυτότητας της Αλήθειας του θανάτου, η οποία ουδεμία επιδέχεται αμφισβήτηση , αλλά μέχρι εκεί (τον τάφο ή το αποτεφρωτήριο), τίποτα άλλο δε θεωρούμε στη ζωή ,δεν μπορούμε να το κάνουμε, βέβαιο και οριστικό. Ρευστότητα, ανασφάλεια και ως εκ τούτων, “τα πάντα ρει” κατά Ηράκλειτο.
Η αλήθεια, επομένως, είναι αυτή ακριβώς, όπως την όρισαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες φιλόσοφοι και εν περιλήψει αναφέραμε στην αρχή. Μη απόλυτη ή σχετικά οριζόμενη ή ακόμα αγνωστικιστική, αδύνατον να οριστεί και να αποδειχτεί.
Υπ΄αυτές τις συνθήκες της ζωής, όντως η μόνη συνετή και σώφρων οδός είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στην αποδοχή της μια και μοναδικής Αλήθειας: Της δικής του σχετικότητας του Νου, όσο επομένως και της αλήθειας και της αποδοχής της πραγματικότητας πως ποτέ δε θα οδηγηθεί σε απόλυτες αλήθειες, όπως αντίθετα είναι αυτές για το θάνατο και τη σχετικότητα στη ζωή.
Εν ολίγοις, ουδέποτε θα καταφέρει ο άνθρωπος, έστω κι αν η επιστήμη εξελιχθεί σε “θεό”, να προσεγγίσει την Απόλυτη Αλήθεια. Θα ήταν οξύμωρο, “αντώνυμο” ,αν συνέβαινε , με την ικανότητα του νοείν, που είναι πεπερασμένο και σχετικό.
Τούτων ούτως εχόντων, που λέγανε οι παλιοί λόγιοι, το να μιλάς με απόλυτες αποδοχές περί της μια ή της άλλης θεωρούμενη αλήθειας, μόνο την Αλήθεια δεν εξυπηρετείς. Πολλώ μάλλον, δεν την κατέχεις. Κι ας θεωρείς τις… θεωρίες σου ως αλήθειες.
Ζητήματα φιλοσοφικά, κυρίως, όπως το κορυφαίο περί της ύπαρξης θεού, αν τα προσεγγίζεις με την επιπολαιότητα και την απλοϊκότητα της απολυτότητας, καταντάς ή “Τσιόδρας” ή “Νανόπουλος”. Ο πρώτος βλαξ και φονταμενταλιστής, ο δεύτερος υπερόπτης και αλαζόνας.
Αν υπάρχει μια χαραμάδα φωτός που αμυδρά μπορεί να φωτίσει τη ΄φυσική “νωθρότητα”-αδυναμία του Νου να ερευνήσει “υψηλές” αλήθειες, είναι μόνο ο μέγας διδάσκαλος που αποκαλούμε Φύση. Και όχι μόνο σε υψιπετή ζητήματα, όπως για παράδειγμα αυτά του θεού και τα ηθικά ζητήματα περί “καλού” και “κακού” ,αλλά κι αυτά της καθημερινότητας, ήσσονος σημασίας μεν στη συλλογική ανάγκη, μείζονος ,πάντως, στην ατομική.
“Θεό” δε σου επιβάλει η Φύση. Δε σου αποκαλύπτει την ύπαρξή του ή όχι. Είναι εκείνη, ακριβώς, που σε διδάσκει πως δεν οφείλεις ή δεν είναι ανάγκη να γνωρίζεις. Αλλιώς, θα είχε απόλυτες αποδείξεις και χειροπιαστά γεγονότα για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του , όπως ο θάνατος που ορίσαμε ως απόλυτη αλήθεια στη ζωή. Κι αυτό, ίσως, γιατί η Φύση δε θέλει, μισεί καλύτερα, τους σκοπούς της θρησκείας, που αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από τη φυσική, την παρούσα ζωή και τη μεταθέτουν σε μια άλλη, μετά θάνατο, αμφίβολης ύπαρξης.
Αν λοιπόν η Φύση αφήνει ξεκάθαρα, “ηλίου φαεινότερη” μια άλλη Αλήθεια να φανεί, είναι η κατακραυγή της για τους θρησκευτικούς θεούς. Ο Μολώχ, ο Ζευς, ο Γιαχβέ, ο Αλλάχ, ακόμα και στις μη βάρβαρες εκδοχές -συμπεριφορές τους (που δεν υπάρχουν), είναι “καρικατούρες”, αναξιοπρεπείς και υποτιμητικές απεικονίσεις της έννοιας του “θείου” στη φιλοσοφική του διάσταση, αν υπάρχει.
Κι αφού η Φύση αντιμάχεται με κάθε τρόπο και με τους ισχυρούς, σταθερούς νόμους της την έννοια και την αναγκαιότητα της θρησκείας, μαζί με αυτό το σαθρό οικοδόμημα, καταργεί αυτόματα και τις διδασκαλίες της, όπως την πεποίθηση του “πιστού” πως αυτός ο θρησκευτικός θεός, θα σπεύσει αρωγός στην ανάγκη του, θα τον βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές, θα τον βγάλει από τα αδιέξοδα, μόνο και μόνο επειδή τον πιστεύει. ΄Ετσι, απαιτεί, ας πούμε, από το θεό του, αν το αεροπλάνο συντριβεί, τούτον, ως οπαδό, να τον σώσει. ΄Οχι, όμως, και το μωρό στο διπλανό κάθισμα, που ούτε πιστεύει σε θεούς και δαίμονες, ούτε νοιάζεται για ζωή και θάνατο.
Από την άλλη, η Φύση απορρίπτει ασυζητητί και την “ηθική” της θρησκείας. Δε θεωρεί καμιά άλλη πηγή, πέρα από την ίδια, ικανή, ούτε εξουσιοδοτεί άλλη, να διατυπώνει ηθικούς κανόνες, υποχρεωτικής, μάλιστα, αποδοχής και συμπεριφοράς από τα άτομα κα τις κοινωνίες.
Κι αν είναι έτσι τα πράγματα (και είναι), το “ηθικό σύστημα” σήμερα που στηρίζεται, ας πούμε, στη χριστιανική θρησκεία και το έχει επηρεάσει άμεσα και καταλυτικά, καταρρέει συθέμελα, ως χάρτινος πύργος. Εντελώς “αφύσικα” και απρεπή, όσα ακολουθεί ως ηθικούς νόμους.
Στην κοινωνική, πολιτική, νομική , ατομική ζωή ,σε ένα πλέγμα συστημικών στερεότυπων, έννοιες, όπως η δολοφονία, η κλοπή, η η μονογαμία-πολυγαμία, η εντιμότητα, το ήθος κ.α, ανατρέπονται, εξαφανίζονται, αποσυντίθενται “εις τα εξ ων συνετέθησαν”.΄Εχουμε πλήρη ανατροπή του υφιστάμενου “στάτους” ,ως προς το τί είναι “καλό” και τί “κακό”, τί “ηθικό” κα τί “ανήθικο”.
Το να σκοτώνεις τον “εχθρό” της πατρίδα σου, για παράδειγμα, όσα “επιχειρήματα” κι αν επικαλεστείς, είναι το ίδιο πράξη δολοφονίας, σαν να παίρνεις τη ζωή του διπλανού σου για όποιο λόγο εσύ θεωρείς πως η ζωή του δεν αξίζει, όσο η δική σου. Η κλοπή, που ο νόμος τιμωρεί και κάποτε αυστηρά, παύει να έχει τέτοια ηθική απαξίωση, αν η ανάγκη του ατόμου για απόκτηση του αλλότριου, είναι φυσικά επιβεβλημένη. Η προδοσία του συντρόφου με την έννοια πως ικανοποίησε τη φυσική ροπή να αλλάζει σεξουαλικούς συντρόφους, αυτόματα από κατήγορο σε καθιστά κατηγορούμενο, αφού τέτοια στάση απέναντι στην “συζυγική απιστία”, θεωρείται από τη Φύση προδοσία και εχθρότητα προς ό τι φυσικό, ηθικό και επιβεβλημένο (δι)έπραξε ο…μοιχός.
Στο ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ:
Αφού
- Μια υψηλή Αλήθεια ,αποκτά πλέον ισχύ ΑΠΟΛΥΤΗ, λόγω της πασιφανούς, καταλυτικής και λογικής παρουσίας της ακόμα και στις λεπτομέρειες της ζωής
- Η παρατήρηση και η επεξεργασία των δεδομένων και των εχέγγυων που διαθέτει η εν λόγω Αλήθεια και τα παραχωρεί στον ΄Ανθρωπο, αποφαίνονται με το χαρακτηρισμούς “θέσφατου” και “εφετμής” πως η Φύση έχει ΚΑΙ τη ικανότητα ΚΑΙ το δικαίωμα να υφίσταται, ως η ΜΟΝΑΔΙΚΗ πηγή εκπόρευσης ΗΘΙΚΗΣ και συστηματοποίησης ΗΘΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΥΠΟΧΕΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ στα άτομα και τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Αν όλα αυτά ισχύουν, τότε, ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ στήριξης αυτού του ηθικού συστήματος είναι τούτος:
Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ,ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟ. Ο ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΦΥΣΙΚΟ , ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΝΗΘΙΚΟ.
Ως “Λυδία λίθο”, τώρα, ελέγχου της ορθότητας αυτής της ακολουθίας, υπάρχουν δύο εργαλεία: α .Ο ΜΗ ΣΚΟΤΕΙΣΜΕΝΟΣ ΝΟΥΣ που είναι και η καθαρή συνείδηση του ανθρώπου και β. Η πανανθρώπινη αποδοχή της αξίας, απότοκο εμπειρίας αιώνων ,και ως εκ τούτου αναμφήριστη Αλήθεια, πως “η συμπεριφορά σου απέναντι στον άλλο οφείλει, να είναι η ίδια με εκείνη που απαιτείς από εκείνον για σένα”.
Υψηλές, αλλά τόσο απλές Αλήθεια! Επειδή, ακριβώς η Φύση δεν είναι ούτε πομπώδης, ούτε υπερφίαλη, ούτε αμετροεπής .Και πολλώ μάλλον, είναι αφιλοκερδής και απλόχερη . Και ακόμα περισσότερο, έμπλεη σοφίας.