“Το ΚΚΕ καταδικάζει τη νέα αυτή μεθόδευση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους που χρησιμοποιούν το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος ως πρόσχημα για να εντείνουν την επιθετικότητά τους στην περιοχή, να ενισχύσουν τον πολιτικό-στρατιωτικό ρόλο τους, να ανασυνθέσουν προς όφελός τους τις πολιτικές ισορροπίες στην περιοχή, να κερδίσουν έδαφος σε βάρος των ανταγωνιστών τους”, επισημαίνει η ανακοίνωση του κόμματος…”
Όσοι φίλοι παρακολουθείτε ανελλιπώς τα θέματά μας, όταν θα περατώσετε την ανάγνωση του παρόντος, θα διαπιστώσετε πως στη γραφή υπολανθάνει ένας αδιόρατος δια γυμνού οφθαλμού πανικός, μια υφέρπουσα στον ψυχισμό του γράφοντος φοβία. Η αιτία της διασάλευσης της ψυχολογικής μου ισορροπίας , φαίνεται να οφείλεται στο χτεσινοβραδινό εφιάλτη,υπό την επήρεια του οποίου βρίσκομαι ακόμα και τούτη την ώρα .Να σας διηγηθώ τον εφιάλτη:
΄Ημουνα λέει Ρώσσος, νεαρός μπολσεβίκος και επαναστάτης στη μεγάλη κομμουνιστική επανάσταση του ’17 .Μετά, έπαιζε ο εφιάλτης,λόγω ανδραγαθίας και…θρησκευτικής προσήλωσης στο κόμμα,ανήλθα τα σκαλοπάτια της κομματικής ιεραρχίας και έγινα επιθεωρητής του πλάνου δουλειάς στο εργοστάσιο τσιμέντου ,που απασχολούσε περισσότερους από 1000 περήφανους εργάτες-οικοδόμους του μεγάλου οράματος. ΄Ολα μαζί τα συντρόφια τις ιστορικές εκείνες ημέρες, παλεύαμε με θεούς και δαίμονες να στεριώσουμε την επανάσταση και να την εξάγουμε στα πέρατα της οικουμένης,όπου οι κολασμένοι της γης αγωνίζονταν για τις υπέρτατες αξίες του σοσιαλισμού.
Στο μεταξύ,έδειχνε η συνέχεια του ονείρου, που κατάληξε εφιάλτης ,ήμουνα παντρεμένος με τη συντρόφισα Νάταλι, κι αυτή μπολσεβίκα και καταξιωμένο μέλος του κόμματος. Είχαμε κάνει και τρία παιδιά,ένα εκ των οποίων έφερε το ένδοξο όνομα του αρχηγού, του πατερούλη Στάλιν.
Περνούσε ο καιρός και όλα έβαιναν ωραία και αγωνιστικά στη απέραντη χώρα μας.Το όραμα του κομμουνισμού είχε γίνει πια καθημερινή πράξη και εμπειρία σε πείσμα των κασσανδρισμών του παγκόσμιου καπιταλισμού,της ζηλοφθονίας των εχθρών του Σοβιετικού έθνους και της απληστίας-φιλοδοξίας μερικών πρώην συντρόφων, προδοτών της μεγάλης ιδέας,που πέρασαν στο στρατόπεδο της αντίδρασης.
΄Ηταν τότε, παρακολουθούσα στην οθόνη του ονείρου,που ένας σύντροφος αγαπητός και φίλος , με ενημέρωσε εμπιστευτικά και με πόνο ψυχής πως η καλή μου σύζυγος Νάταλι τα είχε φτιάξει και “τραβιόταν” από καιρό με έναν ανώτερο αξιωματικό του στρατού, παρασημοφορημένο ήρωα στη μεγάλη μάχη του Στάλιγκραντ και τώρα “παρακοιμώμενο” του Στάλιν.
΄Επαθα, έδειχνε ο εφιάλτης. Δεν πίστευα ποτέ πως το κοριτσόπουλο με τα μεταξένια μαλλιά και εκείνες τις απέραντες θάλλασες των ματιών ,που ορκιζόταν στον πατερούλη της Σοβιετικής ένωσης αιώνια πίστη και αφοσίωση σε μένα το σύντροφο, και αγαπημένο ,θα με απατούσε τόσο κυνικά με ένα συναγωνιστή, που παλεύαμε μαζί να φέρουμε στον κόσμο την ελπίδα και προπαντός τη δικαιοσύνη και την ειρήνη. Ως έντιμος και ειλικρινής κομμουνιστής και σύζυγος,την ίδια κιόλας ημέρα που πληροφορήθηκα το μυστικό, κάλεσα τη Νάταλι να συζητήσουμε και να ακούσω από τα δικά της χείλη την αλήθεια.Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται.Αλλά,ούτε είπε κάτι,έστω να δώσει μια εξήγηση,να ζητήσει μια συγγνώμη. Βουβοί και αμίλητοι συνεχίζαμε επί μέρες να ζούμε υπό την ίδια στέγη,περιμένοντας πότε θα έλυνε τη σιωπή της και θα μου έλεγε όλη την αλήθεια.
΄Ενα σούρουπο,που είμασστε η οικογένεια μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι, χτύπησε η πόρτα και δυο σύντροφοι της μυστικής αστυνομίας,ζήτησαν να τους ακολουθήσω στα κεντρικά γραφεία. Προσπάθησα να αντιδράσω,να διαμαρτυρηθώ.Γύρισα να κοιτάξω τη γυναίκα μου,σαν να ζητήσω βοήθεια,μα συνάντησα ένα παγωμένο βλέμμα και ένα υποχθόνιο, ειρωνικό χαμόγελο.
Ο εφιάλτης ο μεγάλος στον εφιάλτη μου, αρχίζει από την ώρα που με έφεραν μπροστά σε ένα βλοσυρό τύπο “μυστικό”, για να με ανακρίνει . Ο ένστολος ούτε λίγο ούτε πολύ, με κατηγόρησε ως προδότη του κόμματος και συνεργάτη των λακέδων του καπιταλισμού. Προσπάθησα κάτι να ψελλίσω,να διαμαρτυρηθώ …εγώ που έδωσα τη ζωή μου για το κόμμα,τι είναι αυτά που λέτε…αλλά δε με άφησαν.Με έσειραν στο πάτωμα , με κατέβασαν σε μια υπόγα και με πέταξαν σαν σακί σε μια σκοτεινή γωνιά μέσα στο απέραντο ψύχος. Έμεινα εκεί ξεπαγιασμένος όλη την υπόλοιπη νύχτα,
Το ξημέρωμα ήρθαν και με πήρανε σιδηροδέσμιο. Θα με πήγαιναν, είπαν, να δικαστώ για τα εγκλήματά μου και να αποφασίσει το λαϊκό δικαστήριο για την τύχη μου.Με οδήγησαν σε μια μεγάλη αίθουσα με εκατοντάδες άδεια καθίσματα και μια ψηλή εξέδρα στον τοίχο, κάτι σαν “έδρα” δικαστών. Μέσα στην απέραντη αίθουσα νεκρική σιγή.Είμαστε μόνο εγώ και οι τρεις δεσμοφύλακές μου.Κανείς άλλος.
Λίγα λεπτά μετά, στη σκηνή του εφιάλτη, ανοίγει η πόρτα στην άκρη της αίθουσας και πέντε-έξη άνθρωποι,τυλιγμένοι λέει σε μαύρα σάβανα,κάτι σαν ράσα παπάδων, μπαίνουν και με βήμα παρέλασης κατευθύνονται προς την έδρα. Ανεβαίνουν,τραβούν με δύναμη τις καρέκλες και κάθονται. Δευτερόλεπτα μετά, σηκώνουν τα κεφάλια τους και με καρφώνουν ίσια στα μάτια.Τα πρόσωπά τους κέρινα,τα κεφάλια τους σαν κρανία,οι κόχες των ματιών τους άδειες.
Και εκεί είναι που πρέπει, περιγράφει ο εφιάλτης, να έπαθα κάτι σαν εγκεφαλικό. ΄Ηταν, όταν σε μια περιστροφή της μνήμης περί τον εαυτό της,σκάει μια βόμβα στα έγκατα μέσα και ο εγκέφαλος καταφέρνει να αποκωδικοποιήσει και μάλιστα ξάστερα τις μορφές των δικαστών,που κάθονταν σαν βρυκόλακες τα έδρανα: Αλέκα Παπαρρήγα,πρόεδρος με πληροφορούσε το αρχείο του μυαλού μου και δίπλα Χαλβατζής, Σμα..δεν πρόφτασα να αποκρυπτογραφήσω τις άλλες μούμιες. Η τελευταία σκηνή που συγκράτησα ήταν εκείνη η εικόνα πάνω από τους δικαστές.΄Ενα μεγάλο σφυροδρέπανο,που στεφάνωνε τα κόκκινα γράμματα ΚΚΕ.
Κάθιδρως, με τα πόδια κομμένα,με την καρδιά να μετράει 200 χτύπους το λεφτό,πετάχτηκα από το κρεβάτι και μόλις που πρόφτασα να φτάσω στο μπάνιο και για ώρα να ξερνάω τα σωθικά μου στη βρώμικη λεκάνη.
Υστερόγραφη σημείωση: Το ΚΚΕ,ουδέποτε καταδίκασε τα φοβερά εγκλήματα του σταλινισμού. Στο τελευταίο,μάλιστα, συνέδριό τους, οι ΄Ελληνες “κομμουνιστές” εξήραν την αποφασιστική συμβολή του παρανοϊκού δικτάτορα Στάλιν στην εγκαθίδρυση και επικράτηση του σοβιετικού μοντέλου εξουσίας και την έκριναν ιστορικά απαραίτητη.