Διαβάζω όσα είπε η κυβερνητική εκπρόσωπος και αναγκάζομαι να συμφωνήσω. Ξέρω ,βέβαια, πως και τούτη δε διαφέρει από τους λοιπούς πολιτικάντηδες, αλλά “έτερον εκάτερον”. Είναι αλήθεια αυτά που λέει.
Σκέφτομαι μελαγχολικά τί μέλλει γενέσθαι έτσι και γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση. Σε 2 μήνες μέσα από την ημέρα που θα ορκιστεί και θα αναλάβει “έργο” η νέα κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου ,είναι σίγουρο πως θα συμβεί τούτο.
Θα είναι ημέρα Παρασκευή. Οι συντάξεις ήταν να μπουν στους λογαριασμούς των δικαιούχων σε ημερομηνία που έπεφτε Κυριακή, οπότε θα ήταν διαθέσιμες στα ΑΤΜ από Παρασκευή απόγευμα. Ο θείος μου ο Πανουργιάς (έτσι ήτανε το αντάρτικο όνομά του και έτσι του έμεινε και τον φωνάζουμε ακόμα) ,θα πήγαινε,όπως κάνει πάντα, από τους πρώτους στο μηχάνημα της Εθνικής να βγάλει τα “όβολα” (΄Οχι τίποτα σπουδαία σύνταξη, δηλαδή, ψιχία. 550 ευρώ παίρνει, μετά από 40 χρόνια χειρωνακτικής, δουλειάς).
Και είναι τότε που ο παλιός αντάρτης, ο χαμάλης 40 χρόνια στου Λαναρά, που έθαψε 2 παιδιά και γυναίκα και σήμερα μένει έρμος και μοναχός στο ίδιο πλινθόκτιστο ισόγειο (μια ζωή τον θυμάμαι να λέει πως “όταν φιάξουνε τα οικονομικά των παιδιών θα…βάλουν και πάνω όροφο”,τελικά δεν προλάβανε τα παιδιά), δε θα ακούσει τη συγκεkριμέμη Παρασκευή εκείνο το παρηγορητικό-ανακουφιστικό θρόισμα που κάνουν τα 11 πενηντά-ευρα,όταν τα “κλωσσάει” η μηχανή του ΑΤΜ, για να τα πετάξει στη σχισμή και αμέσως μετά να αναπαυτούν στα τρεμάμενα χέρια του και ευλαβικά να τοπθετηθούν στην “πορτοφόλα” (τί ειρωνεία!), που τη θυμάμαι ίδια από παιδί.
Φαντάζομαι τη σκηνή ,σαν να είμαι μπροστά και να την απαθανατίζω σε κάμερα. Ο παλιός “βαμμένος” κομμουνιστής (σήμερα “αναθεωρητής”, με πολύ “νερό στο κρασί” του), που είναι στο “τσάκα” να ψηφίσει τούτη τη φορά Τσίπρα (“μπας και κάνει κι αυτό το κωλόπαιδο τίποτα”, όπως μου εκμυστηρεύτηκε τις προάλλες που πήγα να τον δω στο Περιστέρι), θα σωριαστεί στο πεζούλι μπροστά από την τράπεζα,θα βγάλει να ανάψει με το τσακμάκι και γρήγορες κινήσεις απόγνωσης εκείνο το “αιώνιο” μισάδι του, θα ρουφήξει βαθιά τον σέρτικο καπνό και θα μοιρολογήσει (έτσι ξεσπάει πάντα και κλαίει, όταν είναι σε απόγνωση) με στίχους από τη “Ρωμιοσύνη” του Ρίτσου. Ξέρει απ΄έξω όλο το έργο:
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Μετά θα σύρει αργά τα γέρικα βήματά του στο ισόγειο της Καποδιστρίου και θα πέσει νωρίς στο κρεβάτι, “να μην καίω ρεύμα και για να έχω ΠΟΛΥ χρόνο να βλέπω όνειρα ,που τα δουλεύω ο ίδιος”,όπως λέει.