“Λίγα λόγια για το χωριό
Χτες βράδυ, νύχτα Αποκριάς ,καθόμουν και συλλογιόμουν πάλι κάτι παλιές ιστορίες από “εκείνα τα χρόνια”, που είμαστε παιδιά και ξεκουράστηκε η ψυχή και το μυαλό μου εδώ στην ξενιτιά που …κατοικοεδρεύω τα τελευταία χρόνια. Μια τέτοια ιστορία, που ζωντάνεψε στο μυαλό μου, είπα να τη μοιραστώ μαζί σας. Γιατί, ποιοι άλλοι θα την ένιωθαν καλύτερα από σας που γεννηθήκαμε και περάσαμε τα μικράτα μας σ΄αυτά τα ευλογημένα (ας ήταν κι άγονα) χώματα;
Που λέτε, εκεί μέσα, δεκαετία του ΄60, Απόκριες σαν χτες, μεσημέρι. “Αποκρεύαμε” όλοι μαζί με τους Μαλλιέους στα Αδαμέικα. Το τραπέζι, τέτοια μέρα στρωμένο με φαγιά “πλούσια τα ελέη”. Αλλά, το φαϊ που το “καλούσε η ημέρα”, ήταν κόκορας κοκκινιστός με μακαρόνια ή χυλοπίτες. Και βέβαια, κρασί κοκκινέλι από το “Ραχούλι” να ρέει άφθονο από τη βαγενίτσα ,μια σφέλα τυρί μυρωδάτη, βγαλμένη με την άλμη της από το βαρέλι που είχε ανοιχτεί επί τούτου για την ημέρα, αυγά “ονοματισμένα” του καθενού, να “ψένονται” στη χόβολη και οποιανού το δικό του έσκαγε …ήταν γιατί “σκάσανε οι οχτροί” του, ψωμί ολόφρεσκο με επιμέλεια ζυμωμένο και φουρνισμένο την προηγούμενη στον ξυλόφουρνο σε μπακιρένιο ταψί.
“Λουκούλλειο γεύμα,” που όμως ,εκεί γύρω στις 2, έπρεπε να τελειώσει, να μαζευτεί το τραπέζι και να κλείσει το φαγοπότι με το σερβίρισμα μιας πεντανόστιμης “γαλόπιτας” ,γιατί ο μπάρμπα Γιάννης έπρεπε να φύγει. Τον καλούσε το… καθήκον. Και ποιο ήταν το ύψιστο καθήκον του βιολιτζή Γιάννη Αδάμη; Μα, να διασκεδάσει το χωριό φυσικά, που τέτοια χρονιάρα μέρα ήταν όλοι μαζεμένοι στο προαύλιο της εκκλησιάς και περίμεναν πώς και πώς να έρθουν τα όργανα.
Πρώτα, “έσκαγε μύτη” στην εκκλησιά ο “ έτερος Καπαδόκης”- καλλιτέχνης ,ο μπάρμπα Σπύρος Τσιγουρής, ντυμένος “στην τρίχα” και με σήμα κατατεθέν στην εμφάνιση ένα λουλούδι στο πέτο και κάτι φανταχτερές, πολύχρωμες τιράντες, που ακόμα και τώρα ,αν πω αυτή τη λέξη, συνειρμικά θυμάμαι μπάρμπα Σπύρο και αντίστροφα. Ο πατέρας μου ερχόταν πάντα αργοπορημένος (παντού πήγαινε τελευταίος ο ευλογημένος ,σκόπιμα ή από συνήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα. Ακόμα και στη λειτουργία, στη “σχόλαση” πήγαινε κι ας ήταν και ψάλτης! (Το μόνιμο παράπονο της μάνας μου της Γιώτας, όταν “πιάνανε μάγγανα” ,που αντίθετα από τον άντρα της, εκείνη ήταν “αντρογυναίκα”, και “έτρωγε τα βύσαλα” . “Αργοκίνητο καράβι” ,τον έλεγε τον καψερό. Ας είναι).
Με το Σπύρο Τσιγουρή, χρόνια οι δυο οργανοπαίχτες μαζί. Παίζανε από αμούστακα παιδιά ακόμα, λέγανε οι ίδιοι , σε πανηγύρια, αρραβώνες, γάμους.(Ο Σίμωνας Καράς τους έχει “αποθησαυρίσει” σε δίσκο του με δυο τραγούδια τους πάλι μαζί). Δε γινότανε χαρά και γλεντοκόπι στα χωριά της περιοχής , χωρίς τις δοξαριές του Γιάννη Αδάμη και το γλυκόλαλο σαντούρι ή (ανάλογα την ανάγκη της κομπανίας) το λαγούτο του Σπύρου Τσιγουρή. ΄Ηταν επαγγελματίες οι άνθρωποι, δεν ήταν τίποτα ευκαιριακοί οργανοπαίχτες που γρατζουνάγανε ερασιτεχνικά κανένα…μαντολίνο, έτσι για να λένε πως παίζουν. Εμείς, ως οικογένεια, απ΄ αυτό το βιολί του πατέρα μου ζήσαμε, από τους γάμους και τα πανηγύρια «φάγαμε ψωμί”. Να λέμε τα πράγματα, όπως είναι.
Το μισό χρόνο ,δεν τον βλέπαμε στο σπίτι τον πατέρα μου. Από 21 Μάη, Αγίου Κωνσταντίνου, ως 26 Οκτώβρη , Αγίου Δημητρίου ,έπαιρνε ο “μαύρος” σβάρνα τα πανηγύρια στα χωριά Ηλείας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας, με την κομπανία του, που επί συναπτά χρόνια τη συγκροτούσαν τα ίδια πρόσωπα: Μπάρμπα Μήτσος Αλεξανδρής από τη Ζούρτσα κλαρίνο, Αριστείδης (Αρεστείρης) Παναγούλιας από τη Βερβίτσα κιθάρα και Σπύρος Τσιγουρής, σαντούρι ή λαούτο, όπως είπαμε.
Παλιότερα, την κομπανία συμπλήρωνε και ο Γιάννης ο Βερβιτσόγιαννης-Γερόσταθος ,κιθάρα-λαούτο και σαντούρι (πατέρας της Ντέλας του Θεοχάρη, ξαδέλφη του πατέρα μου). Αλλά πέθανε νωρίς, έπαθε “συφόρηση” πάνω στη δουλειά, που παίζανε σε ένα γάμο στη Βερβίτσα. Αργότερα, αποχώρησε και ο Σπύρος Τσιγουρής, γιατί ασχολήθηκε με “μπίζνες” στην Αντρίτσαινα, είχε ανοίξει εστιατόριο (ξενοδοχείο στην τοπική γλώσσα) και δεν πολυπήγαινε μετά να παίξει σε δουλειές.
Στην αρχή, που δεν είχαν “μηχανήματα” (μικροφωνικά), τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους τους οργανοπαίχτες της κομπανίας, αλλά πιότερο για τον πατέρα μου ,γιατί έπρεπε να βγάλει 2 και καμιά φορά 3 μέρες γάμο ή πανηγύρι, χωρίς κάψα στο βιολί και χωρίς μικρόφωνο!(΄Ηταν και ο τραγουδιστής της κομπανίας). Πού να ακουστούν φωνή και “τέλια” βιολιού μέσα στη φασαρία και την οχλαγωγή των μεθυσμένων γλεντοκόπων που βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι; Αργότερα, όμως, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, αγοράσανε και “μηχανήματα” ,οπότε η δουλειά “αλάφρυνε”, έγινε και πιο ξεκούραστη και πιο αποδοτική οικονομικά.
Οι οργανοπαίχτες τα χρόνια εκείνα βγάζανε “καλά” λεφτά, αν ήταν σωστοί επαγγελματίες και τους έπαιρναν στους γάμους ή τους προτιμούσε ο κόσμος να χορέψει στην κομπανία τους στα πανηγύρια . Γιατί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Σε κάθε πανηγύρι μπορεί να μαζεύονταν πολλά “όργανα”. Στο “Σεπετώ” για παράδειγμα (μεγάλο πανηγύρι στου Ζάχα-Ρογκοζιό, 23 Αυγούστου), κατέφθαναν οργανοπαίχτες κι από τον Πύργο κι από τη Ζαχάρω και μάλιστα με μικροφωνικές και παρδαλές χορεύτριες. Πού να παραβγούν οι άλλοι χωρίς μηχανήματα και “γυναίκα”. Μόλις τα πήραν, όμως τα “μικρόφωνα” , “σαρώσανε” στα πανηγύρια οι δικοί μου. Μόνο ένα βιολιτζή, ονόματι Παρασκευά, “υπολόγιζε” για σοβαρό ανταγωνιστή ο μπάρμπα Γιάννης . Δεν ξέρω περισσότερα γι΄αυτόν, μάλλον ήταν από τη Ζαχάρω, και έπαιζε καλό, γλυκό βιολί, όπως άκουγα να το παραδέχεται και ο ίδιος ο πατέρας μου.
Να κλείσουμε την παρένθεση και να επιστρέψουμε σ΄ αυτή την Κυριακή της Αποκριάς στο προαύλιο της εκκλησίας, που λέγαμε.
Μόλις ,λοιπόν, έσκασε μύτη ο μπάρμπα Σπύρος έρχεται και ο μπάρμπα Γιάννης από πίσω .Τα όργανα, φυσικά, δεν τα κουβαλάγανε μαζί τους, τα φέρνανε μετά κι αφού πρώτα βγάζανε την πίστη στον κόσμο, που περίμενε ανυπόμονα να αρχίσει το γλέντι. (Είναι κι αυτό, όπως και το αργό κούρντισμα, μέσα στα κόλπα των οργανοπαιχτών για να “φτιάχνονται” καλύτερα οι γλεντζέδες και έτσι , “ξαναμμένοι” όπως είναι, να κάνουνε μετά παραγγελιές τη μια μετά την άλλη και να πετάνε τη “χαρτούρα” στα όργανα.
Αλλά, δεν ήταν “αρπακτικά”, όπως καταντήσανε αργότερα οι “σκυλάδες” στα πανηγύρια και στις πίστες. ΄Αμα ήτανε κανείς χορευτής μεθυσμένος και πέταγε τα λεφτά αβέρτα, χωρίς συναίσθηση, στέλνανε κρυφά από την κομπανία και “ειδοποιάγανε” δικό του άνθρωπο, να ρθει να τον μαζέψει, μεθυσμένος που ήτανε. Είχαν τσίπα, δε βγάζανε από τη “μύγα ξίγκι”)
.΄Αντε, πάλι η παρένθεση. Πάμε πίσω στην εκκλησία της Γέννησης της Θεοτόκου, ανήμερα σαν χτες.
Φίσκα το προαύλιο . Κανείς δεν έλειπε . Πρώτοι και καλύτεροι οι μασκαράδες. Ντυμένοι γέροι, γριές, νύφες, γαμπροί και όλοι με ένα ξύλο στο χέρι, που είχε στην άκρη μια κάλτσα γιομάτη στάχτη. Αν ήσουν αναιδής και πλησίαζες πολύ για να αναγνωρίσεις “ποιος είναι ο μασκαράς”, παφ, σου ρίχνανε μια με τη κάλτσα στη μούρη και στραβωνόσουν στο λεφτό από τη στάχτη. Ο Γιώργης Κουκουζής ,γλεντζές και χορευταρά πρώτος, δίπλα στους οργανοπαίχτες, να τους τσιγκλάει, να τους πιλατεύει από ώρα,
-Τραβάτε ,ρε, πανάθεμα το κεφάλι σας ,φέρτε τα όργανα…. Αγρίευε κιόλας, γύριζε το μάτι του
-Ρε, Γιάννη Αδάμη, γαμώ το ξεσταύρι μου, θα πάτε ή θα σας βουτήξω και τους δυο να σας ρίξω στο Σταμνάκι, τέτοιοι άχρηστοι που είσαστε..;.
Και να ξεκαρδίζονται οι άλλοι που δεν κρατιότανε ο μπάρμπα Γιώργης και να συγκατανεύουν, θυμωμένοι οι περισσότεροι, ειδικά οι χορευταράδες, όπως (εκτός από το Γιώργη Κουκουζή) ,ο Νίκο Μαντίνης (Ρηγόπουλος), η Αντωνίτσα του Σταϊκούρα, η Αστριανή του Παναγιωταρά (Αυστριανή) και φυσικά η… μάνα μου, η Γιωτάρα. (Οι πιο πολλοί απ΄αυτούς, ήταν και οι μασκαράδες αυτής της Αποκριάς που διηγούμαστε ).
Με τα πολλά, όταν έβλεπε πια το…καλλιτεχνικό δίδυμο πως έχανε ο κόσμος την υπομονή του, αποφασίζανε να φέρουν τα όργανα. Και τσουπ, μου “πάταγε το μάτι” εμένα ο μπάρμπα Γιάννης. “Βουή” εγώ στο σπίτι, έπαιρνα τη θήκη με το βιολί και “μέχρι να φτύσεις” , του το έφερνα και του το παράδινα, το απόθαγα με…δέος στο “τουράκι” που είχανε πάρει θέση οι οργανοπαίχτες.
Μια στιγμή, εκεί που κουρδίζανε και ετοιμάζονταν να αρχίσουν να παίζουν, από την πόρτα που είναι στο καμπαναριό ,κοιτάει ο κόσμος , μπήκανε δυο Αντριτσάνοι μέσα. Ο ένας ήτανε ο Αλέξης ο Χειμώνας ,που είχε το ταξί στην Αντρίτσαινα.
Πλησιάσανε, είπανε τα “χρόνια πολλά” ,
-Τι φτιάνετε ρε, Μανιαούρια, Κατσικονούρηδες…(έτσι μας λέγανε τους Κουφοπλαίους, γιατί έχουμε και μανιάτικο αίμα, εκτός των άλλων, θα τα πούμε κι αυτά κάποια φορά) κι αφού αποσώσανε τις χαιρετούρες, πάει ο μπάρμπα Αλέξης στ΄αυτί του πατέρα μου και κάτι του έλεγε. Εκείνος, σαν να του ήρθε ταμπλάς, τον καταλάβαινα εγώ καλύτερα απ΄όλους, τον τάραξε με αυτό το μαντάτο. Σκύβει κι ο πατέρας μου με τη σειρά του στ΄αυτί του μπάρμπα Σπύρου και “ψου-ψου-ψου…”, πάρτον κάτω και τον …άλλο οργανοπαίχτη ,έμεινε με το στόμα ανοιχτό και τούτος.
Ο κόσμος έβλεπε τη σκηνή, ψυλλιάστηκαν όλοι πως κάτι περίεργο συμβαίνει και περιμένανε εξηγήσεις. Αλλά, κανείς από τους δύο δεν έλεγε λέξη.
-Τί τρέχει ,Γιάννη Αδάμη, του κάνει ο μπάρμπα Μήτσος ο Χρόνης (Χρονόπουλος), που ήταν θαρρώ και πρόεδρος εκείνη την εποχή.
-Για δε λέτε τι συμβαίνει, τι θέλουν ετούτοι, τι σας είπαν;
Τα μασάγανε οι οργανοπαίχτες, δε λέγανε καθαρά. Αλλά, ούτε και συνεχίζανε να κουρδίζουν τα όργανα, τα κλείσανε μάλιστα και σηκωθήκανε, τάχα, να πάνε στον πάγκο του μπάρμπα Λάμπη του Κουτσολάμπη, που είχε απλωμένα τα παστέλια και τις χρωματιστές καραμέλες (δικιάς του παραγωγής όλα), να γυρίσουν, τάχα μου, την “τύχη” με τα “πάρε καραμέλα, πάρε πέντε λουκούμια, με ένα φράγκο το γύρισμα».
Μια στιγμή, τα “παίρνει κρανίο” ο Νικόλας ο Μαντίνης (ήταν πολύ οξύθυμος, νεύριαζε με το τίποτα), αρπάζει την “τύχη” του μπάρμπα Λάμπη με τα λουκούμια και τα παστέλια και πατ την εκσφενδονίζει στον… ασφένταμο πάνω! Βουτάει και τον πατέρα μου από το γιακά, άφριζε:
-΄Ηρθε ο Χειμώνας με το ταξί να σας πάρουνε κάτου να παίξετε, Γιάννη; Για το Γκρεκιώτη σας καλέσανε; Τί σας τάξανε ,ρε, κανένα πεντακοσιάρικο και πέσαν τα σάλια σας;.
Να ωρύεται, να έχει γίνει κατακόκκινος, εγκεφαλικό θα πάθαινε. Πέσανε πάνω κάτι άλλοι και τον κρατάγανε μην τα κάνει όλα λίμπα. Τίποτα εκείνος, να φουρκίζεται.
-Δε θα πάτε πουθενά, ρε, ή θα παίξτε εδώ στο χωριό σας ή τα σπάω τώρα τα όργανα, κανονίστε…Να, πάρτε ό,τι έχω στις τσέπες μου, δεν έχω άλλα, τούτα είναι…αλλά από δω, δε φεύγετε, τα πόδια θα σας κόψω.
Και κάνει έτσι , ό,τι είχε πάνω του, ένα πενηντάρι χάρτινο, 2-3 κοσάρικα μεταλλικά, τάλιρα, δίφραγκα, πενηνταράκια, γύρισε ανάποδα την τσέπη του και τα πέταξε όλα πάνω στη θήκη του βιολιού! Ζυγώσανε και οι πιο ψύχραιμοι, τον τραβήξανε πιο πέρα
-΄Ακου να σου πω Νικόλα, τον μάλωσε ο μπάρμπα Νικολάκης της θειας Ζωίτσας
-Επαγγελματίες είναι οι ανθρώποι, άμα τους δώκανε καλά λεφτά να πάνε κάτου να παίξουνε θα πάνε, αυτή είναι η δουλειά τους Δεν πα να λες εσύ…Αποκοπή τους πήρες με τα πέντε τάλιρα που πέταξες;
Μ΄αυτά και με τ΄ άλλα, ησύχασε ο Νικόλας (ήταν “ωριάρης”,αλλά πονόψυχος και “έξω καρδιά”). Ο κόσμος είχε “παγώσει”, όμως ,με τούτο τον ξαφνικό καυγά. Κι εκεί που ήταν λιγωμένοι οι μασκαράδες να χορέψουνε, ούτε τροκάκια να κουνάνε, ούτε στάχτη να πετάνε στα μάτια, όλοι είχαν “κωλώσει” με την τροπή που πήρε το αποκριάτικο πανηγύρι. Κάποιοι μάλιστα που είχαν ξενερώσει εντελώς, αρχίσανε να φεύγουν .
Και ,ώ του θαύματος της…Παναγίας! Από το τσούρμο των μασκαράδων, ξεκόβει ένας “γέρος”, πλησιάζει το τουράκι που ήταν τα όργανα, παίρνει τη θήκη , την ανοίγει, βγάζει το βιολί, με μια κίνηση που δε χώραγε αντίρρηση , το “πετάει” στα χέρια του μπάρμπα Γιάννη και του …δίνει ψιθυριστά παραγγελιά να παίξει την “Αγιοθοδωρίτισα” , εδώ και τώρα, για να χορέψει. Αυτό ήταν! Χωρίς δεύτερη κουβέντα, βάζει το βιολί στο σαγόνι ο Γιάννη Αδάμης, τραβάει μια σαϊτιά , ρίχνει και ένα δυνατό, κατά… μήκος και πλάτος, του σαντουριού ο Σπύρος ο Τσιγουρής και αρχινάει το γλέντι τρικούβερτο.
Δέκα-δεκαπέντε μασκαράδες στη σειρά να χορεύουν, να κάνουν σκέρτσα ,πηδήματα ,φοβιστικές -διονυσιακές κινήσεις. Μπροστά χόρευε ο “γέρος”, που είπαμε, να κουδουνάει την τεράστια κουδούνα του Αντώνη του Ντουρούμη, να βαράει κάτω στη γης με δύναμη το πόδι στον τσίφτικο ρυθμό της “Αγιοθοδωρίτισας”, που παίζανε τα όργανα και την τραγούδαγε με όρεξη και μοναδικά τσακίσματα στη φωνή ο μπάρμπα Γιάννης.
Μπορεί το θάμα εκείνη την Κυριακή της Αποκριάς, να… περιφρονήσουν οι οργανοπαίχτες ολόκληρο “πεντακοσιάρικο” και να πάει χαμένο (δεκαετία ΄60 λέμε, είχε αξία το χρήμα τότε), να μην το έκανε η Παναγία. Τό κανε ,όμως , η…Παναγιώτα η μάνα μου, χορευταρού πρώτη και “ηγερία” του Γιάννη Αδάμη!
Είχανε παρθεί με αγάπη, “εκείνα τα χρόνια” που ήταν απαγορευμένοι οι έρωτες. Οι Μαλλιέοι, η οικογένεια της μάνας μου ,που ήταν “νοικοκυραίοι”, δεν τον θέλανε για γαμπρό το “βιολιτζή” . Τον θεωρούσαν …παρακατιανό. Η Βένη, μάλιστα, η αδελφή της μάνας μου, ούτε στο γάμο τους δεν πήγε!
Και ένα περίεργο πράγμα. Εγώ, που ορκίζομαι ότι τέτοιο πράμα (έρωτας) δεν κρατάει, σας λέω ,επί “λόγου τιμής” ,πως ο δικός τους κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Πόναγε βαθιά ο ένας τον άλλο. “Μιλούσαν” και καταλαβαινόντουσαν με τα μάτια. Αφουγκραζόταν ο ένας την ψυχή του άλλου. Και πέθαναν σχεδόν μαζί. ΄Εφυγε πρώτη η μάνα μου. Λίγο μετά, δεν άντεξε και ο μπάρμπα Γιάννης, πήγε να τη βρει στη “γειτονιά των αγγέλων”!
Σταματώ εδώ, γιατί βουρκώσανε
τα μάτια μου.
Να είστε όλοι καλά!