ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ   ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ; (2ο)

 

Η γνώμη, η άποψη  του ειδικού, του επαϊοντος,  λοιπόν, είναι    “ευαγγέλιο”  για το μη  έχοντα   το ίδιο γνωστικό  εξοπλισμό  και την εμπειρία επί ενός  συγκεκριμένου  πεδίου.  ΄Αρα,   η  αρμοδιότητα και η ευθύνη  του ειδικού ,όχι απλώς να εκφέρει, να διατυπώνει άποψη, αλλά να γίνεται και  υποχρεωτικά αποδεκτή από τους μη ειδικούς,  ιδιαίτερα σε ευαίσθητα ζητήματα, όπως αυτό της υγείας, είναι κυρίαρχος τόπος στην επιστήμη κι από τις αρχές και τη δεοντολογία που δεν επιδέχονται ανατροπή και αμφισβήτηση.

Συνήθως, εκείνος που αρνείται αυτή τη βασική αρχή της επιστήμης και αποφασίζει ο ίδιος να  υπο (αντι)καταστήσει  τον ειδήμονα, αποκαλείται δοκησίσοφος  (ξερόλας).  Και είναι από τους  χειρότερους και  πιο επικίνδυνους , αλλά  και από τους πλέον   ευεπίφορος  στη γελοιοποίηση,  χαρακτήρες  στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπως εύστοχα τον περιγράφει ο Ανδρέας  Λασκαράτος στο  “Ιδού ο ΄Ανθρωπος”:

Ο δοκησίσοφος

            Ο δοκησίσοφος έλαβε από τη φύση του το χάρισμα του να έχη μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του, δια τας γνώσεις του. Ο δε τοιούτος και ζη μεγάλος με τη φαντασία του, έως ότου η περίστασες του το επιτρέπουνε, έως ότου απαντήματα με ανυπομόνους δεν τον εχθέτουνε σε δυσάρεστα ξεγελάσματα.

            Καλά γεμάτος από την ιδέα του, και συνηθισμένος ακολούθως να μιλή ως από καθέδρας δια πράγματα που κάπως εννοεί, ξεθαρρεύει αγάλι΄ – γάλι, και απλώνεται να φλυαρή με τον ίδιον διδαχτικόν τρόπον και δια πράγματα εις τα οποία δεν έχει διόλου γνώριση.

            Ότι δε η μεγάλη ιδέα του εαυτού του φυσικώ τω λόγω τόνε φέρνει στη φλυαρία, ευκόλως ημπορεί να εννοηθή· επειδή, αφού έφθασε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι κάτοχος μιας σπανίας νοημοσύνης, μιας σωστότητος κρίσεως αλανθάστου, ενός πνεύματος οπού από λίγο εννοεί πολύ… από τότε δεν αμφιβάλλει πλέον ότι τον φθάνει ν΄ απαντήθηκε κάπου και να ομίλησε με τον Αραγγό, δια να μπορή να εξηγή τες περιοδείες των κομήτων· να εχαιρετήθηκε με τον Βίσμαρκ, δια να ημπορεί να αποφθέγγεται στα πολιτικά· να επισκέφθηκε το Παρίσι, δια να εξευγενίσθηκε· να είδε τη Σμύρνη, δια να γνωρίζη την Ασία· ότι έχει γνώσες ανώτερες από τους άλλους· ότι ακολούθως είναι άνθρωπος με βάρος· και έτσι, εκεί κοντά σοφός και αλάνθαστος να νομίζη ότι μπορεί να μιλή από καθέδρας δια κάθε πράγμα.

            Εις την διεξαγωγήν όμως της δοκησισοφίας του, απαντά κάθε τόσο χάσματα εις τα οποία και αυτή του η οίηση πρέπει να σταματήση. Φιλονεικώντας τότε με άλλους, και αντιπαθώντας να ομολογήση αμάθειαν, ριψοκινδυνεύει να περάση το χάσμα δια πηδήματος, εις το οποίον ενδέχεται και να πέση μέσα.

            — Ναι, κύριε Χ, αλλά σεις βέβαια θα γνωρίζετε με πόσην επιτυχίαν ο Dnieper καταπολεμεί αυτά τα οποία πρεσβεύετε.

            — Α, τον Dnieper εγώ τον εδιάβασα απ΄ αρχής έως τέλους· αλλά τα επιχειρήματά του είναι σαθρά.

            — Έχετε υπομονήν, κ. Χ, αλλά ο Dnieper δεν είναι συγγραφεύς. Είναι ποταμός εις την Ρωσίαν.

            Και ιδού ο δοκησίσοφος εις την ξυλόγατα!…

 

 

Να δούμε, τώρα,  αν μπορούμε   να επιβάλουμε την ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ.   ΄Εχουμε το  ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ , ως  “έχοντες και κατέχοντες” την αλήθεια εκ της γνώσεως,   όπως την ορίσαμε, να αναγκάζουμε τον άλλον να τη δεχτεί;  ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ   ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ;

Ναι, υπάρχει. Αν δεν γίνεται αποδεκτή η αλήθεια με τη διαδικασία  της πειθούς και ειδικά , όταν από την αποδοχή και την εφαρμογή των μηνυμάτων της εξαρτώνται  ζωές, τότε, ναι, επιβάλλεται και μάλιστα… δια ροπάλου η επικράτησή της.

΄Εστω κι αν αυτό, δε σημαίνει απαραίτητα  πως θα την αποδεχτεί ο δοκησίσοφος, ο ξερόλας, ο φανατικός ,ο ψεκασμένος, ΄Ετερον εκάτερον. Την  αλήθεια και οφείλουμε να τη στηρίζουμε, αλλά και υποχρέωσή μας είναι να τη διαδίδουμε και να απαιτούμε να τη σέβονται,  όσοι  συνειδητά ή ασυνείδητα υπηρετούν το ψεύδος.  Δεν εξαρτάται η αξία της από την αποδοχή της πλειοψηφικά.   Οι περισσότερες αλήθειες,  ανήκουν στις μειοψηφίες.  Ιστορικά, διαπιστωμένο.

Συνήθως, βέβαια, οι εξαρτημένοι χαρακτήρες από  παθογένειες  κάθε είδους, όσοι δεν ανάγουν τη συμπεριφορά τους σε κριτήριο ηθικής αποτίμησης της προσωπικότητάς τους, δε συμμορφώνονται. ΄Οσο κι αν οι ποινές είναι σκληρές, Το πάθος, το κουσούρι, η “ντόπα” κάθε είδους , είναι ανίκητα.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα το παρακάτω:

Στη Γηραιά Αλβιώνα ,  τις παλιές ημέρες,  κάποια περίοδο,   το σπορ της κλοπής πορτοφολιών στις μεγάλες πόλεις είχε γίνει αφόρητος μπελάς, τόσο για τις αρχές, όσο και για τους φιλήσυχους Εγγλέζους που δεν τολμούσαν πια  ούτε από τα σπίτια τους να ξεμυτίσουν . Σωρό οι κλοπές που καταγγέλλονταν και μεγάλα τα ποσά που αποκόμιζαν καθημερινά  οι πορτοφολάδες ,αφού μια εποχή , οι μισοί από εκείνους  που περπατούσαν στους δρόμους και τα πάρκα ήταν οι επιτήδειοι, που σου αρπάζαν το πουγκί “ώσπου  να  πεις κίμινο”.

Eίδαν κι απόειδαν ,αποφασίζει το γκουβέρνο  για  φόβο και σωφρονισμό,  να βγάλει ένα  νόμο που έλεγε πως  οι πρώτοι πέντε  κλέφτες που   θα συλλαμβάνονταν μετά την  ισχύ του νόμου, θα πήγαιναν  για εκτέλεση!  Κι έτσι έγινε. Την επομένη της ψήφισης του νόμου, όντως ,οι  πέντε πρώτοι  πορτοφαλάδες που πιάστηκαν,  αποφασίστηκε να οδηγηθούν  για εκτέλεση. Μάλιστα , οι αρχές είχαν  φροντίσει να βάλουν τελάληδες να ενημερώσουν για  την ώρα της…τελετής   και να προτρέπουν τον κόσμο να παραστεί.

Την καθορισμένη μέρα και ώρα,  πλήθος μέγα συνέρρευσε  στον τόπο της εκτέλεσης, η οποία μάλιστα έγινε με όλου τους τύπους και  υπερβολικά  θεαματική,  για να προξενήσει αποτροπιασμό και φόβο στους επίδοξους κλέφτες, αν αποφάσιζαν να το ξανακάνουν . Κι αφού όλα τελείωσαν   με όλους τους  τύπους της φρίκης, ο κόσμος άρχισε να διαλύεται.

Λίγη ώρα μετά, όμως, δεκάδες από τους  θεατές της , άρχισαν να προσέρχονται στα αστυνομικά τμήματα  και να καταγγέλουν την κλοπή του πορτοφολιού τους, ακριβώς την ώρα που γίνονταν   οι   εκτελέσεις των πέντε κλεφτών!  Ο νόμος, τελικά,  δε σωφρόνισε τους  δράστες,   παρ΄όλη την αυστηρότητά του και την ακριβή εφαρμογή του, της οποίας, μόλις λίγο πριν, είχαν   γίνει  μάρτυρες.

Ακόμα χειρότερο, όμως,  και από τη μη παραδοχή  μια αλήθειας, είναι η καιροσκοπική  απόκρυψή της ή η εμπόδιση της επικράτησής της. Συνήθως, οι εξουσίες  κρατούν  τα πρωτεία και στην απόκρυψη και στην επικράτησή της. Για παράδειγμα ,αν και οι φορείς των εξουσιών και τα ιερατεία δεν πιστεύουν στις θρησκείες, είναι οι ίδιοι, όμως,  που για ευνόητους  λόγους τη συντηρούν, την κατοχυρώνουν-προστατεύουν  με νόμους και επιδεικνύουν  υποκριτικό  σεβασμό στα διδάγματά τους.

Οι μάζες είναι πολύ πιο  εύκολο να ελέγχονται από τα διάφορα  εξουσιαστικά κέντρα, που  μάλιστα είναι ορατά και επίφοβα, όταν οι υπήκοοι-πιστοί   ορίζουν την πίστη τους  με παρανοϊκές έννοιες  σαν αυτή που αναφέρει  ο Παύλος:  “Πίστη είναι   να θεωρείς  την ελπίδα βεβαιότητα  και τα  φαντασιακά και ανυπόστατα πράγματα,  να τα θωρείς ως πραγματικά” ! Δεν υπάρχει πιο παρανοϊκή  διατύπωση!

Ακόμα πιο εγκληματική η φυλάκιση της  αλήθειας και η άρνηση ή η κωλυσιεργία στην εφαρμογή της ,είναι στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις για λόγους  δημαγωγίας και λαϊκισμού ή κέρδους και συμφερόντων , δεν επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνησή της, αλλά επιβάλουν το ψεύδος ή την παραποιούν και τη χαλκεύουν.  Παράδειγμα, το τεράστιο σήμερα πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής που ενώ είναι υπαρκτό  και εμπερικλείει   σύντομα  μη αναστρέψιμους  κινδύνους , ιδιαίτερα για τις γενιές που έρχονται, οι εξουσίες ή αρνούνται την ύπαρξή τους η τροχοπεδούν τα μέτρα με ευχολόγια και αποφυγή ανάληψης ουσιαστική δράσης για την εξάλειψη της επερχόμενης καταστροφής.

΄Ιδιας έκτασης έγκλημα, είναι και η άρνηση των περισσοτέρων κυβερνήσεων  σήμερα με την  έξαρση της πανδημίας του COVID 19 να επιβάλουν με νόμο την υποχρέωση  να εμβολιαστούν όλοι, όπως οι ειδικοί  γνωμάτευσαν και αποφάσισαν , με το κύρος  που τους εξουσιοδοτεί και εξασφαλίζει  η  εξειδίκευσής τους. Κι αυτό,  επειδή ,ακριβώς , η άρνησή τους δεν έχει να κάνει  με  ιδεασμούς ούτε με καταπάτηση  ατομικών  δικαιωμάτων,  αφού ο ανεμβολίαστος είναι μια απασφαλισμένη  βόμβα, που κυκλοφορεί δίπλα σε παιδιά.  Αλλά το πλέον  ανήθικο είναι πως οι κυβερνήσεις  δεν  αναγκάζουν με νόμο τους λογής ψεκασμένους  να συμμορφωθούν, ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ για …μια χούφτα ψήφων!

Οι άλλοι λόγοι ,συνταγματικοί και δικαιωμάτων που επικαλούνται  οι Μαυρογυαλούροι  της υφηλίου για να καλύψουν τη δημαγωγία τους,  είναι “άλλα λόγια να αγαπιόμαστε”. Απόδειξη το lockdown . Το επέβαλαν αντισυνταγματικά( κανονικό πραξικόπημα), όταν οι ίδιοι αρνούνταν από την αρχή να πάρουν τα μέτρα  εκείνα, που  θα απέτρεπαν  την εκτροπή της κατάστασης   και το χαρακτηρισμό   πλέον της πανδημίας  σε μάστιγα. Επέβαλαν   δικτατορική απαγόρευση της κυκλοφορίας  των  ατόμων, όταν, ούτε καν μάσκες δεν υπήρχαν επί μήνες, ούτε   έλεγχος στην είσοδο φορέων  με μέτρα ανίχνευσης και απαγόρευση  εισόδου. Σήμερα , οι περισσότερες ένοχες κυβερνήσεις το “παίζουν” ευαίσθητες  και μάλιστα στο δικαίωμα  να είσαι ψεκασμένος  και να περιφέρεσαι  σε δρόμους και πλατείες,  “τρομοκράτης αυτοκτονίας”  ζωσμένος το γιλέκο ανατίναξης.

Συμπεράσματα:

1. Ο ειδικός, ο ειδήμων, ο επαϊων, είναι ο μόνος αρμόδιος και  αναγκαίος να πιλοτάρει το σκάφος της ατομικής και της κοινωνικής μας ζωής σε όλα τα  ζητήματα  που τα άτομα  δεν έχουν τη γνώση, την ικανότητα, την εμπειρία, αλλά και την αρμοδιότητα  να τα αντιμετωπίσουν.

2.Αυτή  η πεποίθηση, απότοκο της ιστορικής εμπειρίας,  είναι πλέον στις σύγχρονες κοινωνίες κανόνας, Οι  ρόλοι στην κατανομή της γνώσης  και της ευθύνης είναι  θεσμικοί  και  δεν μπορούν  να αμφισβητηθούν ή να καταργηθούν.  Η αντιποίηση και η πλαστογράφησή τους   είναι έγκλημα.

3. Η ανεμπόδιστη  διάδοση της αλήθειας είναι υποχρέωση των ατόμων και της ίδια της Πολιτείας. Και, πέρα από την απόκρυψή της, η ενέχουσα  δόλο αμφισβήτησή της,   πολλώ  μάλλον,  όταν  απ΄αυτή προκύπτει ορατός  και άμεσος  κίνδυνος για την κοινωνική  υπόσταση και  τη διασφάλιση  των βασικών  δικαιωμάτων των μελών της, όπως  αυτό της  ζωής,  ,τότε η  επικράτησή της που δεν επιτυγχάνεται δια της ενημέρωσης και της πειθούς ,  πρέπει να είναι υποχρεωτική και  αναγκαστική.

Αρμόδια για τέτοιες εξελίξεις είναι    μόνο η  συντεταγμένη  Πολιτεία με τους θεσμούς  της . Και έχει κι από το  άγραφο (φυσικό) και το γραπτό (κοινωνικό)   δικαιικό σύστημα       το ηθικό δικαίωμα  και την υποχρέωση  να προχωράει, όταν απαιτείται,    σε τέτοιας μορφής επιβολή   υποχρεωτικότητας   και απαίτηση  συμπεριφοράς,  σύμφωνα με τους επιβαλλόμενους κανόνες.