Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ. ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

 

  (9 Σεπτέμβρη  του ΄22, έγινε η παράδοση της Σμύρνης στους Τούρκους. Μας πλάκωσε η πολιτική επικαιρότητα και δεν ανεβάσαμε ανήμερα το επετειακό κείμενο. Σήμερα που ησυχάσαμε το δημοσιεύουμε)

 

O παπούς ο Αρτέμης είναι πεθερός της Μαριλούς που έχει την ψαροταβέρνα στην Αρτάκη.  Νταρντανογέροντας  ,αιωνόβιος και με τα μυαλά τετρακόσια.  Πρόσφυγας από Μ.Ασία.

Βρεθήκαμε προχτές βράδυ πάλι εκεί,   παρέα διαλεκτή,     να φάμε φρέσκο, αλανάρικο ψάρι και  σαγανάκι κόκινο γαρίδα,  μαγειρεμένο από τα άξια χέρια της  στης νύφης του.

Τον ξέραμε κι από άλλες φορές το γέροντα.     Τούτο το βράδυ ήταν αλλιώτικος, πιο εύθυμος, άνετος , με όρεξη για κουβέντα.Ξέραμε πως θα βγάζαμε “λαβράκι” έτσι κι άρχιζε να μολογάει ιστορίες από τα παλιά. Πάντα  που φεύγαμε από την ταβέρνα ,  όλο και τρίβαμε τα μάτια μας, πέφταμε από έκπληξη σε απορία, έτσι, όπως  διηγιόταν τα παράξενα και τα πρωτάκουστα του κόσμου.

 Τον καλέσαμε ξανά  στο τραπέζι.   Μας χαιρέτισε με χειραψία δυνατή, αντρίκια,  απόθεσε σαν έφηβος  τα 100 του χρόνια στην καρέκλα , τσίμπησε  “μεζέ”, κατέβασε “άσπρο πάτο” το μπρούσκο κρασί από το κατρούτσο που μας έφερε ο νύφη του και:

 “Εγώ πρώτος το δοκιμάζω  το κρασί και δίνω διάτα άμα μ΄αρέσει , να το πάρουν για το μαγαζί. Την ταβέρνα την ανάστησα ο ίδιος  από το ΄50.  Αργότερα , είχα πελάτες τ΄ασκέρι,  τους Γάλλους μηχανικούς της ΠEΣΙΝΕ.  Ακόμα έρχονται τα καλοκαίρια  ,συνταξιούχοι πια με τα παιδιά και τα εγγόνια τους”.

  Μίλαγε  σταθερά, ξάστερα,  λές και ήταν παλικαράκι  και κούναγε  χέρια και κορμί και έλεγε αστεία και  γαργαλιστικές ιστορίες.  Και προγραμμάτιζε.

“Με το που θα κυλήσουν οι χυμοί, θα την κουρέψω τη μουριά…” ,μουρμούρισε κάποια στιγμή σα να μιλούσε στον εαυτό του.  Λογάριαζε λες και   είχε όλη  τη ζωή μπροστά του, σάμπως  όλα  να ήταν ίσωμα και ρόδινα.  Ο γέρο Αρτέμης,  το προσφυγάκι το ΄22 από τη Σμύρνη, που το φέραν παιδί και ρίζωσε από τότε στην άλλη άκρη της θάλασσας ,στην παραλία που οι ίδιοι οι γονέοι του την ονομάτισαν με το όνομα της χαμένης Αρτάκης.

-Για τη Μικρασία τί θα μας πεις”; Τον τσίγκλησε ο κολλητός μια στιγμή.
 -Σαν σήμερα παραδόθηκε στον Τούρκο  η Σμύρνη!

   Είχε τελειώσει   μια άλλη ιστορία για ψαρέματα  με δυναμίτες στα σκότη μέσα της θάλασσας.  Και μόλις άκουσε την ερώτηση, σαν να τον χτύπησε κεραυνός, σοβάρεψε,  μάζεψε  η όψη του τη θλίψη, φανερό πως τον κατάκλυσαν οι τραγικές μνήμες από τις χαμένες πατρίδες και το κακό που ξέσπασε. Κι άρχισε αργά, αλλά πάντα με σταθερή, ξάστερη φωνή, χωρίς ίχνος λυγμού ή παράπονου να διηγείται.

Τα είπε όλα, σοφά, συλλογιζόμουν μετά. Μετρημένα, αλογόκριτα,  στις σωστές τους διαστάσεις τα γεγονότα, χωρίς φανατισμούς και ξεσπάσματα. Δυο ώρες και βάλε μολόγαγε την ιστορία ζωντανή, βιωμένη, με το χρώμα που δίνουν στα ιστορικά δρώμενα, όσοι τα “ζωγραφίζουν”  από πρώτο χέρι .

 “…΄Ηρθαν οι δικοί μας, πήραν τη Μ.Ασία . Δεν τους έφτασε . ΄Ηθελαν να πάρουν την Τουρκιά ολόκληρη, να φτάσουν στην ΄Αγκυρα, στην “κόκινη μηλιά”. Κι  έγινε εκεί  ο τάφος τους. Αλλά,  μόλις ο Τούρκος  γονάτισε τον ελληνικό στρατό,   το βάλανε στα πόδια οι φαντάροι, τρέχανε  σαν τους λαγούς για να σωθούνε.  Κι εμάς μας παράτησαν   πίσω  στο έλεος του θεού και στο  σπαθί  του Κεμάλ. Μας παράτησε σου λέω ο στρατός,  το δικό μας αίμα, μόνους και αβοήθητος. Δε στο λέω εγώ.  Το ξεστόμισε παράπονο και κατάρα    ο ίδιος  ο  αρχιστράτηγος Χατζηανέστης  πριν τον εχτελέσουνε:
“Η μόνη μου εντροπή είναι ότι υπήρξα αρχιστράτηγος φυγάδων” Το είπε!

“Μας έκαψε παιδί μου ο Κεμάλ στη Σμύρνη. ΄Εβγαλε το άχτι του για όσα του κάνανε οι δικοί μας εκεί. Χαμός μέγας, συφορά, πανικός, καταστροφή. Και ο κόσμος, ανήμπορος και προδομένος, όπου φύγει-φύγει με τα σαπιοκάραβα, με καϊκια, με βάρκες, ακόμα και σε ξύλα πάνω είδα ανθρώπους να πλέουν στη θάλασσα. Παιδάκι εγώ, βλέπαμε φωτιές και καπνούς ,όσο έφτανε το μάτι. Ακόμα και όταν πια αργέψαμε στο πέλαγο,ο αγέρας έφερνε στη μύτη μας την καπνιά και την τσίκνα από τα καμμένα”.

΄Ηταν συνεπαρμένος τώρα, όχι όπως στην αρχή, ήρεμος και ασυγκίνητος . ΄Ηταν αλλόκοτος,  φανερά αλλού ταξιδεμένος. Είχε μεταμορφωθεί, γινόταν άυλος.  ΄Ανθρωπος δεν ήταν εκείνη την ώρα ο  παπούς Αρτέμης που ξετύλιγε , μπροστά μας με τρόπο  μοναδικό και απαράμιλλο  τη ματωμένη ιστορία της Μικρασιατικής καταστροφής.

 Είχε τα πάντα   κρατημένα στο μυαλό του  ο γέροντας. Σαν σε άφθαρτο και καλά φυλαγένο στικάκι με όλα τα αρχεία εκείνης της εποχής  σωσμένα. Αλήθειες ατόφιες, μοναδικές, ιστορικές, αναντικατάστατες. Κόντευε μεσάνυχτα κι εκείνος ακόμα θυμόταν, μολόγαγε με θέρμη, αλλά και με σπαραγμό τώρα. Οι πελάτες γύρω μας είχαν σιγά σιγά αρχίσει να αραιώνουν .Κάποια στιγμή ήρθε και η  Μαριλού στο τραπέζι μας.

-Πατέρα είναι αργά, να πας να ξαπλώσεις,τον μάλωσε. Να αφήσεις και τα “παιδιά” να φύγουν. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, έκανε μια γύρα τη ματιά στο μαγαζί, μας κοίταξε κι εμάς με εκείνο το υγρό ,καλοσυνάτο βλέμμα. Μετά απρόσμενα,με φωνή που έτρεμε,όχι από το χρόνο αλλά από τη συγκίνηση, πήρε αργόσυτα να τραγουδά το θρήνο της καταστροφής της χαμένης πατρίδας:

΄Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε και `γινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι

Κάηκε κι ένα σχολείο
που `ταν Παρθεναγωγείο
κάηκε και μια δασκάλα
που `ταν άσπρη σαν το γάλα

Κάηκε το Σταυροδρόμι
κι ο Μπουγιούκ – ντερές ακόμη
Σμύρνη φτωχομάνα Σμήρνη
που `ναι η ομορφιά σου εκείνη!

 

Τα μάτια του είχαν γίνει πια βρύσες,τρέχανε τα δάκρυα στο κλαρωτό τραπεζομάντηλο . Τον  έπιασε τρυφερά η Μαριλού, τον σήκωσε  με σέβας και αναγνώριση .   Δεν είχε κουράγιο να μας χαιρετίσει. Κούνησε μόνο το κεφάλι. Τον πήρε η νύφη του από το χέρι και κρατώντας τον προστατευτικά από τη μασχάλη τον ανέβασε επάνω να ξαπλώσει , να ηρεμήσει, να ξεχάσει, να τον βρει το καλό εκείνο το όνειρο. Να ζήσει πάλι σαν παιδί στα σοκάκια και τους ελληνικούς μαχαλάδες της Σμύρνης ,τότε που ακόμα η αφροσύνη των Ελλήνων και το άχτι του Κεμάλ δεν είχαν κάνει την ακμάζουσα πόλη της Ιωνίας  στάχτη.

-Τι λες,με κάνει ο κολλητός,  μόλις σηκωθήκαμε κι εμείς από το τραπέζι και φύγαμε. Πώς τα άκουσες όσα είπε ο  γερο-Αρτέμης; Δεν του απάντησα.

Τί να πεις, άλλωστε; Η ζωντανή Ιστορία μίλησε. Τα λόγια  περιττεύουν. Σκεφτόμουν μόνο   πόσο  καθερά, ξάστερα, χωρίς φανατισμούς και παραληρηματικά ξεσπάσμα κάτι Ελληναράδων, τα είπε ο γέροντας .

Ο Κεμάλ είναι αλήθεια. ΄Εκαψε τη Σμύρνη. ΄Εβγαλε το άχτι του και το γινάτι. Κι έδιωξε  πρόσφυγες   στη φτώχεια και τη  μιζέρια τους δικούς μας ,που ζούσαν αιώνες σε εκείνα τα χώματα. Η ιστορική αλήθεια είναι αυτή. Σκότωσε,  βίασε, κατάστρεψε,έκαψε ο Τούρκος τότε. ΄Οπως αντίστοιχα, τα ίδια είχε κάνει νωρίτερα ο ελληνικός στρατός, όταν κατάκτησε τη χώρα, ως τον Σαγγάριο. Δεν έκαναν γενοκτονία Ελλήνων , όμως ο Κεμάλ  τότε. Ούτε ο ελληνικός στρατός  γενοκτονία Τούρκων ,όπως επίσης κι οι άλλοι εθνικισταράδες από την άλλη μεριά,  παραληρούν,φευδόμενοι. 

Υπέγραψε ως μάρτυρας  ο γέρο Αρτέμης. Αυτόπτης μάρτυρας της ιστορικής αλήθειας. Κι άλλοι άλλοι, ζωντανές μαρτυρίες της τραγωδίας εκείνης.  Η Ιστορία δε γράφεται από πηγές, που διαμορφώνονται στα τυπογραφεία. Τη “συγγράφουν”, όπως την έζησαν, όσοι την αργάστηκαν στο πετσί τους. Πραγματική, ατόφια, απαραποίητη.   

 Θρηνεί και σήμερα το παραδοσιακό μοιρολόγι εκείνο το φοβερό “γιαγκίνι”, που ο γέροντας ξέθαψε από τα βάθη του χρόνου  και της μνήμης. Αν γινόταν γενοκτονία , ο στιχουργός πρόσφυγας θα μοιρολογούσε με τους στίχους του για το γιαγκίνι ,την πυρκαγιά στη Σμύρνη; Αστεία πράματα.

Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε και `γινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι

Πουθενά,ούτε ο γερο-Αρτέμης ούτε το μοιρολόγι μνημονεύουν  γενοκτονίες απο τη μια κια από την άλλη μεριά. Μόνο τα άρρωστα ,φανατισμένα, εθνικιστικά μυαλά των παρανοϊκών από τη μια κι από την άλλη μεριά του Αιγαίου διαστρεβλώνουν και παραχαράσσουν την ιστορία.

Ας μην αφήνουμε να σκοτίζεται ο νους μας. Η αστράτευτη  Ιστορία  είναι πιο δυνατή από τους ψεύτες και  όσους επιχειρούν να την κακοποιήσουν.