Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ ΣΤΗ ΛΑΜΙΑ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ,ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΕΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΑΜ

΄Οσο επικίνδυνοι είναι οι στρατευμένοι ιστορικοί κάθε είδους και συνομοταξίας, άλλο τόσο έγκλημα κάνουν στην επιστήμη, όσοι αυτο-αναγορεύονται σε ιστορικούς. Κάτι γραφικοί συνήθως τύποι, λογής ψώνια και νούμερα , που φαντάστηκαν πως η ιστορία είναι μυθιστόρημα, χόμπυ ή ενασχόληση για συνταξιούχους-αργόσχολους αντί να ψαρεύουν. Τα έχουμε πει στις “Παραδόσεις Μαθημάτων” μας (Αρχείο. Ας τα δουν, όσοι δεν τα διάβασαν και ας τα φρεσκάρουν, όσοι έχουν καιρό να πάνε προς τα κει (ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ).

Ανάμεσα στις σπουδαίες πηγές της Ιστορίας, λέγαμε , είναι τα Απομνημονεύματα ,που στην ουσία είναι η ραχοκοκαλιά της βιωματικής ιστορίας. Πολύ σπουδαία πηγή, αφού η παράθεση των ιστορικών γεγονότων αλλά το κυριότερο η κριτική τους τους είναι … αυτεπάγγελτη. Ο “δράστης” (από το αρχαίο δράω-ω) είναι αφηγούμενος, αλλά και απολογούμενος.

Ο ιστορικός σε τέτοιου είδους βιωματική ιστορική κριτική έχει την ευθύνη να ξε- διακρίνει ποια από τα στοιχεία του…αυτοβιογραφούμενου έχουν πραγματική σχέση με τα ιστορικά γεγονότα, των οποίων υπήρξε πρωταγωγνιστής ή έστω σε άλλη σειρά παρουσίας . Χρέος του επίσης είναι να ανακαλύψει  ποια στοιχεία  εμπεριέχουν προσωπικές απόψεις-κρίσεις, επιγέννημα της ανθρώπινης αδυναμίας να αποστασιοποιηθεί το άτομο από τα προσωπικά του, να καθυποτάξει το “εγώ” και να το θέσει στην υπηρεσία της αλήθειας ,τουλάχιστον  τις ώρες που πρέπει.

Ο ΄Αρης Βελουχιώτης, σύγχρονος και με το έπος του Αλβανικού Μετώπου και πρωταγωνιστής στον αγώνα της αντίστασης κατά των καακτητών Ναζί στο κορυφαίο αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ, σε έναν ιστορικό λόγο του στη Λαμία, πέρα από την άκρως ενδιαφέρουσα και αντικειμενική ,κατά την ιστρική μας κρίση, παρουσίαση εκείνων των ιστορικών γεγονότων, αναζητά τις αιτίες τους, περιγράφει την εξέλιξή τους, κρίνει (κατακρίνει ή επιβραβεύει) τους πρωταγωνιστές τους.

Αλλά θα αναρωτηθεί κανείς. Γιατί ένας κομμουνιστής είναι καλύτερη (αξιόπιστη) βιωματική πηγή , όπως ισχυριζόμαστε εδώ, από έναν εθνικόφρονα, έναν αντίπαλο του ΄Αρη Βελουχιώτη, ας πούμε, σε εκείνα τα δραματικά χρόνια του Αντάρτικου πολέμου;

΄Εχουμε γράψει επανειλημμένα εδώ: ΄Αλλο πράγμα να είσαι την εποχή εκείνη Αντάρτης- Κομμουνιστής και άλλο να είσαι “εθνικόφρων”, “πατριωταράς”, Χίτης, Μάις, δωσίλογος, κουκουλοφόρος.

Να επαναλάβουμε , λοιπόν: Δεν ισχυριζόμαστε πως οι Αντάρτες ήταν “άγιοι”. Αντίθετα, μαζί με τον κύριο όγκο των κομμουνιστών που βγήκαν στο βουνό, παρεισέφρησαν και πολλά “βρώμικα” στοιχεία, που είχαν τους δικούς τους ιδιοτελείς, προσωπικούς λόγους να ενταχθούν στις τάξεις των ανταρτών και να υποκριθούν τους επαναστάτες. Αλλά και οι “κεφαλές”  εκείνου του αγώνα  των  κομμουνιστών και  πολλές φορές και  οι ίδιοι οι απλοί ανατάρτες, υπέπεσαν σε λάθη, κάποτε ασυγχώρητα. Ακόμα  και εγκλήματα διέπραξαν και αδικίες, ουκ ολίγες.

΄Ομως, σε σύγκριση με τους αντιπάλους τους , ναι. Οι Αντάρτες ήταν “΄Αγιοι”. Οι εθνικόφρονες, οι περισσότεροι απαίδευτοι,  αστόχαστοι, στερούμενοι της ικανότητας για υπέρβαση και κατάκτηση υψηλών αξιών στη ζωή.΄Αλλοι ήταν… εξώλης και προώλης, λούμπεν στοιχεία, κεροσκόποι, αριβίστες. Και πολλοί  εγκληματίες ,επαγγελματίες φονιάδες, προδότες και συνεργάτες των Ναζί . ΄Ολος αυτός ο συρφετός, με την υπόδειξη, τη συνεργασία και την ανοχή σε ό,τι τότε υπήρξε ως  εξουσία, κράτος , συνέπτυξαν ομάδες, αποσπάσματα, εθνικό στρατό και διέπραξαν φρικιαστικά εγκλήματα και κατά των αντρατών και κατά του ελληνικού λαού.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, σύγκριση μεταξύ τους. Η πλειοψηφία των ανταρτών διακατείχετο από υψηλά ανθρωπιστικά ιδεώδη. Υπήρξαν αγωνιστές ιδεολόγοι, ήθελαν να αλλάξουν ,έστω και μέσα από  λάθη τον κόσμο, να τον κάνουν καλύτερο και τέτοιον να τον παραδώσουν στις μελλοντικές γενιές. Οι άλλοι, ήταν απλά… “σάρα και  μάρα”. ΄Ο,τι χειρότερο και πιο βρωμερό είχε εκβράσει η  χαβούζα  της ελληνικής κοινωνίας.

Και μόνο γι αυτούς τους λόγους, επομένως,  εμπιστεύομαι την ιστορική,  βιωματική κρίση και κριτική
του Άρη Βελουχιώτη για τα γεγονότα που μνημονεύει (ανεξάρτητα από το γεγονός  πως και ο ίδιος ο Άρης διέπραξε σφάλματα) . Σε καμιά περίπτωση, όμως, δε θα ήμουν ήσυχος, αν περίμενα την αλήθεια από έναν Ζάρα, ας πούμε , από τα χωριά της Ανδρίσταινας, επικεφαλής αποσπάσματος χωροφυλάκων (Μάχη Ζαχάρως) ή από έναν Μαγγανά και  κάποιο Χίτη φονιά.

Πως το έλεγε ο Χριστός  στην παραβολή του φτωχού Λαζάρου και του πλούσιου; “καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν”. Γίνεται ποτέ να περάσει ο Ζάρας στην όχθη του Βελουχιώτη και τούμπαλιν; Δε γίνεται στον αιώνα τον άπαντα.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ Ο ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ
(Στις 19 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Λαμία, ενώ οι ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις αποχωρούν από την Ελλάδα. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ, αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ, καταφτάνουν στην πόλη και συγκαλείται στην πλατεία Ελευθερίας της πόλης συγκέντρωση του ΕΑΜ. Ο Άρης Βελουχιώτης θα εκφωνήσει από το μπαλκόνι τον περίφημο λόγο του που σηματοδοτεί το τέλος του αντάρτικου της κατοχής και παρουσιάζει ουσιαστικά τους βασικούς άξονες των θέσεων του ΚΚΕ για την μεταπολεμική ελληνική κοινωνία.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη. Το tvxs.gr αναδημοσιεύει ολόκληρο τον ιστορικό λόγο του Άρη Βελουχιώτη από το «Ελληνικό Αρχείο Μαρξιστών»):
Η προδοσία του αλβανικού έπους.
Η ουσία αυτού βρίσκεται στο γεγονός, ότι αντίδραση σκεφτόταν μόνο πώς να εκμεταλλευτεί, να βασανίσει, και να ξεζουμίσει το λαό, οργανώνοντας κινήματα κάθε τόσο και καλλιεργώντας τις φαγωμάρες, προπαγανδίζοντας και πείθοντας το λαό ότι είναι απαραίτητο να ζει φτωχός και κακομοιριασμένος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πιάνοντας μια λέξη του Κολοκοτρώνη, που ονόμασε κάποτε τη χώρα μας Ψωροκώσταινα, κατάφερε να πείσει το λαό ότι το ελληνικό κράτος δε μπορεί να ορθοποδήσει μόνο του κι ότι θα έπρεπε να μας κυβερνήσουν οι ξένοι, ονομάζοντας γι αυτό και τα πολιτικά κόμματα ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά. Σ’ αυτό το σημείο μας φέρανε οι κορυφές που διοικούσαν τον τόπο μας. Κάποτε φτάσαμε και στη δημοκρατία. Μα αυτό έμοιαζε με την παροιμία που έλεγε ο λαός: Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Μυρίστηκαν οι έξυπνοι ψητό από τη μοναρχία και βρίσκοντας ότι «έφταιγε» η δημοκρατία για τη δυστυχία του λαού, ξαναφέρανε το βασιλιά. Και τότε άρχισαν πιο ξετσίπωτα ακόμα να ξεζουμίζουν και να καταπιέζουν το λαό. Και για να μπορούν να πνίγουν τις κραυγές του, βάλανε στο κεφάλι μας το Μεταξά, που ήτανε πάντα πράχτορας του ΙΙ γραφείου του γερμανικού επιτελείου, από τον καιρό που σπούδαζε στη στρατιωτική σχολή της Γερμανίας.
Έτσι, ύστερα από 120 χρόνια, ξαναπέσαμε πάλι στη σκλαβιά, γιατί έτσι κακά μας κυβερνήσανε στο διάστημα αυτό.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε, όταν ξέσπασε η πολεμική λαίλαπα και η σύγκρουση μεταξύ των κολοσσών. Μα κανένας απ’ αυτούς δε σκέφτηκε ελληνικά και να δει πώς θα ξέφευγε η χώρα μας τη λαίλαπα αυτή. Με την επίγνωση ότι η χώρα μας θα τραβούσε στην καταστροφή μπήκανε στον πόλεμο.
Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, πού μας αποδείχνουν, ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουνε μόνο τρεις τουφεκιές στο Αλβανικό μέτωπο κι ύστερα να μας παραδώσουν στους φασίστες. Υπάρχουν ντοκουμέντα που μας πείθουν ότι το Νοέμβρη προς το Δεκέμβρη του 1940 μπορούσαμε να πετάξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα. Μα αυτοί συγκρατούσαν το στρατό μέχρι που να λύσει το στρατιωτικό της πρόβλημα, η Γερμανία στην Ευρώπη κι ύστερα να δικαιολογηθούν ότι δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με δυο κολοσσούς. Δεν πίστευαν στις δόξες του στρατού μας, στο θάρρος, στην τόλμη, στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό του, που πολεμούσε με φλόγα ενάντια στο φασισμό, νηστικός και ξυπόλυτος πάνω στα βουνό της Αλβανίας με τη βοήθεια όλου του ελληνικού λάου. Αυτοί δεν πίστευαν σ’ αυτά και περιμένανε πως θα καμφθεί. Γι’ αυτό το έπος της Αλβανίας είναι ολοκληρωτικά έργο του λαού. Είναι έργο του λαού που το πραγματοποίησε με το μένος που είχε ενάντια στο φασισμό και το ζυγό του Μεταξά, με θυσίες και ηρωισμούς.
Έτσι, μας ξαναδέσανε στη σκλαβιά.
Μα ο λαός μας δεν ήτανε σε θέση να συνεχίσει το έργο του αυτό. Όσο φλογερά κι αν ήτανε τα στήθη του, η φλόγα αυτή δεν θα άντεχε στα σιδερόφρακτα μεγαθήρια των φασιστών, μια που είχε μέσα του και την προδοσία των ηγετών του. Έτσι αναγκάστηκε να υποκύψει, μα όχι σαν ηττημένος. Γιατί αυτή η συνθηκολόγηση που έκαναν, υπογράφηκε πριν ακόμα πολεμήσει ο στρατός μας. Αυτή δεν ήτανε ήττα του λαού μας, μα ήττα και χρεοκοπία των καθεστώτων που μεσολάβησαν από το 1821-1941. Γι αυτό κι ο λαός μας τιμωρεί σήμερα την ήττα αυτή και θα την τιμωρήσει αργότερα πιο σκληρά ακόμα.
Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε. Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί, ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε. Τι μπορούσαμε να περιμένουμε απ’ αυτούς που φορούσαν τα κλακ και τα μπακαλιαράκια; Τι μπορούσαν να μας πούνε αυτοί; Το μόνο που βρίσκανε να μας λένε ήτανε:
Ησυχία, παιδιά, και τάξη. Κάναμε κυβέρνηση, ησυχάστε. Αυτό όμως θέλανε κι οι Γερμανοί. Μα τα λόγια αυτά τα εκστομίζανε οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται Έλληνες.
Κι όμως, δε θα συμβιβάζονταν με τη λογική και τη ράτσα μας, αν δε βγαίναν πάλι τα στοιχεία αυτά που θα κρατούσανε ψηλά την τιμή του έθνους μας, μέσα από το λαό μας.
Στο δρόμο του αντάρτικου.
Μια μαυρίλα πλάκωνε τον ελληνικό ορίζοντα. Κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η αύριο και πώς θα ξεφεύγαμε από τη σιδερένια τανάλια που μας έσφιγγε. Κείνοι που ένιωθαν βρίσκονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια. Κι εδώ πρέπει να στιγματιστεί μια άλλη ατιμία των ανθρώπων της 4ης Αυγούστου, που φεύγοντας, τους παράδωσε στα χέρια των καταχτητών.
Μια άλλη μερίδα πού ένιωθε, ασχολούνταν με τις μαύρες και άσπρες αγορές. Έτσι, όλο το βάρος έπεσε πάνω σε μια χούφτα ανθρώπων, απ’ αυτούς που τρώγανε καρπαζιές μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια και τις ασφάλειες, μα που φλέγονταν από ηρωισμό και ανδρεία και μέσα τους υπήρχε μια ζεστή ελληνική καρδιά κι έτρεχε στις φλέβες τους πραγματικό ελληνικό αίμα. Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του Έθνους. Αυτοί που δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕAM.
Βέβαια, ποιος θάτανε κείνος που μπορούσε να πιστέψει τότε. Ότι αυτή η φούχτα των ανθρώπων θα έφερνε στη χώρα μας τη μεγαλόπρεπη αυτή νίκη. Μα η υφή, η ψυχοσύνθεση, το σκαρί των ανθρώπων αυτών ήτανε τέτοιο. Παρά τις φυλακές, τους κατατρεγμούς, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις ομαδικές εκτελέσεις και την τρομοκρατία, οι άνθρωποι αυτοί οδηγούσαν ηρωικά και θαρραλέα τις μάζες στον δρόμο της λευτεριάς.
Ξέρετε όλοι πως άρχισε το κίνημα αυτό και δε σταματώ στις λεπτομέρειες του. Όταν έχουμε τη μέρα της εθνικής ανεξαρτησίας μας, πού γιορτάζουμε στις 25 Μάρτη, χαιρόμαστε, τραγουδάμε και κλαίμε από τη συγκίνηση. Μα από δω και πέρα θα έχουμε δυο εθνικές γιορτές: την 25η Μάρτη και την 27η Σεπτέμβρη επέτειο της δημιουργίας του ΕΑΜ, που αποτέλεσε τη βάση της σημερινής μας απελευθέρωσης.
Αυτό πρέπει να το νιώσουμε.
Στα προηγούμενα χρόνια πολλοί περνούσανε από την πλατεία του Διάκου, μα κανείς δεν ένιωθε τον παλμό που περιείχε το τραγούδι, που μας δίδασκε στο σχολείο ο παλιός καθηγητής μας Λάσκαρης: Σας ευλογεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι.
Κανείς δεν ένιωθε, ότι έπρεπε να φύγει μακριά από τα μικροσυμφέροντα του και να παλέψει για τη λευτεριά. Μα η χούφτα αυτή των ανθρώπων, που σας μίλησα πιο πάνω, ρίχτηκε ολόψυχα στον αγώνα.
Η αντίδραση στο άκουσμα της χρησιμοποίησε όλα τα μέσα κι έθεσε σε ενέργεια όλες τις ατιμίες για να τη σαμποτάρει. Μα όλα αυτά στάθηκαν ανίκανα να σπάσουν τον αγώνα της. Αντίθετα, αυτή ρίζωνε κάθε μέρα και πιο πολύ κι ανέπτυσσε τη δράση της. Κι επειδή δεν είχε σκοπό να καταπιαστεί με χαρτοπόλεμο έβγαλε στο βουνό το αντάρτικο.
Θυμάμαι όταν το χειμώνα του 1941 ήλθα εδώ σαν «μαυραγορίτης» για να βάλω μπροστά τη δουλειά. Σας γνώριζα όλους, μα κανείς από σας δεν ήξερε τι επεδίωκα εγώ. Τότε μαζί με το Γ. Φράγκο και Γ. Γιαταγάνα βγάλαμε το πρώτο διάγγελμα του ΕΑΜ. Πολλοί νομίζανε τότες, ότι αυτό ήτανε μόνο ντόρος και τίποτα άλλο.
Όταν λέγαμε ότι σε λίγο θα σφυρίζει το μάλιγχερ και θα κροταλίζει ξερά το πολυβόλο στις βουνοκορφές και τα φαράγγια μας κι οι Γερμανοί και Ιταλοί θα φεύγουν ντροπιασμένοι, ίσως πολλοί να λέγανε πως αυτά δεν ήτανε παρά ηχηρές φράσεις.
Μα ύστερα από 2 1/2 μήνες άρχισε πραγματικά να λαλεί το ντουφέκι. Και τι δεν είπανε τότε! Όπως και στα 1821 όλη η αντίδραση συνωμότησε εναντίον μας και στην αρχή δεν έλεγε τίποτα για το αντάρτικο, κάνοντας το ίδιο πού κάνει και η στρουθοκάμηλος, όταν κρύβει το κεφάλι της, ενώ όλο της το σώμα φαίνεται. Έτσι κι αυτοί, νομίζανε, ότι αν δε λέγανε τίποτα για το αντάρτικο και το αγνοούσαν, δε θα ξαναβροντούσε το καριοφίλι. Μα μπορούσε να σταματήσει αυτό; Κάθε μέρα κοκκίνιζαν τα βουνά και τα φαράγγια από το αίμα.
Κι όταν είδαν ότι το αντάρτικο μεγάλωνε, παρά τη σιωπή τους, τότε κι αυτοί άλλαξαν τρόπο για να μας πολεμήσουν. Μας ονόμασαν πλιατσικολόγους, κατσικοκλέφτες, ληστοσυμμορίτες κλπ. Ακόμα βρέθηκαν άνθρωποι να μας αποκηρύξουν με την υπογραφή τους γιατί σκοτώσαμε τον προδότη και εκβιαστή Μαραθέα. Αυτοί οι κύριοι ήτανε κυριολεκτικά ηλίθιοι.
Δεν ξέρανε ούτε το ατομικό τους συμφέρον. Νόμισαν, πως αν μας αποκήρυσσαν θα σταματούσε κι ο αγώνας μας κι ότι δεν θα είμαστε κάποτε ικανοί να τους σφίξουμε το λαιμό και να τους πνίξουμε.
Ας είναι. Τέτοιοι ηλίθιοι ήτανε και τέτοιες ηλιθιότητες λέγανε. Ας κάνουν τώρα τα ψηλά τους καπέλα κλωσοφωλιές.
Η ύπαιθρος αναπνέει.
Μα ήτανε δυνατό να πιάσει αυτό; Οι χωριάτες είχανε δει για πρώτη φορά το θαύμα ν’ αφήνουν τα πράματα τους έξω χωρίς να τους τα πειράζει κανείς. Η ζωοκλοπή είχε καταργηθεί στην ύπαιθρο και η ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας ποτέ δεν ήτανε σ’ αυτό το σημείο. Ήτανε θαύμα αυτό; Όχι. Αλλά για πρώτη φορά το χωριό γνώρισε την εξουσία, η οποία βγήκε για να χτυπήσει την εσχάτη προδοσία, το έγκλημα, τη ζωοκλοπή κλπ. και να εμπεδώσει την ασφάλεια.
Κι όταν χτυπήσαμε τα εγκλήματα αυτά και πατάξαμε την προδοσία, αυτοί σαν δεσποινίδες της αριστοκρατίας, που δε βλέπουν γύρω τους τη δυστυχία και την κακομοιριά πού βασιλεύει, αλλά συγκινούνται από ένα άρρωστο γατάκι, έμπηξαν τις φωνές και μας κατηγόρησαν ότι σκοτώνουμε. Επί Μεταξά βιάστηκαν γυναίκες, υπέστησαν μαρτύρια χιλιάδες άνθρωποι, σκοτώθηκαν και γκρεμίστηκαν από τα μπαλκόνια της Ασφάλειας γέροι, έγιναν τόσα εγκλήματα, μα κανείς απ’ αυτούς δεν είπε τίποτα. Μα τώρα φωνάζουνε ότι ο Άρης σφάζει.
Ναι, σφάξαμε κι είμαστε έτοιμοι να ξανασφάξουμε, αν χρειαστεί. Ποιους όμως σφάξαμε; Εμείς είμαστε πιο πονόψυχοι απ’ αυτούς. Απόδειξη είναι ότι εμείς είμαστε κείνοι που τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Σφάξαμε κείνους που πρόδιδαν στους καταχτητές τους Έλληνες, κείνους που κλέβανε το λαό και διαπράττανε εγκλήματα. Κι είναι κυριολεκτικά ηλίθιοι κείνοι πού τους πήρε ο πόνος γι’ αυτούς, που τόσο δικαιολογημένα χτυπήσαμε, για να παίρνουν το μέρος τους ή είναι ολοκληρωτικά συνένοχοι τους. Μα ούτε και το κόλπο αυτό έπιασε.
Το αντάρτικο σώζει το λαό.
Τότε όμως αυτοί, σαν καλοί ζαχαροπλάστες που ήτανε, κατασκευάσανε ένα νέο χρυσό χάπι:
-Ναι, φωνάζανε. δεν υπάρχει αντίρρηση, ότι οι αντάρτες διεξάγουν εθνικό αγώνα. Μα το ζήτημα αυτό θα λυθεί από τους ισχυρούς. Τι μας χρειάζονται, λοιπόν, οι αγώνες κι οι σκοτωμοί, αφού τα ζητήματα μας θα τα λύσουνε άλλοι;
Λυτό το σύνθημα έπιανε. Είχανε όμως δίκιο; Ασφαλώς όχι!
Γιατί δεν είχανε δίκιο;
Στα 1941-42 το ΕΑΜ δεν ήτανε ακόμα ισχυρό. Γι’ αυτό δεν είχε αρχίσει ο αγώνας να παίρνει μαζικό χαραχτήρα. Ούτε κι αντάρτικη δράση υπήρχε. Κι όμως. Στα 1941-42 πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, που επακολούθησαν απ’ αυτήν, 300.000 άνθρωποι μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρα τους. Και θα πέθαιναν αργότερα ακόμα περισσότεροι, αν το ΕΑΜ δεν κινητοποιούσε με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια και απεργίες το λαό και δεν τον εμψύχωνε: 1. Να επιβληθεί το σταμάτημα της αρπαγής της παραγωγής μας από μέρους των κατακτητών. 2. Να επιβληθεί σ’ αυτούς ν’ αφήσουν το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να αναλάβει την τροφοδοσία του λαού μας. 3. Να προσέξουν την κατάσταση της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Αν το αντάρτικο δε σταματούσε τις φάλαγγες των Γερμανών που κλέβανε την παραγωγή της χώρας μας και δεν καταργούσε τη συγκέντρωση της παραγωγής που τη βάζανε στο χέρι οι καταχτητές, αν δε γίνονταν όλα αυτά, τότε τα θύματα από την πείνα και τις αρρώστιες θα ήταν πολύ περισσότερα. Όλες οι χιλιάδες των θυμάτων, που πέσανε για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού μας, ποτέ δε φθάνουν τα θύματα της πείνας και των ασθενειών. Πότε ακούστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας να πραγματοποιείται η απελευθέρωση μέσω της μπαγαποντιάς; Ποτέ. Η λευτεριά δεν κερδίζεται με ξόρκια, αλλά με αγώνες και θύματα!
Μα κι αν το θέλαμε, δεν είχαμε αυτό το δικαίωμα. Το δικαίωμα δηλαδή να κηλιδώσουμε την ιστορία της πατρίδας μας. Αυτό θα ήτανε ασέβεια στη μνήμη των ηρωικών μας προγόνων. Μα ούτε είχαμε το δικαίωμα να κολλήσουμε μια ατιμωτική σφραγίδα, μια σφραγίδα αίσχους, στο κούτελο των επερχομένων γενεών, των παιδιών μας και των εγγονιών μας, ότι κατάγονται από γενιά ευνούχων, που δέχονται να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια από τον ατιμωτικότερο των θανάτων, από την πείνα, παρά να πεθαίνουν με το όπλο στο χέρι, παλεύοντας για τη λευτεριά.
Τι θα έπρεπε να προτιμούσαμε; Το πρώτο ή το δεύτερο; Όχι! Χίλιες φορές όχι!
Καλύτερα να γινότανε το παν ένα μπουρλότο, παρά να υποταχθούμε στους καταχτητές.
Αυτό ο λαός μας το κατάλαβε, τους μούντζωσε κι έδωσε αυτά τα γενναία παλικάρια, πούναι τώρα στεφανωμένα με δόξες, με δάφνες και με νίκες.
Η αντίδραση συνωμοτεί.
Τότε κι αυτοί αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν βιολί κι αποφάσισαν να βγάλουν στο βουνό δικές τους ανταρτοομάδες.
Μα γιατί αυτό; Το ΕAM είχε δηλώσει ότι δεν είχε μονοπώλιο τον αντάρτικο αγώνα. Γι’ αυτό και τους κάλεσε να σχηματιστούν κοινές ανταρτοομάδες. Αν είχανε την πρόθεση να παλέψουν ενάντια στους καταχτητές, θα το κάνανε. Τότε όμως, ισχυρίζονται, ότι η χωρογραφία της Ελλάδας και η πυκνότητα της κατοχής δεν επέτρεπε την ύπαρξη ανταρτοομάδων.
Όταν όμως είδανε εμάς, όταν λευτερώσαμε την ύπαιθρο, τότε κι αυτοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν αντάρτικο.
Τι θα περίμενε κανείς άπ’ αυτούς αρχή αρχή; Ποια κραυγή, έστω και τυπικά, να βγει από το στόμα τους; Φυσικά, “Κάτω οι καταχτητές” !
Μα την θέση τους τη γνωστοποίησαν από την αρχή. Η πρώτη κραυγή τους ήτανε:
“Κάτω το ΕΑΜ!”
Μα εμείς και πάλι τους καλέσαμε για να ενωθούμε. Αυτοί όμως αρνήθηκαν, γιατί δεν θέλανε να υποβληθούν σε κόπους και μόχθους για να πολεμήσουν τον καταχτητή. Γιατί αυτοί δεν ήτανε εντολοδόχοι του ελληνικού λαού, μα της αντίδρασης από το φόβο της λαοκρατίας που ζητούσαν να πολεμήσουν.
Στο τέλος μας κήρυξαν κι ανοιχτά τον πόλεμο, ένοπλα, συνεργαζόμενοι με τους καταχτητές.
Θα είμαστε ασυνεπείς στον αγώνα μας και προδότες του λαού μας, αν σιχαινόμαστε τα αίματα. Γι’ αυτό, σαν εντολοδόχοι του λαού, συντρίψαμε τους συνεργάτες αυτούς των καταχτητών, τους πολέμιους του εθνικού μας αγώνα.
Ο ΕΛΑΣ στο πλευρό των συμμάχων.
Ύστερα απ’ αυτό χρησιμοποίησαν το κόλπο: Μας κατηγόρησαν, ότι δε βοηθάμε το συμμαχικό αγώνα, αλλά θα υπακούσουμε μόνο στους Ρώσους. Κι απειλούσαν ότι όταν θάρθουν οι σύμμαχοι εδώ, θα μας κανονίσουν. Αυτοί, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, απειλούσανε ότι θα μας χτυπήσουν οι σύμμαχοι!
Αυτοί που στα 1941 πρόδωσαν το συμμαχικό αγώνα. Αυτοί που μαγάρισαν τις Θερμοπύλες και τους Τριακόσιους μας κι άφησαν τους συμμάχους Άγγλους να μάχονται μόνοι τους εκεί, ενώ αυτοί είχαν παραδώσει την Ελλάδα με τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, μας κατηγορούσαν ότι δεν ενισχύουμε τον συμμαχικό αγώνα κι έβαζαν στο μυαλό των συμμάχων την άτιμη σκέψη, ότι δήθεν θα μας χτυπούσαν ερχόμενοι εδώ.
Ο Γοργοπόταμος.
Μα σε λίγο τους ήλθε το πρώτο χαστούκι! Η πρώτη ομάδα των Άγγλων αλεξιπτωτιστών έπεφτε, όχι σ’ αυτούς, μα στον Άρη, πάνω στη Γκιώνα. Και μαζί μ’ αυτούς τραβήξαμε κι ανατινάξαμε το Γοργοπόταμο. Ο αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής, στρατηγός Ουίλσον, δήλωνε ανοιχτά, ότι οι επιτυχίες των συμμάχων στην Αφρική οφείλονται κατά 80% στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, γιατί αυτή εμπόδισε την αποστολή γερμανικών ενισχύσεων και εφοδιασμού. Μα να κι ένα τελευταίο: Στην Πελοπόννησο προτείναμε στους τσολιάδες να καταθέσουν τα όπλα κι εμείς θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Μα οι Άγγλοι το απέρριψαν αυτό και συνέλαβαν όλους τους τσολιάδες, τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους παραπέμπουν να δικαστούν από τα στρατοδικεία.
Στο κάτω-κάτω, να τώρα οι Άγγλοι μπροστά σας. Διαβαίνουν τους δρόμους της Λαμίας και πάνε να χτυπήσουν τους Γερμανούς μαζί με μας. Μαζί τους θα πολεμήσουμε εμείς κι όχι αυτοί, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού. Μα τα κατακάθια αυτά βρήκανε νέο τροπάρι: Μας κατηγορούν ότι είμαστε όλοι κομμουνιστές και ισχυρίζονται, ότι το ΕΑΜ. και ο ΕΛΑΣ είναι σκεπασμένες κομμουνιστικές οργανώσεις. Μα αυτή η κατηγορία μπορεί ν’ αποτελέσει ντροπή ή έπαινο;
Αγωνιζόμαστε για την Δημοκρατία.