ΜΗΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΟΝ ΑΡΝΗΤΗ, ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!

 

 

Η  Αναστασιά ,  δεν ήταν σαν τους τρελούς  του χωριού.  Κι ας την είχαν για  ζουρλή,  ίδια κι όμοια.    Διέφερε   από τους άλλους λαλημένους.   Και είχαμε πολλούς   τέτοιους κάτω. Λέγανε πως έφταιγε το νερό στη Βρυσούλα και την Τρανή βρύση.  Και όλοι οι ζουρλοί μαζευτήκαν  σε μας.  Στο Πανωχώρι δίπλα,  δεν είχανε τρελούς.  Περίεργο, αλλά πραγματικό.

Αλλά,  το  πιθανότερο,  η αιτία που 2 στους 10  ήταν σαλεμένοι ,   να οφειλόταν   στο ρεμπένικο , το άγριο χόρτο που φτιάχνανε  το Πάσχα τη μαγειρίτσα.    Το μάζευαν Μεγαλοβδομάδα   από το Κεφαλόβρυσο ,τη Διαθελού και τη Λυσαίρνα .     Σπάνια φύτρωνε αλλού.  Κι αν  έβγαινε σε άλλο χώμα,  τον  Απριλο-Μάη,  δεν είχε τη νοστιμιά και τις   μυρωδιές , όπως τα άλλα.

Είχε,  λέγανε πάλι,   αυτό το συγκεκριμένο ρεμπένικο από  εκείνες τις μεριές,  ένα τέτοιο δυνατό και αλλόκοτο  άρωμα, που έτσι και  έβραζε στον τέντζερη  κι έβγαιναν οι ατμοί από το φευγάτο καπάκι  ,ντουμάνι στο χειμωνιάτικο,  εκεί γινόταν η ζημιά. Παθαίναν όσοι το εισπνέανε. Σάλευε το μυαλό τους, γελούσαν  μόνοι τους μετά,  σαν μεθυσμένοι ,φτιαγμένοι,   λέγανε ασυνάρτητα ,μιλούσαν με αινίγματα,  σαν την Πυθία μετά που  μάσαγε τις δάφνες.

Κι αν σου σάλευε , δεν υπήρχε μετά  γιατρειά και γυρισμός. ΄Ησουν σημαδεμένος για πάντα , ο τρελός του χωριού,  ένας ανάμεσα στους άλλους πολλούς. Κι ήταν αυτός ο λόγος που οι Πανωχωρίτες   δεν το πλησιάζανε ούτε από μακριά το ρεμπένικο.   Μήτε νερό από τις δικές μας βρύσες πίνανε. Κι έτσι το εξηγούσαν πως δεν είχαν τούτοι τρελούς κι αλλοπαρμένους.

 

 

Η Αναστασιά, όμως,  δεν είχε τρελαθεί, μολογάγανε,  από τούτο το νεραϊδοβότανο.  Ούτε ήταν έτσι πάντα. Της έστριψε από έρωτα ετούτης!  Και έκανε ό,τι έκανε μετά , το  φοβερό και τρομερό.

΄Ηταν μεγάλη πια, κοντά στα  20 .  Κι όμορφη σαν  αρχαία θεά στο άγαλμα  την περιγράφανε.  Μελανούρι.   Γαϊτάνι  φρύδι, μαλλί σγουρό , ώμους αλαβάστρινους, αλλά  τσουπωτή,  με στήθια  μεγάλα και  τροφαντούς    γοφούς.

Ξεσήκωνε τους  άντρες ,νιους και γέρους, άμα τη συντυχαίναν στα σοκάκια  και  στην Αγορά.   Ακόμα και τον Παπαντώνη κόλαζε.  Και ξόρκιζε ο αγαθός ιερέας  τον κόρφο του, ακόμα και την καρέκλα   που την έβαζε  να την  ξομολογήσει.   “Ράντιζε το κάθισμα  με αγιασμό”, κρυφογελούσαν   τα διαβολόπαιδα   και κρυφόβλεπαν  που ζοριζότανε να  κρατηθεί ,να μην κάνει του… Δαιμόνου την καρδιά,  την ώρα που κρυφά της έδινε συχώρεση για κείνα που είχε στο μυαλό και στα ονείρατά της.

 

 

Σεπτέμβρη,  είχε έρθει καινούριος δάσκαλος στο χωριό. ΄Ενα παλικάρι , καταγωγή από τα κάτω χωριά, τον κάμπο, της Μπαρμπάσαινας  τα μέρη .  Ομορφόπαιδο ,  γλυκομίλητος και δάσκαλος καλός με τα παιδιά, λέγαμε μετά που τον μάθανε.

Είχε πιάσει  το δωμάτιο στο ισόγειο του δίπατου πέτρινου σπιτιού της  Αναστασιάς.  Τον πήγε εκεί ο πρόεδρος να νοικιάσει, για να έχει και  η καψερή κι αυτή ένα πενιχρό εισόδημα . Συμπλήρωμα  και με κάτι λίγα από τα τσιγάρα που της είχαν βγάλει άδεια το Μονοπώλιο, να πουλάει ,ως θυγατέρα  “ήρωος, πεσόντος υπέρ Πατρίδος”.

Δεν είχε κανέναν το ορφανό.  Μόνο του μεγάλωσε.  Ούτε  γονιό, ούτε αδέρφι κοντά  να την προσέχει  και  να τη συντροφεύει. Μάνα από το χτικιό χτυπημένη,  τους άφησε νωρίς, άντρα και κόρη,  μοναχούς.  Λίγο μετά,  ο   πατέρας στο μέτωπο  της     Αλβανίας, σκοτώθηκε σε ένα γιουρούσι με τη σημαία την ελληνική στο χέρι και την ιαχή “Αέρα” στο στόμα.    Κι έμεινε τούτη σαν καλαμιά  στον κάμπο  σε κείνο το τεράστιο σπίτι, όπως ήταν τα πέτρινα ,μανιάτικα αρχοντικά μας.

 

 

΄Εκανε το πρώτο λάθος ο δάσκαλός  και μόλις μπήκε στο σπίτι, δεν κράτησε απόσταση, ως όφειλε. Κορίτσι πράμα τούτη ,   άντρας αυτός, πάνω στους χυμούς τους, στα ντουζένια της Φύσης έκθετοι,  παραδομένοι    σε   ορμόνες  αρχέγονες, ανεξέλεγκτες  χυμένες στο αίμα  .  Πού λογική και σύνεση να πρυτανέψουν.

Πρώτη και δεύτερη φορά,   νωρίς,  βραδάκι, η    αθώα επίσκεψη πάνω  για φίλεμα  καρυδόπιτας , συκομαϊδες και σουτζούκια με δροσερό,χωνευτικό  νεράκι,  κουβαλημένο  με τη  βίκα από τη Βρυσούλα.  Τον έβαλε η πανώρια κόρη σαν άρχοντα στον καναπέ να κάτσει, που  αγνάντευε  μακριά κι απέναντι   από το φαρδύ χαγιάτι , της  Ζάκυνθος τα φώτα .  Κουβέντες τυπικές των ξένων που κάνουν γνωριμιά για πρώτη φορά.  Και στα ενδιάμεσα, μακριές    σιωπές αμηχανίας και προσμονής  με  τις ανάσες μόνο να ακούγονται βαριές στο μισοσκόταδο.

Το τρίτο σούρουπο,  μπήκανε το ζευγάρι στη μεγάλη σάλα του αρχοντικού, τάχα να του δείξει η  Αναστασιά  τα κεντήματα στο χέρι   της γιαγιάς,  κάτι παμπάλαια,  περίτεχνα χεράμια  (χράμια)  και  διαδρόμια απέραντα, φιδίσια   από σπάρτο,  υφαντά στον αργαλειό.   Τίς οίδε πότε και από  ποια χέρια  προγιαγιάδωνε  φτιαγμένα.  Και από τύχη τάχα, έπεσε το μάτι  και στο  νυφικό  της γιαγιάς.  Περίτεχνο ,στο χέρι ραμμένο από ύφασμα ,  στολισμένο με ήλιους και φεγγάρια,   “Τούτο θα φορέσω” του είπε με νάζι   “στο γάμος μου . Κι  όταν  χορεύω θα μου το κρατάει ο γαμπρός,  να μη σούρνετε στα τσαλίμια μου η ουρά του”!

Και κει που θαύμαζε ο δάσκαλος   τις κεντητές τις μαντζουράνες, τα βασιλικά και τις αρμπαρόριζες  στα κατωσέντονα και τα προσόψια  , μόνο τούτα δυο  ντουζίνες και βάλε στα   προικιά της Αναστασιάς,   κάπως  έγινε  το παραπάτημα,  ακουμπηστήκανε τυχαία  τα κορμιά, μετά δειλά τα χέρια, κι ύστερα χωρίς συλλογισμό και προσχήματα, αγκαλιαστήκαν  τα κορμιά και βαριά κι αδυσώπητα  από πόθους αλλόκοτους και ίμερους  που ποτε δεν εξημερωθήκανε,    κυλίστηκαν στα  ξύλινα  πατώματα  που μοσχομύριζαν  ακόμα ξερή  αγκινάρα , φλούδα  καστανιάς , ανάκατα με το λεμονανθό της  σαπουνάδας     από τα σφουγγαρίσματα και  το μεράκι   της  νοικοκυράς  για πάστρα.

Από τότε και κάθε βράδυ πια , για μήνες μετά, χωρίς κανένα μάτι να τους δει και τίποτα να μην υποπτευθεί  κανείς,  για να την προφυλάξει από το κακό που ζύγωνε, ζούσανε οι δυο τους   στο όνειρο και τη χαύνη του σαρκικού παράδεισου.  Μόνο που εκείνος , τούτο το δόσιμο το  έπαιρνε το  για πανηγύρι  διασκέδασης και ηδονής ,δικαίωμα του σερνικού και χρέος της νιότης.     Και δε φαντάστηκε ποτέ  μαζί με τούτα  πως    την οδήγαγε    ασυλλόγιστα στα σκοτεινά, τα τυφλά   κελιά    του ΄Ερωτα και της Αγάπης. Σε εκείνες τις  διαδρομές του μυστηριακού  Πάθους φαίνεται για πρώτη φορά να χάθηκαν  και τα μυαλά και η φρόνηση της τραγικής,της   ορφανής της  κόρης.

Κι όπως συμβαίνει πάντα στα ανθρώπινα,  Αναντάμ  Παπαντάμ ,το καλό και το κακό από την ίδια κορφή κρεμασμένα,  δεν προειδοποιούν , ούτε πότε θα έρθουν ούτε τί είδους και πόσο  πόνο ή χαρά θα φέρουν .  Και στην Αναστασιά έπεσαν δυο κακά μαζεμένα.  Το ένα, το αθεράπευτο  πάθος της  για τον ξένο  και το άλλο το σπέρμα του που θέριευε μέρα με τη μέρα στη μήτρα της και που πια, εδώ και λίγες εβδομάδες,  δεν  κρυβόταν με τίποτα η παρουσία  του αμαρτωλού  καρπού,   ούτε με τους σφικτούς κορσέδες, ούτε με  τα φαρδιά , ασυνήθιστα για κοπελιά  ντυσίματα.

 

 

Προπαραμονές Χριστουγέννων, κλείσανε τα σχολειά  για διακοπές κι  έφυγε ο δάσκαλος  από το χωριό.   ΄Εκτοτε , δεν ξαναπάτησε.  Μέρες πριν, του  είχε εκείνη  αποκαλύψει το βαρύ μυστικό  της   εγκυμοσύνης της  και τον κάλεσε να αναλάβει τις ευθύνες του,  πρώτα σαν άντρας που φορούσε παντελόνια και μετά  σαν  δάσκαλος που ήξερε γράμματα και είχε σύνεση .  Εκείνος είπε ναι,  κάτι μισόλογα σαν  “θα δούμε πώς θα το χειριστούμε το πράμα , είναι όντως σοβαρό”, φως φανάρι πως δε ήταν διατεθειμένος,  ούτε ευθύνη  να αναλάβει, ούτε έντιμος να φανεί.  Και εξαφανίστηκε!

Είπανε πως είχε θείο επιθεωρητή  και βύσμα  το Χρήστο Πιπιλή, χρόνια στα μέρη μας βουλευτής  και τον μεταθέσανε κρυφά, μέσα σχολικής χρονιάς στο Μεσολόγγι.   Τ΄ Αγιαννιού την άλλη μέρα, το σχολείο,  το άνοιξε μια καινούρια δασκάλα που την είχαν κι εκείνη αμοιβαία μεταθέσει   για  κάποιο δικό της σοβαρό παράπτωμα στην εκπαιδευτική της περιφέρεια. Και τούτη ορκιζόταν  στο πρόεδρο και την ίδια την  Αναστασιά   πως δεν ήξερε ούτε πού τον πήγαν,  ούτε ποιος ήταν ο συνάδελφος που αντικατέστησε στο χωριό .

΄Εκτοτε της  καψερής  της σάλεψε. Απότομα και ξαφνικά.  Την πήρε το βάρος της θλίψης από κάτω μονομιάς, βαριάς    μορφής η τρέλα.    ΄Οχι μόνο δε νοιαζόταν πια  να κρύψει την κοιλιά της  που μέρα με τη μέρα φούσκωνε κι άλλο  ,αλλά κυκλοφορούσε στην Αγορά αναμαλλιασμένη, αφτιασίδωτη  βρώμικη, ξεκάλτσωτη,  με κάτι  γαλότσες  λαστιχένιες , ένα φουστάνι παλιομοδίτικο της μάνας της,   ένα  αμπέχονο στους ώμους κι από πάνω ένα μακρύ,  στρατιωτικό   μανδύα του πατέρα της.  Τα είχε πια  για μόνιμη, καθημερινή  και γιορτινή της     φορεσιά. Δεν τα άλλαζε ποτέ.

Το χειρότερο ήταν εκείνα που έλεγε. Ασυνάρτητα, παρανοϊκά ,ανάκατα και με βρωμοκουβέντες. ΄Εβριζε, μονολογούσε, τραγούδαγε καταμεσής στο δρόμο, σωριασμένη  στο τουράκι  της  Τρανή Βρύσης :  “Στης Μπαρμπάσαινας  τον Κάμπο Τριτσιμπίδας κάνει γάμο “. Και ” ποιονε  θα πάρεις Μαριωρή ,τον Τριτσιμπίδα  που΄ ν παιδί”. Και μετά, που απόσωνε  το  τραγούδι ,πεταγόταν απάνω με τη κοιλιά στο στόμα  και χόρευε ,λικνιζόταν , έκανε  λογής τσαλιμάκια, κι  έπαιρνε χορευτικές στροφές,  μέχρι που να μην την κρατάνε  πια τα πόδια την ίδια   και την τεράστια κοιλιά και να σωριάζεται   στην άσφαλτο , ξεψυχισμένη  και ανήμπορη πια να σηκωθεί .Εκεί κατάχαμα κοιμόταν όλη νύχτα!

΄Αλλοτε,  όταν σουρούπωνε, τράβαγε κατά την  ΄Αγια Σωτήρω και πάνω από το  μνήμα της μάνας της ,έβγαζε τα παλιόρουχα ,  έμενε ταρκάσι  απέναντι από τη φωτογραφίας της νεκρής μάνας με το θλιμμένο βλέμμα , της έδειχνε τη φουσκωμένη κοιλιά και αρχίναγε να   μοιρολογάει για ώρες    με  κλάμα δυνατό  και αναφιλητό.  Καταριόταν  με όλη τη δύναμη της ψυχής και του σαλεμένου της μυαλού   τον ξένο,    “τον  αρνητή , τον κλέφτη  της  Αγάπης  που την παράτησε  σαν καλαμιά στον κάμπο”!

 

 

Μεγάλη Παρασκευή βράδυ  που βγάζανε  τους στολισμένους επιτάφιους ,  η μαύρη η Αναστασιά ανηφόρησε πάλι στο νεκροταφείο.  Αγκομάχησε να φτάσει πάνω, ήταν πια στο μήνα της. Κουβάλαγε  παραγεμισμένη  και τη μεγάλη τσάντα   που είχε ξεχάσει το δωμάτιο ο δάσκαλος  τη νύχτα που έφυγε σαν κλέφτης.

Σαν έφτασε, την απόθεσε στην πλάκα του τάφου,  γδύθηκε, τσίτσιδη,    έπιασε να λέει  με περισσό παράπονο πάλι το μοιρολόγι του κλέφτη της Αγάπης , σκόρπισε  21, ακέφαλους,  χωρίς το άνθος τους ,  Απρίληδες και Μάηδες του  επιτάφιου , που είχε μαζέψει από νωρίς στο περιβόλι  και  ξυπόλυτη,  σαν Μαινάδα μεγαλόπρεπα Φοβιστική     του Κιθαιρώνα,   χόρεψε   αλλόφρωνα χορό,   πλάι  στο μνημειό  της μάνας. Για ώρα.

Και μόλις  απόκαμε ,έβγαλε  το πολύτιμο, βαρύ  νυφικό της γιαγιάς   από την  τσάντα  κι  ένα σκοινί μαζί , το φόρεσε με αργές κινήσεις και την    ώρα που οι καμπάνες κάτω  στις εκκλησιές  χτυπούσαν  με πόνο για το πένθος του  νεκρού  Χριστού ,  η  Αναστασιά   πέταξε την τριχιά    πάνω στο κλαρί της σκουρουχιάς  , πέρασε τη θηλιά στο λαιμό, χάιδεψε  το μωρό στην κοιλιά που δεν πρόκαμε να το δει     και  κρεμάστηκε.

΄Ηταν  20 χρόνων. ΄Οσα  και τα   λουλούδια ,χωρίς ανθούς  που σκόρπισε . Και έβαλε κι ένα παραπάνω , για το αγέννητο παιδί της!   Να μαραθούν πάνω στο τάφο της μάνας της,  που έφυγε νωρίς.

Και δεν  μπόρεσε  η καψερή  κι εκείνη να ζήσει να  ορμηνέψει το πεντάρφανο παιδί . Να της μιλήσει    για τον πόνο της   προδοσίας   και της εγκατάλειψης.  Να την κρύψει στον κόρφο της την ώρα που η κρίση ξεσπάει απάνω στα κεφάλια των ανθρώπων που κουβαλούν τα πάθη τους και φέρνουν συμφορές!