ΣΤΙΣ “ΜΝΗΜΕΣ” ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ TOY HOMO-NATURALIS

Κάθε φορά που κάνουνε κατάδυση στο  αρχείο του Homo-Naturalis … το γλεντάμε! Και τί δε συναντάει κανείς εκεί μέσα. Μεριές -μεριές  “χρυσάφι και ασήμι”. Αλλού…αμμουδάρα και ασβεστόχωμα,  ξεραϊλα .   Και πώς να γίνει αλλιώς, αφού ούτε η έμπνευση είναι πάντα ίδια, ούτε και η όρεξη,  oι αντικειμενικές συνθήκες να συγκεντρωθείς, να γράψεις κάτι καλό, ιδιαίτερο, επιμελημένο, είναι συνεχώς οι προσφορότερες. 

Δεν είναι πάντα εύκολο να δουλεύεις το γραπτό λόγο συνεχώς και αδιαλείπτως, αφού, από τα εφηβικά μας ακόμα χρόνια,  διαλέξαμε να γίνουμε «γραφιάδες». Μάλιστα, για να μείνουμε στο  HomoNaturalis.gr, από το 2007, που λειτούργησε για πρώτη φορά μέχρι σήμερα, ο κύριος όγκος του είναι… πόνημα του γράφοντος. Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι τα κείμενα των παλιών συνεργατών. Χιλιάδες σελίδες. Κι αν βγαίνανε σε βιβλία, υπολογίζουν, όσοι ξέρουν καλύτερα από εκδοτικές δραστηριότητες, πως θα ξεπερνούσαν τα 50 πολυσέλιδα βιβλία!

Με αφορμή την επικαιρότητα συνήθως, “δραττόμεθα  της ευκαιρίας” που λέγανε παλιά οι φιλολογίζοντες και …του δίνουμε και καταλαβαίνει. ΄Ομως, δεν είναι πάντα οι ειδήσεις, το “γίγνεσθαι”, ιστορικό ή μη,  πλούσιο και κατάλληλο για εξόρυξη “χρυσού”. Οπότε κι αυτό πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του στην ταξινόμηση-αξιολόγηση των κειμένων, της ύλης του σάιτ  σε καλής, μέτριας ή και ανυπόφορης… ποιότητας.

΄Οπως γράφουμε στα ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, η ιστορική δημοσιογραφία που κυρίως υπηρετούμε εδώ, έχει στόχο να επιλέξει-εντοπίσει την είδηση, το γεγονός εκείνο ,που  μπορεί  να εμπεριέχει συστατικά-υλικά, για να αναγορευτεί με το χρόνο σε ιστορικό γεγονός. Ούτως ή άλλως,  η ιστορική δημοσιογραφία με το ιστορικό ή μη υλικό της, είναι μια πλούσια πηγή ,η οποία μπορεί να ποτίσει  με άφθονο και προπαντός δροσερό, ξάστερο και  κατακάθαρό  νερό το δρομολάτη, τον κουρασμένο  οδοιπόρο   που λαχταράει να ξεδιψάσει με  ζωογόνο νερό και όχι με λασπουριά και βοθρολύματα.

Με αφορμή  τη σημερινή  βουτιά μας  στις “μνήμες” που διασώζει το αρχείο του Homo, πέσαμε στο παρακάτω κείμενο, που συντάχτηκε σχετικά πρόσφατα,  σαν σήμερα ,παραμονή πρωτοχρονιάς του 2014 και δημοσιεύτηκε την επομένη, ανήμερα πρωτοχρονιάς. Το παραθέτουμε, γιατί το βρίσκουμε και τώρα μοναδικά επίκαιρο και απαραίτητο να ακουστούν, προπαντός από τους συμπατριώτες μας,  τα μηνύματά του.

   ” ΜΟΝΟ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ “ΑΝΔΡΙΤΣΑΙΝΑΣ” ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ” (ΔΡΩΜΕΝΑ)  1-1-2014
“…θέλω να υπάρξει μια πραγματική ελπίδα, ένα καλό αληθινό νέο από την κυβέρνηση για τον κόσμο που υποφέρει. Γιατί με την οικονομική κρίση ο κόσμος έχει γίνει πλέον ο κόσμος του λεξοτανίλ. Τους πήραν το γέλιο…», δήλωσε η Άννα Φόνσου σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Λοιπόν».
  Δε μας τα λέει καλά η  κυρία Φόνσου. “Μαυρογυαλούρικα” μιλάει, μάλλον για να φέρει  καμιά ψήφο  κι αυτή  στο ΚουΚουέ (΄Η δεν ανήκει πια εκεί, όπως παλιότερα;) . Αλλά, δεν είναι η παλαίμαχος και “εν πολλαίς  αμαρτίαις περιπεσούσα”  ηθοποιός το θέμα μας. Αφορμή πήραμε από όσα είπε , για να πούμε τα…δικά μας.
Δεν  τα λέει  καλά, λοιπόν,  διότι: Πώς γίνεται στη δεκαετία του ΄60, που εγώ μεγάλωνα σε ελληνική επαρχία, ο κόσμος να μη χρειάζεται λεξοτανίλ και λοιπά πολύχρωμα χαπάκια, για να σταθεί στα πόδια του ή να γελάσει; Ειδικά τέτοιες χρονιάρες μέρες γινόταν ο… μέγας χαμός.  ΄Ολοι ξεφάντωναν  οικογενειακά,  10 και 20 νομάτοι οι  παρέες στα σπίτια,   τα καλούδια στρωμένα στο τραπέζι, ,το μπρούσκο κρασί να ρέει άφθονο (“πλούσια τα ελέη”), τα μαγνητόφωνα και τα πικάπ  να παίζουν διαπασών τα καλαματιανά και τα τσάμικα, χοροί, γέλια, κέφι, πειράγματα  και άντε και… “καλή χρονιά και να πεθάνει ο άτιμος ο  Χάρος”!
Και να πεις πως δεν υπήρχε φτώχεια τότε; Μεγάλη,   και κάματος πολύς στην επαρχία.  Το κράτος ανύπαρκτο, αλλά ούτε σε κανέναν έλειπε, ούτε εκείνο απαιτούσε να λαμβάνει…”παρά του μη έχοντος”.  Και όλοι τα βολεύανε μια χαρά εδώ κάτω στην Ανδρίτσαινα και τα χωριά της. Και μόνο όσοι ξεγελαστήκανε και φύγανε …δια τας Αθήνας,  να φάνε με “χρυσά κουτάλια”, όπως τους έταζε ο Καραμανλής, εκείνοι σιχτιρίζανε την ώρα και τη στιγμή που αφήσανε τα πέτρινα ψηλοτάβανα αρχοντικά τους στα χωριά και πήγαν και θάφτηκαν θυρωροί στις υπόγες της Πατησίων και της Κυψέλης.  Καλά να πάθουν!
Τί ήθελε ο άνθρωπος τότε (και τώρα), για να ζήσει; Μια φέτα ψωμί, μια σφέλα τυρί, μια ντομάτα, μια …τσιγαρίδα. Πλούσιοι και φτωχοί ίδιο τέντζερη  βάζανε. Κυριακή …λιγουλάκι κρέας κοτόπουλο (σπιτικό, ελεύθερης βοσκής) να φάνε τα παιδιά περισσότερο και ό,τι περισσέψει  και οι μεγάλοι.  Δευτέρα η …εθνική  φασουλάδα με μια κούπα λάδι μέσα ,  πράσινες ελίτσες  τσακιστές, “στουμπωμένο”  κρεμύδι και καψαλισμένες φέτες  σπιτικό ψωμί αλειμμένο με λαδάκι από πέτρινο λιοτρίβι . Τρίτη μπακαλιάρος από το μαγαζί του Μέλιου, ξαλμυρισμένος, τηγανητός ή κοκκινιστός , αγορασμένος με  το δεκάρικο από το μικρό εισόδημα-  κομπόδεμα, που έμπαινε σε κάθε σπίτι από τα πουλημένα στους “Κουτσαντρέηδες” καρύδια, τα τυριά, τις μυζήθρες, αλλά και τις… ρίγανες, ό,τι ο  καθένας “δυνότανε” να  εμπορευτεί  από τη γης ή από τα ζωντανά, για να ψωνίσει, όσα ο ίδιος δεν παρήγαγε. Τετάρτη κανένα λάχανο, κουνουπίδι από τον κήπο με μπόλικη φέτα, φρεσκοβγαλμένη  από το 30κιλο ξύλινο βαρέλι με τα σιδερένια στεφάνια ζωσμένο. Πέμπτη (Πέφτη, την έλεγε η γιαγιά) χυλοπίττες με μπόλικη μυζήθρα, “σβησμένες” σε καυτό λάδι ή αυγοκομμένες με 3 και τέσσερα αυγά. Παρασκευή φακούλες (φακές) με μπόλικο  σκόρδο, ρέγγα λεμονάτη, φρέσκο κρεμμύδι και  καψαλισμένο ψωμί. Σάββατο ; Πώς να βολευτεί η τελευταία μέρα της βδομάδας; “Σιγά τα ωά”, που δε θα είχαν να φτιάξουν οι νοικοκύρηδες μια τεράστια τσιγαρίδα κάτασπρη από το γουρουνίσιο λίπος (κάθε νοικοκυριό έτρεφε το γουρούνι του από 100 κιλά και πάνω!) και να τη βάλουν στο τραπέζι ωμή ή καγιανά (στραπατσάδα τον άκουγα να τον λένε στη Θράκη) ,φτιαγμένη με μπόλικη ντομάτα (πάστα) και 5-6 αυγά “χτυπητά” μέσα.
Γιορτές μεγάλες (δε λέμε μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και 15Αύγουστο), αλλά τις “μεσαίες” του χρόνου (Αγι Αννιού, Απόκριες κ.λπ) οι πιατέλες φίσκα  με γίδα βραστή ,μπόλικο πιπέρι και  σούπα αυγοκομμένη ή κατσικάκι ψημένο σε μπακιρένιο ταψί ή γάστρα με πατάτες. Στο “σερβάν”, κρυμμένα από μας τα παιδιά οι κουραμπιέδες, τα κρητικά (σκαλτσούνια), οι καρυδόπιτες. Και φυσικά, πρώτο και καλύτερο  σε κάθε τραπέζι το αφράτο, σπιτικό ψωμί, ζυμωμένο κάθε τρεις μέρες από τα άξια, δυνατά χέρια της νοικοκυράς και “πιασμένο-γινωμένο” από προζύμι του σπιτιού, χωρίς συντηρητικά και  ψεύτικη μαγιά. Τί εποχές!
Η ιστορία  εκτός από  μέγας δάσκαλος είνα και κόλαφος στους πονηρούς και τους απατεώνες.  Εν προκειμένω, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την “εφετμή” της πως ΜΟΝΟ η οικιακή, η πρωτογενής  οικονομία, εκείνη που στηρίζεται στη βασική  αρχή της επιβίωσης επί αιώνες  της ανθρωπότητας  “ό,τι παράγω, καταναλώνω”, έχει τη δύναμη να συντηρήσει επαρκώς και αξιοπρεπώς τον άνθρωπο όλων των εποχών και των απαιτήσεων. Ο καπιταλισμός, αλλά και ο απόλυτος κρατικός παρεμβατισμός των “σοβιετικών” πολιτευμάτων (δεν τα λέω κομμουνιστικά, γιατί δεν υπήρξαν ποτέ τέτοια), στερούν τον άνθρωπο από τη χαρά της δημιουργικής, της  δικής του δουλειάς, που τον συντηρεί και τον διατηρεί ανεξάρτητο και αξιοπρεπή. Ο μισθός, το καθημερινό μεροκάματο, η σύνταξη αποδείχτηκαν την τελευταία 50ετία της ανθρώπινης ιστορίας σε όλη την υφήλιο, παγίδες, φενάκη, αποκοτιά .
Σοβαρότερες αξίες από την  ελευθερία και την  αξιοπρέπεια του ατόμου δεν υπάρχουν. Και η φτώχεια, μονοκοπανιά τις θερίζει  και τις δυο.  Το κράτος (όλων των μορφών και των… επωνυμιών) στο πρώτο που στοχεύει είναι να ευνουχίσει τον άνθρωπο από  αυτές τις “εκ των ων ουκ άνευ” αξίες του. Κι αυτό το καταφέρνει με μια σειρά εύκολων και συντονισμένων κινήσεων-χειρισμών: Συγκεντρώνει τα “Μέσα Παραγωγής” στα χέρια του,στερεί από το άτομο τη δυνατότητα να   παράγει μόνο του το “αγαθό” και να το καταναλώνει, τον αναγκάζει να εξαρτηθεί για τον “επιούσιο”  αποκλειστικά από το μεροκάματο, το μισθό και τη σύνταξη, το ύψος των οποίων καθορίζει το ίδιο το κράτος. Κατασκευάζει έτσι  “μυρμηγκιές”  δούλων που με τη θέλησή τους αποποιήθηκαν την ελευθερία τους και αυτο-υποδουλώθηκαν στο μεγάλο Αφέντη- Πατερούλη “Στάλιν”. Απ΄αυτόν τα περιμένουν ΟΛΑ, ανίκανοι οι ίδιοι να αυτοσυντηρηθούν και να επιβιώσουν.
Σ΄αυτή την περίπτωση δεν έχουμε πια ελεύθερο  και  αξιοπρεπή πολίτη, ούτε απλά ένα κλασικό δούλο  (π.χ της αρχαίας Αθήνας), αλλά ένα απόλυτα εξαρτημένο, φοβισμένο, ανελεύθερο ,με χαμένο το μπούσουλα και το ηθικό άτομο, που ζει και επιβιώνει, αν και εφ΄όσον το επιτρέπει το κράτος και οι φορείς του (κόμματα ,παρατάξεις, τραπεζίτες).
Η κρίση που βρήκε τη χώρα τα τελευταία χρόνια και τη βιώσαμε σκληρά  άπαντες (πλην των λαμόγιων και των “έχηδων”)  δικαίωσε απόλυτα την ιστορική πεποίθηση πως όλες οι μορφές της οικονομίας είναι σαθρές, πλην της πρωτογενούς, της οικονομίας που στηρίζεται στην αρχή “παράγω κι αυτό καταναλώνω”. Ο ΄Ελληνας πιάστηκε στον ύπνο, κορόιδο (αν και πανέξυπνος ως λαός).  Ξεγελάστηκε. Πούλησε το χωράφι και το σπίτι του στο χωριό ή τα άφησε να ρημάξουν και αυτο-εγκλωβίστηκε  στο χάος και την ανασφάλεια της άχαρης, μεγαλούπολης που φτιάχτηκε στο “πόδι”, ευκαιριακά, “καραμανλικά”, με μοναδικό στόχο να εξυπηρετήσει το κεφάλαιο, τους οικονομικούς  “καρχαρίες” της χώρας από τη δεκαετία του ΄60 και μετά.
Αυτο-ευνουχίστηκε, έκανε “χαρακίρι”, παράδωσε  στο κράτος τα κλειδιά της επιβίωσής του, τα μοναδικά  “όπλα” του, που ήταν το “βιος” του και ανέχτηκε να επιβιώνει ως ζήτουλας, οπαδός,  πότε του Ανδρέα, πότε του Καραμανλή και των γόνων τους.  Σήμερα, ξεγελασμένος, ταπεινωμένος,  αγριεμένος, από τη συμπεριφορά του Συστήματος,  καταριέται τους  “παλιούς” και ελπίζει σε νέους σωτήρες να τον διαφεντέψουν! Αντί να συνετιστεί, να μάθει από το πάθημά του,  να “καεί”   στο   λυτρωτικό  “καμίνι”  της αυτογνωσίας και της μεταμέλειας, συνεχίζει να είναι παραμένει ανελεύθερος, δειλός, δούλος, οπαδός.
ΕΝΑΣ ΤΕΤΟΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ,ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΕ.
΄Αξιος ο μισθός του!