Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ

Πήραμε από τον “Κάιν” το παρακάτω κείμενο:

 

“Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ “ΑΓΡΙΑ ΝΕΟΛΑΙΑ” ΚΑΙ ΣΤΗΝ “ΜΑΥΡΗ ΑΝΑΡΧΙΑ” ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2008

Κύριο μέρος μηνύματος

΄Ολοι όσοι κυκλοφορούμε ΚΑΙ στα Εξάρχεια (αλλά, όχι μόνο εκεί), καταλαβαίνουμε πολύ καλά τί λέει ο “Κάιν” στο παραπάνω κείμενο-καταγγελία και συνυπογράφουμε τις απόψεις του. Τα είπε σχεδόν όλα, περιγραφικά, αλλά και συνοπτικά  ο…κατά κόσμον Παναγιώτης Παπαδόπουλος . Και είναι πολύ σοβαρά και  σίγουρα απολύτως αληθή όσα καταγγέλλει ο ταλαιπωρημένος, αλλά και κακοποιημένος από τους «συντρόφους» του αναρχικός.

 Μένει με αυτή την ευκαιρία της καταγγελίας να καταθέσουμε και  μια δικιά μας, προσωπική εμπειρία,  που θα λύσει και πιθανές απορίες οποιουδήποτε για τη σκληρότητα που χαρακτηρίζει την περιγραφή κάποιων    στο “χώρο” ο Κάιν. Και καλά κάνει. Η αλήθεια είναι πάντα σκληρή και ασυμβίβαστη. Να, λοιπόν ,τι θέλουμε να καταθέσουμε ως συμπλήρωμα σε αυτά που καταγγέλλει ο συντάκτης.  

Καιρό πριν, σε μια βόλτα στα Εξάρχεια, ανάμεσα στα παιδιά που έβλεπα περνώντας να κάθονται στη μάντρα και στους γύρω χώρους της πλατείας, έπεσε το μάτι μου και σε δυο γενειοφόρους, που κάθονταν μαζί κατάχαμα, σταυροπόδι,  επειδή ήμουν σίγουρος πως  γνώριζα τον έναν από κάπου.  ΄Ηταν και οι δυο γύρω στα 30, μπορεί και μεγαλύτεροι,  αθλητικοί και  έδειχναν εμφανισιακά να δένουν με τις υπόλοιπες παρέες.

Υπόθεσα πως ήταν “θαμώνες” της πλατείας και αφού ήμουν σίγουρος πως τον έναν τον είχα ξαναδεί, εντελώς απονήρευτα  κατέληξα πως θα ήταν από κανένα “στέκι”, καφετέρια ή μπαράκι της περιοχής και κάπου, κάποτε θα είχαμε μιλήσει. Μάλιστα, κάποια στιγμή πώς κόλλησα,  θα έκοβα το κεφάλι μου ότι  ήταν από την  παρεούλα του Λάζαρου, παλιού φιλαράκου, που συνέχιζε για χρόνια και μόνιμα να κατοικοεδρεύει στα Εξάρχεια. Δεν έδωσα περισσότερη  σημασία και έφυγα να πιω καφεδάκι και να περιμένω το φίλο μου πιο πέρα στην παλιά Μαρονίτα (αλλιώς τη λένε πια), που κάποτε ήταν το μόνιμο στέκι της δικής μου παρέας στην πλατεία κι εκεί ακόμα καθόμαστε   τα υπολειπόμενα φιλαράκια, “μετρημένα πια στα δάχτυλα του ενός χεριού”, όταν τυχαίνει να αποφασίζουμε  για  βίζιτα στα Εξάρχεια.

΄Ηπια το καφεδάκι μου, χάζεψα καμιά ώρα την πολυμορφία του νεαρόκοσμου γύρω, σκεφτόμουνα πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα, αλλά και οι επισκέπτες πια της ιστορικής περιοχής (καμιά σχέση με τους τύπους, που ξημεροβραδιάζονταν  κει  γύρω στα δικά μου χρόνια), μέχρι που ήρθε ο μονίμως αργοπορημένος «κολλητός» και σηκωθήκαμε να πάμε στη ΒΟΞ να πιούμε εκεί καμιά   μπυρίτσα.  Κατά τη συνήθειά μου, όταν μπαίνω στη ΒΟΞ, αλλά και σε τέτοια μαγαζιά και βλέπω πάγκους με βιβλία,  περιοδικά και  εφημερίδες αφήνω καμιά κάρτα που γράφει  για τη «σελίδα» μας εδώ  και του περιεχόμενο του Homo. Καμιά φορά, όμως, άμα βλέπω και τύπους που εμφανισιακά τους κόβω για την… “από δω μεριά”, πάω στα τραπέζια και μοιράζω κι εκεί κανένα φυλλάδιο ή κάρτες.

Μόλις βλέπω έξω σε ένα τραπεζάκι στο πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους  να έχουν καθίσει και οι δυο γενειοφόροι τύποι ,που είχα δει πρωτύτερα στην πλατεία, χωρίς να το πολυσκεφτώ, σηκώνομαι τους πλησιάζω  και σίγουρος πια πως ήταν της παρέας του Λάζαρου, τους χαιρετάω, ρωτάω για τον παλιόφιλο, αν τον έχουν δει τελευταία, τους δίνω και δυο φυλλάδια και τις κάρτες και ετοιμαζόμουν  να γυρίσω στη θέση μου. Κοιτάζουν εκείνοι τα χαρτιά, έδειξαν  σαν να με αναγνώρισαν, χαιρετούρες …κακό  και «κάτσε να σε κεράσουμε μια μπύρα», μου κάνουν καλόκαρδα και “έξω καρδιά”.  Καλώ και εγώ τον κολλητό μου και στρογγυλοκαθόμαστε  στο δικό τους τραπέζι.

Πιάσαμε κουβεντούλα τυπική στην αρχή, στην πορεία ανακαλύψαμε πως δεν γνωριζόμαστε από την παρέα του Λάζαρου, αλλά από αλλού, άγνωστο, όμως,  από πού  .Για να μην τα πολυλογώ, λέγαμε διάφορα και  κανένα τεταρτάκι  μετά,  “τρώω φλασιά” στο κεφάλι (έτσι μου συμβαίνει τις περισσότερες φορές)  και  μου έρχεται στο μυαλό ολοκάθαρη η σκηνή της γνωριμίας μου  με τον ένα από τους δύο τύπους, που τα πίναμε τώρα σαν… παλιά φιλαράκια.

Τον ήξερα  από τη Χαλκίδα. ΄Ενα βραδάκι  κόλλαγα  πάλι  κάτι  αφισούλες  για τον ιστότοπο εδώ  και εκεί στις κολώνες της παραλίας και  στο σταθμό του τρένου . Μοίραζα μάλιστα  και φυλλάδια  στους επιβάτες του τρένου που έφευγαν για Αθήνα.

 Μια στιγμή, έρχεται από πίσω ένας, με σπρώχνει με δύναμη, μου πετάει κάτω τα χαρτιά, μου δίνει και μια κλωτσιά πίσω…βρίζει στο μεταξύ  χυδαία και προκλητικά, χαμός στην αποβάθρα!   Δε χάνω κι εγώ  καιρό, του τραβάω μια μπουνιά στη μούρη, “χρυσαυγίτη, κωλόπαιδο, θα σε θάψω», τον στολίζω αγριεμένος,   τα χάνει το καθίκι προς στιγμή, καταφέρνω και τον ακινητοποιώ για λίγα λεπτά , βγάζω κι από την κωλότσεπη  το κινητό και πασκίζω να τον φωτογραφίσω.  Μόλις βλέπει τη κίνηση αυτή, μου δίνει μια σπρωξιά, πέφτω φαρδύς πλατύς στην αποβάθρα,  κόντεψα να σπάσω στο κεφάλι  πάνω στην πλάκα, να μείνω στον τόπο. Μόλις με είδε ξάπλα και αντιλήφθηκε  πως κανα  2-3 από τον κόσμο, που άκουγαν τους χαρακτηρισμούς μου έρχονταν με άγριες διαθέσεις προς το μέρος του, το βάζει στα πόδια, τρέχει «κατοστάρι»  στην ανηφόρα και εξαφανίζεται. ΄Εκτοτε ούτε που τον είδα ποτέ.

Ανακάλεσα ολόκληρη εκείνη τη σκηνή στο σταθμό σε κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά αντί  ο χαζός να συγκρατηθώ, να  μη δείξω πως τον αναγνώρισα, να τους στήσω παγίδα και να  τους εγκλωβίσουμε, «τα παίρνω κρανίο», πάω να  βουτήξω  τον αλήτη από το λαιμό, φωνές, κακό, μέχρι να καταλάβει ο κολλητός τί έγινε και να βοηθήσει, πετάγονται  πάνω τα  ναζιστάκια και βουή  εξαφανίζονται κατά του Στρέφη.  Δεν τους ξαναείδα από τότε στην πλατεία. Ούτε Χαλκίδα, όταν κατεβαίνω.

Με αφορμή την καταγγελία του Κάιν, περιέγραψα αναλυτικά αυτή την ιστορία και  όχι σε δυο γραμμές, γιατί θωρώ πολύ σοβαρή τη νέα κατάσταση που συνειδητοποιώ πως έχει εδώ και πολύ καιρό  δημιουργηθεί στα Εξάρχεια. Και δεν είναι μόνο δικιά μου εντύπωση.

Είναι πολλοί, παλιοί και νέοι, στην περιοχή που συμφωνούν πως σχεδόν το 50% των ατόμων που κατεβαίνουν πια στην περιοχή ή είναι πρεζέμποροι, ποινικοί διαφόρων…ειδικοτήτων, ΄Ελληνες και ξένοι, χούλιγκαν, αληταριό πάσης φύσεως και χαρακτήρα,  αλλά το χειρότερο ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΙ και ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ!  Οι τελευταίοι έχουν συγκεκριμένη αποστολή:  Φωτογραφίζουν κρυφά “μούρες”, ψαρεύουν πληροφορίες, πολλές και διάφορες και τα διοχετεύουν όλα στα δικά τους γραφεία ή ακόμα και σε άλλα “κρατικά” και…πονηρά μέρη.

 Αλλά δεν τελειώνει εδώ το έργο τους. Το παίζουν επίσης  σκληροί αναρχικοί-αντιεξουσιαστές. Αναμειγνύονται   με μπαχαλάκηδες, κάνουν επιδρομές μαζί τους σε τάχα μου αντιεξουσιαστικούς στόχους, καίνε, σπάνε, χτυπάνε, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να προκαλέσουν, να εξοργίσουν, να αγανακτήσουν, ακόμα και άνθρωποι, όχι απαραίτητα «νοικοκύρηδες» ή  συντηρητικοί .

Είναι πιθανότατα τέτοιοι που στην τράπεζα Μαρφίν έκαψαν ζωντανούς τους ανθρώπους το 2010 και το 2012  έκαψαν κυριολεκτικά το κεντρο της Αθήνας. Είναι έργα τέτοιων προβοκατόρων αυτές οι ενέργειες και σε καμιά περίπτωση συνειδητοποιημένων αναρχικών-αντιεξουσιαστών. Δεν είναι η πρώτη φορά που το γράφουμε  αυτό εδώ. Ειδικά, οι δυο εκείνες τραγωδίες παραπάνω,  είναι δουλειά των Ναζί.

Από κει και πέρα, οφείλει πια ο καθένας που πάει στην πλατεία να «φυλάει τα ρούχα» του. Κι ας νομίζει πως ξέρει το διπλανό του, γιατί καπνίσανε μαζί ένα τσιγάρο, ήπιανε μια μπύρα και τον βλέπει συχνά στην περιοχή. Μπορεί και όνομα  να λένε, πού μένουν και  στοιχεία, τάχα μου αποκαλυπτικά της «ταυτότητάς» τους να δίνουν. Παραμύθια όλες οι πληροφορίες. Μαϊμουδένια όλα. Υπάρχει κόσμος χρυσαυγίτικος στην πλατεία πια, προβοκάτορες και σπιούνοι. Πάρτε το χαμπάρι οι αδαείς και οι καλόπιστοι.

Αν θέλουμε να παραμείνουν τα Εξάρχεια σύμβολο “διαφορετικότητας”  και διακίνησης ιδεών, κέντρο επαναστατικότητας και πολιτικής δράσης, ας μην αφήσουμε ανενόχλητους τους “βαλτούς”, που δουλεύουν για το Μητσοτάκη, για   να έχει άλλοθι “αύριο” να ισοπεδώσει, όπως  απειλεί,   τα Εξάρχεια και  ας κρατήσουμε μακριά και τους μπαχαλάκηδες και τους Χρυσαυγίτες και τους πρεζέμπορους και τους ποινικούς και τους χούλιγκαν.

Ο καθένας, ας αναλάβει τις ευθύνες του.