Μέρα που είναι, ας κάνουμε πάλι μια βουτιά στις παιδικές μας μνήμες με το παρακάτω κείμενο που δημοσιεύτηκε εδώ στις 16/8/2010:
Δεκαπενταύγουστος χτες, της Παναγίας, και ακούγοντας τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα για το θάνατο της μητέρας του Χριστού, θυμήθηκα άλλη μια φορά τον παππού, τον Μπαρμπα-Νικολάκη, όπως τον αποκαλούσαν στο χωριό.΄Ηταν ο μοναδικός άνθρωπος από την οικογένεια που είχε βγάλε Σχολαρχείο και «ήξερε καλά γράμματα», έλεγε ο Τσέλαλης, ο διευθυντής της ξακουστής Βιβλιοθήκης της Ανδρίτσαινας. ΄Ενα φεγγάρι, πριν πάρει την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη γη, είχε κάνει και δάσκαλος στο χωριό.
Τον θαύμαζα παιδί. Μετά, φοιτητής τον είχα απορρίψει σε πολλά,για να τον παραδεχτώ κάτι χρόνια αργότερα και να τον κατατάξω στους «αγίους» μου, στις σταθερές μου αξίες. Πέθανε «πλήρης ημερών», όταν πια ήμουνα μεγάλος και θυμάμαι χιλιάδες κουβέντες του,αλλά και κάποιες περίεργες συμπεριφορές (ειδικά γι΄αυτές, μπορεί και να μιλήσω μιαν άλλη φορά).
Πάλι ανήμερα, λοιπόν, Δεκαπενταύγουστου στο χωριό, εκεί κάπου δεκαετία του ’60 . Από τα χαράματα με είχε βάλει ο παπα Καστανάς να χτυπάω χωρίς σταματημό το σήμαντρο στο εκκλησάκι της Παναγίας της Καρκαλούς ή Κουφοπλιώτισσας στο Φαναρίτικο ποτάμι. Μέχρι την «τρίτη καμπάνα»,φίσκα το ξωκλήσι από Κουφοπουλαίους, Αντριτσάνους, Φαναρίτες.
Ο παππούς , από Ιούλιο μέχρι μέσα Σεπτέμβρη, έμενε νύχτα -μέρα στη «Λίμνα», στο χτήμα μας, που το καλλιεργούσε μόνος του από τα μικράτα ως τα βαθιά γεράματά του. Κάποιες φορές, με άφηνε κι εμένα η μάνα να μένω μαζί του νύχτα και να ακούω ώρες ολόκληρες τις ιστορίες,που δεν ήταν μόνο ατελείωτες, αλλά και σαγηνευτικές.
Η Παναγία Καρκαλού ήταν απέναντι από το χτήμα. Ο παππούς θα έπρεπε να ήταν από τους πρώτους που εκείνη την πανηγυριώτικη ημέρα θα πήγαινε στη λειτουργία. Αλλά, δεν πήγαινε. Δεν τον είχα δει ποτέ σε εκκλησία,ούτε καν Χριστούγεννα και Πάσχα. Εμείς οι άλλοι στην οικογένεια, εκκλησιαζόμαστε τακτικά, ιδιαίτερα της μεγάλες γιορτές.
Εκείνη τη χρονιά δεν άντεξα ,ήμουνα παιδί ,είχα απορίες για όλους και για όλα. Σιγά που θα του τη χάριζα. Ποτίζαμε μαζί, αργά το απόγεμα τους, κήπους: – Παπού, γιατί δεν πας ποτέ εσύ στην εκκλησία, του κάνω μια στιγμή, αδιάφορα τάχα.- Δε σε είδα ποτέ να έρθεις να λειτουργηθείς. Πότιζε τις ντοματιές και σα να τον χτύπησα με τα λόγια μου εκεί που τον πονούσε, αλλά δεν είπε αμέσως τίποτα.Με άφησε να ολοκληρώσω, όπως πάντα, άλλαξε το νερό στην αυλακιά, ήρθε κάθισε δίπλα μου, όπως έκανε κάθε φορά, όταν ήθελε να μου μιλήσει σοβαρά, και μου εξιστόρησε:
«΄Ηταν της Παναγιάς, σα σήμερα, το ΄35 ή το ΄36,δε θυμάμαι καλά. Εκείνη την εποχή, έκανα το δάσκαλο στο χωριό. Θα είχα και 70 μαθητές σε όλο το δημοτικό και να τα βγάζω πέρα μόνος μου σε όλες τις τάξεις, Ανάγνωση, Αριθμητική, Γεωγραφία, όλα τα μαθήματα από τα χέρια μου να περνάν. Είχα και τα δυο δίδυμα στην Τετάρτη, την Καλυψούλα και το Διαμαντή. Ορφανά από πατέρα, είχε πεθάνει ο καψερός,από το χτικιό, μωρά τα άφησε να τα αναστήσει η Ασήμω, η μάνα τους.
Εκείνα τα χρόνια, θέριζε η φυματίωση, χτικιό τη λέγανε την αρρώστια. Τις πόλεις χτύπαγε περισσότερο,αλλά και τα χωριά δεν πηγαίναν πίσω. Να κολλάει ο ένας από τον άλλο, με το βήχα, με τον αέρα στη στιγμής, βάκιλος θανατηφόρος λέγανε. Και τους μολυσμένους, τους βαριά άρρωστους, να τους βγάζουν έξω από χωριά και πόλεις, σε καλύβες στα χτήματα, στις λαγκαδιές και τα βουνά σε πρόχειρες δραγατσούλες,για να μην κολλήσουν και οι υγιείς. Εκεί μένανε,εκεί υποφέρανε,εκεί ξεψυχάγανε οι άρρωστοι. ΄Οσο ήταν ζωντανοί, οι πιο θαρρετοί ,2-3 φορές τη βδομάδα, τους πετάγανε από μακριά ένα κομμάτι ψωμί, ένα πανί να τυλιχτούν, να νιώσουν αθρώποι.
Η Αθήνα, μολογάγανε, υπόφερε πιο πολύ.Πεθαίναν ο κόσμος στους δρόμους και τις πλατείες σαν τις μύγες. Να έχουν κάνει την Πεντέλη Σπιναλόγκα. Χιλιάδες οι άρρωστοι, σαν τους βρυκόλακες να τριγυρνάνε στα πεύκα του βουνού, αύριο- μεθαύριο να περιμένει καθένας την ώρα του. Μια τραγωδία, σου λέω, από τη μια ως την άλλη άκρη της χώρας.
Τα δίδυμα, τα βρήκε μαζί η παλιαρρώστια, χειμώνα ΄35,΄36, σου είπα δε θυμάμαι. Η επιτροπή τα έκοψε την ίδια στιγμή από το σχολειό και είπαν στην Ασήμω να μην τα αφήνει να βγαίνουν στο χωριό.Ανοιξη βαρύνανε και ο πρόεδρος έδωσε εντολή να τα πάνε έξω, στη Μούσγα, στο παλιάμπελο της Ασήμως, κοντά στη Λίμνα μας. Μια καλύβα ήτανε στη μέση φτιαγμένη, κάτι χρόνια πριν, από ξερά χόρτα,Τα ξάπλωσαν σε κάτι καλαμποκιές πάνω και τα ξεχάσαν όλοι στο χωριό, πλην της μάνας τους και μένα.
Σάββατο απόγεμα και Κυριακή όλη μέρα που δεν είχα σχολείο, κατηφόριζα στο κτήμα να βοηθήσω το γέρο μου στις δουλειές.Τα δίδυμα ήταν πάνω από τη Λίμνα και κάθε φορά που κατέβαινα στο χτήμα πάγαινα να τα δω, πότε με παστέλια στο χέρι, πότε με κανα σάμαλι ή καραμέλες.Η μάνα τους εκεί απίκω, καθημερινά. Να τους φέρνει φαγί,να τους φτιάχνει κλωτσοσκύφι από τις φανέλες του μακαρίτη του αντρός της, να ασπρίζει με χορήγι την είσοδο της καλύβας,όπως είχε εντολή.
Παραμονή της Παναγίας της Καρακαλούς,ανηφόρισα πάλι στην καλύβα να τα δω. Είχαν βαρύνει και τα δυο, λες και είχαν αποφασίσει ό,τι κάνουν, να το κάνουνε μαζί. Ο Διαμαντής είχε πέσει σε λήθαργο βαρύ,δε με κατάλαβε που πήγα.Η Καλυψούλα σαν να την είδα να σκάει στα χείλη της χαμόγελο, αλλά την έκοβε εκείνος ο ξερός βήχας, άγριος,υπόκωφος και το αίμα να πετάγεται ποτάμι από τα ξέψυχα στηθάκια και να πιτσιλάει τους χορταρένιους τοίχους και τα φουστάνια της Ασήμως.
-Καλυψούλα,αύριο είναι της Παναγίας,θα πάω στο πανηγύρι και θα σου φέρω εκείνη την κούκλα που σου έταξα .Θα έχουν όσες θες οι εμπόροι από την Κρέστενα,θα σου πάρω την καλύτερη και θα στη φέρω σαν θα σχολάσει η εκκλησιά. Κατάλαβα πως μου χαμογέλασε πάλι, πως μου έγνεψε ναι, με το κεφάλι, κάτι σαν «τράβα δάσκαλε και θα σε περιμένω να μου τη φέρεις» και μετά έπεσε και κείνη στο λήθαργο του Διαμαντή.
Ανήμερα, με τη «δεύτερη καμπάνα», ήμουνα στην εκκλησιά.΄Εκατσα απέναντι από το εικόνισμα της Παναγιάς, την έβλεπα καρσί και όπως δεν προσευχόμουνα ποτές, μου ήρθε παράξενο που κοίταζα το εικόνισμα στα μάτια και είχα βουρκώσει. Της μίλαγα κιόλας,θυμάμαι ακριβώς τι της έλεγα: -Κράτα τα Παναγιά μου ζωντανά, μέχρι να τελειώσει η λειτουργία σου, να πάρω της Καλυψώς την κούκλα,να της την πάω της καψερής που καρτερεί.Δε σου λέω να τα κάνεις καλά, ξέρω πως δεν έχουν πια πνεμόνια. Μα, κάνε το θάμα σου και άστα να ζήσουν σήμερα,που είναι η δικιά σου μέρα να πάρουν ένα ψίχουλο χαράς απ το δικό σου χέρι. Αυτό μονάχα σου ζητώ.
Πρέπει να έκλαιγα με λιγμούς,με κοίταζε ο κόσμος, ντράπηκα, βγήκα έξω,να ανάψω ένα τσιγάρο να καλμάρω. Κάθισα στη ρίζα στο πλατάνι, κάπνιζα και συλλογιόμουνα τα παιδιά. Με τα πολλά, σχόλασε ο παπάς την εκκλησία, βγήκε ο κόσμος στην αυλή,άνοιξαν και οι μικροπωλητές τις πραμάτειες. Η κούκλα ήταν στο δεύτερο ράντζο πάνω, μια κόκινη πάνινη κούκλα,με κραγιόν στα χείλη και κρεμασμένο πενταγιόν στο στήθος. Δίπλα της ένας παλιάτσος, ντυμένος παράξενα ,με μια μύτη πράσινη και μεγάλη.Τα άρπαξα, πλήρωσα και έφυγα βουή για τη Μούσγα.
Πήδαγα τις ριζιμιές και τα ρέματα σαν ελάφι,να προφτάσω, είχα υπόσχεση δώσει στη μικρή και θα περίμενε τη κούκλα της. Και όλο έτρεχα και έτρεχα να φτάσω και ήμουνα σίγουρος πως η Παναγιά θα κάνει το θάμα της και θα με περιμένουν τα παιδιά. Συλλογιζόμουν πως θα απόθαγα τα δώρα τους στα ανήμπορα χεράκια πάνω, θα χαμογέλαγαν ευτυχισμένα και μετά…ας γινόταν ό τι ήταν να γενεί.
Στο σύνορο, που χώριζε τα χωράφια μας, άκουσα το ουρλιαχτό της μάνας και το μοιρολόγι που έπιασε να σέρνει. ΄Εδινε συμβουλές στα άμοιρα πώς να διαβούν τον κάτω κόσμο,πώς να ζητήσουν και να βρουν τον κύρη τους και τους έλεγε, τους έλεγε και τα μάλωνε που φύγαν και έκλαιγε με σπαραγμό, πεσμένη πάνω στα άψυχα κορμάκια. Στάθηκα αποσβολωμένος, κοίταζα μια τα νεκρά παιδιά και τη μάνα που σπάραζε μια την κόκινη κούκλα και τον παράξενο παλιάτσο.
Μετά, βουρλίστηκα, με έπιασε παράπονο στην αρχή, πόνος, μετά πλημμύρισα μανία και οργή. Πήρα πάλι να πηλαλάω στο πουθενά μέσα στο λόγγο, με τα πάνινα ανθρωπάκια στα χέρια, να τα ανεμίζω και να ουρλιάζω και να παγαίνω, να παγαίνω για ώρες, μπορεί κι ολόκληρη τη μέρα να έτρεχα,να ήμουνα χαμένος στα διάσελα και τα ρουμάνια.
Κι από τότε, που λες, έκοψα τις σχέσεις μου με τη θρησκεία .Δεν ματαμπήκα σε εκκλησιά».
Είπε και σαν να είδα πως τρέχαν δάκρυα από τα μάτια του. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος ,γιατί σηκώθηκε απότομα και πήγε να αλλάξει το νερό, που είχε ξεχειλίσει στην αυλακιά, όση ώρα μου διηγιόταν το παράπονό του από την Παναγιά την Καρκαλού την Κουφοπλιώτισσα.