΄Οσοι έχουμε απαλλαγεί από τα εθνικιστικά σύνδρομα και την παραίσθηση του περιούσιου λαού (έξυπνος, ηρωικός, απόγονος σοφών, φιλόξενος και λοιπά και λοιπά, ηχηρές, και ως κύμβαλα αλαλάζοντα, παρλαπίπες! ) ξέρουμε μετά βεβαιότητας πως είμαστε ένας λαός της κομπίνας, της διαφθοράς, της απάτης , της ατιμίας, του ρατσισμού και της τσαπατσουλιάς). Ως λαός πρώτα, λέμε, μετά ως κυβέρνηση και γκεμπελικό αληταριό.
Τρεις σχεδόν εβδομάδες απών από Ελλάδα, τον φυσικό αυτό παράδεισο που θέλησε ο θεός να τον κάνει τέτοιο και όταν είδε και ο ίδιος την ομορφιά του θαμπώθηκε και είπε μέσα του. “Πεντάμορφη χώρα η Ελλάδα, θα ζηλέψουν οι άλλες. Τί να κάνω; Το βρήκα. Θα βάλω να την κατοικήσει ένας λαός ο… χειρότερος απ΄όλους”! Κι έτσι κράτησε τις ισορροπίες από τη ζήλεια για την ομορφάδα της χώρας , γιατί όταν οι ξένοι ακούνε ΄Ελληνας…κρατάνε της μύτη τους και τρέχουν!
Σε 7 αφρικανικές χώρες ταξιδιώτης και δεν με πείραξε κανείς. Μόνο στο Ανταναναρίβο (Τάνα) μου άρπαξε ένας “ταχυδακτυλουργός” το τάμπλετ σε κλάσμα δευτερολέπτου. Την επόμενη, τον πιάσανε, ήταν… Γάλλος, είχε προλάβει όμως και το είχε “σκοτώσει” για 20 δολάρια! Πουθενά δε με έκλεψαν, δε με πρόσβαλαν, δε με θεώρησαν ηλίθιο ή είδος προς εκμετάλλευση. Μια χαρά κόσμος . Κι ας ζει μέσα στην ανέχεια που τον καταδίκασαν οι…χριστιανικές αυτοκρατορίες της Ευρώπης για να κλέψουν τον πλούτο της Μαύρης Ηπείρου. Τα είπαμε.
Η μόνη διαφορά μας ήταν το χρώμα! Μαύροι τούτοι με κάτι σώματα, θεέ μου, ούτε χορευτές επαγγελματίες! Ασπρουλιάρης εγώ. Γέλιο, χαρά, κλάμα, πόνος, ανάγκες, όλα ίδια. Και η 100χρονίτισα σε ένα χωριό στην Τοαμασίνα της Μαδαγασκάρης, δεν κρατήθηκε στην απορία της. Ο φίλος και συνοδοιπόρος , κατάλαβα πως δεν ήθελε να μου μεταφράσει τί ρωτάει. Τον πίεσα. -Λέγε ρε, τί κωλώνεις; “Καλά, θα σου πω”, μου λέει, “αλλά, μην παρεξηγηθείς. Η γιαγιά ρωτάει, γιατί όλοι εσείς οι λευκοί έχετε ίδια μούρη!” ΄Επαθα. Γύρισα χρόνια πριν στο Περιστέρι. Φοιτητής. Στη γιορτή μου, είχα καλέσει σπίτι συμφοιτητές. Μεταξύ τους και ο Χαϊλέ και ο ΄Ατζμπαχα από την Αιθιοπία. Μόλις τους βλέπει η κυρά Παναγιώτα η μάνα μου, μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά, δεν κρατήθηκε και τούτη και σε άπταιστη, καθαρή γλώσσα καρδιάς, τους το πέταξε. “Είστε τόσο καλά παιδιά . Το βλέπω στα μάτια σας. Αλλά, παιδάκι μου, γιατί όλοι εσείς οι μαύροι μοιάζετε σαν δυο σταγόνες νερό;” (!)
Φτάνω 6 το πρωί Ελευθέριο Βενιζέλο με Aegean Airlines. Πάω να πάρω τη βαλίτσα μου, πουθενά. Την είχαν παρατήσει στο Κάιρο. Και άλλοι 3 επιβάτες μαζί μου πάθανε την ίδια πλάκα. 15 αεροδρόμια άλλαξα, η βαλίτσα μου πρώτη με περίμενε. Στο αεροδρόμιο της Αθήνας , τη χάσανε. Μια φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη από Νιγηρία, που είχε την αφροσύνη να αφήσει μέσα στη βαλίτσα τα κλειδιά της και άλλα «ζωτικά» της υπάρχοντα, να κλαίει με λυγμούς. Και ο τραμπούκος ΄Ελληνας υπάλληλος, λίγο έλειψε να την πλακώσει στο ξύλο, γιατί διαμαρτυρήθηκε για την τσαπατσουλιά και την ανευθυνότητα της εταιρίας. “Αν δε σου αρέσει, κυρά μου, κάτσε στη χώρα σου” , της κάνει ο Χρυσαυγίτης! Κατά τα άλλα…τουριστική χώρα που περιμένει για καλοκαίρι 30 εκατομμύρια κόσμο. Πάει αυτό.
Τρέμουμε από νεύρα οι 4 παθόντες . Πάμε, λέμε, να πιούμε έναν καφέ και να φάμε μια τυρόπιτα να ηρεμήσουμε. Καθόμαστε στο καφέ , 4 φρέντο και 4 τυρόπιτες 40 ολόκληρα ευρώπουλα! Και σκέφτομαι. Στα αεροδρόμια που άλλαζα, καφέ πάνω από 2 ευρώ δεν πλήρωσα πουθενά! Στην Addis Ababa σε ένα τεράστιο διεθνές αεροδρόμιο, καφές διπλός, καλοφτιαγμένος, κρουασάν , μπουκάλι μεγάλο νερό, 2, 5 ευρώ! Στην Ελλλάδα της φτώχειας και της σύνταξης των 600 ευρώ, ένα φρέντο νεροζούμι και μια τυρόπιτα άψητη, κοστίζουν ένα ολόκληρο 10άρικο!
Βγαίνουμε οι τέσσερις από το αεροδρόμιο, ληστεμένοι , χωρίς τα πράγματά μας και την αξιοπρέπειά μας, λέμε, ας πάρουμε ταξί να μας αφήσει Σύνταγμα και ό,τι γράψει δια 4. Μπαίνουμε στο ταξί , με το που περνάμε την Αγία Παρασκευή μας λέει ο ταξιτζής ” Θα μου δώκετε 100 ευρώ αντί για 200 που θα πληρώνατε καθένας ,αν παίρνατε ξεχωριστά ταξί”. Του λέω, “είμαστε παρέα, γιατί να πληρώσουμε με το κεφάλι;” Απάντηση . “Κόβω εγώ, μεγάλε, δεν είσαστε παρέα, 3 αράπηδες και ένας ΄Ελληνας πού κολλάτε;”!
Με τα πολλά, φτάνω στο αυτοκίνητο που έχω παρκάρει κανονικά και με το νόμο κοντά στο πεδίον του ΄Αρεως. Κοιτάω, παράθυρο συνοδηγού σπασμένο, το ντουλαπάκι αδειανό, πορτμπαγκάζ με μπουφάν μέσα, σακ βουαγιάζ ,εργαλεία και άλλα πράγματα, έχουν κάνει φτερά. Ρεζερβουάρ ανοιχτό. Μέχρι βενζίνη είχαν ρουφήξει με λάστιχο! Εν τάξει. Αστυνομία εδώ και χρόνια δεν πάω, ξέρω τί θα μου πουν. Κάνε μήνυση κατά …αγνώστων!
Παίρνω ξανά ταξί, βρίσκω Αχαρνών βενζινάδικο, κοιτάζω… 2,48 η βενζίνη! (1 ευρώ στη Μαδαγασκάρη!) Με το μπιτόνι που μου χρέωσαν 13 ευρώ, πάει το 50ευρω +15 το ταξί, πήγαινε- έλα!
Ρίχνω τη …βενζίνη, πάω να βάλω μπροστά, δεν έπαιρνε με τίποτα το αμάξι. Κόντεψα να ξελιγώσω την μπαταρία. Παίρνω οδική βοήθεια, μου έρχονται μετά από μιάμιση ώρα, “μεγάλε”, μου κάνει ο…μεγάλος, “στραβός είσαι; Αυτό που έριξες δεν είναι βενζίνη. Μπόμπα είναι, σαν το τζιν που πίνεις στα μπιτσόμπαρα”!
Δεν αντέχω άλλο. Δυο ώρες έχω που γύρισα σε αυτή τη χώρα, τη χώρα μου και νιώθω κουρέλι, ξεφτιλισμένος διαπομπευμένος, ξαβράκωτος! Θέλω να ουρλιάξω, να βάλω τα κλάματα, αλλά κρατιέμαι. Δε θέλω να με δει έτσι η Βανέσα, που την αγγάρεψα να με πάει στην Εύβοια. Της έλεγα πάντα να είναι σκληρή, να μην το βάζει κάτω, ακόμα και στον πάτο του πηγαδιού κι αν βρεθεί. Πάντα υπάρχει λύση. «Δάσκαλε που δίδασκες» να καταντήσω;
Φτάνουμε Χαλκίδα, περνάμε. Από ΄Εξω Παναγίτσα- Αρτάκη μέχρι Πολιτικά, αντικρύζω την τεράστια παραλία με ένα μπλε, διάφανο νερό, χρυσαφένιες αμμουδιές, ένα καταγάλανο, τσίτσιδο πάνω από το κεφάλι μου ουρανό, μια ζωγραφιά, μια ποίηση. Παθαίνω.
Στο “Ζέφυρο” κάνουμε στάση. Θέλω να βουτήξω σε αυτά τα άγια νερά, σαν σε κολυμπήθρα του Σιλωάμ να γιατρευτώ από τον πόνο της ψυχής. Κόβω μια βουτιά, μια δεύτερη και γίνομαι ξανά περδίκι! Σε δευτερόλεπτα μέσα . Νιώθω την αδρεναλίνη στο αίμα να με ανεβάζει σε ύψη μεσούρανα. Τώρα, μπορώ να τα βάλω με όλους τους δαίμονες. Δεν κωλώνω με τίποτα.
Και ξανασκέφτομαι αυτό που έλεγα στην αρχή: Θέλησε, λέει, ο θεός να κάνει την Ελλάδα παράδεισο. Κι όταν είδε και ο ίδιος την ομορφάδα της, θαμπώθηκε και είπε μέσα του. “Πεντάμορφη τούτη η χώρα, θα ζηλέψουν οι άλλες. Τί να κάνω; Το βρήκα. Θα βάλω να την κατοικήσει ένας λαός ο… χειρότερος απ΄ όλους”! Κι έτσι κράτησε τις ισορροπίες από τη ζήλεια των άλλων για την ομορφάδα της χώρας , γιατί όταν οι ξένοι ακούνε ΄Ελληνας…κρατάνε της μύτη τους και τρέχουν.
Εγώ δεν το βάζω στα πόδια. Τα λαμόγια, οι ξετσίπωτοι, οι παλιάνθρωποι, οι ρατσιστές δε θα με διώξουν από τον τόπο μου. Αν είναι να φύγουν κάποιοι, θα είναι τούτοι. Ο τόπος αυτός είναι Παράδεισος. Ελλαδίτσα! Καμάρι μου ! Και στον παράδεισο, ως γνωστό μένουν άγγελοι. ΄Όχι …΄Ελληνες!
Και …δεν είμαστε αδέρφια, ρε, όπως λέτε σεις. Εμένα τ΄αδέρφια μου είναι στις “Αφρικές” όλου του κόσμου. Πατρίδα μου …”πάσα γης, πατρίς”. Και χώρα μου , τούτο το “διαμάντι της Φύσης”, που το έριξε ο θεός στη γη κι εκείνο πήγε και κάθισε στην κάτω μεριά στα Βαλκάνια , στην κορυφή στη Μεσόγειο, δίπλα σε Αγαίο και Ιόνιο.
Καλότυχος ποιος γεννήθηκε και ζει σε τέτοιο τόπο!