ΟΙ “ΝΑΙΜΕΝΑΛΛΑΚΗΔΕΣ” ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΧΙΤΛΕΡ

                                                          ************

«Κάθε Ρώσος έχει έναν συγγενή στην Ουκρανία… Νομίζω ότι το χειρότερο πράγμα που έχω ακούσει είναι ότι Ρώσοι γονείς τηλεφωνούν στα παιδιά τους στην Ουκρανία και εκείνα τους λένε «Αυτό είναι φρικτό, μας βομβαρδίζουν, τι θα κάνουμε;». Και οι γονείς λένε «όχι δεν βομβαρδίζεστε, μην ακούτε την προπαγάνδα, ήρθαμε να σας ελευθερώσουμε».

 (Στους  ΄Ελληνες Γκέμπελς ,συνομοταξίας  Δ. Κανελλόπουλου-Τ. Παππά,  με πολύ…σιχτίρ, παλιάνθρωποι)

_____________________________________________________________________

 

Οι “υποκατακλινόμενοι υμιν αυτοίς” (γλείφτες)   και οι “ναι, μεν, αλλά” ή  “ισαποστάκηδες”  ( και με αυτούς και με τους άλλους)  στις κοινωνίες της ελληνικής  αρχαιότητας και όχι μόνο για τους  σοφιστές (*) και τους ποιητές (**), ήταν επαίσχυντο είδος.  Συνήθως, όπως πιστεύει ο  Σοφοκλής , επειδή “τα πιάνανε”, άλλος πολλά,  άλλος λίγα .

΄Οπως και να έχει για όποια αιτία κι αν κρατάς επαμφοτερίζουσα στάση σε ζητήματα που είναι  “άσπρο μαύρο”,(***) είσαι και τότε και σήμερα κατάπτυστος, όσο κι αν ,  όταν σε  φτύνουν,  εσύ μετά χαράς  και υπερηφανείας , λες τη ροχάλα …δρόσο!

Οι Γκέμπελς στις παραμονές του Β παγκοσμίου  πολέμου,  είτε ήσαν Γερμανοί ,είτε ξένοι(****), δούλευαν,  οι μεν με την προπαγάνδα τους, οι δε με τη σιωπή τους για την άνοδο του Ναζισμού και προετοίμασαν  το κακό που ακολούθησε .  Κι  η φάρα αυτή δεν αλλάζει στον αιώνα τον άπαντα.

 

 

Το 2014, όταν  ο Νέος Χίτλερ της Ρωσίας εισέβαλε σε μια ανεξάρτητη χώρα και  διχοτόμησε την Ουκρανία,  οι Γκέμπελς παγκοσμίως  σιώπησαν. Το ίδιο ακριβώς που έκαναν και  τότε με το   Χίτλερ της Γερμανίας. Κάλυψαν για τους τυπικούς λόγους που το κάνουν πάντα την επικαιρότητα και έκτοτε … σιγή ιχθύος. .Ούτε το μέγα έγκλημα είδαν και ακόμα  χειρότερα,  δεν διέβλεψαν  τον κίνδυνο.

΄Αλλά, όλα τότε ήταν ξάστερα ,  ηλίου φαεινότερα για το τί θα επακολουθούσε   για όσους είχαν καθαρή ματιά και  ευαίσθητη μύτη. Τούτοι “αγρόν ηγόρασαν”.  Και όχι μόνο στη χώρα μας. Ελάχιστοι ξεκαθαρίσαμε τον κίνδυνο από τότε και με την απελπισία  του πνιγμένου, πιανόμασταν  απ’ο τα μαλλιά μας. Αλλά,  “φωνή βοώντος  εν τη ερήμω”. Τούτοι είχαν και το πεπόνι και το μαχαίρι.   Τα Μέσα προπαγάνδας,, το χρήμα,  το θράσος και την αναισθησία.

Σήμερα, που έγινε το κακό, οι Γκέμπελς  σαν να επρόκειτο για κεραυνό εν αιθρία, βγήκαν φουριόζοι και  το περιγράφουν στην ουσία αποστασιοποιημένοι όλοι τους από τα τραγικά δρώμενα. Απλώς, κάνουν τη δουλειά  τους, αφού πληρώνονται για  να λένε όσα γράφουν και μεταδίδουν.

(Στην Ελλάδα έκαναν το ίδιο  με τη χρεοκοπία της ΄χώρας. το 2007/8. Σιωπούσαν για να σώσουν τον Κ. Καραμανλή.  Και όταν  τούτος πέρασε  ασφαλής στην απέναντι βγήκαν λάβροι και κατακεραύνωναν, γενικώς και αορίστως, τους…δράστες.  Στη νέα χρεοκοπία  της χώρας ,με Κυριάκο  Μητσοτάκη τώρα,  ακολουθούν  κατά γράμμα το ίδιο σενάριο.  ΄Ατιμη φάρα!).

Μάλιστα, κάποιοι Γκεμπελίσκοι,  ,εντελώς θρασείς και   εξαρτημένοι από το μισθό τους (διάβαζε αργύρια προδοσίας) , όταν το  δράμα τη  Ουκρανίας  αυτή την ώρα    βρίσκεται  στην κορύφωσή του, βγαίνουν  με  ανατριχιαστικά ,κατάπτυστα  κείμενα ,  για να αποδώσουν τάχα “τα του Καίσαρος  τω Καίσαρι”.  Τόσο  παλιάνθρωποι και αργυρώνητοι.

Θα πει για δαύτους πάλι ο Σοφοκλής:

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν

οἷον ἄργυρος

κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε·

πανουργίας δ᾽ ἔδειξεν

ἀνθρώποις ἔχειν

καὶ παντὸς ἔργου δυσσέβειαν

εἰδέναι.

 

Γιατί όπως τα χρήματα

ανάμεσα στους ανθρώπους

κανένα κακό δεν βλάστησε.

 

Και δείχνουν στους

ανθρώπους πανουργίες

και κάθε ανόσιο έργο

να γνωρίζουν

 

_____________________________________________

(*) Πλάτων, Πολιτεία [336b]

 

Καὶ ἐγώ τε καὶ ὁ Πολέμαρχος δείσαντες διεπτοήθημεν·
ὁ δ’ εἰς τὸ μέσον φθεγξάμενος, Τίς, ἔφη, ὑμᾶς πάλαι φλυαρία
[336c] ἔχει, ὦ Σώκρατες; καὶ τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους ὑπο-
κατακλινόμενοι ὑμῖν αὐτοῖς; ἀλλ’ εἴπερ ὡς ἀληθῶς βούλει
εἰδέναι τὸ δίκαιον ὅτι ἔστι, μὴ μόνον ἐρώτα μηδὲ φιλοτιμοῦ
ἐλέγχων ἐπειδάν τίς τι ἀποκρίνηται, ἐγνωκὼς τοῦτο, ὅτι
ῥᾷον ἐρωτᾶν ἢ ἀποκρίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἀπόκριναι καὶ
εἰπὲ τί φῂς εἶναι τὸ δίκαιον. καὶ ὅπως μοι μὴ ἐρεῖς ὅτι τὸ
[336d] δέον ἐστὶν μηδ’ ὅτι τὸ ὠφέλιμον μηδ’ ὅτι τὸ λυσιτελοῦν μηδ’
ὅτι τὸ κερδαλέον μηδ’ ὅτι τὸ συμφέρον, ἀλλὰ σαφῶς μοι
καὶ ἀκριβῶς λέγε ὅτι ἂν λέγῃς· ὡς ἐγὼ οὐκ ἀποδέξομαι
ἐὰν ὕθλους τοιούτους λέγῃς.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. 

 

Κ’ εγώ κι ο Πολέμαρχος ζαρώσαμε από το φόβο μας. Εκείνος έκραξε στη μέση: Τι είναι αυτή η φλυαρία που σας κρατεί τόση ώρα, Σωκράτη; και τι μας παίζετε τους κουτούς, που προσποιείσθε πότε ο ένας πότε ο άλλος πως πέφτει στο πάλαιμα; Μ’ αν θέλης αληθινά να γνωρίσης τι είναι το δίκαιο, να μην περιορίζεσαι να ερωτάς μόνο και να ικανοποιής τη ματαιοδοξία σου με το να ελέγχης τις αποκρίσεις των άλλων, αλλά ν’ αποκριθής και συ ο ίδιος και να μας πης τι λέγεις πως είναι το δίκαιο· πρόσεχε όμως να μη μου απαντήσης πως είναι εκείνο που ταιριάζει, εκείνο που ωφελεί, ή εκείνο που φέρνει κέρδος, ή εκείνο που συμφέρει, αλλά να μου λες καθαρά και ξάστερα ό,τι έχεις να πης· γιατί εγώ δεν είμαι από κείνους να τα χάφτω, αν μας λες τέτοια αερολογήματα.

(**)ΣΟΦΟΚΛΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ

σοὶ δ΄ εἰ δοκεῖ͵

ἀτιμάσασ΄ ἔχε

τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα΄.

ΙΣΜΗΝΗ

Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι͵

ἔφυν

ἀμήχανος

Μετάφραση:

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εσύ αν νομίζεις σωστό

περιφρόνα

όσα είναι τίμια για τους θεούς.

ΙΣΜΗΝΗ

Εγώ βέβαια δεν τα περιφρονώ

Αλλά από τη φύση μου

είμαι αδύνατη

(***)Ενοχλεί η πολιτική της στάση

Θα τη δεις στο φεστιβάλ της ΚΝΕ με υψωμένη γροθιά, σε αντιπολεμικές συναυλίες, σε εκδηλώσεις συμπαράστασης σε αναρχικούς και φυλακισμένους, στο Athens Pride, αλλά όχι στις συγκεντρώσεις υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα ● Η Νατάσα Μποφίλιου μπήκε στο στόχαστρο και των δεξιών και των ακροκεντρώων, επειδή τραγούδησε κατά του πολέμου εκφράζοντας την αντίθεσή της σε κάθε ιμπεριαλισμό.

Eίναι η δεύτερη φορά που η Νατάσα Μποφίλιου μπαίνει στο στόχαστρο των δεξιών και των ακροκεντρώων (δηλαδή των νεοδεξιών). Την πρώτη φορά ήταν με μία συνέντευξή της εδώ, στην «Εφ.Συν.». Τους ενόχλησε τότε η αναφορά της στην Ευρωπαϊκή Ενωση: «Φυσικά και είναι [δικτατορία η Ευρωπαϊκή Ενωση]. Θα ήταν ωραίο να γινότανε μια παγκόσμια επανάσταση. Εγώ στα βάθη της ψυχής μου είμαι τροτσκίστρια. Θα μου πεις, βέβαια, είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο; Μακάρι να υπήρχε ένας ηγέτης να τα παρατήσω όλα και να πάω μαζί του στο βουνό. Αλλά τώρα αισθάνομαι εντελώς παροπλισμένη».

Τους ενόχλησε και αυτό: «Αλλά σε αυτό το σύστημα, από τη στιγμή που είσαι μέσα στο σύστημα, δεν μπορείς να κάνεις την ανατροπή. Η επανάσταση γίνεται μόνο από τον λαό. Ψηφίζω ΚΚΕ, αν και διαφωνώ σε πολλά σημεία, για δυο λόγους: επειδή το νιώθω ως τιμή για την οικογένειά μου και τους παππούδες μου που ήταν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και σκοτώθηκαν στην Αντίσταση κι επειδή πιστεύω στην οργανωμένη πάλη».

Τώρα της επιτέθηκαν επειδή αναφέρθηκε στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους γενικά. «Καλέστηκα σε μία αντιπολεμική συναυλία από φοιτητικούς συλλόγους. Να πω δυο αντιπολεμικά τραγούδια. Είπα ναι. Οπως λέω τόσα χρόνια σε δράσεις σαν αυτή. Η θέση μου είναι ολιστική ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Για μένα αυτό είναι το αίτημα», έγραψε μεταξύ άλλων. Και βέβαια ήταν ξεκάθαρα, πιο ξεκάθαρα δεν γίνεται, εναντίον του Πούτιν: «Καταδικάζω την άθλια εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία».

Τι παραπάνω να έλεγε η γυναίκα, τέλος πάντων; Ωστε να μη θυμώσει ο Αντώνης Καφετζόπουλος: «Η Μποφίλιου τελικά θα τραγουδήσει υπέρ των λαών γενικώς; Κατά των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε.-Ρωσίας, με αυτή την αχταρμά σειρά; Ελα ρε κοπελιά» έγραψε στο facebook και ο διασυρμός του ηθοποιού ήταν πλήρης. Τι παραπάνω να έλεγε η γυναίκα τέλος πάντων ώστε να μη θυμώσουν οι νεοδεξιοί αρθρογράφοι και σκιτσογράφοι των «Νέων», της «Καθημερινής» και άλλων;

Η Νατάσα Μποφίλιου είναι μία εξαιρετική τραγουδίστρια. Πιθανότατα η καλύτερη της γενιάς της. Και σίγουρα από τις πιο επιτυχημένες – όπου παίζει κάνει sold out. Για δοκιμάστε να κλείσετε εισιτήριο στο Vox της Ιεράς Οδού που εμφανίζεται κάθε Σάββατο και θα με θυμηθείτε. Από τις 19 Φεβρουαρίου που άνοιξαν ξανά τα μαγαζιά είναι κάθε Σάββατο γεμάτη.

Αλλά η Νατάσα είναι και σταθερή στις παρέες της, επαγγελματικές και προσωπικές. Πάντα έχει τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο στο πλευρό της, είτε στα άλμπουμ της είτε στις συναυλίες της. Ο πρώτος τής γράφει τη μουσική και ο δεύτερος τους στίχους. Δεν τους έχει «πουλήσει» τόσα χρόνια!

Οσο για πετυχημένους δίσκους και τραγούδια, μεγάλος ο αριθμός τους: «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» (το τραγούδι που δεν αρέσει στον Καφετζόπουλο), «Το μέτρημα», «Σ’ έχω βρει και σε χάνω», «Εν λευκώ», «Κοίτα εγώ», «Συνέχεια στα όρια» και πολλά ακόμα. Ο τελευταίος της δίσκος λέγεται «Εποχή του Θερισμού».

Βέβαια τα τραγούδια μπορεί να σου αρέσουν, μπορεί και όχι. Η Νατάσα δεν (τους) ενοχλεί για τα μουσικά της. Τους ενοχλεί η πολιτική της στάση. Το θάρρος της γνώμης της. Γιατί την Μποφίλιου θα τη δεις στο φεστιβάλ της ΚΝΕ με υψωμένη τη γροθιά. Θα τη δεις σε αντιπολεμικές συναυλίες.

Θα τη δεις σε εκδηλώσεις υπέρ των δικαιωμάτων αναρχικών και φυλακισμένων. Θα τη δεις να είναι το Νο 1 πρόσωπο στην κεντρική συναυλία του Athens Pride (άλλωστε αποτελεί icon). Θα τη δεις παντού εκτός, εννοείται, από τις εκδηλώσεις υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα.

Οι καλλιτέχνες όμως, σκέφτομαι, έχουν άλλη ιδιοσυγκρασία. Ισως και να στενοχωριούνται όταν τους επιτίθεται μέσω των social media ο συρφετός των νεοδεξιών του ακραίου κέντρου. Πού να ήξεραν ότι στην πραγματικότητα αυτές οι επιθέσεις είναι τα παράσημά τους. Δεν ξέρω πώς σκέφτεται η Νατάσα Μποφίλιου, πώς θα νιώθει τις τελευταίες ημέρες.

Πέραν των κυμάτων αγάπης και υποστήριξης που (θα) έχει δεχτεί, πρέπει να σκεφτεί σε τι κατάσταση θα ήταν αν όλοι αυτοί, οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι και σκιτσογράφοι, την εκθείαζαν. Κάτι πολύ λάθος θα είχε κάνει. Το σκέφτεστε να την αποθέωνε ο Αντώνης Καφετζόπουλος; Ανατριχιαστικό.

Γιατί την επιλέξαμε

Η Νατάσα Μποφίλιου κατηγορήθηκε (από κάποιους) επειδή δεν περιορίστηκε στην αντίθεσή της στον πόλεμο της Ουκρανίας, αλλά εξέφρασε την αντίθεσή της και σε άλλους, παλιότερους, ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Αν ο Πούτιν είναι δολοφόνος, γιατί μιλούν μαζί του;

Είναι ο Πούτιν εγκληματίας πολέμου; Ναι, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος είχε αποκαλέσει τον Ρώσο πρόεδρο δολοφόνο πριν από μερικούς μήνες σε συνέντευξή του. Εχει εισβάλει σε ανεξάρτητη χώρα, έχει καταλάβει τμήματα της επικράτειάς της, βομβαρδίζει πόλεις, σκοτώνει αμάχους, οδηγεί στην προσφυγιά πολίτες της Ουκρανίας. Αυτό είναι το κατηγορητήριο. Γεννιούνται έτσι ορισμένα ερωτήματα.

Αν ο Πούτιν είναι δολοφόνος, γιατί συναντήθηκε μαζί του; Γιατί προσπαθούσε να βρει μια λύση στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία, η οποία είχε δηλώσει με τον πιο σαφή τρόπο ότι δεν θα ανεχτεί την παρουσία ΝΑΤΟϊκών επιθετικών όπλων στην αυλή της; Αν ο Πούτιν είναι δολοφόνος, γιατί ο υπουργός του, Μπλίνκεν, συνομιλούσε με τον ομόλογό του Λαβρόφ πριν από την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία; Γιατί αντάλλασσαν έγγραφα όπου υπήρχαν τα αιτήματα της μιας και της άλλης πλευράς; Με δολοφόνους δεν κάθεσαι στο ίδιο τραπέζι γιατί είναι σαν να αναγνωρίζεις, ενδεχομένως και να δικαιολογείς, τις δολοφονικές πράξεις τους.

Αν ο Πούτιν είναι εγκληματίας πολέμου, γιατί δεν διακόπτεις τις διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία; Η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα λειτουργεί, η πρεσβεία της Ρωσίας στην Ουάσινγκτον λειτουργεί, οι δύο χώρες συνυπάρχουν στον ΟΗΕ. Αν ο Πούτιν είναι δολοφόνος και εγκληματίας πολέμου, γιατί ο Αμερικανός πρόεδρος δεν ζητάει από τους Δυτικούς συμμάχους του να μην παρεμβαίνουν στη διένεξη; Γιατί τους αφήνει να επικοινωνούν μαζί του και να μεσολαβούν ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και να αποσυρθούν τα ρωσικά στρατεύματα;

Γιατί δεν εκφράζει τη δυσφορία του στον Μακρόν, τον Σολτς, τον Ερντογάν, οι οποίοι κρατούν ανοιχτούς διαύλους επαφής με έναν δολοφόνο και εγκληματία πολέμου; Εχει νόημα να συζητάς με έναν εισβολέα και να περιμένεις απ’ αυτόν να εγκαταλείψει τα σχέδιά του αν και σου έχει καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθεται να διαπραγματευτεί τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει (προσάρτηση της Κριμαίας, αναγνώριση των αυτοαποκαλούμενων λαϊκών δημοκρατιών) και δεν πρόκειται να μείνει άπραγος στην επιχείρηση περικύκλωσης της χώρας του από το ΝΑΤΟ;

Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια ρητορική πιρουέτα του Μπάιντεν που έχει στόχο να ακυρώσει την κριτική που δέχεται στη χώρα του από τους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά και από παράγοντες του κόμματός του που ζητούν πιο αποφασιστική στάση υπέρ της Ουκρανίας και πιο δυναμικές απαντήσεις και στο στρατιωτικό και στο οικονομικό επίπεδο, ώστε να υποχρεωθεί ο Πούτιν να συνθηκολογήσει; Μήπως είναι μια προσπάθεια του Μπάιντεν να διασκεδάσει τις πολύ άσχημες εντυπώσεις που προκάλεσε η απόφασή του να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ηττημένες, παραδίδοντας τη χώρα στα χέρια των Ταλιμπάν, τους οποίους η υπερδύναμη πολεμούσε επί είκοσι χρόνια; Μήπως τελικά τα περί παραβίασης του διεθνούς δικαίου είναι πομπώδη λόγια για εσωτερική και διεθνή κατανάλωση; Υπάρχει περίπτωση ο κατά τον Μπάιντεν δολοφόνος και εγκληματίας πολέμου Πούτιν να οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου;

Σε ποιο δικαστήριο; Σ’ αυτό που δεν αναγνωρίζουν ούτε η Ρωσία ούτε όμως και οι ΗΠΑ; Αυτές για ευνόητους λόγους γιατί έχουν πλούσια παράδοση εισβολών, πραξικοπημάτων, αεροπορικών επιθέσεων, δολοφονιών αμάχων σε κάθε γωνιά του πλανήτη και δεν θα ήθελαν να βρεθούν απολογούμενες. Αλλωστε, σύμφωνα με το αφήγημά τους, ο δικός τους ιμπεριαλισμός είναι ηθικός, των εχθρών τους είναι ανήθικος. Μήπως θα παραπεμφθεί ο Πούτιν σε κάποιο άλλο διεθνές δικαστήριο που θα συγκροτηθεί ειδικά για την περίπτωση της Ουκρανίας; Τέτοια ειδικά ποινικά δικαστήρια, όπως αναφέρει ο καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Αντώνης Τζανακόπουλος, «είχαν ιδρυθεί για τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα – αυτό ήταν όμως με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, που εδώ είναι αδύνατη λόγω ρωσικού βέτο» («Η Εφημερίδα των Συντακτών» 14.2.2022). Εκτός αν ο Μπάιντεν και κάποιοι άλλοι Δυτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι ο Πούτιν θα παραδοθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ύστερα από αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία.

Υπόθεση εργασίας: Ο πόλεμος τελειώνει, η Ρωσία παραμένει στην Κριμαία και στις αυτοαποκαλούμενες λαϊκές δημοκρατίες, οι Ουκρανοί θρηνούν τους νεκρούς τους, οι πρόσφυγες επιστρέφουν στις κατεστραμμένες εστίες τους και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, ο ουκρανικός εθνικισμός φουντώνει, η πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι η χώρα τους δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και θα περάσουν χρόνια μέχρι να πετύχει (αν πετύχει) να μπει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι κυρώσεις σιγά σιγά αποσύρονται, ειδικά εκείνες που πλήττουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεχίζουν να μιλούν με τον Πούτιν, δεν αποκλείεται να το κάνουν και οι Αμερικανοί, οι κακόφημοι Ρώσοι ολιγάρχες βαφτίζονται ξανά ευυπόληπτοι επενδυτές και το διεθνές δίκαιο επιστρέφει στη φυσική θέση του, δηλαδή στις αναλύσεις των ειδικών, στα διδακτορικά των υποψήφιων καθηγητών και στις διακηρύξεις των ηγετών. Μ’ άλλα λόγια, κουρελιασμένο στο βάθρο του. Φρικαλέα κανονικότητα.

Οκ

(****)Βερολίνο, 1933: Διαβάζοντας τις εφημερίδες του Μεσοπολέμου
Μια συναρπαστική αφήγηση για τα άδυτα της

Το «Βερολίνο, 1933» (εκδ. Πόλις) ζωντανεύει τα χρόνια της εδραίωσης του ναζισμού μέσα από τις ανταποκρίσεις των ξένων δημοσιογράφων στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου

Ένας Γερμανός Μουσολίνι. Τρεις λέξεις. Οι τρεις αυτές λέξεις έχουν ξεθαφτεί από μια αμερικάνικη εφημερίδα της δεκαετίας του 1920. Είναι ίσως η πρώτη μνεία του Χίτλερ στον αμερικάνικο Τύπο.

Έτσι ξεκινάει το βιβλίο Βερολίνο, «1933 – H στάση του Διεθνούς τύπου μπροστά στον Χίτλερ», του Daniel Schneidermann, με τις τρεις πρώτες λέξεις που λειτούργησαν σαν ερέθισμα για τον συγγραφέα ώστε να ξεκινήσει μια πυκνή ερευνητική εργασία. Τι είδους ανταποκρίσεις έστελναν οι διαπιστευμένοι ανταποκριτές από την πρωτεύουσα του Ράιχ, Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι, πριν και μετά το 1933, χρονιά που ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος; Ανταποκρίσεις, τηλεγραφήματα, τίτλοι σε πρωτοσέλιδα, με έναν τρόπο, λέει ο συγγραφέας, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπάρχει ήδη απευθείας μετάδοση. Πώς μεταφέρεται στον έξω κόσμο η εικόνα από τη γερμανική πρωτεύουσα, τι διαβάζουν οι αναγνώστες για τα γεγονότα μιας εποχής που θα σφραγίσει με τον πιο δραματικό τρόπο την ανθρώπινη ιστορία;

Ο ερευνητής Schneidermann μaς παίρνει μαζί του σε όσα ανακαλύπτει καθώς σκαλίζει την αρθρογραφία του Μεσοπολέμου, με την ιδιότητά του ως δημοσιογράφος, παραθέτοντάς μας τα γεγονότα με τη σειρά που έρχονται στο φως: ψηφιοποιημένα αρχεία των εφημερίδων (των ΝΥΤ από το 1956 και μετά), ρεπορτάζ, ταξιδιωτικές αφηγήσεις, πληροφορίες από το Google, απομνημονεύματα ανθρώπων της εποχής και γεύματα του συγγραφέα στο Παρίσι με επιμελητές εκδόσεων, βιβλία, ιστορικές μελέτες, ένα όνομα που οδηγεί σε ένα άλλο, πρόσωπα, ημερομηνίες, πρωτοσέλιδα, συνθέτουν τα τεκμήρια μιας διαφορετικής ανάγνωσης της Ιστορίας μέσα από τη δημοσιογραφία της εποχής.

 

Η ταπεινωμένη Γερμανία που περνάει σταδιακά στη ναζιστικοποίηση, οι γενικευμένες συγκρούσεις στα προάστια του Βερολίνου και η δολοφονική βία στους δρόμους, οι ένοπλες πολιτοφυλακές των γερμανικών κομμάτων πολύ πριν την έλευση των ναζί στην εξουσία, και μετά, ο αντισημιτισμός που μολύνει την κοινωνία, τη δημόσια διοίκηση και τους θεσμούς, ο Χίτλερ καγκελάριος, τα ολοένα και πιο έντονα ξεσπάσματα αντισημιτισμού, η ανεξέλεγκτη όξυνση της βίας που μετά το ’33 στρέφεται σε κομμουνιστές, αντιφρονούντες, ομοφυλόφιλους και εβραίους, τα πογκρόμ, οι νόμοι της Νυρεμβέργης το 1935, η Νύχτα των Κρυστάλλων το 1938 όταν λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν εβραϊκά καταστήματα και συναγωγές, μέχρι την κήρυξη του πολέμου και τον αδιανόητο εφιάλτη της Τελικής Λύσης. Ένα χρονικό της εγκαθίδρυσης του ναζισμού, μια αφήγηση της κυριαρχίας του απόλυτου τρόμου υπό το φως του ίδιου πάντα ερωτήματος: Πώς μεταδόθηκαν όλα αυτά στον υπόλοιπο κόσμο; Γιατί οι ανταποκρίσεις των ξένων ανταποκριτών ήταν τόσο χλιαρές, γιατί δεν προειδοποίησαν τον κόσμο για τη βαρβαρότητα και την παραφροσύνη του χιτλερισμού;

ΣΧΕΤΙΚΑ

Η αυλή του Χίτλερ: Ποιοι αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Φύρερ;

 

Ο Σνεντερμάν χτίζει ένα σχεδίασμα της μεγάλης εικόνας από την καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας, και την ίδια στιγμή ανατέμνει τα γεγονότα τη στιγμή που συμβαίνουν στις πολλαπλές εκδοχές μετάδοσής τους από τον ξένο Τύπο. Τι γράφουν, για παράδειγμα, οι γαλλικές και βρετανικές εφημερίδες για το μποϊκοτάζ του 1933, όταν η τρομοκρατία έχει εγκατασταθεί για τα καλά και η πόλη γεμίζει με αφίσες Μην ψωνίζετε από εβραϊκά μαγαζιά; 

Ήταν μια καλοστημένη παράσταση με τους ναζί να στέκονται έξω από τα εβραϊκά μαγαζιά ώστε να αποτρέψουν με την παρουσία τους όποιον είχε την πρόθεση να ψωνίσει, μια απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα του γερμανικού αντισημιτισμού, όπως έγραψαν οι ανταποκριτές της Paris Soir; Ή, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του βρετανικού Manchester Guardian, η απόλυτη τρομοκρατία, η Γερμανία μια φυλακή, οι Εβραίοι σε τεράστια απελπισία να διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο; Ήταν μια επίδειξη δύναμης, όπως έγραψε ηLe Temp, πρόδρομος της Le Monde, στις 11 Μαρτίου 1933, σημειώνοντας την «ευκολία με την οποία εδραιώνεται η χιτλερική δικτατορία»; Αρθρογραφώντας λίγες μέρες μετά ότι «η χιτλερική μέθοδος του εκφοβισμού και της βάναυσης καταπίεσης δύναται να φέρει καρπούς εξαιτίας της αδυναμίας των κομμάτων, της δημοκρατίας, κάποιων οργανώσεων που θεωρούνταν τόσο στιβαρές, να αντιδράσουν στη ρατσιστική επιβολή»; 

 

Το βιβλίο μας κάνει αναγνώστες της εποχής, διαβάζουμε αποσπάσματα και αυτούσια άρθρα για όσα γράφτηκαν, για όσα παρερμηνεύτηκαν ή διαστρεβλώθηκαν, κυρίως για όσα αποσιωπήθηκαν. Τα ερωτήματα του συγγραφέα γίνονται και δικά μας.

Αν η αποστολή των δημοσιογράφων είναι να διαβάζουν τα γεγονότα και να ενημερώνουν την κοινή γνώμη, τι έκανε ο διεθνής Τύπος της εποχής; Υποτίμησαν τον κίνδυνο; Πώς αφηγήθηκαν οι εφημερίδες τις πυρπολήσεις βιβλίων, τους φυλετικούς νόμους, τις διώξεις;

Πριν το 1933, είχαν κάθε ελευθερία να διαβάσουν τα γεγονότα και να ουρλιάξουν για αυτό που θα ερχόταν. Μετά το 1933 το Γραφείο Προπαγάνδας επαγρυπνεί και ο ναζισμός μετακινείται σε μη ορατές ζώνες. Απολύσεις, εκκαθαρίσεις, εκφοβισμοί, βιαιοπραγίες. Η καταγγελία δεν ξεπερνάει αυτή μικρών αναφορών, που δεν βγάζουν τη μεγάλη εικόνα. Ωστόσο ο Χίτλερ χρειάζεται τους ξένους δημοσιογράφους μέχρι να ολοκληρωθεί το σχέδιο του επαναξοπλισμού το 1938, οι ναζί φοβούνται τον ξένο Τύπο, ανησυχούν για τη διεθνή εικόνα τους, για τα αντιναζιστικά μποϊκοτάζ το 1933 σε Βρετανία και ΗΠΑ. Προσπαθούν να χειριστούν τον ελεύθερο δημοκρατικό τύπο, κάνουν απελάσεις αλλά δεν επιτίθενται κατά μέτωπο. Κι από την άλλη οι ανταποκριτές φοβούνται την απέλαση, οι αναγνώστες διψούν για εντυπωσιακές φωτογραφίες από τις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, ο Χίτλερ πουλάει, γράφει ο Σνεντερμάν, και ακούγεται τόσο αδιανόητα κυνικό.

Ίσως είναι αυτό που λέει κάπου ο συγγραφέας, πως αν έρθεις πολύ κοντά του ο τρόμος μπορεί να χάσει τον τρομακτικό του χαρακτήρα. Κι ήταν σίγουρα η ναζιστική λογοκρισία, αλλά ήταν μόνο αυτό, αναρωτιέται αναζητώντας κίνητρα στους χαρακτήρες των ανθρώπων, στις πιέσεις από τους εκδότες και τη «γραμμή» των εφημερίδων, στη διστακτικότητα των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, στην άρνηση των κοινωνιών της Δύσης να γνωρίζουν, στον κομφορμισμό για μια θέση ανταποκριτή στην καρδιά των γεγονότων. Ή ήταν ο σφοδρός αντικομουνισμός, η ατμόσφαιρα μιας εποχής ανεκτικής στους δικτάτορες, η παράλυση μπροστά στα όσα αντικρίζουν τα μάτια τους, και πολλοί ακόμα λόγοι, που όλοι μαζί συμβάλλουν στο να επικρατήσει μια μιντιακή τύφλωση, όπως την ονομάζει, που θα οδηγήσει από το ’41 και μετά στην πιο εκκωφαντική σιωπή και στην πιο ηχηρή άρνηση, αυτή του Ολοκαυτώματος;

Θα συνηγορήσουμε μαζί του ότι κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια, και ενδεχομένως δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να τη σταματήσει. Άλλωστε μετά από 80 χρόνια είναι εύκολο να βλέπεις τα πράγματα καθαρά, τη στιγμή που ζεις τα γεγονότα όμως…; Και πάλι. Όσο παρακολουθούμε το πυκνό σκοτάδι του ναζισμού να απλώνεται με αυτό το πικρό, στενάχωρο αίσθημα που έχουμε πάντα όταν διαβάζουμε ντοκουμέντα και εξιστορήσεις από τα τρομακτικά εκείνα χρόνια, μας δημιουργείται η επιθυμία να πάμε πίσω στον Μεσοπόλεμο και να βροντοφωνάξουμε μαζί με τον συγγραφέα, σταματήστε τα γέλια, σταματήστε τα βαλς, τα καμπαρέ και τα ερωτικά τραγουδάκια, αντιδράστε όσο είναι καιρός. 

«Δεν γράφω ιστορικό βιβλίο. Γράφω το βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα που δεν ήμουν, που ονειρεύτηκα πως ήμουν».

Και τι δεν θα έδινε να πήγαινε πίσω, σε αυτά τα χρόνια. Ίσως είναι η προσωπική του εμπλοκή που κάνει την αφήγηση συγκινητική και μαζί συναρπαστική, σαν να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα για το πώς οι ξένοι ανταποκριτές απέτυχαν στην αποστολή τους να αφυπνίσουν τον κόσμο. Ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τους διαλόγους με την Εβραία ηλικιωμένη μητέρα του, καταγράφει την οικογενειακή τους ιστορία, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, τις αγωνίες του, και την ίδια στιγμή δίνει υπόσταση στους τότε πρωταγωνιστές, ζωντανεύει τις δικές τους ιστορίες, τους τόπους συνάντησης, ακολουθεί τα χνάρια τους μετά τον πόλεμο, ανιχνεύει τα ψυχικά τους γνωρίσματα. Τους επαινεί ή τους επικρίνει, ανάλογα με τη στάση τους, και συχνά βάζει τον εαυτό του στη θέση τους. Αν εκείνος, π.χ., ως δημοσιογράφος της εποχής, είχε πρόσβαση στα στατιστικά στοιχεία που βρίσκει στο βιβλίο του ιστορικού Saul Friendlander, «Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι» (Πόλις, 2013), που δείχνουν τον βαθμό διείσδυσης των Εβραίων στη γερμανική κοινωνία, εκεί που στηρίχθηκε η χιτλερική προπαγάνδα ώστε να πάρει πλήρη έλεγχο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής στη Γερμανία, θα τα δημοσίευε, αναρωτιέται, ή μήπως μια τέτοια δημοσίευση θα αποτελούσε προσπάθεια δικαιολόγησης;

Γιατί πάνω από όλα αναδύεται το ερώτημα για τη λειτουργία του Τύπου, ποιο είναι το χρέος των εφημερίδων και των μέσων ενημέρωσης, και αυτό δεν είναι μόνο μια παλιά ιστορία, είμαστε εμείς, οι άνθρωποι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα που στεκόμαστε απέναντί του και το ερευνούμε. Ένα παράπλευρο νήμα που διατρέχει το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι τι βλέπουμε και τι μεταδίδουμε εμείς σήμερα. Ποιο είναι το χρέος των δημοσιογράφων απέναντι στις σημερινές δημοκρατίες, πώς αναγνωρίζουν και επαγρυπνούν για τους κινδύνουν που διατρέχουν τα μεταπολεμικά κεκτημένα του δικού μας πολυδιασπασμένου, όσο και παγκοσμιοποιημένου κόσμου, πώς αναμεταδίδουν τις σύγχρονες τραγωδίες. Όταν άρχισε το εγχείρημά του ο Σνεντερμάν, ακριβώς 4 χρόνια πριν, ήταν αμέσως μετά τις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές, τότε που ο πλανήτης βίωνε τον τρόμο που προκαλούσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ως νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ. Παρότι σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία –ευτυχώς– σήμερα, μοιάζει εξίσου επίκαιρη η υπενθύμισή του για εγρήγορση, εντιμότητα και αίσθημα ευθύνης.

Το «Βερολίνο, 1933» είναι ένα πραγματικά πολύ ιδιαίτερο, πολυδιάστατο βιβλίο, και δεν ήταν τυχαία στην κορυφή στις λίστες με τα ευπώλητα βιβλία τη χρονιά που πέρασε.