ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΠΟΥΤΙΝΙΣΤΕΣ ΓΚΕΜΠΕΛΙΣΚΟΥΣ

 

Ο Ιταλός ιστορικός Μαρτσέλο Φλόρες είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σιένα. Το ακόλουθο σχόλιό του για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Il Mulino στις 25/2/22.


Κανείς ευτυχώς δεν φαίνεται να αμφισβητεί ότι η ρωσική στρατιωτική επίθεση στην Ουκρανία ήταν μια συνειδητή επιλογή του Πούτιν: εξ ου και η καταδίκη της, έστω και με πολύ διαφορετικές μορφές. Πίσω από αυτή τη φαινομενική ομοφωνία υπάρχει ωστόσο μια βαθιά διαίρεση, η οποία εκδηλώνεται με την πεποίθηση πολλών δημοσιογράφων, πολιτικών, διαμορφωτών της κοινής γνώμης ότι ο δικτάτορας του Κρεμλίνου είχε κάποια δικαιολογία. Στέκονται έτσι στα σφάλματα και στις ευθύνες της Δύσης. Εγώ προσωπικά, μετά την αναστάτωση για τη στρατιωτική επίθεση και την ανησυχία για τα θύματά της, μετά την οργή για την αυτοκρατορική θρασύτητα του Πούτιν, που φαίνεται να ενσαρκώνει την επεκτατική βούληση του τσαρισμού και του σταλινισμού, βρίσκω απαράδεκτη την έμφαση στα «σφάλματα» την ώρα που διεξάγεται ο πόλεμος, την οποία πολλοί –στη Δεξιά και στην Αριστερά– συνεχίζουν να εκφράζουν, αφού πρώτα φυσικά καταδικάσουν τυπικά την εισβολή.

Είναι πολλά τα πρόσωπα που επηρεάζουν την κοινή γνώμη, τα οποία συμμερίζονται τον συλλογισμό του Πούτιν για τις ευθύνες της κρίσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, έστω και αν καταδικάζουν –δεν θα μπορούσαν άλλωστε να κάνουν κάτι διαφορετικό– την επιλογή του να αρχίσει τη στρατιωτική δράση. Μπορεί αληθινά να πιστεύει κανείς ότι μια τέτοια στρατιωτική δύναμη, όπως η Ρωσία, θα μπορούσε να φοβάται κάποια επίθεση στα σύνορά της; Αυτός ο συλλογισμός, που είναι ο ίδιος που κάνει εδώ και χρόνια ο Πούτιν, βασίζεται στον «κίνδυνο» που θα αποτελούσε για την ασφάλεια της Ρωσίας το αίτημα της Ουκρανίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ.

Μπορεί αληθινά να πιστεύει κανείς ότι μια στρατιωτική ισχύς που είναι ίση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να φοβάται κάποια επίθεση στα σύνορά της, η οποία θα ενέπλεκε προφανώς την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο σε έναν πυρηνικό πόλεμο; Ο «κίνδυνος» ωστόσο υπάρχει, αλλά είναι ένας πολιτικός κίνδυνος τον οποίο ο Πούτιν δεν μπορεί να ανεχθεί: είναι ο κίνδυνος να έχει στα σύνορά του κράτη τα οποία –με δυσκολίες, βραδύτητα και αντιφάσεις– βαδίζουν προς τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ενας κίνδυνος μετάδοσης της δημοκρατίας, αυτός είναι ο λόγος της βίαιης συμπεριφοράς που ο Πούτιν εδώ και χρόνια εκδηλώνει στα ανατολικά του σύνορα, πίσω από το πρόσχημα της «απειλής» του ΝΑΤΟ και της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αν πρέπει να επικρίνουμε για ένα σφάλμα τη Δύση, δεν είναι για το ότι είχε μιαν αμφίσημη ή και επιθετική στάση απέναντι στο πρόβλημα της «ασφάλειας» που διεκδικούσε η Μόσχα· αλλά για το ότι δεν είχε κατανοήσει πως η στρατηγική του Πούτιν, με τρόπο όλο και σαφέστερο στα πάνω από είκοσι χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, δεν ανάγεται σε μια λογική Ψυχρού Πολέμου, αμοιβαίων δηλαδή απειλών για να παραμένουμε σταθεροί σε μια κατάσταση μόνιμης αποτροπής.

Ο Πούτιν, όπως είχε ήδη φανερώσει στην Τσετσενία και στη Γεωργία (που η Δύση θεωρούσε ακόμα ότι ανήκουν στη ρωσική «σφαίρα επιρροής», σκεφτόμενη όπως στους καιρούς του Ψυχρού Πολέμου) και όπως είχε καταδείξει χωρίς καμία πλέον αμφιβολία με την κατάληψη της Κριμαίας το 2014, έχει πολικό αστέρα της δράσης του την αποκατάσταση της τσαρικής-σοβιετικής αυτοκρατορίας, έστω και χωρίς έναν πλήρη και άμεσο έλεγχο όπως γινόταν στους καιρούς της ΕΣΣΔ.

Η αντίδραση –ή μάλλον η έλλειψη αντίδρασης– στην κατοχή της Κριμαίας έπεισε τον Πούτιν ότι η αδυναμία της Δύσης είναι ήδη ένα ανεξάλειπτο ιστορικό δεδομένο, ενισχυμένο ακόμα περισσότερο με τη βιαστική απόσυρση από το Αφγανιστάν το 2021. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε ότι μόνο στην αρχή της εξουσίας του ο Πούτιν, το 2002 με τη συγκρότηση του NATO-Russia Council, φαινόταν να συνεχίζει στον δρόμο που πήρε η Ρωσία στη δεκαετία του 1990, με την Partnership for Peace (1994) και με τη NATO-Russia founding Act (1997), που είχαν σηματοδοτήσει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ανατολή και μια φάση συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.

Η ενίσχυση της καταπίεσης στην Τσετσενία, ο πόλεμος εναντίον της Γεωργίας για τη Νότια Οσετία το 2008, η οικοδόμηση μιας όλο και πιο ισχυρής δικτατορίας στο εσωτερικό, που σημαδεύτηκε από τις δολοφονίες της Αννα Πολιτκόφσκαγια το 2006, του Μπόρις Νεμτσόφ το 2015, από την απόπειρα δολοφονίας και τη φυλάκιση του Αλεξέι Ναβάλνι στα χρόνια 2020-21, από τη θέση εκτός νόμου της οργάνωσης Memorial, δεν μας ώθησαν να δούμε στη στρατηγική του Πούτιν μια βαθιά μεταβολή σε σχέση τόσο με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου όσο και με την κατοπινή από αυτά δεκαετία.

Η επίκληση στην Ιστορία, με την οποία ο Πούτιν εξήγησε ότι δεν μπορεί να υπάρχει αυτόνομη Ουκρανία, καθώς αυτή αποτελεί τμήμα της Ρωσίας, δεν είναι μόνο το σύνηθες παιχνίδι των δικτατόρων που χρησιμοποιούν και χειραγωγούν την Ιστορία για τους σκοπούς τους· είναι μια διακήρυξη προθέσεων που αγνοήθηκε και υποτιμήθηκε, επειδή, γι’ άλλη μια φορά, οι πολιτικοί μας, οι δημοσιογράφοι μας, ακόμα και ορισμένοι μελετητές (ευτυχώς λίγοι) συνέχισαν να βλέπουν με τα μάτια του Ψυχρού Πολέμου αυτή τη νέα πραγματικότητα, καθηλωμένοι στην εξήγηση «Ναι στο ΝΑΤΟ/Οχι στο ΝΑΤΟ» ως ερμηνεία των πάντων.

  • Λησμονήθηκε, για παράδειγμα, ότι, μόλις πριν από μερικές εβδομάδες, η κοινή διακήρυξη του Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ της 4ης Φεβρουαρίου 2022 μιλούσε για την έναρξη μιας «νέας εποχής», στην οποία δεν θα είναι πλέον καθοριστική η «δημοκρατία της Δύσης», αλλά κάθε έθνος θα μπορεί να επιλέγει τις «μορφές και τις μεθόδους πραγμάτωσης της δημοκρατίας που ταιριάζουν καλύτερα στο κράτος του». Το αίτημα «εγγυήσεων ασφάλειας» για την Ευρώπη, που έγινε ευνοϊκά δεκτό από τους σχολιαστές ως ένα νέο Ελσίνκι ή ακόμα και ως μια νέα Γιάλτα, ήταν αντίθετα η ένδειξη της απόρριψης της υπάρχουσας πολυμερούς συνεργασίας και της επιβεβαίωσης μιας λογικής της ισχύος, που ο Πούτιν εκδήλωσε ήδη εισβάλλοντας στην Ουκρανία και ο Σι Τζινπίνγκ προετοιμάζεται να κάνει με την προσάρτηση της Ταϊβάν.