Σε αναγνώρισα από το σκαμμένο σημάδι στα χείλη
την ώρα που πετούσες τον τριαντάφυλλο
στο μπρούτζινο κεφάλι της αυλής.
Εσύ, από τη φλόγα που σιγόκαιγε, είπες,
ακόμα στα μάτια μου.
Εκείνη τη νύχτα της ντροπής και της δόξας
σε θυμάμαι σκαρφαλωμένη στα κάγκελα
με μια αγκαλιά χρυσάνθεμα
να ραίνεις απ΄ έξω τους φαντάρους .
Η φωνή σου, τραγούδι, όχι ικεσία
«αδέρφια μας, στρατιώτες, αδέρφια μας, στρατιώτες,
δε θα σκοτώσετε τα αδέρφια σας»
κόπηκε απότομα.
Το καπνογόνο έσκασε πάνω στο φιλντισένιο στόμα.
Εσύ τι κάνεις; Με ρώτησες.
Από τα ξεσκλίδια των ονείρων της νιότης μας
φτιάχνω τους εφιάλτες των πεταμένων χρόνων,
μουρμούρισα.
Και μετά, σιωπήσαμε και οι δυο.
Δίπλα στα σκαλιά ο “άκαπνος” έφηβος
με τις γοτθικές γραμμώσεις του τατουάζ στο μπράτσο
χάζευε το ανεξίτηλο σημάδι σου
της δικιάς μας ιστορίας.
Αχ κορίτσι, του Πολυτεχνείου με τα χρυσάνθεμα!
΄Αλλο χρόνο ανήμερα δε θα ξανάρθω προσκυνητής.
Πονάω, που εγώ έχω τώρα πια ουλές μόνο στην ψυχή.
(Από τη συλλογή “Μάνα μ΄ σγουρός βασιλικός”, του Νίκου Πασχαλίνου).