Σεμνό και απέριττο το ξόδι σου, όπως ήταν και η ζωή σου
H μέρα συννεφιασμένη και θλιμμένη, σαν, στα στερνά, και η ψυχή σου
Πάλεψες μήνες τρεις με την αρρώστια, αιχμάλωτος του πόνου
Γονάτισε το απολλώνιο σώμα ξαφνικά
Επιθετικός ο καρκίνος σου, είπαν οι γιατροί .
Κι αυτός ακόμα , δεν σου έδωσε ευκαιρία
΄Αλλωστε, όσο ζούσες, δεν καταδεχόσουν χάρες
Κέρδισες με το σπαθί σου, ό τι οι περισσότεροι ούτε ως λέξη αναγνωρίζουν.
Την αξιοπρέπεια
Και διάλεξες να φύγεις «όρθιος». Δεν άφησες το «κακό» να σε τελειώσει
Όπως ,άλλωστε, ήξερες πάντα εσύ ,μόνος, να τελειώνεις τις δουλειές σου.
Εμείς και μεις είμαστε που σε ξεπροβοδίσαμε
Η κόρη σου η πανώρια, πρωθιέρεια λες σε τελετή μυσταγωγίας ή μύησης
σκόρπισε τις στάχτες σου στο απέραντο γαλάζιο του Ευβοϊκού
Η αδρή γραμμή ξεχώριζε στην όψη της θάλασσας, καθαρή και ευθεία
πριν παιχνιδιάρικα το κύμα την αγκαλιάσει για να την ταξιδέψει
στην άκρη του κόσμου ,που ονειρευόσουν πάντα να φτάσεις, και δεν μπόρεσες εν ζωή
Και να που δε σε γέλασαν εκείνα τα όνειρα
Καλό ταξίδι, αδερφέ
(Nίκος Πασχαλίνος,από συλλογή “Μάνα σγουρός βασιλικός”