“‘ Οποιος  οχτρεύεται Χριστό και Παναγιά, είναι οχτρός της οικογένειας,  οχτρός  της πατρίδας”

 Τάιλερ Ρόμπινσον . Ο πατέρας του, που τον κατέδωσε, είναι Ρεπουμπλικανός και π. αστυνομικός

«Τάιλερ, εσύ είσαι;»: Όταν ο πατέρας κατάλαβε πως ο γιος του σκότωσε τον Κερκ.

 

 

Ο Τάιλερ Ρόμπινσον με τους γονείς και τα αδέλφια του

Την ιστορία αυτή από τα εφηβικά μου χρόνια την είχα καταχωνιάσει στα βάθη του υποσυνείδητου. Με τρόμαζε, με έκανε να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν άντεχα στη σκέψη να  ξαναθυμηθώ το αφύσικο και τερατώδες που άκουσα.

Και να  που από μόνη της σήμερα , ξεδιπλώθηκε  φαρδιά πλατιά  η παλιά ανάμνηση στο συνειδός κι ας ήταν εφτασφράγιστη, έγκλειστη      στα σκοτεινά  κελιά του id. Με αφορμή  τη βλάσφημη αυτή πράξη του ΄Αμερικανού ακροδεξιού  και για χρόνια υπηρέτη της «τάξης και του νόμου», όπως ασφαλώς  αντιλαμβάνεται  τη διαστροφή της φυσικής    έννομης τάξης  ένα  τραμπικό έκτρωμα ,  να καταδώσει το ίδιο του το παιδί  για χάρη  των φασιστικών  ιδεασμών του.

Πέρα για πέρα αληθινή η ιστορία που θα  καταθέσω    και στα ονόματα και στα συμβάντα.

Μου τη διηγήθηκε η θεία μου , γυναίκα   του  αδερφού της μάνας μου. ΄Εφηβος, πάλευα να μάθω τις καλά κρυμμένες από τους παλιούς  αλήθειες  για πράγματα που άκουγα πως γίνανε στα δικά μας χωριά στα χρόνια του Αντάρτικου και  που πολλοί ,  όσοι τα ζήσανε,   μολογάγανε πως δεν τα χωρούσε  νους ανθρώπου. Τη ρώτησα και για τον αδερφό της τον Τάση , αν είναι αλήθεια όσα λέγανε στο χωριό .

-Η κακούργα η   μάνα μου,  παιδάκι μου,   μας έφερε την κατάρα.  Δεν έχει ματαγίνει τέτοιο κακό, τέτοιο ασυχώρετο  κρίμα . Κατάδωσε το παιδί της   η ίδια του η μάνα.  Και το εκτελέσανε το παλικάρι  στα Τρόπαια οι Χίτες,  ο Ζάρας και οι Μαγγανάδες.

-΄Ηταν χρυσό παιδί, συμπονετικό και καλόβολο. Δεν έβαζε το κακό με το νου του.   Εμένα μ΄ αγαπούσε πιότερο από τα άλλα αδέρφια, γιατί  είμαστε δίδυμα και από παιδιά αγαπημένα.

-Τον Τάση το  κατήχησε ο Αντώνης ο Τσιγουρής, μαζί και τον ξάδερφό του , το θείο σου  και βγήκαν αντάρτες στο βουνό.  Ο  μπάρμπα σου  έκατσε κάτι  μήνες, δεν άντεξε γύρισε  πίσω στο χωριό.  Δεν ξανάφυγε.

-Εκείνο  έμεινε  με τον Αντώνη,  σύντροφοι και φίλοι γκαρδιακοί.   Μόλις σκοτώθηκε  στου Μελιγαλά το καμπαναριό ο Αντώνης, ο Ζάρας το έβαλε αμέτι μου χαμέτι    να πιάσει ζωντανό  τον Τάση μας.  Είχε στείλει και έναν  τραγόπαπα από τα κάτου  χωριά στο σπίτι  και με το καλό και με το άγριο την έπεισε τη μάνα μου.

«Ο Τάσης είναι οχτρός  σας τώρα, Λάμπαινα.  Δεν είναι  το παιδί που έβγαλες από τα σπλάχνα  σου πια. Τα έβαλε με την Παναγιά  και το Χριστό.  Φτύνει τα κονίσματα . Τούρκος έγινε. Εσύ είσαι της εκκλησίας και ευλογημένη. Μην κάνεις το μεγάλο αμάρτημα ,   Αν  έρθει κατά δω ο αντίχριστος να τον εδώκεις, μην κουβαλήσεις  το κρίμα στο λαιμό σας και τον κρύψεις.  ‘ Οποιος  οχτρεύεται Χριστό και Παναγιά, είναι οχτρός της οικογένειας,  οχτρός  της πατρίδας»

 

Εκείνη την καταραμένη ημέρα, σηκώθηκε αχάραγα  η κακούργα  να πάει  αποκάτου στις καριές,  να ποτίσει  τους κήπους και να μαζέψει ρίγανη.    Στη δέση που πήγε να κόψει το νερό,  για να το ρίξει στο  δικό μας το  αυλάκι, βλέπει χάμου στη (σ)γλίνα  το μαντήλι  το μεταξωτό  του Τάση.  Του το είχα αγοράσει η ίδια  στο πανηγύρι  του Σεπετού και το κουβάλαγε το καψερό  όπου πήγαινε σαν φυλακτό.   Κρυβόταν   μέσα στις καλαμιές στο  αραποσίτι.   Πήγε να πιει νερό φαίνεται και τού’  πεσε στη δέση.

-Σιγανοπατητά  η αναθεματισμένη  φέρνει αναγύρω τον τόπο,   τις ντοματιές , τις φασουλιές και τις κούκλες.  Τον βλέπει μια στιγμή   να κοιμάται     χάμου στο χώμα με το ντουφέκι στον κόρφο και τα φισεκλίκια  περασμένα στο στήθος. Την άκουσε εκείνος, λαγοκοιμόταν, πετάχτηκε με το όπλο στο χέρι πάνου.  Μόλις είδε πως ήταν η μάνα του, αναγάλλιασε, πήγε κοντά  την αγκάλιασε,  τη φίλησε  «τί κάνεις, μάνα», τη ρώτησε «πώς είναι ο πατέρας μου  και τα παιδιά;» Υποκρίθηκε τούτη αγάπες και «τί κάνεις Τάση μου, και πώς είσαι παιδάκι μου, πεινάς, να  πάω σπίτι  να σου τοιμάσω φαϊ,  να σου φέρω  μια αλλαξιά  ρούχα να πλυθείς και να αλλάξεις». «Τράβα μάνα» την μπιστεύτηκε το καψερό.  Μην  πεις στους άλλους  τίποτα , μόνο στην Κατίνα, πες της πως είμαι εδώ και να έρθει που τη θέλω, εκείνη να μου φέρει  ρούχα και φαϊ,  έχω μήνυμα να  παραδώσει κάπου”.

-Βουή ανηφόρισε  η σκατόψυχη από τους κήπους.  Μπαίνει στο σπίτι «το και το» μου λέει, «ο Τάσης κρύβεται στις καριές.  Πάρε ψωμί, τυρί, τσιγαρίδα, μια αλλαξιά  ρούχα και τράβα που σε θέλει,  μόνο σε σένα μου είπε να το πω».

-Για πότε κατέβηκα στους κήπους, φτερά είχα στα πόδια μου.  Κλαίγαμε σαν να είμαστε μωρά που  αγκαλιαστήκαμε. Κουβέντα δεν έβγαινε να  πούμε. ΄Ηταν αδύνατο το καψερό, σκελετός από την κακουχία, αλλά τα  μάτια του λάμπανε, ξάστερα, σαν την ψυχή  του, το παλικάρι.

-Θα είμαστε  μια-δυο ώρες έτσι. Ούτε κατάλαβα. Καθόμαστε αμίλητοι  στο μουσκεμένο  χώμα.  Τον κοίταζα μόνο,  όπως έτρωγε,   σαν είχε μέρες να δει ψωμί. Και ήταν εκείνη η ώρα, που με ρώτησε, αν είχα μάθει πώς σκοτώθηκε ο Αντώνης στου Μελιγαλά.  Δεν πρόκανα να απαντήσω,  άκουσα πίσω από τις καλαμιές τα σουρσίματα και  τις φωνές από το απόσπασμα της χωροφυλακής. Το καλούσαν να παραδοθεί, γιατί θα σκότωναν μαζί και εμένα.

-Πέταξε στο χώμα το ψωμί,  σηκώθηκε αργά  με τα χέρια ψηλά από την πέτρα που καθόταν, «πάρτε εμένα», τους είπε. «Αφήστε  την αδερφή μου , δεν έχει  καμιά ευθύνη».

-Τον κατάδωσε  στη χωροφυλακή η    κακούργα η μάνα μας, παιδάκι μου, έμαθα μετά μια εβδομάδα, που με αφήσανε από  το κρατητήριο. Την ίδια ώρα που έφυγα να πάω στους κήπους να τον βρω, εκείνη κρυφά, κατέβηκε    στην Αντρίτσαινα,  Δε ρώτησε κανένα, πήγε κατευθείαν τον αστυνόμο  και το κατάδωσε το παλικάρι.  Το ίδιο της το παιδί, το έδωκε να το μακελέψουν οι  σταυρωτήδες! 

Είπε  και πνίγηκε στα αναφιλητά. Μοιρολόγαγε πάλι    το δίδυμο  αδερφό της.  “20 χρονώ παλικαράκι που το παράδωσε η μάνα του η ίδια, η κακούργα  στους  δήμιους του, παιδάκι μου!”

 

Προς Διοτίμα: 

΄Εξω από τα φυσικά και τα ανθρώπινα  η ιστορία τούτη.  Το ερώτημα είναι . Πώς οι ιδεασμοί, ακόμα και οι σωστές ιδεολογίες, μπορούν να υπερκεράσουν, να νικήσουν  τα ένστικτα,  τα “φίλτρα” ,τους φυσικούς νόμους και τα ανθρώπινα αισθήματα;  Πώς η Σπαρτιάτισα  μάνα,  σπαράζει για το παιδί της που δεν της το φέρανε νεκρό για την πατρίδα, η  μάνα, η  Λάμπαινα απο το χωριό   για τη θρησκεία της φτάνει στην παράνοια  να καταδώσει το παιδί της, ο Αμερικανός πατέρας σήμερα να βάλει τον ακροδεξιό ιδεασμό του πάνω από τη γονική του υποχρέωση; 

   

Homo

____________

Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία που η ανθρώπινη φύση σπαράσσεται, αναποδογυρίζει και ακυρώνεται. Είναι οι στιγμές που μια ιδέα, μια ιδεολογία, ένα δόγμα ή ένας φανατισμός γίνεται ισχυρότερος από το αίμα, από το ένστικτο, από τον δεσμό που θεωρείται ακατάλυτος: ο δεσμός γονιού και παιδιού.

Η Σπαρτιάτισσα μάνα που δεν θρηνούσε, αλλά  οδυρόταν γιατί το παιδί της δεν σκοτώθηκε «για την πατρίδα».
Η Λάμπαινα, στο χωριό , που στο όνομα της θρησκείας της, φτάνει στην παράνοια να καταδώσει το ίδιο της το παιδί στους δήμους.
Ο πατέρας Ρόμπινσον στην Αμερική,  Ρεπουμπλικανός, που καταδίδει τον ίδιο του τον γιο, τον Τάιλερ, για να υπηρετήσει τον ακροδεξιό ιδεασμό του.

Κι ανάμεσά τους, η μαρτυρία που καίει:

– ΟΤάσης κρύβεται στις καριές.  Πάρε ψωμί, τυρί, τσιγαρίδα, μια αλλαξιά ρούχα και τράβα που σε θέλει, μόνο σε σένα μου είπε να το πω.
-Έτρεξα σαν να είχα φτερά στους κήπους .  Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας, χωρίς κουβέντα. Ήταν σκελετωμένος, μα τα μάτια του καθαρά σαν την ψυχή του.
-Καθίσαμε ώρες στο μουσκεμένο χώμα. Τον κοίταζα μόνο καθώς έτρωγε το ψωμί, όταν ακούστηκαν οι φωνές, τα σουρσίματα του αποσπάσματος. «Παραδώσου, αλλιώς θα σκοτώσουμε και την αδερφή σου».
-Σηκώθηκε αργά, πέταξε στο χώμα το ψωμί. «Πάρτε εμένα», είπε. «Αφήστε την αδερφή μου. Δεν έχει καμιά ευθύνη».
-Και έμαθα αργότερα, όταν με άφησαν, την αλήθεια: τον είχε καταδώσει η ίδια η μάνα μας. Το ίδιο της το παιδί παρέδωσε στους δήμιους.»


Εκεί όπου η φύση φωνάζει για προστασία, η ιδεολογία σπρώχνει στην προδοσία. Η μάνα γίνεται ξένη, ο πατέρας γίνεται κατήγορος. Η Ιστορία επαναλαμβάνει το ίδιο αποτρόπαιο θέατρο: το αίμα και η ζωή θυσιάζονται στο βωμό της ιδέας.

Κι έτσι, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό:
Πόσο «ανθρώπινος» είναι τελικά ο άνθρωπος, όταν αφήνει τον ιδεασμό να νικήσει το πιο δυνατό ένστικτο της φύσης του;

Διοτίμα