Ανάλυση του Διονύση Μητρόπουλου, Υπ. Διδάκτορα Ψυχο-κοινωνικών Επιστημών, Κολέγιο Μπέρκμπεκ, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #1» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Η ΝΔ εξελέγη αυτοδύναμη και με ένα πολύ σημαντικό ποσοστό στις 7 Ιουλίου 2019. Η νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τις πρώτες κιόλας ημέρες της θητείας της οργάνωσε με τέτοιο τρόπο την επικοινωνιακή της πολιτική ώστε να προβάλλει τις βασικές στοχεύσεις της διακυβέρνησης της: το τρίπτυχο ανάπτυξη/ανταγωνιστικότητα/επενδύσεις, ασφάλεια και βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη, νέο φορολογικό πλαίσιο με μείωση φόρων, καθώς και εκσυγχρονισμό και αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Όλα αυτά υπό τον όρο-ομπρέλα «κανονικότητα», σε συνέχεια του κεντρικού συνθήματος της προεκλογικής εκστρατείας που ήταν η «επιστροφή στην κανονικότητα». Από τις προγραμματικές δηλώσεις της η νέα κυβέρνηση θέλησε να δείξει ότι έχει ένα ξεκάθαρο σχέδιο για το μέλλον την Ελλάδας και ότι σε αυτό χωράνε όλες οι Ελληνίδες και οι Έλληνες. Εκ του αποτελέσματος, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η ΝΔ είχε μια πολύ καλά σχεδιασμένη στρατηγική πολιτικής επικοινωνίας. Ωστόσο, όπως θα συζητήσουμε παρακάτω, ίσως η πολύ καλά σχεδιασμένη πολιτική επικοινωνία να απορρόφησε πολιτικούς πόρους και ουσία από τις προκλήσεις της πραγματικής πολιτικής. Τι θα πει αυτό; Ότι προέκυψαν αποκαλυπτικές περιπτώσεις που έλαβαν μεγάλες διαστάσεις στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με βάση τα οποία θα μπορούσε κάποιος/α να υποθέσει ότι η επικοινωνιακή διαχείριση -ως τέτοια- αποτελεί την βασική πολιτική στρατηγική της μέχρι τώρα πορείας της κυβέρνησης. Με απλά λόγια, η Κυβέρνηση, σύμφωνα με την υπόθεση εργασίας μας, φαίνεται να ενδιαφέρεται πιο πολύ για τη διαφύλαξη των ισορροπιών των κοινωνικών συμμαχιών που θεωρεί ότι τη στηρίζουν, παρά προσπαθεί με προτάσεις (μεταρρυθμιστικών) πολιτικών να στηρίξει τις προγραμματικές στοχεύσεις της.

Όπως αρκετά κατατοπιστικά είχε ήδη γράψει από το 1936 ο Harold Lasswell, την πολιτική διακρίνει «το ποιος παίρνει τι, πότε και πώς» (who gets what, when, how), ενώ η πολιτική επικοινωνία συνίσταται στο «ποιος/ λέει τι/μέσω ποιου διαύλου/σε ποιον/και τι συνέπειες έχει αυτό» (who/says what/ in which channel/to whom/with what effect). Στην εποχή μας, κατακλυζόμαστε από πληροφορίες, λόγους και μηνύματα, που εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα και ένταση, ενώ αφορούν σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα ήταν υπερβολικό να γίνει η υπόθεση ότι αποτελεί πράξη αντίστασης να βρει κάποιος το χρόνο και την ενέργεια και να σταθεί κριτικά απέναντι σε αυτόν τον καταιγισμό λόγων και εικόνων. Γιατί όμως κάτι τέτοιο θα ήταν χρήσιμο; Γιατί έχει νόημα να στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε αυτά που ακούμε, διαβάζουμε ή βλέπουμε; Διότι μόνο έτσι θα είμαστε σε θέση ξεχωρίσουμε την πολιτική από την επικοινωνία, και ειδικότερα την επικοινωνία ως τη βασική πολιτική. Τα χαρακτηριστικά των δύο είναι διαφορετικά, ανεξάρτητα αν κάποιες φορές τα όριά τους είναι δυσδιάκριτα ή ενίοτε δεν υπάρχουν – με την έννοια ότι είναι τόσο κοντά που ελλοχεύει ο κίνδυνος να τα δούμε ως ένα.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επικοινωνιακή στρατηγική της ΝΔ έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία τείνουν να την καταστήσουν επικοινωνιακά ηγεμονική. Διαθέτει το προνόμιο μιας ιδιότυπης μονοπώλησης της προβολής της στα ΜΜΕ, ειδικά στην τηλεόραση και στον έντυπο Τύπο. Τα μηνύματα που επιλέγει να επικοινωνήσει είναι συνήθως απλά, αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενα από τα ΜΜΕ που τη στηρίζουν, αλλά και από το πολιτικό της προσωπικό. Χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους διαύλους επικοινωνίας ώστε να αναπαράγουν το εκάστοτε μήνυμα με συντονισμένο τρόπο. Ως συντηρητικό και δεξιό κόμμα ακολουθεί μια αρχηγικού τύπου λογική επικοινωνίας όπου το πολιτικό μήνυμα είναι ελεγχόμενο από την κορυφή της ιεραρχίας με πορεία προς τα κάτω. Αυτό επετεύχθη ακόμα περισσότερο σε επίπεδο Κυβέρνησης, με το πρώτο κιόλας ΦΕΚ, όπου ΕΥΠ, ΕΡΤ και το ΑΠΕ υπάγονται απευθείας στην Προεδρία της Κυβέρνησης. Ωστόσο, παρά τη συγκεντρωτική τακτική, υπήρξαν περιστατικά ασυνέχειας στον κυβερνητικό λόγο με ισχυρό αποτύπωμα και στα ΜΜΕ, αφού σε όλες τις περιπτώσεις που θα αναφερθούν παρακάτω προκάλεσαν επικοινωνιακή αμηχανία ή/και τελικά επί της ουσίας πολιτικό διάλογο. Η αμηχανία αυτή πήρε πολλές μορφές. Άλλοτε η κυβέρνηση άργησε να παρέμβει στον δημόσιο διάλογο συνεπικουρούμενη από πολλά media που δεν αναπαρήγαγαν καν την εκάστοτε είδηση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όταν η κριτική -κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων- γιγαντωνόταν, «αντιδρούσε» προβαίνοντας σε μια επικοινωνιακή διαχείριση στηριζόμενη κυρίως στα προεκλογικά αφηγήματα, παρά στη σοβαρότητα του εκάστοτε περιστατικού.

Επικοινωνιακές… τούμπες

Οκτώβριος 2019: Υπόθεση Joker

Πρόκειται για την υπόθεση εισβολής αστυνομικών σε σινεμά και την προσαγωγή ανηλίκων με κλούβες ύστερα από καταγγελία δύο γυναικών που αποδείχθηκαν υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού. Η υπόθεση αυτή έλαβε μεγάλες διαστάσεις στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημιουργώντας αναστάτωση μεταξύ των εμπλεκόμενων υπουργείων για ευθύνες και διαψεύσεις. Υπήρξε ακόμα η προσπάθεια από μερίδα ηλεκτρονικών μέσων να φορτωθεί η ευθύνη της αστυνομικής επιχείρησης σε έναν νόμο του 2010 με την υπογραφή του Γ. Ραγκούση με την κα. Μενδώνη να διαψεύδει τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο. Σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη δήλωσε μέσω twitter ότι θα πάει και αυτός με τον 15χρονο γιο του να παρακολουθήσουν την ταινία. Με αυτή την δήλωση έγινε μια προσπάθεια απομόνωσης του περιστατικού, ότι δηλαδή η ΕΛ.ΑΣ. γενικά δεν παρεμβαίνει σε τέτοια περιστατικά, και ότι γενικά οι γονείς δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τέτοια περιστατικά. Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει πολίτης που στο άκουσμα της είδησης δεν θορυβήθηκε με το είδος και την ποιότητα της «κανονικότητας» της αστυνομικής παρέμβασης.

Οκτώβριος 2019: Η στάση του πρωθυπουργού στις δηλώσεις του Κυβερνητικού Εκπροσώπου

Η στάση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τα σταυρωμένα χέρια λέγοντας «παρακαλώ να καταθέσετε τις δηλώσεις του κ. Πέτσα, τις έχετε φαντάζομαι, έτσι δεν είναι; Γιατί δεν τις κατάθετε; Καταθέστε ‘τες τώρα, περιμένω. Περιμένω, περιμένω, περιμένω… δεν θα καταθέσετε τίποτα γιατί πάλι ψέματα λέτε! Γιατί δεν είπε αυτά ο κ. Πέτσας. Δεν αλλάζει το χούι κ. Τσίπρα. Μια φορά ψεύτης πάντα ψεύτης κ. Τσίπρα». Ωστόσο, από τα δύο επίμαχα βίντεο με τις δηλώσεις του κ. Πέτσα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος φαίνεται να συμψήφισε το προσφυγικό με τις τουρκικές προκλήσεις σε Αιγαίο και Κυπριακή ΑΟΖ και να είπε τότε πως αυξάνοντας τις περιπολίες αυξάνεται και η πιθανότητα ναυαγίων, όπως το τραγικό περιστατικό στην Κω, λεγόμενα τα οποία είχε σχολιάσει στην ομιλία του ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η θέση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου αρχικά αναπαράχθηκε στον δημόσιο λόγο, οπότε η άμεση αντίδραση την αντιπολίτευσης δεν ήταν άνευ περιεχομένου. Η επικοινωνιακή στάση της ΝΔ στο θέμα ήταν να αφήσει το θέμα να ξεχαστεί. Σημασία είχε ότι o πρωθυπουργός είχε αποκαλέσει τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μια ακόμη φορά ψεύτη στη ζωντανή σύνδεση της Ολομέλειας. Ο χαρακτηρισμός «ψεύτης», όπως και συναφείς χαρακτηρισμοί ήταν σημαντικά σημεία της ρητορικής ΝΔ και φιλικών ΜΜΕ σε όλη τη διάρκεια της αντιπολίτευσής της, με αποτέλεσμα να έχουμε συνέχεια του αντι-ΣΥΡΙΖΑ αφηγήματος, παρόλη την αλλαγή θέσεων από αξιωματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για την ΝΔ.

Νοέμβριος 2019: Υπόθεση Α. Διαματάρη

Ο κ. Διαματάρης, τέως υφυπουργός Εξωτερικών, κατηγορήθηκε ότι δεν κατέχει τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από το πανεπιστήμιο Columbia και ότι δεν είχε αποχωρήσει από τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου των οικογενειακών του επιχειρήσεων παρότι ορκίστηκε μέλος της κυβέρνησης. Παραδέχτηκε τις κατηγορίες και παραιτήθηκε. Εκτός του ότι αυτό αποτέλεσε την πρώτη παραίτηση-αποπομπή υπουργού της κυβέρνησης, ακόμα και κάποια φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ σχολίασαν ότι η διαχείριση -επικοινωνιακή και πολιτική- της παραίτησης του κ. Διαματάρη ήταν προβληματική. Κι αυτό διότι η περίπτωση του κ. Διαματάρη είχε προβληθεί ως υπόδειγμα «αριστείας». Το θέμα περί «αριστείας» ήταν από τα κυρίαρχα επικοινωνιακά αντιπολιτευτικά σχήματα της ΝΔ κατά την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η υπόθεση αυτή στοίχισε επικοινωνιακά και πολιτικά στην κυβέρνηση διότι αφενός άργησε να δράσει, αφετέρου δεν υπολόγισε τις έντονες αντιδράσεις της κοινωνίας, εντός του κόμματος και των υποστηρικτών της. Μια αποπομπή-παραίτηση αρκεί για να αποκαλύψει μα και να δημιουργήσει ρωγμές σε ολόκληρο το επικοινωνιακό αφήγημα της ΝΔ.

Νοέμβριος 2019: Η στάση της ΝΔ για τη Συμφωνία των Πρεσπών

Ο κ. Γεωργιάδης προεκλογικά δήλωνε ότι «εγώ δεν θα την πω ποτέ Βόρεια Μακεδονία» στην εκπομπή Ρουά Ματ, καθώς και πολλά στελέχη της τότε αντιπολιτευόμενης ΝΔ είχαν κρατήσει ξεκάθαρα αρνητική στάση κατά την ψήφιση της Συμφωνίας από την Ελληνική Βουλή το 2019. Λίγους μήνες μετά, είχαμε μια ολική μεταστροφή στη στάση της ΝΔ, ως κυβέρνησης πια, με τον Υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια να δηλώνει ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως και με συνέπεια». Ο τρόπος διαχείρισης του ονοματολογικού της γειτονικής χώρας, αποτελεί ακόμα μια επικοινωνιακή ήττα της ΝΔ, μιας και η ρητορική της προεκλογικά απέχει σημαντικά με την κυβερνητική της στάση. Τα αποτελέσματα αυτής της υπόθεσης θα φανούν μακροπρόθεσμα, ωστόσο η προεκλογική επικοινωνιακή (τουλάχιστον) εκμετάλλευση των αντιδράσεων της Συμφωνίας είναι μάλλον απίθανο να μην οδηγήσει σε αρνητικές επιπτώσεις της αξιοπιστίας της κυβέρνησης.

Δεκέμβριος 2019: Υπόθεση του Κ. Πατέρα ως διοικητή του νοσοκομείου Καρδίτσας

Η υπόθεση του 80χρονου συνταξιούχου γυμνασιάρχη κ. Πατέρα, ο οποίος ήταν μεταξύ των διορισθέντων διοικητών νοσοκομείων, συγκεκριμένα για την Καρδίτσα, συγκεντρώνει κι αυτή πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την υπόθεση του κ. Διαματάρη. Από τη μία, το επιχείρημα περί «αριστείας» στην ευρύτερη δημόσια διοίκηση διαψεύστηκε, από την άλλη, ο Πρωθυπουργός, που στο παρελθόν είχε καυτηριάσει τοποθετήσεις «αποτυχημένων πολιτευτών», τώρα εμφανίζεται με μια διοίκηση που έχει επιλέξει για τη θέση διευθυντή νοσοκομείου έναν πρώην πολιτευτή. Σκοπός να  προσελκύσει ψήφους από τη δεξιά πολυκατοικία, όπως ο ίδιος ο κ. Πατέρας δήλωσε ύστερα από την παραίτησή του που έγινε λίγα 24ωρα μετά τον διορισμό του. Αυτό το κυνικό πολιτικό «deal» απέχει από την αποποίηση παλαιοκομματικού τύπου πρακτικών για την οποία επικοινωνιακά προσπαθούσε να πείσει το ακροατήριό του ο πρωθυπουργός.

Δεκέμβριος 2019: Καταλήψεις στο Κουκάκι 

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει βάλει ψηλά στην πολιτική και επικοινωνιακή της ατζέντα το ζήτημα της ασφάλειας. Ενδεικτικό του πόσο σοβαρό το θεωρεί, σε ένα micro-site που εκθέτει το κυβερνητικό έργο, που ονομάζεται «metonkyriako.gr», αποτελεί είδηση η «απομάκρυνση αυθαίρετου κοντέινερ από την πλατεία Εξαρχείων» (20/09/2019). Σε αυτό το πλαίσιο, η εκκένωση των καταλήψεων προσφύγων στα Εξάρχεια, καθώς και όλων των λοιπών καταλήψεων της Αθήνας αποτελεί βασικό πυλώνα του πολιτικό-ιδεολογικού δόγματος «τάξη και ασφάλεια» και συνάμα κομβικό επικοινωνιακό όχημα επιβεβαίωσης της σχέσης της με τους υποστηρικτές της. Η επικοινωνιακή και πολιτική εφαρμογή του σχεδίου για εκκένωση των καταλήψεων απέδιδε καρπούς για την κυβερνητική στρατηγική, ώσπου αστυνομική επιχείρηση της αστυνομίας στο Κουκάκι κατηγορήθηκε για τη βίαιη σύλληψη ενός γνωστού σκηνοθέτη και των δύο γιων του. Το ότι ο σκηνοθέτης έπεσε θύμα πρωτοφανούς αστυνομικής βίας μέσα στο ίδιο του το σπίτι, δεν αμφισβητείται από κανέναν μιας και οι φωτογραφίες του ίδιου ήταν αποκαλυπτικές. Ενδεικτικό του κλίματος είναι ότι διασπάστηκε η συνεκτική αναπαραγωγή του κυβερνητικού αφηγήματος με διαφωνίες μεταξύ των συμμετεχόντων στα διάφορα πάνελ για την επιχειρησιακή πρακτική της ΕΛ.ΑΣ., όπως συνέβη στην εκπομπή Δέκα της Όλγας Τρέμη. Τελικά δεν εντοπίστηκε DNA των δύο γιων του σκηνοθέτη στην κατάληψη. Το συμβάν προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στους καλλιτεχνικούς κύκλους που στήριξαν την εν λόγω οικογένεια. Πριν λίγες μέρες μάλιστα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κατήγγειλε έμμεση πίεση από υπουργούς και εκπροσώπους των αστυνομικών υπαλλήλων για τροποποίηση ποινικών διώξεων σε βάρος των συλληφθέντων από την κατάληψη της Ματρόζου στο Κουκάκι, χαρακτηρίζοντας εξωφρενικό το γεγονός ότι ζητείται ακόμη και πειθαρχικός έλεγχος σε βάρος των εισαγγελέων που άσκησαν τις διώξεις. Σε αυτήν την υπόθεση, το δόγμα «νόμος και τάξη» δημιούργησε ερωτηματικά και προβλημάτισε ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας για της πρακτικές της ΕΛ.ΑΣ. Ωστόσο, να υπογραμμίσουμε εδώ το άδικο γεγονός ότι, αν τύγχανε να μην είναι «γνωστός» και διάσημος ο πολίτης που του συνέβη αυτό, δεν θα είχαμε την ίδια εξέλιξη. Αυτή ήταν μια σημαντική παράμετρος που η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει επικοινωνιακά αλλά και πολιτικά.

Ιανουάριος 2020: Υπόθεση πρόωρης ανακοίνωσης Προέδρου της Δημοκρατίας

Ο πρωθυπουργός, περίπου ένα μήνα νωρίτερα από την ημερομηνία που είχε αρχικά ορίσει για να ανακοινώσει το όνομα του νέου ΠτΔ, προέβη στην ανακοίνωση του ονόματος της κας. Σακελλαροπούλου. Η κα. Σακελλαροπούλου εξελέγη πράγματι πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 261 ψήφους. Όμως, οι πολιτικοί αντίπαλοι του πρωθυπουργού, ίσως όχι άδικα, θεώρησαν την πολιτική επιλογή, τουλάχιστον του χρόνου της ανακοίνωσης του ονόματός της, ως επικοινωνιακό αντιπερισπασμό για τη μη παρουσία του πρωθυπουργού στην Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, για την επανασύσταση του Υπουργείου Μεταναστευτικής πολιτικής (όπου σε πολλά φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ παρουσιάστηκε ως «σύσταση» και όχι ως «επανασύσταση»), ενώ με την ανάληψη των καθηκόντων του το είχε καταργήσει καθώς και λόγω της αποτυχίας του ταξιδιού στις ΗΠΑ αλλά και των δηλώσεων του πρωθυπουργού σχετικά με τη δολοφονία Σουλεϊμάνι, οι οποίες οδήγησαν σε διάβημα διαμαρτυρίας του Ιράν στην Αθήνα. Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να κάνει την ανακοίνωση του ονόματος με διάγγελμα, πρακτική για την οποία κατηγορούσε τον προκάτοχό του. Η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης σε αυτή την υπόθεση φαίνεται να ήταν υπεραισιόδοξη, ότι δηλαδή θα επιτύχει με μια γρήγορη επικοινωνιακή κίνηση σε ένα σοβαρό πολιτειακό ζήτημα -όπως η επιλογή ΠτΔ- την αλλαγή  ατζέντας και του δημοσίου διαλόγου από τρεις υποθέσεις όπου η αντιπολίτευση θα μπορούσε να την εγκαλέσει να λογοδοτήσει για την αποτελεσματικότητά της. Σε κάποιο βαθμό η επικοινωνιακή τακτική αυτή φάνηκε να έχει αρχικά θετικά αποτελέσματα για την Κυβέρνηση, ωστόσο τα τρία κρίσιμα θέματα που προσπάθησε να επισκιάσει η πρόωρη ανακοίνωση της ΠτΔ είχαν ήδη αποκτήσει μια «αυτονομία» στον δημόσιο λόγο.

Φεβρουάριος 2020: Αποστολή ΜΑΤ σε Λέσβο και Χίο για τον έλεγχο των συνόρων

Η Κυβέρνηση αποφάσισε την κατασκευή κλειστών δομών φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών σε Μυτιλήνη και Χίο ως μια αποφασιστική κίνηση για να παρέμβει στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα. Η υπόθεση αυτή είναι ακόμα σε εξέλιξη και θα συζητηθεί αναλυτικότερα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ ότι η κυβέρνηση απέστειλε ΜΑΤ στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου με εμφανή τη διάθεση της επικοινωνιακής διαχείρισης της κίνησης αυτής, ειδικά αν αναλογιστούμε τον τρόπο που οι δυνάμεις των ΜΑΤ φαίνεται να αποβιβάστηκαν από το καράβι σε επιχειρησιακό σχηματισμό. Τις πρώτες 48 ώρες από την άφιξη των ΜΑΤ στα δύο νησιά ακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των κατοίκων που αντιστέκονταν στην κατασκευή των κλειστών δομών και των αστυνομικών δυνάμεων. Ο πρωθυπουργός μετά από σύσκεψη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη και τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, αποφάσισε την αποχώρηση των ΜΑΤ για να «ηρεμήσουν τα πνεύματα» όπως ανέφεραν τα ΜΜΕ. Η απόφαση του πρωθυπουργού, όπως αυτή επαναδιατυπώθηκε στη Βουλή δια στόματος του Γ. Γεραπετρίτη, στηρίχθηκε στο ότι τα «ΜΑΤ δεν αποχώρησαν, αλλά ολοκλήρωσαν το έργο τους», το οποίο σύμφωνα με τις πληροφορίες που διακινούσαν τα ΜΜΕ ήταν να προστατέψουν τα μηχανήματα που θα έκαναν τις προπαρασκευαστικές εργασίας για τις κλειστές δομές. Η δήλωση αυτή του κ. Γεραπετρίτη, εν απουσία του πρωθυπουργού, από τα κυβερνητικά έδρανα προκάλεσε ένα αυθόρμητο γέλιο στην αίθουσα. Η αμηχανία στα κυβερνητικά έδρανα και η σιωπή που ακολούθησε ήταν ενδεικτικές της αδυναμίας του επιχειρήματος.

Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, βλέπουμε ότι το κυβερνών κόμμα σε επίπεδο λόγου και η Ελληνική Κυβέρνηση σε επίπεδο επιλογών ακολουθούν το εξής μοτίβο πολιτικής πορείας: πρώτα κάνουν κάτι που εξυπηρετεί είτε το κομματικό είτε το εκλογικό τους πελατολόγιο και αν για κάποιο λόγο είτε κάποιο μέρος των ΜΜΕ είτε η αντιπολίτευση αποκαλύψει τις πραγματικές διαστάσεις του, τότε σπεύδει να ανασκευάσει, να επαναπλαισιώσει και τελικά να διασκεδάσει επικοινωνιακά τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν. Η διατήρηση της συνέχειας του προεκλογικού αφηγήματος για μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που θα επαναφέρει την «κανονικότητα» είναι ο βασικός πυλώνας της επικοινωνιακής της στρατηγικής και δίνεται μια συνεχή μάχη για διατηρηθεί.

Οι αξίες-πλαίσια που πρεσβεύει ένα κόμμα αποτελούν ένα προπαρασκευαστικό μηχανισμό πολιτικών προσδοκιών και μιας άτυπης -συνήθως- οριακής πολιτιστικής συμφωνίας μεταξύ ψηφοφόρου και κόμματος. Στις 20 Ιουλίου 2019, ο νεοεκλεγείς τότε πρωθυπουργός σημείωνε μέσω Twitter ότι «οι Έλληνες ζητούν ασφάλεια, δουλειές και καλύτερη καθημερινότητα». Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο αξιακό πλαίσιο πολιτικής στόχευσης και με δεδομένο το ποσοστό του 39,85 % που είχε λάβει πριν λίγες μέρες μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων της ΝΔ ασπαζόταν αυτό το πλαίσιο που περιέγραφε στη δήλωσή του ο πρωθυπουργός. Οι κυβερνητικές στοχεύσεις, όπως αυτές παρουσιάστηκαν στις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, διακήρυξαν ότι αποκομματικοποιείται το κράτος, ότι θα πραγματοποιηθούν σημαντικές μειώσεις φόρων, ότι μια σειρά 10 νομοσχεδίων θα προωθηθούν μέχρι το τέλος του 2019, ενώ παράλληλα ανέλαβε δεσμεύσεις για την υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια και την πάταξη της γραφειοκρατίας. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, ο ψηφοφόρος της ΝΔ αλλά και κάθε πολίτης της χώρας έχει να αναμένει «ήθος, επαγγελματισμό και κυρίως αποτελεσματικότητα».

Αυτό το πλαίσιο αξιών και στοχεύσεων καλλιέργησε συγκεκριμένες αλλά και συνάμα μεγάλες προσδοκίες από τους πολίτες, που ήταν βέβαια μόνο ένα μέρος της πολιτικής επί των συναισθημάτων, μιας και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η στόχευση της ΝΔ περιλάμβανε και πολλά άλλα κίνητρα, όπως ήταν η επιστροφή της εθνικοφροσύνης, οι νεοφιλελεύθερες λογικές, ο συντηρητισμός στα ζητήματα φύλου και αλλού, καθώς και να φύγουν όλα τα «κακά» που έφερε η «πρώτη φορά Αριστερά». Με δεδομένη λοιπόν την κούραση ενός λαού μετά από 10 κυματώδη χρόνια κρίσης, όταν κάποιος προγραμματικά υπόσχεται βελτίωση της καθημερινότητας, δουλειές, ανάπτυξη και μικρότερους φόρους, ο πήχης των προσδοκιών εκτοξεύεται. Με αυτόν τρόπο, οι ελπίδες και το φαντασιακό των ανθρώπων αναμένουν την τελική επίτευξη αυτών των στόχων, αγνοώντας ωστόσο την άμεση, μερική ή ολική, διάψευση αυτών τον προσδοκιών από συμβάντα που δείχνουν ότι τελικά δεν είναι τα πράγματα όπως τα φαντάστηκαν ή τα επιθυμούν να καταλήξουν. Η προσδοκία μπορεί να είναι όχι μόνο οικονομική ή κοινωνική αλλά και συναισθηματική. Η συναισθηματική προσδοκία είναι τόσο κρίσιμη στην περίπτωσή μας, όπου ενώ οι μεθοδεύσεις από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης δηλώνουν μια παλαιοκομματική «κανονικότητα», ενισχύονται από μια επικοινωνιακή διαχείριση άνευ στρατηγικού προσανατολισμού, η οποία μάλλον αδυνατεί να διαχειριστεί τις αντιδράσεις που δέχεται επί των επιλογών της στις παραπάνω υποθέσεις.

Η Κυβέρνηση και η «λαμπερή» εικόνα ενός πρωθυπουργού που έχει προγραμματικά διακηρύξει την «επιστροφή στην κανονικότητα» -όσο κι αν δεν έχει δοθεί ακόμα μια εξήγηση ή περιγραφή σε ποια ακριβώς κανονικότητα επιστρέφουμε- δεν φάνηκε να φθείρεται πολιτικά, παρά τις επικοινωνιακές «τούμπες». Η ασαφής και «νοσταλγική» εικόνα της κανονικότητας που κανείς δεν έχει καταλάβει πού αναφέρεται λειτουργεί σε κάποιο βαθμό «απελευθερωτικά». Με ποια έννοια; Μπορεί οι περισσότεροι να μειδίασαν στο άκουσμα του ψεύτικου βιογραφικού τον κ. Διαματάρη, μπορεί ακόμα περισσότεροι να αναρωτήθηκαν για την επιλογή ενός 80χρονου ως διοικητή νοσοκομείου, μπορεί οι αστυνομικές επεμβάσεις σε καταλήψεις να προβλημάτισαν κάποιους, μπορεί κάποιοι άλλοι να ανησύχησαν για την εξωτερική πολιτική της χώρας ύστερα από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και το διάβημα διαμαρτυρίας του Ιράν, ωστόσο, φαίνεται ότι είναι ακόμα περισσότεροι όσοι και όσες είναι διατεθειμένοι/ες και έτοιμοι/ες ψυχολογικά να δεχθούν ακόμα όλες αυτές τις πολιτικές ματαιώσεις, αρκεί να μείνει ζωντανό το όνειρο του ερχομού της «κανονικότητας». Όποιο περιεχόμενο κι αν λαμβάνει η «κανονικότητα» για τον καθένα και την καθεμιά. Η έννοια της «κανονικότητας» λειτουργεί ως ένα κενό σημαίνον, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να το επενδύσει με το δικό του/της φαντασιακό. Μεταφράζοντας αυτό σε όρους πολιτικής, αυτό που υπονοείται εδώ είναι ότι στην παρούσα φάση η Ελληνική Κυβέρνηση έχει λάβει ένα άτυπο δάνειο ανοχής από όσους και όσες έχουν επενδύσει τις οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές αλλά και ψυχολογικές τους προσδοκίες σε αυτήν. Το ερώτημα που αναδύεται σε αυτή την υπόθεση εργασίας είναι μάλλον προφανές. Ως πότε κάποιοι και κάποιες δεν θα πιστεύουν στα μάτια τους, αλλά θα πιστεύουν αυτά που τους λένε οι κυβερνώντες και οι δίαυλοι της επικοινωνίας τους;

Τα όρια της πολιτικής επικοινωνίας

Αυτό που θα είχε νόημα να κρατήσουμε από αυτές τις υποθέσεις επικοινωνιακής διαχείρισης από την πλευρά της κυβέρνησης είναι τα όρια της πολιτικής επικοινωνίας.  Οι ιδεολογίες και τα συστήματα αξιών, παρόλο που μπορεί να αναπαράγονται με ρωγμές και ασυνέχειες -παρά τις ενίοτε γκάφες ή ματαιώσεις- στον βωμό της επικοινωνιακής ηγεμονίας και προπαγάνδας, αποτελούν κρίσιμο μέρος της πολιτικής διαδικασίας επηρεάζοντας τις πολιτικές επιλογές. Σε αντίθετη περίπτωση, η πολιτική διαδικασία αποκτά χαρακτηριστικά μιας κυνικής απάντησης σε ό,τι προβάλλεται από τις δημοσκοπήσεις ή τις εκάστοτε αντιδράσεις του κόσμου. Όχι μόνο οι πολιτικές επιλογές θα είναι έωλες, αλλά και το πολιτικό προσωπικό θα ανανεώνεται σύμφωνα με τη συγκυρία. Η εικόνα και η «έξωθεν καλή μαρτυρία» θα αρχίσουν να μετράνε περισσότερο από τις ικανότητες. Η επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής, όταν ο στόχος είναι να συγκαλυφθεί η πολιτική, δημιουργεί παραμορφωτικά είδωλα της λειτουργίας της δημοκρατίας και εκπαιδεύει τα υποκείμενα στην πολιτική της «ανάθεσης» λόγω της ματαιότητας που δημιουργεί. Η ακεραιότητα της πολιτικής, εν συντομία, υπονομεύεται. Η ιστορική φάρσα που κινδυνεύουμε να ζήσουμε ξανά στην Ελλάδα είναι ότι αυτή τη δημοκρατική ματαίωση και το πνεύμα «ανάθεσης» τα έχουμε ήδη διαγνώσει ως συστατικό της περιόδου πριν το 2010. Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική, κοινωνική, οικονομική και ηθική «κανονικότητα» που μας οδήγησε στην κρίση. Κι αυτή η «κανονικότητα» όταν δεν λειτουργεί ως κενό σημαίνον γίνεται πολύ συγκεκριμένη στο περιεχόμενο και στις επιπτώσεις της.

Η δύναμη της εικόνας είναι κυρίαρχη. Στην περίπτωση της παρούσας Κυβέρνησης, η προεκλογική εικόνα που έχτισε σιγά-σιγά επί 4 σχεδόν χρόνια ως αξιωματική αντιπολίτευση, της «ειλικρινούς» συντηρητικής δύναμης η οποία θα επαναφέρει την «κανονικότητα», λειτουργεί αποτελεσματικά. Από την άλλη πλευρά όμως, είναι πολύ πιθανό να στερέψει πολιτικά αργά ή γρήγορα. Έτσι η λεπτή γραμμή που χωρίζει την ευσεβή προσδοκία από τη ματαίωσή της δεν θα είναι εύκολα διακριτή και αυτό το κατά βάθος πολιτικό αίσθημα κοινότητας, μεταξύ αυτών στην εξουσία και αυτών που κυβερνώνται, μπορεί να διαρραγεί. Τότε τα βασικά συστατικά της επικοινωνιακής ηγεμονίας που αναφέραμε παραπάνω καθίστανται αναποτελεσματικά και οι κάθε μορφής αντιστάσεις, πεποιθήσεις, γνώμες, απόψεις και ιδεολογίες θα δημιουργήσουν πεδία λόγου ανοιχτά σε νέες πλαισιώσεις. Αυτό ίσως αποτυπωθεί και σε ένα πιο δημοκρατικό πλουραλιστικό μιντιακό περιβάλλον.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε την άποψη πολλών παρατηρητών, ότι η πολιτική σύγκρουση ενδυναμώνει τη δημοκρατία όταν διεξάγεται με δρώντες τους πολιτικούς και όχι από τις όλο και αυξανόμενες τάξεις δημοσκόπων, διαφημιστών, συμβούλων μάρκετινγκ και εμπειρογνωμόνων δημοσίων σχέσεων που απασχολούνται συνήθως από τα κόμματα για να σχεδιάσουν και να οργανώσουν τις πολιτικές στρατηγικές επικοινωνίας τους, ενίοτε φροντίζοντας αποκλειστικά για αυτές, αμελώντας τις βαριές μεταβλητές της πολιτικής. Αν οι πολιτικές καθορίζονται όλο και περισσότερο από την εκ των υστέρων αντίδραση της κοινής γνώμης ή των εκλογέων μιας κυβέρνησης, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος ο σχεδιασμός και η παρουσίαση των πολιτικών (policies) να μετατραπούν σε εσωτερικές κομματικές διαδικασίες με όρους πελατολογίου και μικροπολιτικής, γεγονός που μόνο τα συμφέροντα της πλειονότητας δεν θα διασφαλίζει. Το παρόν άρθρο προσπάθησε να σταχυολογήσει στιγμές επικοινωνιακής έντασης της νέας Κυβέρνησης από τις εκλογές του Ιουλίου 2019 μέχρι τον Ιανουάριο του 2020, με εξαίρεση το συμβάν του Φεβρουαρίου 2020 που θεωρήθηκε ενδεικτικό και σημαντικό για το γενικότερο επιχείρημα. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες με το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19 και πολλά θέματα που εγείρουν ανάλυση προέκυψαν σε μικρό χρόνο, αλλά αυτά θα μας απασχολήσουν σε επόμενες μελέτες. Σε κάθε περίπτωση η τρέχουσα Κοινοβουλευτική Περίοδος είναι ακόμα στην αρχή της, συνεπώς θα έχουμε πολλά δείγματα επικοινωνιακής διαχείρισης από την Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις και αντιδράσεις από τα ελληνικά ΜΜΕ.

 – ena-institute