“ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ, ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ. ΔΕ ΘΑ ΒΓΑΛΕΙΣ ΕΣΥ ΤΟ ΦΙΔΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΥΠΑ”!

 

Του Χρήστου Χωμενίδη

Ο Πολάκης στην ταβέρνα

2. Ο Πολάκης στην ταβέρνα

capital logo

“Πώς θα αντιδρούσες εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, άμα βρισκόσουν εκεί; Ενδεχομένως να επιδοκίμαζες σιωπηλά τη στάση τής αστυνομίας; Τι έκανε ο μυστακόφορος γίγας; Πετάχτηκε όρθιος. “Ελεεινή και απαράδεκτη η συμπεριφορά σας!” ανέκραξε. “Αυταρχισμός το χαράτσι στον εργαζόμενο!

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο Ντόναλντ Τραμπ -θα μού θυμίσετε πιο πρόσφατα φρούτα- δεν διατηρούσαν πιο στενές σχέσεις με τη σοβαρότητα. Υπάρχει -το πιστεύω ακράδαντα- μια κρίσιμη διαφορά. Ο μυστακοφόρος γίγας μας δεν διαθέτει σχέδιο, στρατηγική. Φορτώνει, εκτονώνεται, ξεθυμαίνει. Ξαναφορτώνει και δώστου πάλι από την αρχή. Αυτοθαυμάζεται. Διάγει ευτυχής. Εγκάρδιος και αγαπητότατος στους γύρω του.

Στη γκρίζα εποχή που ζούμε, της σοβαροφάνειας, του νεοπουριτανισμού, των ψυχοφαρμάκων, τύποι σαν τον Παύλο Πολάκη είναι παραπάνω από καλοδεχούμενοι. Αρκεί στιγμή να μην ξεχνάμε τι ακριβώς χαρίζουν με την ύπαρξή τους στην κοινωνία”.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας” 

.

2. Λακόπουλος κατά Πολάκη: Τι δουλειά είχε να ελέγχει αστυνομικούς;

Από υμνητής του Καραμανλή, γενίτσαρος του Τσίπρα, λέει για τον Λακόπουλο ο Ελενόπουλος

Από υμνητής του Καραμανλή, γενίτσαρος του Τσίπρα, (ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ)

iefimerida.gr

“Με αφορμή το επεισόδιο στην ψαροταβέρνα, όπου ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να… ελέγξει και να απειλήσει αστυνομικούς που έκαναν έλεγχο τήρησης των μέτρων για την πανδημία, σύμφωνα με την κατάθεση του ίδιου του επικεφαλής του κλιμακίου, ο Γιώργος Λακόπουλος δεν μασά τα λόγια του.

Υπάρχει η Βουλή για να ζητήσουν εξηγήσεις από την κυβέρνηση, αν νομίζουν ότι κάτι δεν γίνεται σωστά. Δεν νοείται ο αγώνας για να φύγει η ΝΔ να ανατινάζεται κάθε τόσο από τον ”τρελό του χωριού”»:  Τι δουλειά είχε να ελέγχει αστυνομικούς; Βοά η δημοκρατική παράταξη.

Αλλιώς όσοι τον στηρίζουν στον αγώνα κατά της πολιτικής Μητσοτάκη βλέπουν ότι ματαιοπονούν και οργίζονται. Ήδη στη Δημοκρατική Παράταξη όλο και περισσότεροι παίρνουν τις αποφάσεις τους: ”’Η ο Πολάκης ή εμείς”».

***

Χωμενίδης-Λακόπουλος. Τι δηλώνουν αμφότεροι οι Καπαδόκες;  Συγγραφεύς, λέει,  ο ένας, δημοσιογράφος ο έτερος.  Δηλαδή…πάπαλα!

Ούτε αγρότες,  μπολντοζιέρηδες, γιατροί, νοσκόμοι.  Πάπαλα, ξαναλέμε. Επειδή, ακριβώς,  ο συγγραφεύς και ο δημοσιογράφος δεν είναι δουλειά, είναι αέρας κοπανιστός ,πάρεργο με υπεραξία  που δίνει ψωμί  και  παντεσπάνι σε  γραφιάδες και   κοντυλοφόρους,  που δεν δικαιούνται να το  τρώνε ,φυσικά.

Ο πρώτος  ο… Χομεϊνί-δης εκθέτει τη ροζοπεριπετειώδη  πραμάτεια του σε συσκευασία  βιβλίου   στους πάγκους του σουπερμάρκετ Βασιλόπουλος ΑΒ, ακριβώς απέναντι από  ρέγκες και τα σαλάμια, για να μη λερώνονται και τα μπερδεύουν οι πελάτες .   Ο άλλος , ανάλογα. Γυρίστρας,.  Εξ ου και Λακό-πουλος, προφανώς από  το “λακάω(=την κάνω  στα δύσκολα) το έτυμο του επωνύμου του. Περιφέρει την κατάντια του   από ακροδεξιά και  καραμανλικά, σε …δημοκρατικά  έντυπα και κανάλια. Και τούμπαλιν.   Και πουλάνε  τα δυο καλόπαιδα μια χαρά και μια ζωή  αδούλευτοι,   φύκια για μεταξωτές κορδέλες

Παραπάνω σε δυο  πολύ σοβαρές… φυλλάδες,  άριστης σκουπιδοπαραγωγής και ποιότητας   και οι δυο χαραμοφάηδες πένες  τα βάζουν με τον Παύλο Πολάκη.   Χειρουργός τούτος. Με ουσιαστική , άκρως υπεύθυνη και απαραίτητη δουλειά στην κοινωνία. ΄Οχι φούμαρα.  ΄Αξια το  βγάζει και το τρώει το ψωμάκι του.

Συμβαίνει, όμως ,να είναι  και βουλευτής .Και με τούτη την ιδιότητα ,προσπάθησε να υπερασπιστεί ένα εργαζόμενο στη ταβέρνα από το μένος εντολοδόχου οργάνου της τάξης, που  του έκοψε εντελώς παράλογα και  αψίκορα   πρόστιμο 300 ευρώ για το κατέβασμα της μάσκας! Και μάλιστα τον παραμόνευε έξω  από το μαγαζί ,πότε θα την κατεβάσει.  Του την είχε, εν άλλοις, στημένη!  Και του επιτίθενται του Πολάκη  λυσσαλέα ,  ξετσίπωτα και με  παραληρηματικό,  Μιχαλολιακικής  παράνοιας λόγο,  γιατί, λέει, σκίστηκε ο βουλευτής  για τον εργαζόμενο.΄Ενα κωλογκαρσόνι!

Δεν επρόκειτο,  δα, για κανένα τριψήφιο αριθμός εργατών που θα έχαναν τη δουλειά τους ή θα τους έκαναν περικοπή μεροκάματου  , για να πουν οι δυο ισοβίως άεργοι αστέρες,  “ας πάει στα κομμάτια, ας παρέμβαινε και ας  μίλαγε  ο Πολάκης”. ΄Ενας και ο κούκος ήταν το θύμα,  χεστήκανε.   Οι αριθμοί ευημερούν και έχουν μπούγιο. Τέτοιο χρυσάφι   κυνηγάνε τούτοι.

Αυτή δεν είναι  δουλειά του ευπρεπούς και κόσμιου  βουλευτή . Να βάζει τις φωνές στην ταβέρνα  για τα  μάτια της εργατικής τάξης,  το ψωμάκι ενός γκαρσονιού.  Πού ακούστηκε! Δουλειά του είναι   να κρεμάει το λαιμοδέτη , να ανεβαίνει στην έδρα της Βουλής και   ανάλογα τα έδρανα που κάθεται, να τρίζει το ταβάνι,    να χύνει δάκρυ κορόμηλο, να χτυπιέται  πατόκορφα    για την πατρίδα, την εργατιά, τα ιερά και τα όσια της κοινωνίας.   Αυτό είναι το έργο του.  Και η αμοιβή του  χειροκρότημα και ψήφος.

 

 

“Να κοιτάζεις τη δουλειά σου. Δε θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα  εσύ”.

Αυτή η φράση με στοιχειώνει από τα μικράτα μου. Και μια ζωή  τη βρίσκω  την άτιμη μπροστά μου. Καληώρα, όπως ο Πολάκης. Από τότε που την άκουσα για πρώτη φορά στο κρατητήριο της χωροφυλακής  Ανδρίτσαινας από τη γιαγιά, που μου έφερε στην καρό πετσέτα το   ψωμοτύρι  , για να την βγάλω στην κράτηση.

Είχαμε πιει “βερμούτια”  και κρασί, ανάκατα,  μαθητές Λυκείου , ένα Σαββατόβραδο  στου Γιαννούλη την ταβέρνα. Σχολιαρόπαιδα όλα.   Τα μεσάνυχτα που μας πέταξε ο ταβερνιάρης  στο δρόμο σκνίπα άπαντες οι συνδαιτημόνες, βρεθήκαμε  στο βενζινάδικο του Μαστραγγελή.   Δίπλα στις αντλίες , κάτι βαρέλια πετρελαίου . Και πιάσε, ένα – ένα  τα κυλάγαμε στην άσφαλτο και τα  προσγειώναμε στον πάτο  στο ρέμα κάτω από την  Αγιά Μαρίνα. Θα πετάξαμε και 20 βαρέλια, άλλα αδειανά άλλα  μισογεμάτα, μέχρι να έρθουν και να μας συλλάβουν  τα… όργανα.

2-3  χωροφύλακες ήταν όλοι κι όλοι, αλλά   έτσι όπως είμαστε η παρέα κουρούμπελο , μας  μπαγλαρώνουν  στο λεπτό και  ντουγρού στο κρατητήριο.  Το πρωί που  ξεμεθύσαμε  και πήραμε είδηση πως είμαστε κρατούμενοι, πάθαμε.

Ξυπνήσαμε από τις φωνές δίπλα. Οι χωροφυλάκοι είχαν μπουζουριάσει πάλι  τον Μπόκα τον μπεκρή και του κάνανε φάλαγγα, για να συνετιστεί, να μην πίνει και δεν ξέρει τί κάνει και  λέει στην αγορά.  Ούρλιαζε ο μαύρος  από τον πόνο και την προσβολή. Γίναμε Τούρκοι με τον Κώστα Θωμόπουλο, που τον ακούγαμε να τους ικετεύει να σταματήσουν το ξύλο.  Αρχίσαμε να χτυπάμε πόρτες, κλωτσιές στο πάτωμα,  να ουρλιάζουμε -τι κάνετε ρε μπασκίνες   στον άνθρωπο, ντροπή, ρε φασίστες. ΄ Ανοιξε,  ρε Δακουρά (ο διοικητής),τί τον χτυπάτε,   δεν ντρέπεσαι,  έχεις  παιδί στην ηλικία μας και φίλο.

Αυτό ήταν . Για  πότε μπούκαραν στο κελί 3 ντιλάρια ,  μας κάνουν κι εμάς μαύρους στο ξύλο .Μουγκρίζαμε  χειρότερα από τον  Μπόκα .  Κι ο καψερός ο Μπάρμπα Γιάννης, ο πατέρας μου , να παρακαλεί  το   Δακουρά να σταματήσουν να μας κοπανάνε με το βούρδουλα .Και η γιαγιά  η Σημούλα από πίσω να  κλαίει και  να μοιρολογεί  μέσα στο παράπονό της .   “Γιατί, παιδάκι μου, τα κάνεις αυτά;  Δεν κοιτάς τη δουλειά σου;  Εσύ θα σώσεις τον Μπόκα και τον κάθε Μπόκα;”

Στοίχειωσε αυτή η φράση, από τότε. Και έκτοτε την άκουσα ένα εκατομμύριο φορές.  Και συνεχίζω. Στις διαδηλώσεις, τις πορείες, στο χώρο εργασίας. Αλλά και στο δρόμο, στο εντελώς άγνωστο. Ακόμα  και στη μέση του πουθενά.  ΄Οπου έβλεπα  τα στραβά, την απάτη, τη διαπλοκή ,την αδικία και έπεφτα στη φωτιά.

Και οι άλλοι, προκλητικοί, ουδέτεροι, απαθείς, να   νουθετούν.   Μαζί και οι  δικοί σου   άνθρωποι, σαν τότε η γιαγιά  με  παράπονο και  ορμήνεια:   “Εσύ  θα βγάλεις παιδάκι μου το φίδι από την τρύπα;” ΄Η  “κοίτα  τη δουλειά σου, ρε φίλε και μην ανακατεύεσαι” . Α, ρε γιαγιά!  Πόσο δίκιο και πόσο άδικο  είχες.  Άργησα, αλλά…το κατάλαβα.

Αλά Πολάκης.  Δεν κοίταζα τη δουλειά μου.  Να φυτρώνω μια ζωή εκεί που δε με σπέρνουν ,να  φωνάζω ,να διαμαρτύρομαι, να απειλώ.  Να τις αρπάζω κιόλας, να με κλείνουν,  μέσα, να χάνω δουλειές, να βάζω τη ζωή μου σε κίνδυνο.

Και   μια ζωή οι ρεμπεσκέδες οι άκαπνοι, οι μπουχέσες  από κοντά . Οι Χομεϊνί-δες και οι  Λακήσαντες.    Να  σηκώνουν το δάχτυλο. Να παίρνουν λίθο  να σε πετροβολάνε. Να διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για τους  “τρελούς του χωριού” που χαλάνε την   πιάτσα.   Οι Πολάκηδες.

Μια ζωή τα ίδια.  Οι μη έχοντες δικαίωμα ,δια να ομιλούν, να κραυγάζουν. ΄Οσοι γίνονται  λαγοί  την ώρα της αναμπουμπούλας και της πυρκαγιάς , που συ πέφτεις στη φωτιά , να στέκονται μίλα μακριά από την ασφάλεια των πάγκων του σουπερμάρκετ  που λέγαμε και της απασχόλησης   στο άδειασμα των  σπερματοδοχείων  στις φυλάδες,  να σου βγάζουν τη γλώσσα, ζωσμένη  τη λεοντή  μέσα σε μουτσούνα  Ηρακλή!

Σιχτίρ για ζωή πια με δαύτους τους Καραγκιόζηδες!

.